Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΟΥ ΑΚΡΙΤΕΣ

Ακρίτες αποκαλούνταν οι φύλακες των συνόρων. Αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίον των εχθρών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, και αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού, στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής.
Τα Κυπριακά δημοτικά Ακριτικα ποίματα δημιουργήθηκαν στα χρόνια των επιδρομών των Σαρακηνών και των Αράβων, με επίκεντρο τους Ακρίτες  που αποστέλλονταν στο νησί για την φύλαξη των συνόρων της Κύπρου.
Από τους Ακρίτες κυρίως ξεχωρίζει ο Διγενής, δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε και τους υπόλοιπους εξυμνούμενους ήρωες Ακρίτες όπως, οι Θεοφύλακτος,  Διαφύλακτος,  Ποσσύρκας, Αλιάντρης,  Ανδρόνικος, Αρμούρης, Βάρδας Φωκάς, Νικηφόρος, Πετροτράχηλος, Πορφύρης, Κωσταντάς, κ.ά.
 Όμως ο Διγενής Ακρίτας ήταν ο πιο αντρειωμένος από όλους τους Ακρίτες που φύλαγαν τα σύνορα του Βυζαντίου και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Σαρακηνών.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy

Ο Πενταδάκτυλος και η Πέτρα του Διγενή. Μια φορά καταδίωκε εκεί έναν ξακουστό και αντρειωμένο Σαρακηνό, ο οποίος όμως νικημένος από τον Διγενή, αποφάσισε να φύγει από τα μέρη εκείνα. Επιβιβάστηκε σ ένα ένα καΐκι και έπλευσει για την Κύπρο. Ο Διγενής που τον είδε στα μεσοπέλαγα να φεύγει, αποφάσισε να τον καταδιώξει.
Ο Σαρακηνός αποβιβάστηκε στα ακρογιάλια της Κερύνειας και μαθείνοντας ότι ο Διγενής τον κυνηγούσε, προχώρησε κατά την Κυθρέα και τη Μεσαορία με σκοπό να φτάσει στην Αμμόχωστο για να μπει σε άλλο πλοίο και να φύγει για τη Συρία.
Φτανοντας κατοπισών του και αποβιβαζόμενος στα ακρογιάλια τηε Κερύνειας, ο Διγενής
Είδε μπροστά του να ορθώνεται το βουνό του Πενταδάκτυλου και να κρύβει τον Σαρακηνοί. Δοκίμασε να προχωρήσει μα το βουνό ήταν μαλακό σαν το ζυμάρι και δεν μπορούσε να το περάσει περπατητός. Έπιασε τότες με το δεξί του χέρι το κοντάρι του, ακούμπησε με το αριστερό την κορφή του βουνού και σαν πουλί πέταξε πάνω από το βουνό και με ένα πήδημα έφτασε τον Σαρακηνό. Τα πέντε δάχτυλα του χεριού του αποτυπώθηκαν στη μαλακή κορφή του βουνού κι έμειναν από τότε τα σημάδια τους εκεί, για να δώσουν στο βουνό το όνομα Πενταδάκτυλος.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy
 
Το νησί του Διγενή. Περνώντας τον Πενταδάκτυλο  ο Διγενής, είδε από μακριά τον Σαρακηνό να προχωρά κατά την Αμμόχωστο.
-Νάτος,
φώναξε και αρπάζοντας μια πελώρια πέτρα τον έριξε με όλη του τη δύναμη στον Σαρακηνό. Όμως κάποιος που ήταν δίπλα του φοβούμενος μήπως σκοτωθούν και άλλοι άνθρωποι, άρπαξε τον Διγενή από το χέρι τη στιγμή που έριχνε την μεγάλη πέτρα. Έτσι η πέτρα δεν βρήκε τον Σαρακηνό, αλλά έπεσε στη θάλασσα κοντά στα ακρογιάλια του κόλπου της Χρυσοχούς στην Πάφο κοντά στην τοποθεσία «δυο ποταμοί» και ονομάζεται νησί του Διγενή.
Ο Σαρακηνός γλίτωσε κι έφυγε στον τόπο του.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy
 
 Η πέτρα του Διγενή. Στα παράλια του χωριού της Χλώρακας σώζονται τα απομεινάρια του μεγάλου αυλακιού τού Διγενή που έφερνε το νερό από πολύ μακριά, από την Τάλα, στο παλάτι της Ρήγαινας.Ο Διγενής ήταν ένας θρυλικός υπεράνθρωπος με σωματική δύναμη και ανδρεία, προασπιστής των ακριτικών Ελλήνων.Ο Διγενής Ακρίτας αγάπησε τη Ρήγαινα που ήταν βασίλισσα της Κύπρου και είχε τον πύργο της στα Παλιόκαστρα κοντά στην Χλώρακα. Όταν την είδε ο Διγενής, την αγάπησε και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Η Ρήγαινα για να τον παντρευτεί του ζήτησε να κτίσει αυτό το μεγάλο αυλάκι, όπως και έγινε. Όμως η Ρήγαινα τον γέλασε και κατόπιν, φοβούμενη την οργή του, μπήκε σε μια βάρκα για να φύγει από την Κύπρο. Ο Διγενής οργισμένος της έριξε μια πέτρα που έπεσε στην Κάτω Πάφο πίσω από το αρχαίο θέατρο στο λοφίσκο του «Φάβρικα», και μένει μέχρι σήμερα εκεί και ονομάζεται “πέτρα του Διγενή”. Κάποιοι λένε ότι πρόκειται για την πέτρα του Ρωμιού.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy

Η πέτρα του Διγενή και το αδράχτι της Ρήγαινας. Ή Ρήγαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του. Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον ( λόφον του Κτήματος ) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν ούτε τζιείνη.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy

Η εκδήλωση της ανδρείας του Διγενή κατα Καραπασίτας. «Εις τα ακριτικά άσματα της Κύπρου εξέχουσαν θέσιν εχουσιν, όσα εξυμνούσι την υπεράνθρωπον ανδρείαν του του Διγενή. Εις ουδένα όμως από αυτά αναφέρεται πόθεν έλαβεν την  τόσην ανδρείαν και γενναιότητα και πώς έτυχε να γνωρίσει την ρώμην και αλκήν, την οποίαν είχεν. Περίεργος είναι επίσης ο τρόπος του θανάτου του και πολύ διάφορος απο τον θάνατον τον οποίον διηγείται τό τραγούδι του.
Μια παράδοση από την Κώμην του Γιαλού Καρπασίας την οποίαν υπαγόρευσεν ο Τριαντάφυλλος Γιανή το 1921 στον λαογράφο Ξενοφώντα Φαρμακίδη, αναφέρει:
 
