Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΑΓΡΙΑ ΧΛΩΡΙΔΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΜΕΡΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΛΟΥΝΟΥΣ


Οι Κλούνοι στη Χλώρακα ήταν ένας σπουδαίος υγρότοπος με τρεχούμενα και στάσιμα ελώδη νερά με μεγάλη οικολογική σημασία που οφειλόταν στην ποικιλότητα των ειδών. Η πανίδα και η Χλωρίδα στην περιοχή ήταν ποικίλη και σπάνια.  Ένα από τα πολλά είδη θαμνοειδών που βλάσταιναν, ήταν οι Μερσινιές που καρποορούσαν γλυκίτατα μερσινόκοκκα.

Μερσινιά είναι αρωματικό φυτό και αυτοφύεται. Είναι θάμνος με μικρά λογχοειδή και αρωματικά φύλλα και βλαστάνει σε τόπους με υγρασία. Τα άνθη της είναι λευκά και εμφανίζονται την Άνοιξη. Ο καρπός της τα μερσυνόκοκκα, είναι ράγες μελανές ή και λευκές. Μπορεί εύκολα να καλλιεργηθεί σε κήπους και είναι εξαιρετικό ως διακοσμητικό φυτό.
Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Μύρτο και την είχαν αφιερώσει στην Πάφια Αφροδίτη αφού με φύλλα μυρτιάς σκέπασε το γυμνό κορμί της όταν γεννήθηκε μέσα από τη θάλασσα. Αρχαίοι συγγραφείς την θεωρούσαν σύμβολο της παρθενίας και κατά την τελετή του γάμου οι μελλόνυμφοι φορούσαν στεφάνι από Μερσινιά. Ακόμα και σήμερα οι νύφες όταν πηγαίνουν στην εκκλησία για το μυστήριο του γάμου φορούν στεφάνι από Μερσυνιά.
Αν κρατήσει κανείς το φύλλο της Μυρτιάς απέναντι στο φως θα διαπιστώσει μικρές, πολυάριθμες, διαφανείς κηλίδες μέσα σ΄ αυτό. Πρόκειται για τους αδένες που περιέχουν το αρωματικό αιθέριο έλαιο. Για τους αρχαίους Έλληνες όμως οι τρύπες αυτές δεν ήταν παρά τα τσιμπήματα που έκανε από αμηχανία και αγωνία στο φύλλο του φυτού με τη βελόνα της η Φαίδρα, η γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας Θησέα καθώς βλέποντας κρυφά το θετό γιο της Ιππόλυτο να γυμνάζεται, τον ερωτεύτηκε αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά της και επειδή η Αφροδίτη τιμώρησε τον ανέραστο Ιππόλυτο οι Αθηναίοι θεωρούσαν τη Μυρτιά φυτό του έρωτα και γι αυτό έπλεκαν στεφάνια από τα κλαδιά της. Σήμερα οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν ότι όταν στους αρχαίους τάφους που ανασκάπτουν βρίσκουν μέσα Μυρσίνια, οι τάφοι ανήκουν σε γυναίκες. Οι αρχαίες ελληνίδες χρησιμοποιούσαν τα αρωματικά φύλλα της Μυρσινιάς σαν αποσμητικό. Αντίθετα το φυτό που βρίσκεται στους ανδρικούς τάφους είναι η βαλανιδιά αφού ο καρπός της το βαλανίδι, είναι σύμβολο της αρρενωπότητας.
Από τα φύλλα της Μερσινιάς, τα κλαδιά και τα άνθη της, παράγεται αιθέριο έλαιο, το μυρτέλαιο. Αυτό έχει εξαιρετικό άρωμα και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη φαρμακευτική και την παρασκευή καλλυντικών. Το ξύλο της είναι εξαιρετικά καλής ποιότητας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή χειροτεχνημάτων.
Μερσινιές στη Χλώρακα βλάσταιναν στην περιοχή Κλούνοι, ένας σπουδαίος υγρότοπος τον οποίον όμως οι άνθρωποι ξεχέρσωσαν και έκτισαν πολυκατοικίες.

ΡΙΖΑΡΙ

Στη Χλώρακα το ριζάρι βλαστούσε άφθονο στις ακτές του κόλπου του Πηλού όπου τα εδάφη ήταν κοννώδη (αργιλώδη).

Το ριζάρι ή αλιζάρι  είναι θάμνος που αυτοφύεται σε αργιλώδη εδάφη.

Το ριζάρι ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στο παρελθόν, γιατί από την ρίζα του παραγόταν μία κόκκινη χρωστική, κατάλληλη για βαφή νημάτων. Στη Κύπρο τα παλιά έτη έως και πρόσφατα χρησιμοποιόταν ευρέως για τη βαφή των Πασχαλινών αυγών καθώς βαμμένα με ριζάρι εκτός από το μοναδικό κόκκινο χρώμα τους ήταν και ανεξίτηλα. Δεν βάφονταν τα χέρια, ενώ η βαφή δεν εισχωρούσε στο εσωτερικό τους. Στη Χλώρακα τα παιδια με χαρά μαζεύονταν σε ομάδες την Μεγάλη Τετάρτη του Πάσχα και πήγαιναν στον κόλπο της θάλασσας του Πηλού όπου μάζευαν το λιζάρι το οποίον ακολούθως παρέδιδαν στις γιαγιάδες ώστε καθώς απαιτούσε το έθιθμο την Μεγάλη Πέμπτη μετά την εκκλησία έβαφαν τα αυγά.

Το Ριζάρι μπορεί να φτάσει μέχρι και 1½ μέτρο ύψος και η ρίζα του ξεπερνά το μέτρο, είναι αρκετά παχιά και είναι η πηγή της ουσίας αλιζαρίνης από την οποία παράγεται κόκκινο χρώμα.

Η χρήση του ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι που ανακαλύφθηκε η χημική κόκκινη βαφή.

H διαδικασία για το βάψιμο των αυγών είναι απλή. Κοπανίζουμε τις ρίζες του ριζαριού σε χτοσιέρι (γουδί) για να μπορεί να βγάλει το χρώμα του ευκολότερα. Βράζουμε το ριζάρι σε νερό για 10 λεπτά και στη συνέχεια το αφήνουμε να κάτσει για 2-3 ώρες ή και όλη τη νύχτα. Το πρωί σουρώνουμε το ριζάρι και κατόπιν προσθέτουμε τα αυγά και τα βράζουμε για περίπου 15 λεπτά προσθέτοντας μισό ποτηράκι του κρασιού ξύδι και λίγο  νερό ίσα που να καλύπτει τα αυγά με δοσολογία 70 γρ. ριζάρι ανά 15 αυγά.

Για άλλα χρώματα εκτός του κόκκινου για τα αυγά, χρησιμοποιούμε σπανάκι για πράσινο χρώμα, παντζάρι για ροζ, πάπρικα για πορτοκαλί, κόκκινο λάχανο για μπλε-μωβ, κουρκουμά για κίτρινο.

Μέχρι πρόσφατα ο κόσμος χρησιμοποιούσε φυτικές βαφές για τον χρωματισμό των αυγών το Πάσχα ένεκα οικονομικών δυσχερειών, αλλά και καθώς οι χημικές βαφές είναι τοξικές.