Μιάν βολάν είσιεν εναν παιΐν τζ' ήταν πολλά φτωχόν τζιαί κκέλικον. Ηταν αρφανόν τζι' από μάναν τζι' από τζιύριν. Λοιπόν το παιΐν επήαιννεν βοηθός όξω με τους βοσκούς τζιαι του ελαλούσαν,
-Λάμνε βρέ πάντα τες κουέλλες που τζιεί,
τούτον που τον επροστάσσαν, εκάμναν του το καθε μέραν. Λοιπόν επαραπονιέτουν πώς τον είχαν δύσκολα οι βοσσιοί του.
Μίαν ημέραν λοιπόν έκατσεν πάνω εις μιάν πέτραν μεάλην τζι' αναστέναζεν εις τον Θεόν. Λοιπόν ύστερα που το αναστέναμαν του, εκατάλαβεν ότι ετάραξεν η πέτρα η μεάλη που τον τόπον της. Λοιπόν που την ώραν τζιείνην εδυνάμωσεν το κορμίν του τζι' εφανίστην του να δοτσιημάσει άν εδυνάμωσεν αλήθκεια το κορμίν του τζι' έπκιασεν μιάν άλλην πέτραν με το σιέριν του, πού είσιεν πάνω κάτω δκιακόσιες οκκάες βάρος τζιαι τόσον ελαφρυά του φάνηκεν αυ­τή η πέτρα, πώς είσιεν διακόσια δρέμια βάρος.
-Λοιπόν,
είπάν του οί βοσσιοί πάλε,
κόψε βρέ τές κουέλλες που τζιεί, βρέ παλιόκκελε.
Τότες ό παλιόκκελος αντιστάθηκεν του βοσκοΰ, τζι' ο βοσκός τότες εθύμωσεν τζι' εμούνταρεν πάνω στόγ κακορίζικον τογ κκέλην με τον σκοπόν να τον δέρει.  Εγύρισεν τότε το σιέριν του ο κκέλης τζι' έδωσεν του εναν πάτσον τζι' εστρέβλιασεν η μουτσούννα του πίσω του τζιαι εξέρναν γαίμαν. Τότες οι άλλοι βοσσιοι άμα είδαν τόν σύντροφον τους πού τον έκαμεν ο κκέλης τέθκιον χάλιν, εβούρισαν τζιαι τούτοι θυμωμένοι να του δείξουν είντα λοής ενι τα παλλικάρκα τζιαι τούς έκαμεν τζιαι τζιείνους σιειρόττερα παρά του πρώτου. Τζι' εκαταλάβασιν πώς ήταν που τον Θεόν η χάρι, που είσιεν ό παλιόκκελος τζιαί τότες εσύραν πίσω.
Ο Κκέλης λοιπόν ααφού εκατάλαβεν τήν δύναμιν του τζιαί την χάριν του, έπκιασεν τζι' έναν αππάριν τζι' εδκίανιτέβκετουν  εις τον  κόσμον τζι' όπου άν ακούσει ότι είσιεν έναν παλλικάριν επήαιννεν νά τό δει. Ηύρεν εναν παλλικάριν που το ελαλούσαν Γιαννήν. Τζι' είσιεν αυτός ο Γιαννής μιαν γυναίκαν που ήταν πολλά όμορφη.
Λοιπόν ο Κκέλης εμούνταρεν πάνω του τζιαι του τήν επήρεν. Εφανίστην του Γιαννή να ποταβριστεί πάνω στον κκέλην.
-Βρέ,
λαλεί του,
-πκοιός είσε εσύ τζι' ήρτες να μου πάρεις τηγ γυναίκαν μου ;
Λαλεί του,
-είμαι ο Διενής ο Κκέλης που ακούεις.
Ο Γιάννης ετσίππωσεν πάνω στον Διενήν γιά να τογ κατακόψει. Εγύρισεν τότες το σιέριν του ο Κκέλης τζιαι σφίγγει του έ­ναν πάτσον του Γιαννή τζιαι τόν εμεσοσκότωσεν.  Ό Γιαν­νής έμεινεν τζιαμέ τζι' έχασκεν τζι' ο Διενής έπκιασεν τηγ γεναίκαν του τζι' έφυεν.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy
 
Ο θάνατος του Διγενή. Ύστερα που πολλήν τσιαιρόν άμα ο Διενής εκατάλαβεν ότι εν' να ξηψυσιήση αρώτησε τήν κάλλην του,
-Εγιώ μέλλω να πεθάνω τζι' όταν πεθάνω, πκοιόν μέλλεις νά πάρης;
-Διενή μου τόγ Γιάννην μου είχα άντραν, τόγ Γιάνννη μου πάλε εν νά πάρω.
-Καλό, γρυσή μου, ελα κοντά μου να ποσιαιρετιστούμεν τζι' όταν πάω εγιώ, όπκοιον θέλεις πάρε.
Επήεν τζι' η κάλλη του να ποσιαιρετιστούσιν, τζι' έβαλεν την μέσ' τ' άγκάλια του, πώς έν' νά φιληθούσιν, τζ' εσφιξέν την τζιαι μαζί εξηψυσιήσαν.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy
 
 Η εκδήλωση της ανδρείας του Διγενή και του Κωσταντά κατα Πάφιους  (Πληροφορίες από το ομώνυμο βιβλίο του Ξενοφώντα Π. Φαρμακίδη)  
«Εις τ' ακριτικά άσματα της Κύπρου έξέχουσαν θέσιν εχουσιν, οσα εξυμνούσι την υπεράνθρωπον ανδρείαν του Κωσταντά και του Διενή. Εις ουδένα όμως από αυτά αναφέ­ρεται πόθεν έλαβον την  τόσην ανδρείαν και γενναιότητα και πώς έτυχε να γνωρίσουν την ρώμην και αλκήν, την οποίαν είχον. Αυτό το αναφέρουν δύο παραδόσεις, τάς οποίας απεθησαύρισα   από  τα δύο άκρα της Κύπρου.  Από την ανατολικήν Καρπασίαν και από την δυτικήν Πάφον. Η μία εξ αυτών προέρχεται από την Κώμην του Γιαλού Καρπασίας την οποίαν μοι υπηγόρευσεν ο αγράμματος κηπουρός Τριαντάφυλλος Γιανή ηλικίας τριάκοντα ετών τήν 28 Απρι­λίου 1921, ή δέ άλλη από τές Αρόδες της Πάφου, από τόν αγράμματον Ττοουλήν Βουαλλήν, τσαγκάρην τό επάγγελμα, ηλικίας τεσσαράκοντα πέντε ετών, τήν 22 Όκτωβρίου 1923. Κατέγραψα δέ όπως μου τάς υπηγόρευσαν και τάς δύο εις τήν Κυπριακήν διάλεκτον».
 
Κατά Παφίους ο Διενής τζι ο Κωσταντάς ήταν αέρκια.  Όταν επααίναν εις το σκολείον ήταν έτσι κατακομμμένοι με κάτι κατακομμένα ρούχα τζι' ελέαν τους τα κοπελλούδκια τα άλλα πώς έν' λυτσαρίδκια τζ' έδερναν τους τζ' εκλαίασιν τα κακορίζικα τζ' επαρακαλούσαν ούλλην την  νύχταν τον Θεό να τους κάμη μίαν ευκολίαν να γλυτώσσουν που τα σιέρκα των άλλων κοπελλουδκιών, να τούς δώση μιάν χάριν.
Που τες πολλές βολές άκουσεν τους ο Θεός τζι' έστειλεν άντζιελον τζι' εκατέην τζι' αρώτησέν τους είν ντα που θέλουν πού τόν Θεόν τζιαί κάμνουν τόσην δέησιν.   Τζ' ετζιείνοι έν ε ζητήσασιν που τον Θεόν μέ ρηάλλια μέ πλούτη, μόνον εζητήσαν πού τόν Θεόν δύναμιν· Επήεν ό Άντζιελος τζ' είπέν του το του Θεού, ότι εν ηζητούσιν τίποτε, μόνον δύναμιν.
Ο Θεός έστειλεν τόν Άντζιελον  τζι' έδωκεν τους δύναμιν. Όταν   τούς  έδωκεν  δύναμιν,   έδωκεν   τους    δύναμιν τζιέν τους εσήκωννεν η γή. Κατόπιν εκλαύτησαν είς τόν Θεόν τζ' εκατέην πάλε ό Άντζιελος τζι' έδωκεν τους δύναμιν, όσον τζι' έσωννεν τους η γή. 
Όταν τούς  έδωσεν τζιείνην τήν δύναμιν, σάν επααίνναν εις το σκολείον, τα κοπελλούδκια ενομίζαν, πώς ήταν τα λυτσ' αρίδκια, τζι' εγυρέβκαν να τα δέρουν. Τά λυτζ' αρίδκια, όπου εντζιήζαν επεθανίσκαν τα άλλα κοπελλούδκια.  Εδιούσαν τους τόν πάτσον τζι' έν έλαλούσαν μανά. Που τότες εβκέησαν όξω. Εφάνην η δύναμίς τους.
Ο Θεός για να δει τηγ καρκιάν τους τούτους, έγοράσαν που έναν άππαρον τζι' εκαταλλιτζιέψαν πού το Χτήμαν νά πάν' στήν Πόλιν. Τα δικανίτζια τους τούτα που έβαστούσαν ήταν νεβκές στον δρόμον που επααίννασιν, γιά να δει τήγ καρκιάν τους εγίνηκεν ενας γέρος.
Άμα έφτασαγ κοντά του,   ο Διενής τζ' ό Κωσταντάς εσιαιαιρετίσαν τόν γέρον. Λαλεί τους
«Πεζάτε,  τζιαί τανείτε μου νά φορτωθώ τό ισακκούϊμ μου».
Ο Διενής εφτασεν τζι' εμπροδκιάστην τζι' έμεινεν ταπισών ό Κωσταντάς. Ό Διενής λσλεϊ του,
«Πέζα βρε τζιαί τάνα του παππού μας νά φορτωθεί τό ισακκούϊν». Εφανίστην του Κωσταντά να μέν πεζέψει, έμπηξεν τό δικανίτζιην να φορτώσει τό ισακκούϊν του γέρου. Στόμ μπήμαν έσπασεν το δικανίτζιην τζι' εθύμωσεν ο Διενής τζι' επέζεψεν, έπκιασεν το δισάτζιην ήν ήτουν, εσήκωσεν το πάνω τζι' εγύρεψεν να το φορτώσει του γέρου. Ο γέρος έν εκϊλισεν τζιαι  λαλεί του :
«"Αησ' τό γιέ μου τσιαι έσιαι την ευτσιή μου τζιαι εσήκωσες τόν ήμισογ  κόσμον»..
Λαλεί του.
Μές τσιέινον το μιτσήν δισάτσιην ο Θεός είσιεν τον ήμισον κόσμον.
 