ΣΚΟΥΡΟΥΠΑΘΚΙΑ – ΓΑΖΙΑ


Σκούρούπαθοι, πανέμορφοι και ευωδιαστοί.
Ειχαμε μια σκουρουπαθιά στην άκρη της αυλής μοναδικη σε ολο το χωριό, που άπλωνε τα κλωνιά της έξω στο δρόμο και τα πρωινα μουσκομύριζε όλη η γειτονιά.
Όλοι οι χωριανοι έρχονταν να κόψουν και να μυρίσουν τα ευωδιαστα ανθη της, προσεχτικά όμως, για να μην κουσπιστούν από τα αγκαθωτά κλωνιά της. Διότι όσο τέλειο ήταν το άρωμα των κατακίτρινων πανέμορφων στρογγυλών λουλουδιών της, άλλο τόσο επικίνδυνα ήταν τα κουσπιά της.
Εγώ μικρόν παιδί έβλεπα τη μάνα μου που μάζευε τα λουλουδάκια και τα έβαζε στο ερμάρι για να ευωδιάζουν τα ρούχα και να διώχνουν τον σκώρο, έβλεπα και τους μεγάλους που με προσοχη τα έκοβαν για να τα μυριστούν, έτσι έκανα και εγώ το ίδιο. Καμιά φορά όμως πληγωνόμουν και βλέποντας το αίμα μου που έτρεχε πηγαινα στη μάνα μου κλαίγοντας. Η μάνα μου στην αρχή με συμβούλευε να είμαι προσεχτικος, αλλά ύστερα από τις πολλές φορές με μάλλωνε γιατί ήμουν απρόσεχτος. Είναι μια από τις γλυκές θύμισες μου γι αυτήν, καθώς πέθανε πολύ νέα.
Η σκουρουπαθκιά είναι ημιαειθαλές δέντρο, δηλαδή δεν ρίχνει όλα τα φύλλα της αν ο χειμώνας είναι ήπιος και σε ύψος δεν ξεπαρνά τα 2-3m. Τα κλαδιά της είναι αγκαθωτά και τα φύλλα της σύνθετα. Ανθίζει Φεβρουάριο με Μάρτιο και τα χρυσοκίτρινα άνθη της είναι πολύ αρωματικά. Είναι ανθεκτική στην ξηρασία και συνήθως βλαστά σε παραθαλάσσιες περιοχές.

ΤΡΕΜΙΘΚΙΑ - ΤΡΕΜΙΘΟΣ

Η Τρεμιθκιά είναι μεγάλο φυλλοβόλο αιωνόβιο δέντρο με πλατιά κόμη και ύψος που φτάνει τα 15 μέτρα και ο κορμός μέχρι πάχους πολλών οργιών. Υπάρχουν τρεμιθκιές μέχρι 2000 χρονών.
Οι τρυφεροί βλαστοί της τρώγονται ωμοί, αλλά και διατηρούνται σε αλατόνερο ή ξύδι.
Τα τρεμίθκια είναι οι καρποί της τα οποία όταν ωριμάσουν τρώγονται ωμά, ή και αποξηραίνονται αφού εμποτιστούν σε αλατόνερο και λέγονται τρεμύθκια τσακιστά.
Από τα τσακιστά τρεμίθκια οι νοικοκυρές φτιάχνουν τις εύγευστες τραγανές τρεμμιθόπιττες.
Από τον Τρέμιθο επισης παράγεται η γνωστή παφίτικη πίσσα:
Όταν ήμουν μικρόν παιδί του δημοτικού σχολείου δηλαδή σε ηλικία που όλοι μας πλέον καλώς ενθυμούμαστε όσα γεγονότα επισυνέβησαν μέχρι και τέλους της ζωής μας, ενθυμούμαι την όλη πράξη παραγωγής της Παφίτικης πίσσας καθώς παρακολουθούσα αλλά και συμμετείχα στην όλη διαδικασία, την οποία η στετέ μου η Δεσποινού έφερνεν εις πέρας σε επαγγελματική βάση.
Παλιά εκείνους τους πέτρινους καιρούς πριν τον πρώτο πόλεμο, ύστερα τον μεσοπόλεμο αλλά και έως τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής ανεξαρτησίας, οι χωρικοί δηλαδή η πλειονότης του πληθυσμού, ασχολούνταν με πολλές δουλειές ώστε να μπορούν να έχουν έναν φτωχικό επιούσιο για να θρέψουν εαυτούς και τέκνα.
Θυμάμαι που μικρά παιδιά με τα ξαδέρφια μου μαζευόμασταν στο σπίτι της στετές μας και αυτή για να ησυχάσει από τις φωνές μας και τις αταξίες μας, αλλά ταυτόχρονα τοιουτοτρόπως και εμείς να είμαστε εις θέσην να προσφέρουμε στην οικογένεια, μας έβαζε να κάνουμε διάφορες δουλειές.
Μαζεύαμε τρεμίθια για την παραγωγή τρεμιχόλαου ή αν ήταν καλοτσάκιστα να τα αλμυρίσουμε υπό την καθοδήγηση της και να τα απλώσουμε στην ταράτσα να ξεράνουν στον ήλιο.
Βακλούσαμε τεράτσια και βελανίδια,
μαζεύαμε αλάτι από τις Αλυκές του χωριού,
προσέχαμε τα πρόβατα, τα λούζαμε στη θάλασσα, τα κουρεύαμε, τα γαλεύαμε.
Τέλος κάθε πρωί με τη δροσιά, τα καλοκαίρια μαζεύαμε την πίσσα από τις τρεμιθιές οι οποίες ήταν βλαστημένες κατά εκατοντάδες σε όλη τη Χλώρακα.
Με ένα ξινάρι η στετέ μου η Δεσποινού χτυπούσε τους χοντρούς κορμούς των αιωνόβιων δεντρών και τα κόντρωνε, δηλαδή τους δημιουργούσε πληγές. Από αντίδραση τα δένδρα ωστε να θεραπεύσουν τις πληγές τους έκχυναν μια παχύρευστη υγρή ασπροειδή προς κιτρινο χρώμα πίσσα και κάλυπταν τις πληγές, αλλά αρκετό από αυτό έπεφτε κάτω στη γη. Γι αυτό το χώμα κάτω έπρεπε να είναι καθαρισμένο από φύλλα και ακαθαρσίες, και κάθε πρωί με ένα κομματάκι ξύλο μαζεύαμε την πίσσα από χάμω και από τις κόντρες στους κορμούς. Αυτό γινόταν καθημερινά ώστε η πίσσα να μην σκληραίνει και να μαζεύεται εύκολα. Καθώς λοιπόν τη μαζεύαμε, τα δένδρα έκχυναν καινούργια για τη συνέχεια της επούλωσης των πληγών τους.
Έτσι κάθε πρωί ολόφρεσκια μαζεύαμε την πίσσα και την τοποθετούσαμε σε ένα μαστράπι (μικρό κουβαδάκι κονσέρβας συνήθως βουτύρου Μαργαρίνης ή γάλακτος Νουννού ή Βλάχας) και το παίρναμε της στετές μας. Αυτή την φύλαγε, και όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα, την επεξεργαζόταν και έφτιαχνε την λεγόμενη Παφίτικη πίσσα την οποίαν ο παππούς μας ο Λεωνής την πουλούσε μαζί με άλλα προϊόντα στα διάφορα πανηγύρια. Με τον γάιδαρον τον Σιερκά ταξίδευε ώρες πολλές ακόμα μέχρι το Χωριό Τσάδα και παραπέρα, και πουλούσε πραμάτειες και προϊόντα όλα οικογενειακής εσοδείας και παραγωγής, τα οποία για τη μεταφορά τους σπίλαζε στη συρίζα του ζώου.
Η στετέ μου η Δεσποινού λοιπόν για να φτιάξει την παφίτικη πίσσα, την έβαζε σε μια μαϊρισσα και την έβραζε σε χαμηλή φωτιά. Την ανακάτωνε συνέχεια για να μην κολλήσει, και με το βράσιμο εξατμίζονταν τα ξένα έλαια και έμενε καθαρή η πίσσα που έπαιρνε ένα κιρινογαλακτώδες χρώμα. Όταν έβραζε καλά, την κούλιαζε μέσα σε μια μικρή σκάφη γεμάτη νερό και σε στέρεα μορφή πλέον, την τραβούσε και την τέντωνε και την ζύμωνε πολλές φορές, ώσπου το κιτρινωπό της χρώμα γινόταν λευκό και κάτασπρο. Αυτό γινόταν για πολλή ώρα, και όταν το χρώμα γινόταν ξάστερο άσπρο και ενόσω ήταν μαλακή, την έκοβε σε κομμάτια και την φύλασσε σε περιτυλίγματα κατσιαρόκολλας έτοιμην προς πώληση και κατανάλωση.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΣΙΑΓΚΟΥΛΑ - ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ


Στη Χλώρακα το λουλλούδι φέρει το όνομα σιάγκουλο και το φυτό σιαγκουλιά.
Πρώτα βγάζει τα άνθη και μετά τα φύλλα. Στον τόπο μας έχει οριστεί ως  εθνικό φυτό της Κύπρου.
Λένε πως είναι το λουλούδι που συμβολίζει τη γονιμότητα, την ευτυχία, την παραίτηση, τον αποχαιρετισμό, την ντροπαλότητα, ενώ έχει ιδιότητες που προστατεύουν και προκαλούν λαγνεία. Δοξασίες του λαού λέγουν ότι αν μια ανύπαντρη γυναίκα φυτέψει κυκλάμινα ανάμεσα στα κρεμμύδια και αυτά πιάσουν τότε θα παντρευτεί, αν δεν φυτρώσουν τότε όχι. Ακόμα λένε πως αν αποξηράνει κάποιος λουλούδια κυκλάμινου και τα τοποθετήσει σε ένα μικρό μπουκαλάκι, το οποίο θα κρεμάσει στο λαιμό του, τότε δεν έχει να φοβηθεί από κακό μάτι.
Τα άγρια κυκλάμινα έχουν λευκό ή ανοικτό ροζ χρώμα με σκούρο ροζ στεφάνι στη βάση των πετάλων τους.Τα φύλλα τους είναι σκούρα πράσινα, σε σχήμα καρδιάς, και συνήθως έχουν γραμμές από γκρι ή ασημένιο χρώμα. Είναι βολβώδη φυτά και ανθίζουν από το Σεπτέμβριο και διαρκεί περίπου μέχρι το Δεκέμβριο. Απο τα πεταλλα του παραγεται δηλητηριο.

ΠΑΛΛΟΥΡΕΣ

Η παλλούρα είναι αυτοφυές ακανθώδης θάμνος ο οποίος βλαστά οπουδήποτε πεδινά, ημιορεινά, σε πετρώδη εδάφη, σε παράλιες ακτές, σε αργάκια, σε όλη την Κύπρο. Τα φύλλα της είναι μικρού μεγέθους και τον καρπόν της έχουν ως τροφή τα πουλιά. Αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι και 4 μέτρα.

Σε κάθε τόπο που βλαστούσαν πολλές παλλούρες, οι άνθρωποι συνήθιζαν να δίνουν τοπωνύμια με το ίδιο όνομα.

Τα παλιά χρόνια οι Χλωρακιώρες γεωργοί την χρησιμοποιούσαν ως φραμό. ‘Όταν φύτευαν λασάνια με σπόρους για να παράξουν φυτά τα οποία ύστερα μεταφύτευαν στα χωράφια, για να μην τρώνε οι όρνιθες τους σπόρους καθώς σε όλες τις αυλές οι κάτοικοι είχαν γουμάδες, τα έφρασσαν με παλλούρες τις οποίες οι όρνιθες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν καθώς ήταν πυκνές και ακανθώδεις.

Η ζήτηση τους ήταν μεγάλη ένεκα ότι όλοι οι κάτοικοι ησχολόυντο με τη Γεωργία, έτσι από την μακρινή Πέγεια διάφοροι έμποροι φόρτωναν σε γαϊδούρια δεμάτια από φραμούς, και τα πωλούσαν στους Χλωρακιώτες γεωργούς.

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι δυο μαυροφορεμένες γυναίκες από την Παίγεια τη Σιεφκού και την κόρη της Κατερίνα φίλες της στετές μου, που καβαλικεμένες σε δυό γαϊδουράκια, έσερναν μαζί τους κομβόι από πεντέξη άλλα γαϊδούρια φορτωμένα παλλούρες ως πάνω ψηλά όσο να μην γέρνουν, και ερχόντουσαν στην αυλή μας όπου ήταν τόπος συνάθροισης ενδιαφερομένων αγοραστών. Πάνω στα γαϊδούρια που καβαλίκευαν είχαν δισάκια γεμάτα με σιουσιούκο, κιοφτέρκα, όψιμο και ππαλουζέ προϊόντα δικής τους κατασκευής τα οποία επίσης πουλούσαν. Απέναντι από την αυλή μας είχε χωράφια ο γείτονας μας ο Οξείας που φύτευε πολλά λασάνια και ήταν ο καλύτερος πελάτης των δύο γριούλων. Θυμάμαι όταν το δείλι έπεφτε καλά και δεν είχαν ακόμη ξεπουλήσει, η στετέ μου τις φιλοξενούσε τη νύχτα. Θυμάμαι που τις περίμενα με αδημονία να έρθουν, γιατί πάντα μας έφερναν δώρα από τις ωραίες λιχουδιές τους.  


ΜΟΥΣΚΟΣ Ή ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ



ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ. Στη Χλώρακα το ονόμαζαν Μούσκο ή Αρκάδρωπο. Μούσκο το ονόμαζαν διότι όταν ο καρπός του ωρίμαζε, είχε μια ωραία μυρωδιά. Αρκάδρωπο το ονόμαζαν διότι οι ρίζες του έμοιαζαν με αγριάνθρωπο). 

Ένα επικίνδυνο φυτό με παράξενους θρύλους και απίστευτες παραδόσεις
O Μανδραγόρας είναι φυτό με μεγάλα φύλλα και ρίζα διχαλωτή που μοιάζει με ανοιχτά πόδια ανθρώπου που στέκεται όρθιος.
Ο θρύλος μιλάει για αυτοτιμωρία κάποιου που ερωτεύτηκε  μια νεράιδα και όταν αυτή έχασε την ζωή της θέλησε να την ακολουθήσει και ζήτησε και τον έθαψαν όρθιο δίπλα της και όταν κάποιος δοκίμαζε να τον ξεριζώσει, ο θορυβος που έκανε ήταν υπόκοφος μέχρι εκκοφαντικος  σαν μια στριγκλιά που σκότωνε ή τρέλαινε αυτόν που το προσπαθύσε.
Η διχαλωτή ρίζα του παρομοιάζονταν με ανθρώπινο σώμα και πίστευαν ότι είχε δυνάμεις από τα σκοτεινά πνεύματα της γης. Για να ξεριζώσουν το μανδραγόρα έπρεπε να το κάνουν μόνο μεσάνυχτα και μετά από απαραίτητες προσευχές και τελετουργίες. Κάποιος ζωγράφιζε τρεις κύκλους γύρω από το φυτό με ένα μυτερό κλαδί ιτιάς και μετά έδεναν ένα μαύρο σκύλο στο φυτό με ένα σπάγκο ώστε τοιουτοτρόπως να ξεριζωθει χωρίς ανθρώπινα χέρια να έρθουν σε επαφή με το φυτό.
Το μανδραγόρα περιέβαλαν με μυστηριώδεις υπερφυσικές δυνάμεις που ήταν πιστευτές σε αυτούς που πίστευαν στις δεισιδαιμονίες. Οι παλιοί μάγιστρο το χρησιμοποιούσαν σαν αφροδισιακό και γονιμοποιιτικό, και διέδιδαν ότι δεν έπρεπε να το πλησιάσει κανείς, γιατί θα κυριευτεί απο δαίμονες, και ότι μπορούσε να μαζευτεί μόνο τα μεσάνυχτα στη χάση του Φεγγαριού με παρουσία σκύλου για να μην πλησιάζουν τα δαιμόνια.
Σε μεγάλες ποσότητες δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα με πρώτο σύμπτωμα την απώλεια όρασης, ακολουθεί παραλήρημα, καταστολή και τελικά ο θάνατος.
Από το φυτό αυτό κατασκευάζονται υπνωτικά φάρμακα.
Κατά τον μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν σαν ηρεμιστικό για τους μελλοθάνατους με σταύρωση.
Τα φύλλα του είναι ωφέλιμα  για τις φλεγμονές των ματιών και των ελκών. Η ρίζα του παύει τους πόνους των αρθρώσεων. Όσοι πρόκειται να ακρωτηρια­σθούν ή να κα­ούν λαμβάνουν μανδραγορίτη οίνο και δεν θα πονούν την ώρα της επέμβασης.
Τα άνθη παράγουν ένα σφαιρικό λείο καρπό σαν μικρό μήλο που γίνεται κίτρινος όταν ωριμάσει. Η σάρκα του καρπού είναι γεμάτη και έχει ένα δυνατό άρωμα σαν του μήλου.
Αναφέρεται ότι οι Αρχαίοι από τη ρίζα του παρασκεύαζαν φίλτρα ερωτικά και γι αυτό η Αφροδίτη λεγόταν και Μανδραγορίτις. Επίσης όποιος χρησιμοποιούσε τα οφέλη του φυτού, εκτός της σεξουαλι­κής ικανότητας, είχε προστασία από δηλητηριάσεις και κακώσεις, επίσης αποκτούσε πλούτο υγεία και μακροζωία. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν «μήλο του έρωτα», οι Άραβες «μήλο του διαβόλου», και οι Εβραίοι το αποκαλούσαν «τα μήλα της αγάπης».
Την ερωτική και μαγική ιδιότητα λέγεται την απέκτησε από την μάγισσα Κίρκη ότι από αυτό το υγρό έδωσε στους άνδρες του Οδυσσέα και τους μεταμόρφωσε.
Άλλες παραδόσεις πιστεύουν ότι γιατρεύει τις στείρες γυναίκες!
Ακόμα από την εποχή της βίβλου στην Γένεση υπάρχουν αναφορές για την χρήση του Μανδραγόρα σαν αφροδισιακό και σαν βοτάνι για τεκνοποιία. Η Ραχήλ απελπισμένη που δεν έκανε παιδιά με τον Ιακώβ κατέφυγε στον μανδραγόρα για να γεννήσει τον Ιωσήφ.