Μιάν ημέραν  που άστραφτεν τσιαι εβρόνταν τσιαι πήεννεν να βρέξει, ο Σκλερόπουλος εσκέφτειν να κάμει το παληκάρι, εσκέφτειν να κλέψει την γεναίκαν του Διγενή. Εκαβαλλίτσιεψεν τον μαύρον άππαρον του τσιαι επήεν που τον τσιύρην του να πάρει την ευτσιήν του.
Ο τσιύρης του που ήταν μυαλωμένος, αρκίνησεν να του ορμηνεύκει που το δείλις ώς το πορνόν,
-Μα γιέ μου έν σου δκιώ ευτσιήν αν δεν σε ορμηνέψω.
Γυιούλλη μου, στου Κωσταντά να μεν πάεις, γιατί έν τσι΄ έχω σε παρκάτου.
Ο Κωσταντάς εν άξιος, εν μιάλον παληκάρι
τσιαι το σπαθίν του  παίζει το καλλιόν τσιαι το κοντάριν κάλιον.
Τζιαι πολοάται θυμωμένος ο Σκλερόπουλος τζιαι λαλεί του,
-Ούλλοι παν εις τον τζιύρην τους να πάρουν την ευτσιήν του,
τσιαι γιώ ήρτα στον πετσόγερον να μου παραλαλήσει.
Γεμάτος μαράζιν ο τσιύρης του ξαναλαλεί του,
-Άτε γιέ μου πήεννε κάλο, τσιαι ο Θεός να σε βοηθήσει.
Ο Σκλερόπουλος εβίτσιασεν τον Μαύρον του τσιαι επήεν στην μάναν του να πάρει την ευτσιήν της.
-Μανά,  δος μου την ευτσιήν σου να παω στο Κωσταντά πάλιωμα να του φκάλω.
-Γιούλλη μου, στου Κωσταντά να μεν πάειςς, γιατί έν σ’ έχουμεν παρκάτου.
Ο Κωσταντάς εν άξιος, εν μιάλον παληκάρι
τσιαι το σπαθίν του  παίζει το καλλιόν τσιαι το κοντάριν κάλιον.
Τσιαι πολοάται θυμωμένος ο  νιούλλικος τζιαι λαλεί της,
-Ούλλοι παν στην μάναν τους να πάρουν την ευτσιήν της,
τσιαι γιώ ήρτα στην πατσοΕλεγγούν να μου παραλαλήσει.
-Άτε γιέ μου πήαιννε, τσιαι ο Θεός να σε βοηθήσει,
Είπεν του η μάνα του.
Ξαναβιτσιάζει τον άππαρον του τσιαι πήεν στην αρφήν του τσιαι είπεν της,
-Κόρη αρφή μου, δος μου μιάν ευτσιήν  στου Κωσταντά να πάω,
να φέρω την γεναίκαν του να μας δουλεύκει σκλάβα.
-Αέρφιν μου στου Κωσταντά να μεν πάεις, γιατί έν σ έχουμεν παρκάτου.
Ο Κωσταντάς εν άξιος, εν μιάλον παληκάρι
τσιαι το σπαθίν του  παίζει το καλλιόν τσιαι το κοντάριν κάλιον.
Τζιαι πολοάται ο  νιούλλικος τσιαι λαλεί της,
-Ούλλοι παν στ αέρκια τους να πάρουν την ευτσιήν τους,
τσιαι γιώ ήρτα στην βρωμοαρφήν να μου παραλαλήσει.
-Άτε αέρφιν πήεννε, τσιαι ο Θεός να σε βοηθήσει,
Επολοήχειν του η αρφή του.
Εδωσεν μιαν βιτσιάν του Μαύρου του τσιαι εφκαίειν πανω σ ένα ψηλο βουνο τσιαι άρκεψεν να δοξάζει τον Θεόν.
-Θεέ, τζι' αν είμαι πλάσμα σου, Θεέ τζιαι άκουσέ με,
τζιαι να' βρα τσιαι τον Κωσταντάν έξω που τ' άρματά του,
τζιαι να' βρα το κοντάριν του τρεις δίπλες τσακκισμένον,
τζιαι να' βρα το σπαθάτζιν του τσιαι τσιείνον ναν σπασμένον,
τζιαι να' βρα την γυναίκα του πού την εκλησιάν να εφκαίειν.
Τσιαι ο Θεός άκουσέν του τσιαι ήβρεν τον Κωσταντάν  νάνει μεθυσμένος, τσιαι το κοντάριν του ήταν τρεις δίπλες τσακκισμένον, τζιαι το σπαθίν του ήταν τσιαι τσιείνον σπασμένον, ηύρεν τζιαι τη γεναίκαν του πού εφκαίειν που την εκλησιάν.
Τσιαι που τον είδεν ο Κωσταντάς εκαλωσόρισεν τον,
-καλώς ήρτες, Σκλερόπουλλε να φας να πκιείς μιτά μου,
να φάεις άγρι του λαού, να φας οφτό περτίτζιν,
να πκιείςς γλυκόποτο κρασί που πίννουν φουμισμένοι,
που πίννουσιν οι άρωστοι τζιαι βρέχουνται γειαμμένοι.
Τζιαι πολοήχειν ο νιούλλικος ο Σκλερόπετσος,
-μα εγιώ εν τσι΄ήρτα Κωσταντά να φα, να πκιώ μετά σου,
μόνον ήρτα, Κωσταντά την κάλλη σου να πάρω.
Που τον άκουσεν ο Κωσταντάς αρκώθειν τζι΄εθυμώθειν, αλλά για να τον γελάσει είπεν του,
-έπαρ' μου λλίην πομονήν να μπω να την αλλάξω,
να σου την φέρω όμορφην να πά να την θκιανέψεις.
-Μα εν σου παίρνω πομονήν, γιατ' εν να με γελάσεις,
εν να μπεις έσσω να αρματωθείς, να φκείς να με σκοτώσεις.
Τσιαι πολοήχειν πάλαι ο Κωσταντάς πέρκει τσιαι τον εφτάσει,
-μα τσουλλώκατσε τον μαύρο σου, να την καβαλλιτσιέψεις.
Που άκουσεν  τον Κωσταντάν η λυερή να του λαλεί έτσι, εβαρυφάνηκέν της.
-Θαμμάζουμαι σε Κωσταντά, τα λόγια που λαλείς του,
έν είσ' εσού που ορκίζεσουν, εν είσ' εσού, που λάλες,
πως έν με βκάλλεις ούτε στιγμήν  που τες δικές σ' αγκάλες;
Τσιαι ο Σκλερόπετσος  έσιηψεν τσιαι εκαβαλλίτσιεψέν την,  ενώ ο Κωσταντάς έγυρεν που το μεθύσιν του πάνω στο τραπέζιν.
Άμα εξύπνησεν του μεθυσιού του μαραμμένος τζιαι βαρύκαρτος, παραπονημένος επήεν τζι' αρματώθηκεν.  Εκαβαλλίτσιεψεν τον άππαρον του, εδωκεν του μιαν χαλιναρκάν τσι επκιάσασιν την στράταν. Ο άππαρος έππεσεν του βούρου τσιαι έφκαλεν μιαν σιησιηναρκάν που άμα την άκουσεν ο Σκλερόπουλος, ενόμισεν πως κάπου άστραφτεςν  τσιαι εβρόνταν τσιαι έσιειψεν τσιαι είπεν της Λυερής,
- Κάπου αστράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζι ρίβκει,
κάπου ο Θεός εθέλησεν χώρες να τες χαλάσει. ,
-Ούτε αστράφτει ούτε βροντά, ούτε χαλάζι ρίβκει,
μόνον εν ο Κωστάκης μου τζιαι κάπου πολεμίζει.
-Ο Κωσταντάς σου εν καλός κρασίν μόνον να πίννει.
Όσον τσιαι είπεν έτσι, ευτύς νάσου τον Κωσταντάν  τζιαι εμούνταρεν τον τσιαι έβαλεν τον χαμαί τσιαι σαν τον εκατάκοφκεν με το σπαθίν του, ερώταν την καλήν του,
-Τζιαι πε μου αν σ' ετσίμπησεν κόβκω τα δκυό του σσέρκα
τζιαι πε μου αν σ' εφίλησεν, κόβκω τα δκυό του σσείλη,
τζιαι πε μου αν σ' ενεψεν, βκάλλω το' ναν τ' αμμάτιν.
Τζιαι πολοάτ' η λυερή του Κωσταντά τζαι λέει,
-Θαμμάζουμαί σε Κωσταντά, τα λόγια που μου λέεις.
Με φίλησεν, με τσίμπησεν τζι' ο,τι ήθελεν επήρεν,
μονάχα πάνω στην τιμήν τίποτες εν μου επήρεν.
Τότες ο Κωσταντάς ετσουλλώκατσεν του άππαρον του τσιαι αφού εκαβαλλίτζεψεν την, εξαναμούνταρεν τον Σκλερόπετσο τσιαι άρκεψεν να του φακκά με το σπαθίν του. Εφκαλεν του πρώτα το έναν αμμάτιν, ύστερα έκοψεν  τα θκυό του σιέρκα τσιαι τα θκυό του σιείλη. Τσιαι που τες πολλες φατσιές έκαμεν τον σιήλια κομμάθκια. Άμα ετέλειωσεν εβίτσιασεν τον άππαρον να πάει έσσω του. Σαν εστρέφετουν ηύρεν τον πεθθερόν του τσιαι θυμωμένος ακόμα σαν ήταν είπεν του,
-Κόκσιασε που το στρατίν μου πεθθερέ, τσιαι φύε που ομπρός μου
γιατ' έβρασεν το σιέριν μου τζιαι τρέμει το κορμίν μου,
που έν ηύρεν το σπαθάτζιν μου να φα τζιαι να χορτάσει.
- Αν έβρασεν το σσέριν σου, τζιαι τρέμει το κορμίν σου,
τζιαι αν εν ηύρεν το σπαθάτζιν σου να φα τζιαι να χορτάσει,
έσιει αρκόσσυλλες πολλές τζιαι κόψε να χορτάσει.
Νευριασμένος σαν ήτουν ο Κωσταντάς, έδωκε του μιάν πάς την κκελλέν τσιαι έκαμεν την θκυό κομμάθκια. Η Λυερή, σαν είεν τούν το πράμαν, επολοήθην τσιαί ειπεν του,
-Θαμμάζουμαί σε, Κωσταντά, ως τζιαι τον πεθθερό σου;
Τσιαι ο Κωσταντάς ακόμα περίτου θυμωμένος επολοήθην της,
- Σιώπα σου που δαχαμαί μέν πάει τζιαι τζι' η δική σου».
 
Έρευνα – μελέτη, Κυριάκος Ταπακούδης

Το έπος του Αρμούρη, είναι το αρχαιότερο Ακριτικό τραγούδι. Ως ολοκληρωμένο έργο χωρίς παραλειπόμενα, συναντάται μόνο στην Κύπρο και την Κάρπαθο σε προφορική παραλλαγή, ενώ αλλού απαντάται με περικοπές στίχων του οι οποίες θεωρήθηκαν ως ανήθικες και σκανδαλώδεις επί του προσώπου του νεαρού ήρωα.
Είναι ένα δημοτικό τραγούδι των βυζαντινών χρόνων του 11ου  αιώνα από τα παλαιότερα που σώζονται και αναφέρεται στους αγώνες του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων από τον 7ο μέχρι το12ο αιώνα και περιγράφει τις περιπέτειες του νεαρού Ακρίτα Αρμουρη.
Το έργο αφηγείται τα κατορθώματα του νεαρού δωδεκάχρονου  πολεμιστή του Αρέστη Αρμούρη ή Αρμούρη Αρμουρόπουλου (δηλαδή ήταν γιος του Αρμούρη) που αφού πρώτα δοκίμασε τη δύναμή του λυγίζοντας το κοντάρι του πατέρα του, καβαλίκεψε το μαύρο του και πήγε και πολέμησε με ανδρεία για να γλυτώσει τον πατέρα του που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Σαρακηνούς. Στην προσπάθεια του αυτή, πέρασε τον Ευφράτη με τη βοήθεια ενός αγγέλου, όπου εκεί πολέμησε τους Σαρακηνούς Άραβες, για μια ολόκληρη νύκτα και μια ημέρα. Αν και τους νίκησε, έχασε το άλογο του όταν έπεσε σε ενέδρα. Αμέσως εξαπέλυσε ανελέητο κυνηγητό για να εντοπίσει τον Σαρακίνο που του έκλεψε το άλογο. Το κυνηγητό αυτό τον οδήγησε στη Συρία στην αυλή του Αμιρά του Σαρακηνού άρχοντα, όπου εκεί ευρισκόταν αιχμάλωτος ο Αρμούρης ο πατέρας του Αρμουρη Ακρίτα. Εκεί επίσης προηγουμένως είχε καταλήξει το κλεμμένο άλογο που το οδήγησε ο Σαρακίνος, και το οποίον μόλις αντίκρισε ο πατέρας Αρμουρης, πίστεψε ότι ο γιος του σκοτώθηκε. Όμως ο άρχοντας Αμιράς που διακρινόταν για τον ιπποτισμό του τον καθησύχασε ότι είναι ζωντανός, και διέταξε το Σαρακίνο που είχε στήσει την ενέδρα στον Αρέστη, και είχε χάσει το χέρι του κατά τη συμπλοκή, ο οποίος και μαρτύρησε ότι ο Αρέστης Αρμούρης ήταν ακόμη εν ζωή.
 
Τσιαι συγκροτά τον πόλεμον καλά τσι ανδρειωμένα.
τες άκρες άκρες έκοφκεν τσιαι η μέση εδαπανάτον.
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν,
όλη μέρα τους έκοφκεν την άνω ποταμίαν
τσι ούλλη νύκτα τους έκοφκεν την κάτω ποταμίαν.
Έθεσεν τσιαι αποθέσεν τους, κανέναν εν αφήκεν.
Ξεπέζεψεν ο νιώττερος να τον βαρήση ο αέρας
τσιαι έναν σιυλίν Σαρακηνός, σιυλίν μαγαρισμένον,
εγκρύμματα τον έβαλεν τσιαι πήρε του τον μαύρον,
επήρεν του τον μαύρον του, επήρεν τον ραβδίν του.
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυτσιύν, μα την γλυτσιαν του μάναν,
σαράντα μίλια τον εδίωχνε πεζός με το λουρίκιν
τσιαι άλλα σαράντα τέσσαρα πεζός με τα γονάθκια.
Τσιεικάτω τον κατέφτασεν εις της Συρίας την Πόρταν,
τσιαι φκάλλει το σπαθάτσιην του τσιαι παίρνει του το σιέριν.
 
Παράλληλα, ο Αρέστης συνεχίζει να πολεμάει με πείσμα τους Σαρακηνούς απαιτώντας να απελευθερωθεί ο πατέρας του και απειλώντας να συνεχίσει τις επιδρομές σε όλη τη Συρία. Ο Αμιράς βρισκόμενος σε δύσκολη θέση, τελικά απελευθερώνει τον Αρμούρη και του προσφέρει την κόρη του σε γάμο.
Στην προφορική παραλλαγή που καταγράφτηκε στην Κύπρο, ο απελευθερωμένος πατέρας αμφιβάλλει για την πατρότητα του παιδιού του, ώσπου να αποδειχτεί μόνο αφού ο νεαρός κατατροπώνει άλλη μια τεράστια στρατιά αποδείχνοντας την δύναμή του, άρα και την καταγωγή του. 
Στην γραπτή παραλλαγή οι στίχοι που αναφέρονται σ αυτά τα γεγονότα υποκρύπτονται γιατι θεωρούνται ως σκανδαλώδη για τον ηρωικό Αρέστη Αρμούρη, αλλά στην προφορική παραλλαγή της Κύπρου, ο αιχμάλωτος πατέρας αποκαλεί το παιδί του, "τς σκύλας τν υόν, τς νομίας τ τέκνον": 
 
«Ειπ της σιύλλας τον υιόν, της ανομίας το τέκνον,
όπου εύρει Σαρατσιηνν να τον ελεημονάται,
μή λάχει εις τα σιέρκα τους τσιαι ελεημοσύν έν έσιει».
τσιαιτότε πάλε το παιν ωραίον χαρτίτζιν γράφει,
με το πουλν το έστειλεν, το ωραίον σιελιόνιν:
 
«Ειπέτε του αφέντη μου τσιαι του γλυτσιού τσιυρού μου,
έως πού βλέπω τα σπίτια μου διπλομανταλωμένα,
έως πού βλέπω την μάναν μου στα μαύρα φορεμένην,
τσιαι αμπλέπω τσιαι τα αέρκια μου τα μαυροφορεμένα,
όπου τσι αν εύρω Σαρατσιηνν το γέμαν του να πίννω.
Τσι αν με παραμανιώσουσιν, εις τη Συρκάν να ππέσω,
τα στενορύμια της Συρκάς τσιεφαλάες να γεμώσω,
τα ξηρορυάτσια της Συρκάς γέμαν να γεμώσω».
 
www.chlorakasefimerida.com
 
 
 