Στο μεσαίωνα το φυτό το έλεγαν επίσης “μήλο του σατανά” και πίστευαν ότι προκαλούσε τρέλα. Πίστευαν ότι κάτω από τα δέντρα που γίνονταν απαγχονισμοί φύτρωνε μανδραγόρας από το σπέρμα των κρεμασμένων.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΠΑΛΛΟΥΡΕΣ

Η παλλούρα είναι αυτοφυές ακανθώδης θάμνος ο οποίος βλαστά οπουδήποτε πεδινά, ημιορεινά, σε πετρώδη εδάφη, σε παράλιες ακτές, σε αργάκια, σε όλη την Κύπρο. Τα φύλλα της είναι μικρού μεγέθους και τον καρπόν της έχουν ως τροφή τα πουλιά. Αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι και 4 μέτρα.

Σε κάθε τόπο που βλαστούσαν πολλές παλλούρες, οι άνθρωποι συνήθιζαν να δίνουν τοπωνύμια με το ίδιο όνομα.

Τα παλιά χρόνια οι Χλωρακιώρες γεωργοί την χρησιμοποιούσαν ως φραμό. ‘Όταν φύτευαν λασάνια με σπόρους για να παράξουν φυτά τα οποία ύστερα μεταφύτευαν στα χωράφια, για να μην τρώνε οι όρνιθες τους σπόρους καθώς σε όλες τις αυλές οι κάτοικοι είχαν γουμάδες, τα έφρασσαν με παλλούρες τις οποίες οι όρνιθες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν καθώς ήταν πυκνές και ακανθώδεις.

Η ζήτηση τους ήταν μεγάλη ένεκα ότι όλοι οι κάτοικοι ησχολόυντο με τη Γεωργία, έτσι από την μακρινή Πέγεια διάφοροι έμποροι φόρτωναν σε γαϊδούρια δεμάτια από φραμούς, και τα πωλούσαν στους Χλωρακιώτες γεωργούς.

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι δυο μαυροφορεμένες γυναίκες από την Παίγεια τη Σιεφκού και την κόρη της Κατερίνα φίλες της στετές μου, που καβαλικεμένες σε δυό γαϊδουράκια, έσερναν μαζί τους κομβόι από πεντέξη άλλα γαϊδούρια φορτωμένα παλλούρες ως πάνω ψηλά όσο να μην γέρνουν, και ερχόντουσαν στην αυλή μας όπου ήταν τόπος συνάθροισης ενδιαφερομένων αγοραστών. Πάνω στα γαϊδούρια που καβαλίκευαν είχαν δισάκια γεμάτα με σιουσιούκο, κιοφτέρκα, όψιμο και ππαλουζέ προϊόντα δικής τους κατασκευής τα οποία επίσης πουλούσαν. Απέναντι από την αυλή μας είχε χωράφια ο γείτονας μας ο Οξείας που φύτευε πολλά λασάνια και ήταν ο καλύτερος πελάτης των δύο γριούλων. Θυμάμαι όταν το δείλι έπεφτε καλά και δεν είχαν ακόμη ξεπουλήσει, η στετέ μου τις φιλοξενούσε τη νύχτα. Θυμάμαι που τις περίμενα με αδημονία να έρθουν, γιατί πάντα μας έφερναν δώρα από τις ωραίες λιχουδιές τους.  


ΣΚΟΥΡΟΥΠΑΘΚΙΑ – ΓΑΖΙΑ

Σκούρούπαθοι, πανέμορφοι και ευωδιαστοί.
Ειχαμε μια σκουρουπαθιά στην άκρη της αυλής μοναδικη σε ολο το χωριό, που άπλωνε τα κλωνιά της έξω στο δρόμο και τα πρωινα μουσκομύριζε όλη η γειτονιά.
Όλοι οι χωριανοι έρχονταν να κόψουν και να μυρίσουν τα ευωδιαστα ανθη της, προσεχτικά όμως, για να μην κουσπιστούν από τα αγκαθωτά κλωνιά της. Διότι όσο τέλειο ήταν το άρωμα των κατακίτρινων πανέμορφων στρογγυλών λουλουδιών της, άλλο τόσο επικίνδυνα ήταν τα κουσπιά της.
Εγώ μικρόν παιδί έβλεπα τη μάνα μου που μάζευε τα λουλουδάκια και τα έβαζε στο ερμάρι για να ευωδιάζουν τα ρούχα και να διώχνουν τον σκώρο, έβλεπα και τους μεγάλους που με προσοχη τα έκοβαν για να τα μυριστούν, έτσι έκανα και εγώ το ίδιο. Καμιά φορά όμως πληγωνόμουν και βλέποντας το αίμα μου που έτρεχε πηγαινα στη μάνα μου κλαίγοντας. Η μάνα μου στην αρχή με συμβούλευε να είμαι προσεχτικος, αλλά ύστερα από τις πολλές φορές με μάλλωνε γιατί ήμουν απρόσεχτος. Είναι μια από τις γλυκές θύμισες μου γι αυτήν, καθώς πέθανε πολύ νέα.
Η σκουρουπαθκιά είναι ημιαειθαλές δέντρο, δηλαδή δεν ρίχνει όλα τα φύλλα της αν ο χειμώνας είναι ήπιος και σε ύψος δεν ξεπαρνά τα 2-3m. Τα κλαδιά της είναι αγκαθωτά και τα φύλλα της σύνθετα. Ανθίζει Φεβρουάριο με Μάρτιο και τα χρυσοκίτρινα άνθη της είναι πολύ αρωματικά. Είναι ανθεκτική στην ξηρασία και συνήθως βλαστά σε παραθαλάσσιες περιοχές.

ΡΙΖΑΡΙ

Στη Χλώρακα το ριζάρι βλαστούσε άφθονο στις ακτές του κόλπου του Πηλού όπου τα εδάφη ήταν κοννώδη (αργιλώδη).

Το ριζάρι ή αλιζάρι  είναι θάμνος που αυτοφύεται σε αργιλώδη εδάφη.

Το ριζάρι ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στο παρελθόν, γιατί από την ρίζα του παραγόταν μία κόκκινη χρωστική, κατάλληλη για βαφή νημάτων. Στη Κύπρο τα παλιά έτη έως και πρόσφατα χρησιμοποιόταν ευρέως για τη βαφή των Πασχαλινών αυγών καθώς βαμμένα με ριζάρι εκτός από το μοναδικό κόκκινο χρώμα τους ήταν και ανεξίτηλα. Δεν βάφονταν τα χέρια, ενώ η βαφή δεν εισχωρούσε στο εσωτερικό τους. Στη Χλώρακα τα παιδια με χαρά μαζεύονταν σε ομάδες την Μεγάλη Τετάρτη του Πάσχα και πήγαιναν στον κόλπο της θάλασσας του Πηλού όπου μάζευαν το λιζάρι το οποίον ακολούθως παρέδιδαν στις γιαγιάδες ώστε καθώς απαιτούσε το έθιθμο την Μεγάλη Πέμπτη μετά την εκκλησία έβαφαν τα αυγά.

Το Ριζάρι μπορεί να φτάσει μέχρι και 1½ μέτρο ύψος και η ρίζα του ξεπερνά το μέτρο, είναι αρκετά παχιά και είναι η πηγή της ουσίας αλιζαρίνης από την οποία παράγεται κόκκινο χρώμα.

Η χρήση του ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι που ανακαλύφθηκε η χημική κόκκινη βαφή.

H διαδικασία για το βάψιμο των αυγών είναι απλή. Κοπανίζουμε τις ρίζες του ριζαριού σε χτοσιέρι (γουδί) για να μπορεί να βγάλει το χρώμα του ευκολότερα. Βράζουμε το ριζάρι σε νερό για 10 λεπτά και στη συνέχεια το αφήνουμε να κάτσει για 2-3 ώρες ή και όλη τη νύχτα. Το πρωί σουρώνουμε το ριζάρι και κατόπιν προσθέτουμε τα αυγά και τα βράζουμε για περίπου 15 λεπτά προσθέτοντας μισό ποτηράκι του κρασιού ξύδι και λίγο  νερό ίσα που να καλύπτει τα αυγά με δοσολογία 70 γρ. ριζάρι ανά 15 αυγά.

Για άλλα χρώματα εκτός του κόκκινου για τα αυγά, χρησιμοποιούμε σπανάκι για πράσινο χρώμα, παντζάρι για ροζ, πάπρικα για πορτοκαλί, κόκκινο λάχανο για μπλε-μωβ, κουρκουμά για κίτρινο.

Μέχρι πρόσφατα ο κόσμος χρησιμοποιούσε φυτικές βαφές για τον χρωματισμό των αυγών το Πάσχα ένεκα οικονομικών δυσχερειών, αλλά και καθώς οι χημικές βαφές είναι τοξικές.