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ, της Μαρούλλας Πανάγου

Τ' ομορφο το Ριγόπουλο πρώτο κι ανδρειωμένο
που ' ν τρόμος στους Σαρακηνούς και πάντ' αρματωμένο.
Του Ρήγα είν υπασπιστής και πρώτο στο λιθάρι
Πανέμορφο κι ατρόμητο και με μεγάλη χάρη
Είν 'άφοβος για εκατό δεν τρέμει για διακόσιους
Σαν σίφουνας τους πολεμά ακόμα κι άλλους τόσους
Μα στην πολλή του αντρειά ξερμάτωτ' η καρδιά του
Ο έρωτας την πλήγωσε και πιά δεν είν' δικιά του.
Στην βρύση με τον μαύρο του κατέβει μεσημέρι
κι εκεί την πρωτ' αντίκρυσε πού ' λαμπε σαν αστέρι
Περήφανη κορμοστασιά τα μάγουλα σταράτα
Τα μάτια ολοπράσινα και γλύκα ήταν γεμάτα
-Ώρα καλή πεντάμορφη ,ώρα καλή σου γειά σου
Αλήθεια ' σαι ή όνειρο ;πιό είναι τ' όνομά σου;
Η νέα τον ξανακοιτά με ντροπαλά τα μάτια
και με τα ίσια λόγια της τ 'απάντησε σταράτα.
-Πλούσιος είσαι ξένε μου το μαρτυρά η θωριά σου
Το όνομά μου μην ρωτάς και τράβα στην δουλειά σου.
Του λέει και γοργά γοργά φεύγει σαν ελαφίνα
μα τώρα το Ρηγόπουλο σκλάβος στα μάτια εκείνα.
Και μες ' στην φλόγα του έρωτα ξεχνά πως Ρηγοπούλα
μόνο, μπορεί να παντρευτεί κι όχι με φτωχοπούλα.
Την ακολουθεί από μακριά , την βλέπει πού πηγαίνει
Το όνομά της ,μυστικά ρωτάει και μαθαίνει.
-Δάφνη την λένε ξένε μου ,μα κάθε παλικάρι .
Όπως εσύ καρδιοχτυπά για την δική της χάρη.
Όμως εκείνη δεν θέλει για ταίρι της κανένα
μοιάζει με κόρη Βασιλιά αν με ρωτάς κι εμένα.
Ρηγόπουλο στα λόγι ' αυτά θυμάται την σειρά του
Γιατί να' ναι κοινή θνητή αυτή πουν στην καρδιά του ;
Γυρίζει με βαριά καρδιά ,πίσω στον Ρήγα πάει
Με λύσσα τους Σαρακηνούς ,διπλά τους πολεμάει.
Ελπίζει πώς στον πόλεμο θε να την εξεχάσει
μα την θυμάται πιο πολύ και πως να ησυχάσει
Τί έχεις βρε Ρηγόπουλο κι είσαι φουρτουνιασμένο
που είναι το χαμόγελο κι όλο μαραζωμένο;
Μήπως τα άσπρα σου έχασες; μήπως τα ζωντανά σου;
Η μήπως έλαχε κακό ,στα πατρογονικά σου
Ούτε τα άσπρα μου έχασα ούτε τα ζωντανά μου
και ούτε έλαχε κακό στα πατρογονικά μου
Ρήγα! Μια κόρη αγαπώ μα είναι φτωχοπούλα .
Πως στους δικούς μου να το πω που πρέπει Ρηγοπούλα ;
Για να ταιριάζει στην σειρά όπως και την δική μου ,
Μα στα Ρηγάτα δεν μπήκε καμιά μες στην ψυχή μου.
Και Ρηγοπούλα δεν είδα να' χει την ομορφιά της
Τα μάτια της τα πράσινα και την κορμοστασιά της.
Σαν Αφροδίτη δεύτερη και κείνα της τα μάτια ,
Δεν μετριούνται Ρήγα μου με θρόνους και παλάτια.
Ο Ρήγας εις τα λόγια αυτά συννέφιασ' η θωριά του .
Ο πόνος αναστήθηκε πού 'καιγε στην καρδιά του .
Και κοίταξε τον ουρανό ψηλά κι αναστενάζει
Το αχ το βαχ του το βαθύ που την καρδιά του σφάζει.

Ρηγόπουλο άκουσε κι εμέ που τά 'χω πάθει πρώτα
Την λογική σου μην ρωτάς μόν' την καρδιά σου ρώτα.
Καλύτερα κοινή θνητή και να' σαι ευτυχισμένος
παρά να ' ναι βασίλισσα και συ δυστυχισμένος.
Την Ρήγαινα παντρεύτηκα που θελαν οι γονείς μου
Μα δεν κατάφερε ποτέ να μπει μέσ ' την ψυχή μου.
Χωρίς λύπη εγώ μίσευα , χωρίς χαρά γυρνούσα
Ούτ' ευτυχής ή δυστυχής κι αδιάφορα περνούσα.

Κι ήταν δεκαπενταύγουστος κι από χωριό περνάμε
εγώ, μαζί κι οι άνδρες μου και κει πέρα κοιτάμε .
Πανήγυρις γινότανε κι οι νέοι είχαν αρχίσει ,
για να συναγωνίζονται το ποιος θε να νικήσει.
Μας προσκαλέσανε κοντά και κει σ' αυτό το μέρος,
Εγώ ο Ρήγας νικητής ,πάλη σπαθί και βέλος.
Ενα στεφάνι δάφνινο ήτανε το βραβείο
Όταν μου το προσφέρανε μαζί και τ'άλλα δύο ,
πάω μπροστά στις κοπελιές που χαμηλοκοιτούσαν
κρυφομιλούσανε για μας και μας χαμογελούσαν .
Και σαν μπροστά τους έφτασα καμιά δεν με κοιτάζει
μα μια που ' ταν πεντάμορφη καθόλου δεν διστάζει ....
Ήτανε η Αροδαφνού η πρώτη μου αγάπη
Κι Αχ! Την συνάντησα αργά και όχι σε παλάτι.
Στα μάτια με ατένισε με τόλμη και με χάρη ,
κι έμοιαζε ήλιος λαμπερός κι έμοιαζε με φεγγάρι.
Αμέσως εσκλαβώθηκα και μες στα δυό της μάτια ,
τα πάντα αλησμόνησα Ρήγαινα και παλάτια.
Με χέρια εγώ τρεμάμενα απ ' την συγκίνησή μου
τις δάφνες της εχάρησα μαζί με την ψυχή μου.
Μέσ ' την καρδιά μου φούντωσε πρωτόγνωρο το πάθος
αγριωπός ο έρωτας κι ας ήξερα ήταν λάθος.
Πάλεψα με την λογική μα νίκησε η καρδιά μου
τέσσερα χρόνια μυστικά ήταν στην αγκαλιά μου.
Κι ήρθε μια μέρα άχαρη πρέπει να την αφήσω ,
έπρεπε τους Σαρακηνούς ξανά να πολεμήσω.
Επήρα την σφραγίδα μου από το δακτυλίδι
σε μενταγιόν της το 'φτιαξα να το 'χει για στολίδι
Να το 'χει για ενθύμιο στον αποχωρισμό μας
που να 'ξερα παντοτινός θα' ταν χωρισμός μας.
Ένας χρόνος επέρασε και είχαμε νικήσει
και για να το γιορτάσουμε το γλέντι είχαμε στήσει
Την ώρα που με κέρναγαν άκουσα την φωνή της
Λες και βρισκόταν άυλη δίπλα μου η μορφή της
Στο χέρι το ποτήρι μου έγινε δυό κομμάτια.
Κάτι κακό συνέβηκε στ' αγαπητά μου μάτια.
Πριν να με δουν οι σύντροφοι φτερά στον μαύρο βάζω
Σαν αστραπή, σαν άνεμος άρχισα να καλπάζω.
Σαν έφτασα στο σπίτι της το βρήκα κλειδωμένο
Ψυχή δεν ήτανε εκεί κι έμοιαζε ερειπωμένο.
Άρχισα γύρω να ρωτώ με την ψυχή στο στόμα .
-Η Ρήγαινα την άρπαξε προχθές αργά το γιόμα.
Μ ' απάντησαν οι γείτονες κι ο φόβος με πλακώνει ,
Αλίμονο απ' τα χέρια της , τίποτα δεν την σώνει !
Γοργά στο κάστρο έφτασα .Θεέ μου μην αργήσω
Όμως μονάχα πρόλαβα τα μάτια να της κλείσω.
Τα τελευταία λόγια της παίρνω παντού μαζί μου
Ρήγα για πάντα σ 'αγαπώ ,χαλάλι σου η ζωή μου.
Ολόκληρο το σόι της ήθελα ξεκληρίσω ,
Της άχαρης της Ρήγαινας για να την τιμωρήσω.
Μα ποιο θα ήταν τ' όφελος ,εχάθηκε η χαρά μου ....
Γι αυτό άκουσε Ρηγόπουλο τα λόγια τα δικά μου.
Έχεις τον δρόμο λεύτερο κι ελεύθερη η καρδιά σου
κοίτα την ευτυχία σου κι άσε τα γονικά σου.
Κι αν χάσεις το βασίλειο Βασίλισσά σου εκείνη ,
Παλάτι θαν ' η αγκάλη της ,μέσα της σαν σε κλείνει.
Ρηγόπουλο στα λόγια αυτά ξαλάφρωσ' η καρδιά του
Σαν αετός επέταξε για να βρεί την χαρά του.
Τώρα που ξέρει τι ζητά πρέπει να την κερδίσει
κι όπως αυτός την αγαπά ,για να τον αγαπήσει.
Έφθασε εις στο σπίτι της, και μ'όνειρο μεγάλο
να την κερδίσει μοναχά δεν θέλει τίποτ 'αλλο
έφθασε εις στο σπίτι της και κόσμο μαζεμένος
κι ακούει την αρραβώνιαζαν αχ Τι δυστυχισμένος .