ΤΡΕΜΙΘΚΙΑ - ΤΡΕΜΙΘΟΣ

Η Τρεμιθκιά είναι μεγάλο φυλλοβόλο αιωνόβιο δέντρο με πλατιά κόμη και ύψος που φτάνει τα 15 μέτρα και ο κορμός μέχρι πάχους πολλών οργιών. Υπάρχουν τρεμιθκιές μέχρι 2000 χρονών.
Οι τρυφεροί βλαστοί της τρώγονται ωμοί, αλλά και διατηρούνται σε αλατόνερο ή ξύδι.
Τα τρεμίθκια είναι οι καρποί της τα οποία όταν ωριμάσουν τρώγονται ωμά, ή και αποξηραίνονται αφού εμποτιστούν σε αλατόνερο και λέγονται τρεμύθκια τσακιστά.
Από τα τσακιστά τρεμίθκια οι νοικοκυρές φτιάχνουν τις εύγευστες τραγανές τρεμμιθόπιττες.
Από τον Τρέμιθο επισης παράγεται η γνωστή παφίτικη πίσσα:
Όταν ήμουν μικρόν παιδί του δημοτικού σχολείου δηλαδή σε ηλικία που όλοι μας πλέον καλώς ενθυμούμαστε όσα γεγονότα επισυνέβησαν μέχρι και τέλους της ζωής μας, ενθυμούμαι την όλη πράξη παραγωγής της Παφίτικης πίσσας καθώς παρακολουθούσα αλλά και συμμετείχα στην όλη διαδικασία, την οποία η στετέ μου η Δεσποινού έφερνεν εις πέρας σε επαγγελματική βάση.
Παλιά εκείνους τους πέτρινους καιρούς πριν τον πρώτο πόλεμο, ύστερα τον μεσοπόλεμο αλλά και έως τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής ανεξαρτησίας, οι χωρικοί δηλαδή η πλειονότης του πληθυσμού, ασχολούνταν με πολλές δουλειές ώστε να μπορούν να έχουν έναν φτωχικό επιούσιο για να θρέψουν εαυτούς και τέκνα.
Θυμάμαι που μικρά παιδιά με τα ξαδέρφια μου μαζευόμασταν στο σπίτι της στετές μας και αυτή για να ησυχάσει από τις φωνές μας και τις αταξίες μας, αλλά ταυτόχρονα τοιουτοτρόπως και εμείς να είμαστε εις θέσην να προσφέρουμε στην οικογένεια, μας έβαζε να κάνουμε διάφορες δουλειές.
Μαζεύαμε τρεμίθια για την παραγωγή τρεμιχόλαου ή αν ήταν καλοτσάκιστα να τα αλμυρίσουμε υπό την καθοδήγηση της και να τα απλώσουμε στην ταράτσα να ξεράνουν στον ήλιο.
Βακλούσαμε τεράτσια και βελανίδια,
μαζεύαμε αλάτι από τις Αλυκές του χωριού,
προσέχαμε τα πρόβατα, τα λούζαμε στη θάλασσα, τα κουρεύαμε, τα γαλεύαμε.
Τέλος κάθε πρωί με τη δροσιά, τα καλοκαίρια μαζεύαμε την πίσσα από τις τρεμιθιές οι οποίες ήταν βλαστημένες κατά εκατοντάδες σε όλη τη Χλώρακα.
Με ένα ξινάρι η στετέ μου η Δεσποινού χτυπούσε τους χοντρούς κορμούς των αιωνόβιων δεντρών και τα κόντρωνε, δηλαδή τους δημιουργούσε πληγές. Από αντίδραση τα δένδρα ωστε να θεραπεύσουν τις πληγές τους έκχυναν μια παχύρευστη υγρή ασπροειδή προς κιτρινο χρώμα πίσσα και κάλυπταν τις πληγές, αλλά αρκετό από αυτό έπεφτε κάτω στη γη. Γι αυτό το χώμα κάτω έπρεπε να είναι καθαρισμένο από φύλλα και ακαθαρσίες, και κάθε πρωί με ένα κομματάκι ξύλο μαζεύαμε την πίσσα από χάμω και από τις κόντρες στους κορμούς. Αυτό γινόταν καθημερινά ώστε η πίσσα να μην σκληραίνει και να μαζεύεται εύκολα. Καθώς λοιπόν τη μαζεύαμε, τα δένδρα έκχυναν καινούργια για τη συνέχεια της επούλωσης των πληγών τους.
Έτσι κάθε πρωί ολόφρεσκια μαζεύαμε την πίσσα και την τοποθετούσαμε σε ένα μαστράπι (μικρό κουβαδάκι κονσέρβας συνήθως βουτύρου Μαργαρίνης ή γάλακτος Νουννού ή Βλάχας) και το παίρναμε της στετές μας. Αυτή την φύλαγε, και όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα, την επεξεργαζόταν και έφτιαχνε την λεγόμενη Παφίτικη πίσσα την οποίαν ο παππούς μας ο Λεωνής την πουλούσε μαζί με άλλα προϊόντα στα διάφορα πανηγύρια. Με τον γάιδαρον τον Σιερκά ταξίδευε ώρες πολλές ακόμα μέχρι το Χωριό Τσάδα και παραπέρα, και πουλούσε πραμάτειες και προϊόντα όλα οικογενειακής εσοδείας και παραγωγής, τα οποία για τη μεταφορά τους σπίλαζε στη συρίζα του ζώου.
Η στετέ μου η Δεσποινού λοιπόν για να φτιάξει την παφίτικη πίσσα, την έβαζε σε μια μαϊρισσα και την έβραζε σε χαμηλή φωτιά. Την ανακάτωνε συνέχεια για να μην κολλήσει, και με το βράσιμο εξατμίζονταν τα ξένα έλαια και έμενε καθαρή η πίσσα που έπαιρνε ένα κιρινογαλακτώδες χρώμα. Όταν έβραζε καλά, την κούλιαζε μέσα σε μια μικρή σκάφη γεμάτη νερό και σε στέρεα μορφή πλέον, την τραβούσε και την τέντωνε και την ζύμωνε πολλές φορές, ώσπου το κιτρινωπό της χρώμα γινόταν λευκό και κάτασπρο. Αυτό γινόταν για πολλή ώρα, και όταν το χρώμα γινόταν ξάστερο άσπρο και ενόσω ήταν μαλακή, την έκοβε σε κομμάτια και την φύλασσε σε περιτυλίγματα κατσιαρόκολλας έτοιμην προς πώληση και κατανάλωση.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
ΤΡΙΒΟΛΙ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΕΞ
Χρησιμοποιείται για τις αντικαταθλιπτικές, αφροδισιακές και τονωτικές του ιδιότητες, αλλά κυρίως για τη συμβολή του στην ενεργοποίηση της τεστοστερόνης.Το φυτό τριβόλι το βρίσκουμε εύκολα και σε μεγάλη ποσότητα. Βλαστάνει παντού  και μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για προληπτικούς είτε για θεραπευτικούς σκοπούς. Είναι το κύριο φυτικό συστατικό για την παραγωγή του Βιάγκρα και είναι διάσπαρτο στην Κυπριακή φύση, σε όλα τα χωράφια, ακόμα και στις αυλές των σπιτιών. Η προετοιμασία του ως θεραπευτικού ροφήματος είναι πολύ εύκολη και φτηνή επίλυση του προβλήματος του σεξουαλισμού, χωρίς παρενέργειες. Τα τριβόλια ανθίζουν κάθε χρόνο από τον Μάη μέχρι τον Οκτώβρη. Φέρουν άνθη μικρά κίτρινα, που βρίσκονται στη βάση των ακραίων φύλλων τους. Ο καρπός τους είναι στρογγυλός, επίπεδος και αποτελείται από 5 σπόρους. Ο κάθε σπόρος φέρει τρία άνισα σκληρά αγκάθια, αυτά που προσδιορίζουν και το όνομά του, τρίλοβος, ενώ το δεύτερο προσδιορίζει τη συνήθεια του φυτού-βοτάνου να απλώνει στη γη δημιουργώντας εκεί που βλασταίνει έναν μικρό χορτοτάπητα. Οι άνθρωποι περπατώντας ξυπόλυτοι στους αγρούς πολλές φορές, είχαν την άσχημη εμπειρία να πατήσουν τους σπόρους αυτούς. Ο πόνος ήταν τόσο οξύς, που τους ανάγκαζε να χοροπηδούν στο ένα πόδι, έτσι που έμεινε η παροιμιακή φράση ετριολίστηκε.
Τρία φλιτζανάκια την ημέρα, τα προβλήματα κάνουν πέρα:
Το βοτάνι μαζεύεται χωρίς τις ρίζες του, σε πλήρη άνθιση, μαζί με τους σπόρους του, οι οποίοι έχουν πιο έντονες ιδιότητες.
Καθαρίζεται από τις σκόνες, τοποθετείται σε μια κατσαρόλα και καλύπτεται με νερό. Πρέπει να βράσει μέχρις ότου μείνει πιο λίγο από το μισό το αρχικό νερό. Το εκχύλισμα σουρώνεται και φυλάσσεται στο ψυγείο μέχρι μία εβδομάδα. Η δοσολογία είναι τρία φλιτζανάκια του καφέ την ημέρα, το τελευταίο το βράδυ πριν από τον ύπνο.
Το ρόφημα επιδρά στους άνδρες αυξάνοντας την ανδρική ορμόνη τεστοστερόνη, βοηθά στη σπερματογένεση αυξάνοντας τον αριθμό και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, αυξάνει τη σεξουαλική διάθεση.
Στις γυναίκες τονώνει την σεξουαλική διάθεση και βοηθά να ξεπεραστούν τα διάφορα ψυχοσωματικά προβλήματα, που συνοδεύουν την εμμηνόπαυση όπως: αϋπνία, υπερένταση, απάθεια, υπερευαισθησία και υπεραιμία. Το ίδιο βοηθά, σε περιπτώσεις που παρουσιάζονται τα προβλήματα αυτά σε πρόωρη αφαίρεση των μητρικών.
Το βότανο μπορεί να παίρνεται για απεριόριστο χρόνο χωρίς παρενέργειες.
Υ.Γ. Χρήση από έτοιμο τσαι: βράζουμε 1 ποτήρι νερό με 1 κουταλάκι τσαγιού τριβόλι για 5 - 10 λεπτά σκεπασμένο σε χαμηλή φωτιά. Σουρώνουμε και πίνουμε το ρόφημα.

ΜΑΖΙΑ Ή ΑΓΡΙΟΡΟΔΑ
Ριζώνει  σε καυκάλλες με λίγο χώμα, η σε σχισμές βράχων  και με την πάροδο του χρόνου διατηρείται ως θάμνος  για αρκετά χρόνια με λιγοστή υγρασία τη καλοκαιρινή περίοδο, και οι ρίζες του τρέφονται απο τη νυχτερινή υγρασία, ή τη δροσιά της θαλάσσιας αύρας.
Ίσως έχει την πλέον περίεργη χρηση από όλα τα φυτά καθώς το χρησιμοποιούν για να κάνουν σκούπες  ή σαν προσάναμμα .
Είναι χαμηλός θάμνος ύψους 30 - 60 εκ. με αγκαθωτό ξηρό φύλλωμα. Ανήκει στην οικογένεια των αγριοτριαντάφυλλων.
Ανθίζει κατά τους μήνες Φεβρουάριο - Απρίλιο. Ο καρπός του είναι κόκκινος, σαρκώδης, σφαιρικός, σπογγώδης. Αντέχουν στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία και φύονται σε χαμηλά υψόμετρα.
Αποτελούν βιότοπο για πολλά είδη ερπετών. Είναι φυτό φαρμακευτικό με διουρητικές , τονωτικές , αφροδισιακές και άλλες ιδιότητες.

Σύμφωνα με έναν από τους πολλούς μύθους, τα αγριόροδα δημιουργήθηκαν όταν ξυπόλητη η Αφροδίτη στην προσπάθειά της να σώσει τον Άδωνη από τη μανία του Άρη πάτησε τα αγκάθια του μαζιού, και μία σταγόνα από το αίμα της έδωσε το κόκκινο χρώμα στα άνθη του και στον καρπό του.
Η Αφροδίτη θέλοντας να τιμωρήσει την Σμύρνα την έκανε να νιώσει μεγάλο έρωτα για τον πατέρα της Κινύρα, τον οποίο και παραπλάνησε, προκειμένου να ικανοποιήσει τον έρωτά της. Όταν ο Κινύρας ανακάλυψε ότι παραπλανήθηκε και έσμιξε με την κόρη του, γεμάτος οργή και αποτροπιασμό την κυνήγησε να τη σκοτώσει. Η Σμύρνα κατάφερε να ξεφύγει και έτρεξε προς τα βουνά. Εκείνος την πρόλαβε, σήκωσε το σπαθί του και ήταν έτοιμος να της πάρει το κεφάλι. Αλλά η Αφροδίτη παρεμβαίνοντας, πρόλαβε και μεταμόρφωσε τη Σμύρνα στο ομώνυμο φυτό. Καθώς το σπαθί συνέχισε την πορεία του, έκοψε την ήδη μεταμορφωθείσα σε φυτό Σμύρνα, και από τον κορμό της ξεπετάχτηκε ο Άδωνης. Τον πήρε τότε η θεά Αφροδίτη και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη να τον έχει κοντά της ώσπου να μεγαλώσει. Αλλά όταν εκείνος μεγάλωσε και η Περσεφόνη αντίκρισε την ομορφιά του, αρνήθηκε να τον παραδώσει στην Αφροδίτη. Η Αφροδίτη κατέβηκε στον κάτω κόσμο, όπου έμενε η Περσεφόνη μαζί με τον Άδη, για να λυτρώσει τον αγαπημένο της από την κυριαρχία του θανάτου.
Η θεϊκή διαμάχη που προέκυψε μεταξύ της θεάς του Έρωτα και της θεάς του Θανάτου, ρυθμίστηκε από τον Δία ως εξής: Ο Άδωνης να μένει το ένα τρίτο του χρόνου στον Κάτω Κόσμο με την Περσεφόνη, το άλλο τρίτο του χρόνου να μένει στον Επάνω Κόσμο με την Αφροδίτη, και το απομένον τρίτο, όπου διάλεγε εκείνος. Η Αφροδίτη χρησιμοποιώντας τη μαγική της ζώνη στην οποία δεν μπορούσε κανείς να αντισταθεί, κατάφερε να της αφιερώσει την επιλογή του. Έτσι, ο Άδωνης περνούσε τα δύο τρίτα του χρόνου με την Αφροδίτη και το ένα τρίτο με την Περσεφόνη.
Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνης βγήκε για κυνήγι στο δάσος. Εκεί όμως τον παραφύλαγε ο θεός Άρης ο προηγούμενος εραστής της Αφροδίτης που ζήλευε τον Άδωνη αφού η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου.
Ο Άρης μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνη και τον πλήγωσε θανάσιμα.
Η Αφροδίτη άκουσε τα βογκητά του Άδωνη και ξυπόλητη στην προσπάθειά της να τον σώσει από τη μανία του Άρη, πάτησε τα αγκάθια του μαζιού, και μία σταγόνα από το αίμα της έδωσε το κόκκινο χρώμα στα άνθη του και στον καρπό του.

Η Αφροδίτη  τότε παρεκάλεσε την Περσεφόνη να αφήνει τον Άδωνη να ανεβαίνει στη γη. Η Περσεφόνη δέχθηκε, και ο Άδωνης ανεβαίνει στη γη και μένει έξι μήνες με την Αφροδίτη, ενώ τους υπόλοιπους έξι μήνες μένει με την Περσεφόνη.

ΚΥΡΤΑΜΑ
Η περιγραφή του Διοσκουρίδη είναι πολύ χαρακτηριστική:
"θαμνώδες βοτάνιον, που απλώνεται σε πλάτος και έχει ύψος ενός πήχυ. Φυτρώνει σε παραθαλάσσιους τόπους και έχει πολύ στιλπνά φύλλα και υπόλευκα, σαν της γλιστρίδας, πιο πλατιά και πιο επιμήκη με αλμυρή γεύση... λαχανεύεται εφθόντε και ωμόν εσθιόμενον και ταριχεύεται εν άλμη"

Στη χλώρακα τα Κύρταμα τα συναντάμε στις παραθαλάσσιες περιοχές από τα Ροδαφινια, στο Δημμα, έως τον Πηλό. Τα γνωρίζωμεν αμέσως από το ασπροπράσινο χρώμα των φύλλων τους που είναι λεία και σαρκώδη. Με ευχάριστο άρωμα, φίνο, απολαυστικό στον ουρανίσκο και με γεύση αλμυρή. Είναι απλωμένα πυκνωμένα και κατάσπαρτα αυτοφυημένα στις πετρώδεις παραλίες μέσα στις σχισμές των βράχων, δημιουργώντας όμοια λιβάδια με σπαρτά βλαστημένα που σχηματίζουν πράσινες τις ακτές της Χλώρακας.
Είναι μικρό πολυετές παχύφυλλο φυτό με φύλλα και βλαστούς που είναι παχείς και λείοι. Τα άνθη του κιτρινοπράσινα βγαίνουν το καλοκαίρι και σχηματίζουν σκιάδιο. Οι σπόροι του έχουν μεγάλη ομοιότητα με το κριθάρι, γι' αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν «κρίθμον».

Στη βοτανοθεραπεία χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό για ηπατικές, εντερικές και νεφρικές δυσλειτουργίες. 

ΚΡΙΝΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Στην παραλία του Κοτσιά, ολόλευκο, μοναχικό,  το συνατάς στο περπάτημα σου λίγο πιο πάνω από εκεί που σκάει το κύμα. Είναι το Κρίνο της θάλασσας που στην ακτή μοναχικό, μέσα στον ζεστό Αύγουστο προβάλλει από την καυτή και στεγνή άμμο, δυνατό και ανθεκτικό, όμορφο μοναδικό, ένα δώρο του γιαλού. Είναι ο κρίνος της άμμου, ο ανθός του γιαλού που μοιάζει ως ένα ταπεινό Χαίρε της φύσης ανάμεσα στην κάψα του καλοκαιριού. 
Η παραθαλάσσια περιοχή Κοτσιας είναι ένας μεγάλος κόλπος με σκεπασμένη την μακριά παραλια απο τόνους πεντακάθαρου άμμου που ξεβράζει συνεχώς η θάλασσα. Είναι θάλασσα που επηρεάζεται από δυνατά και αντίθετα ρεύματα που συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα να ξεβράζει αμέτρητους τόνους άμμου στην παραλια. Στη παλιά λαϊκή Κυπριακή γλώσσα οι κάτοικοι όταν ήθελαν να πουν ότι ο Θεός στέλλει αγαθά, χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Κοτσιά ο Θεός». Η λέξη κοτσιώ σημαίνει σπέρνω και από το ρήμα κοτσιώ, έμεινε στην περιοχή το τοπωνύμιο «Κοτσιάς», θέλοντας έτσι οι ντόπιοι να πουν ότι αυτή η περιοχή κοτσιά άμμο. Έλεγαν ακόμη ότι άμα είχε πολλη τρικυμία αλλά δεν έβγαζε αμμο, ήταν γιατί τα δυνατά ρεύματα την παρέσερναν στα βαθιά. Όταν αυτό συνέβαινε, στα μέρη της παραλίας που έσκαγαν τα κύματα αντί άμμου έμεναν σωροί από πέτρες. Από τη δύναμη των κυμάτων, όταν οι πέτρες χτυπώντας αναμεταξύ τους, παρήγαγαν ένα δυνατό πέτρινο ήχο που ακουγόταν μέχρι το χωριό, οι παλιοί κάτοικοι έλεγαν ότι ήταν σημάδι για επερχόμενες καλοκαιρίες
Η παραλια του «Κοτσιά» είναι ιδανικός τόπος για λουόμενους όταν δεν υπάρχουν τρικυμίες, αλλά υπάρχει κίνδυνος όταν υπάρχουν ρεύματα, γιατί εύκολα παρασύρουν τους απρόσεκτους και πολλές φόρες υπήρξαν περιστατικά πνιγμών.
Πανω σ αυτή την κατάλευκη αμμουδιά, βλαστάνει το κρίνο του γιαλού, ένα πανέμορφο και μοσχομύριστο λουλούδι που είναι είδος ενδημικό. Που το συναντούμε μόνο στη περιοχή «Κοτσιάς» ανάμεσα Χλώρακας Λέμπας και Κισσόνεργας, και ύστερα το ξαναβρίσκουμε στον Ακάμα και στον Πύργο Τυλληρίας. Είναι το άνθος του γιαλού, το κρίνο της θάλασσας που αν δεν καταστραφεί από τον άνθρωπο, μπορεί να ξαναβλαστήσει τον επόμενο χρόνο.
Θεωρείται προστατευόμενο είδος, και λόγω της περιορισμένης εμφάνισής του, απαραίτητα προέχει η προστασία του . Είναι ένα απο τα σπάνια φυτά, και είναι ένα καλλωπιστικό στολίδι της φύσης. Χαρακτηριστικό του είναι η δυνατή και γλυκιά μυρωδιά. Φυτρώνει σε αμμώδεις παραλίες και σε αμμόλοφους, ακόμα και σε μακρινή απόσταση από τη θάλασσα. Ανθίζει ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Οκτώβρη.  Άνθος και φύλλα εμφανίζονται μέσα από την καυτή άμμο. Τα άνθη του μισανοίγουν πριν δύσει ο ήλιος για να φτάσουν στο ζενίθ του ανοίγματος όσο η νύχτα προχωρεί. Τα φύλλα του είναι σαρκώδη, γκριζοπράσινα και σε σχήμα λουρίδας, ενώ οι καρποί του είναι μεγάλοι, σε σχήμα βολβού.  Όταν οι καρποί ωριμάσουν,  πετάγονται απο μέσα τους κατάμαυροι σαν κάρβουνα σπόροι, μεγάλοι, πολυγωνικοί και μαλακοί. Καθένας τους κρύβει στο κέντρο του ένα μικρό βολβό που είναι ο πραγματικός σπόρος. Αυτός θα θαφτεί στην άμμο και θα μεγαλώνει, ψάχνοντας όλο και πιο βαθιά να βρει υγρασία για να ζήσει. Όσοι επιζήσουν μετά 4-5 χρόνια θα καταφέρουν να ανθίσουν και να συνεχίσουν τον κύκλο της ζωής τους.