Κι ότι ο παππούς της ήθελε τώρα για να την δώσει,
τον πλούσιο γιό του Πετρωνά να την εστεφανώσει.
Όμως εκείνη ατίθαση με τ' άλογο το σκάει
πριν την αρραβωνιάσουνε σαν το πουλί πετάει.
Ο Πετρωνάς δεν την μπορεί τόσο ντροπή μεγάλη
Πρώτη φορά τους πλούσιους φτωχούλα να προσβάλει.
Σου το ' πα δεν εταίριαζε να μπει μες την γενιά μας
Έπρεπε απ ' τον κύκλο μας να βρεις πουν της σειράς μας.
Λέει με περισσό θυμό κι ο γιός την κεφαλή του
σκύβει χωρίς να αντιδρά με θέληση δική του.
Μπράβο !κόρη περήφανη ,αυτός δεν είν για σένα .
Αυτός είν 'βουτυρόπαιδο ,μα εσύ,κάνεις για μένα...
Σκέπτεται το Ρηγόπουλο και τον παππού ρωτάει
Για πού μπορεί να τράβηξε και κατά πού θα πάει.
Νομίζω κατά τον Βορρά και πως τρέμει η ψυχή μου
Άσχημο συναπάντημα μην έχει η εγγονή μου.
Γιατί αν της τύχει τίποτα θαν ' κρίμα στο λαιμό μου ,
που η Ρηγοπούλα νόμισα θα κάνει το δικό μου.,
Λέει ο γέρος με καημό κι ο πόνος τον εσφάζει .
Κι αμέσως το Ρηγόπουλο για τον βορρά καλπάζει.
Ψάχνει στους δρόμους που περνά ενώ με το μυαλό του ,
Ρωτά τι ήθελε να πει ,ο γέρος στον καημό του.
Πως Ρηγοπούλα την καλεί την εγγονή του τώρα
Σίγουρα φταίει η ταραχή που χε κείνη την ώρα.
Ρηγόπουλο ψάχνει παντού μέσ σε βουνά και δάση
κι απ' όπου είναι δυνατό εκείνη να περάσει.
Μα δεν την βρίσκει πουθενά και τώρα απελπισμένο
σε μονοπάτι απόμερο ,κάθισε κουρασμένο.
Εκλείσανε τα μάτια του πριν να το εννογάει
κι άξαφνα μες τον ύπνο του ο μαύρος τον κλωτσάει .
Πετάγεται και καλπασμό ακούει να ζυγώνει
Είν καβαλάρης μοναχός όπου γοργά σιμώνει .
Ξωπίσω του Σαρακηνοί δείχνει τον κυνηγάνε
κι όλο κερδίζουν έδαφος κοντεύουν να τον φάνε.
Πετάγεται , Ρηγόπουλο βοήθεια να προσφέρει
Γρήγορα τους διασκορπά με το σπαθί στο χέρι
Πάει κοντά στον άγνωστο μα...πως μπορεί μπροστά του.
Τα πράσινα τα μάτια της αντίκρυ στα δικά του.
Στέκει !κοιτάζει σαν χαζός μπροστά του την μορφή της
ώσπου από την νάρκη του τον βγάζει η φωνή της.

Ξένε σε έστειλε ο Θεός σαν άγγελο μπροστά μου
Χίλιες φορές σ'ευχαριστώ μέσ ' από την καρδιά μου.
Του λέει και σαν τον κοιτά θυμάται την ματιά του ,
τότε στην βρύση του χωριού τα λόγια τα δικά του.
Όπου συχνά ερχόντουσαν μέσα στην θύμησή της
και την μορφή που τρύπωσε κρυφά μες την ψυχή της.
Ρηγόπουλο στα μάτια της βλέπει πως τον γνωρίζει
Εσύ είσαι ο άγγελος καρδιά μου που μ 'ορίζει
Κι αν ξένο με ακολουθείς δικιά σου είν η καρδιά μου
τώρα εννιά μερόνυχτα που σ' έψαχνα γλυκιά μου.
Κι εννιά μήνες όπου έγινες ,ένα με την ζωή μου
πέσμου κι εσύ πως μ' αγαπάς και πάρε την ψυχή μου.
Ξένε ,δεν βλέπω πως μπορεί κοινή νάν ' η ζωή μας
Εσύ άρχοντας κι εγώ φτωχιά κι ας το θελε η ψυχή μας
Δάφνη όλα τα ζύγισα .Για μένα σημασία
πιο πολύ η αγάπη σου παρά η περιουσία
Δέξου να μ,αρραβωνιαστείς και να γενείς δικιά μου
και πάντοτε βασίλισσα θα σ' έχω στην καρδιά μου.
Τότε το χέρι τού δωσε μαζί με την καρδιά της
και η αγάπη φώτισε την πράσινη ματιά της.
Τώρα θα πάμε αγάπη μου ,τον Ρήγα για να βρούμε
Σαν δεύτερος πατέρας μου και πρώτου θα το πούμε.
Γοργά τον δρόμο πήρανε κι ο Ρήγας την ματιά του
σαν την στυλώνει απάνω της τον έπιασε η καρδιά του .
Αυτή είναι η Αροδαφνού στα μάτια του παρέκει
Όμορφη κι ολοζώντανη και που μπροστά του στέκει.
Τρέμει η φωνή του σαν ρωτά Ποια είναι η γενιά της ;
Πόθεν κρατάει η σκούφια της και ποια τα γονικά της
-Την μάνα μου δεν γνώρισα ,την είχανε σκοτώσει
μα πριν πεθάνει ο κύρης μου αυτό ! Της είχε δώσει .....
Λέει κι από το στήθος της βγάζει το μενταγιόν της
που το φορούσε πάντοτε επάνω στο λαιμό της.
Ο Ρήγας εισ τα χέρια της το μενταγιόν σαν βλέπει
νόμισε πως τον πλάκωσε του ουρανού η σκέπη.
Σκύβει με πόνο το φιλεί και στην καρδιά το βάζει
κι εκεί με πατρική στοργή ,την Δάφνη αγκαλιάζει.
Εγώ εις την μητέρα σου παιδί μου ,το 'χα δώσει
Μα απ' την δική σου ύπαρξη ποτέ δεν είχα γνώση
Ήτανε όμως του Θεού για να σε βρώ παιδί μου
και γρήγορα στους γάμους σου μαζί με την ευχή μου.
ΤΈΛΟΣ.


Η ΡΗΓΑΙΝΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ


Ή Ρήαινα
 είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.