Έχει παραισθητικές ιδιότητες. Ο βολβός του είναι είδος κρεμμυδιού, χρησιμοποιείται ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις και σε μαγιές. Χρησιμοποιείται ως τονωτικό και ειδικά του καρδιακού και νευρικού συστήματος, είναι ακόμα αντιβακτηριδιακό, αντιμυκητιακό, αντιφλεγμονώδες, αντιπαρασιτικό και πολλά συστατικά έχουν ανιχνευθεί σε αυτό με αντιβιοτική δράση σε πολλές ασθένειες όπως το Αλτσχάιμερ, αλλά και σαν τονωτικό της μνήμης, έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως σηπτικό μαλακτικό αλλά και για παθήσεις των νεφρών.

ΑΘΑΝΑΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Τα αθάνατα ή αμάραντα είναι πολυετή αειθαλήφυτά με ανθοφόρους βλαστούς χωρίς πτερύγια που αναπτύσσονται από ξυλώδες ρίζωμα. Είναι φυτά που τα συναντάμε την άνοιξη σε παραθαλάσσιες περιοχές και που στη Κυπριακή ορολογία ονομάζονται αθάνατα. Τα συναντάμε σπαρμένα στις άγονες βραχώδεις παραλίες, ακόμα και πάνω στην άμμο.
Τα σέπαλα των ανθέων έχουν μωβ χρώμα που παραμένει αναλλοίωτο για πολύ καιρό έστω και αν έχουν αποξηρανθεί, και αυτός είναι ο λόγος που ονομάζονται αθάνατα ή και αμάραντα. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλή ως λουλούδια, γι αυτό χρησιμοποιούνται συχνά για αποξηραμένες συνθέσεις, ενώ οι παλαιότεροι κάτοικοι τα χρησιμοποιούσαν για το στόλισμα του επιτάφιου του Χριστού.
Τα τρυφερά φύλλα των φυτών έχουν όξινη γεύση και οι παλαιοί τα μαγείρευαν όταν ήθελαν να φτιάξουν φαγητά με όξινες γεύσεις.

ΣΙΑΓΚΟΥΛΑ - ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ


Στη Χλώρακα το λουλλούδι φέρει το όνομα σιάγκουλο και το φυτό σιαγκουλιά.
Πρώτα βγάζει τα άνθη και μετά τα φύλλα. Στον τόπο μας έχει οριστεί ως  εθνικό φυτό της Κύπρου.
Λένε πως είναι το λουλούδι που συμβολίζει τη γονιμότητα, την ευτυχία, την παραίτηση, τον αποχαιρετισμό, την ντροπαλότητα, ενώ έχει ιδιότητες που προστατεύουν και προκαλούν λαγνεία. Δοξασίες του λαού λέγουν ότι αν μια ανύπαντρη γυναίκα φυτέψει κυκλάμινα ανάμεσα στα κρεμμύδια και αυτά πιάσουν τότε θα παντρευτεί, αν δεν φυτρώσουν τότε όχι. Ακόμα λένε πως αν αποξηράνει κάποιος λουλούδια κυκλάμινου και τα τοποθετήσει σε ένα μικρό μπουκαλάκι, το οποίο θα κρεμάσει στο λαιμό του, τότε δεν έχει να φοβηθεί από κακό μάτι.
Τα άγρια κυκλάμινα έχουν λευκό ή ανοικτό ροζ χρώμα με σκούρο ροζ στεφάνι στη βάση των πετάλων τους.Τα φύλλα τους είναι σκούρα πράσινα, σε σχήμα καρδιάς, και συνήθως έχουν γραμμές από γκρι ή ασημένιο χρώμα. Είναι βολβώδη φυτά και ανθίζουν από το Σεπτέμβριο και διαρκεί περίπου μέχρι το Δεκέμβριο. Απο τα πεταλλα του παραγεται δηλητηριο.

Η Αμαρυλλίδα ήταν μια βοσκοπούλα. Μια παρθένα νύμφη, συνεσταλμένη και ντροπαλή αλλά και σκληροτράχηλη.
Ερωτεύτηκε σφοδρά τον από τον Αλταίονα, ένα βοσκό με παγωμένη καρδιά, αλλά τόσο όμορφο όσο ο Απόλλωνας και τόσο δυνατό όσο ο Ηρακλής, και αποφάσισε να είναι αληθινή μόνο γι' αυτόν χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες.

Ο Αλταίων ασυγκίνητος από τη γοητεία της, είχε μοναδική επιθυμία να του προσφερόταν ένα λουλούδι που να μην υπήρχε ποτέ στον κόσμο. Η Αμαρυλλίδα συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών και της είπαν να τρυπήσει την καρδιά της με ένα χρυσό τόξο μπροστά στην πόρτα του Αλταίονα. Το έκανε αυτό, φορώντας ένα κατάλευκο φόρεμα, για τριάντα συνεχόμενα βράδια, ρίχνοντας το αίμα της. Ο βοσκός τελικά άνοιξε την πόρτα του και είδε ένα λουλούδι με βαθυκόκιννα πέταλα, που είχε βαφτεί από το αίμα της καρδιάς της Αμαρυλλίδας.
Η Αμαρυλλίδα, σαν γυναίκα ή λουλούδι, είχε υμνηθεί και από  μεταγενέστερους ποιητές. Ζωγράφοι και φωτογράφοι επίσης εμπνεύστηκαν από αυτό το λουλούδι.