Η Ρήαινα είπεν του,

-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.
  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.

Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμα, και τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.

Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.

Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.

Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 

Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.

Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.

Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ πετραύλακο και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλια κκαι τήν πεδιάδα.

Η Ρήγαινα κακοφανισμέη σκέφτηκε τι να κάμει να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μακριά σε γειτονική φιλική χώρα μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.

Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του Διγενή, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.

Μα η Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε να τον σκοτώσει. Έπεσε παραδίπλα του κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλαο Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Ήταν φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

Υ.Γ.

Στα παράλια της Χλώρακας λίγο πρίν την τέλειωση του χωριού όπου αρχινά η Κάτω Πάφος, ευρίσκονται κάποια απομεινάρια από το αυλάκι που έκτισε ο Διγενής.








Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Η Κυπριακή Διάλεκτος είναι η γλώσσα του λαού μας, αυτή που μας άφησαν κληρονομιά οι πρόγονοι μας. Με αυτήν εκφράστηκαν και με αυτήν έγραψαν αριστουργήματα σπουδαίοι Κύπριοι Λόγιοι. Με αυτήν τραγούδησαν τους πόνους και τούς καημούς τους οι απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και επώνυμοι δημιουργοί, αφήνοντας σε μας κείμενα, χρονικογραφήματα, ποιήματα και τραγούδια με μουσικό και ποιητικό κάλλος.
Στο πέρασμα τους από το νησί οι διάφοροι κατακτητές άφησαν τα ίχνη τους στη γλώσσα μας χωρίς όμως να μπορέσουν να εξαλείψουν την Ελληνικότητά της. Σχηματίστηκε η Κυπριακή Διάλεκτος πριν από τον 10ο αιώνα αλλά την βρίσκουμε πλήρως ανεπτυγμένη τον 14ο. Τον 15ο αιώνα βρίσκουμε τους δύο μεγάλους Χρονικογράφους της Κύπρου Λεόντιο Μαχαιρά και Γεώργιο Βουστρώνιο να δημιουργούν το έργο τους στην τοπική διάλεκτο. 
Ο Λεόντιος Μαχαιράς υπήρξε ο σπουδαιότερος Κύπριος χρονογράφος του μεσαίωνα. Έζησε κατά το 15ο αιώνα, την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Γεννήθηκε από οικογένεια που διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Φράγκους βασιλιάδες, και ένεκα αυτού του γεγονότος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πολλά ιστορικά γεγονότα τα οποία περιέγραψε ύστερα στο χρονικό του. Έγραψε το χρονικό "Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η οποία λέγεται Kρόνακα, τουτέστιν Xρονικόν", στο οποίον ασχολείται με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα από την εποχή της επίσκεψης της Αγίας Ελένης στην Κύπρο μέχρι το θάνατο του βασιλιά Ιωάννη Λουζινιάν, και αποτελεί ένα πολύτιμο μνημείο της ελληνικής γλώσσας όπως μιλιόταν στην Κύπρο την εποχή της Φραγκοκρατίας. Αποτελεί επίσης γνήσια πηγή των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων της εποχής.
Ο Γεώργιος Βουστρώνιος ήταν Κύπριος λόγιος και χρονικογράφος του 15ου αιώνα. Ήταν Φραγκικής καταγωγής, αλλά εξελληνισμένος στη γλώσσα και στο φρόνημα, μια περίπτωση που αποκαλύπτει τη συνεισφορά του ελληνικού πνεύματος στον εξελληνισμό της λατινικής διοίκησης των Λουζινιάν στην Κύπρο. Ήταν ο συνεχιστής της παράδοση της κυπριακής χρονικογραφίας μετά τους κορυφαίους χρονικογράφους Λεόντιο Μαχαιρά και Νεόφυτο τον Έγκλειστο. Ήταν αριστοκράτης και έμπιστος του τελευταίου Λουιζινιανού βασιλιά Ιωάννη Β, που όμως η κόρη και διάδοχός του Καρλόττα τον φυλάκισε, και αργότερα απελευθερώθηκε όταν αυτή εκθρονίστηκε από τον νόθο αδερφό της Ιάκωβο ο οποίος παντρεύτηκε την Ενετή Αικατερίνη Κορνάρου, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της Κύπρου από τους Λουζινιάν στους Ενετούς. Ο Βουστρώνιος είναι γνωστός από το χρονικό του "Διήγησις κρόνικας Κύπρου αρχεύγοντα από την εχρονίαν Χριστού 1456 ". Το χρονικό αυτό που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1873 και αποτελεί συνέχεια του "Χρονικού" του Λεόντιου Μαχαιρά, έχει μεγάλη φιλολογική αξία λόγω της μελέτης της κυπριακής διαλέκτου αλλά και ιστορική αξία, αφού καταγράφονται τα ιστορικά γεγονότα της εποχής.
Κατά την ίδια περίοδο έχουμε τα άσματα του Ανδρόνικου και του Θεοφύλακτου  που αναφέρονται στους αγώνες εναντίον των Σαρακηνών. Είναι Ακριτικά τραγούδια που διακρίνονται για την ηρωική πνοή τους και την πολεμική αναφορά τους καθώς και τη λιτότητα του λόγου τους. Είναι τα τραγούδια του Διενή, του Κωσταντά, της Αρετής, και της Αροδαφνούσας..
Τον 16ο αιώνα βρίσκουμε τα Κυπριακά Ερωτικά ποιήματα που είναι μεγάλης σημασίας για τη Νεοελληνική λογοτεχνία, αφού αποτελούν την απαρχή της.
Μετά ακολουθούν τα Κυπριακά Ερωτικά Δίστιχα που σε κάθε στιγμή και περίσταση αποτελούν μέρος της λαϊκής καθημερινότητας, του κόπου, της χαράς και της λύπης του κάθε Κύπριου.
Είναι ταιριαστά δίστιχα που σε συνδυασμό με τη μουσική και τον χορό, τραγουδώντας τα οι ποιητάρηδες, οι τσιαττηστάδες και οι τραγουδιστάδες, ανέπτυξαν τις διάφορες λεγόμενες Κυπριακές Φωνές. Κυπριακές Φωνές ονομάζονται διάφορες παλιές μελωδίες πάνω στις οποίες τραγουδιούνται δίστιχα κυρίως ερωτικά, αλλά όχι αποκλειστικά. Οι Κυπριακές φωνές κατατάσσονται και ταξινομούνται σύμφωνα με την περιοχή της προέλευσης τους. Κυριότερες είναι η Τηλληρκώτισσα, η Αυκορίτισσα, η Καρπασίτισσα, η Παραλιμνίτισσα, η Λυσιώτισσα και η Παφίτικη.
Κυριότεροι συντελεστές της διατήρησης της παράδοσης είναι οι ποιητάρηδες. Γύριζαν από χωριό σε χωριό διαλαλώντας την πνευματική γνώση που είχαν προσπαθώντας να πουλήσουν τα δημιουργήματά τους για το μεροκάματο. Σαν ποιητάρης έγραψε κι ο Βασίλης Μιχαηλίδης αλλά και σαν ποιητάρης ξεκίνησε και ο Παύλος Λιασίδης από την Λύση το 1921.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ ΕΝ ΚΥΠΡΩ

Οι παλαιοί κάτοικοι ήταν περισσότερο προληπτικοί παρά οι σημερινοί, και αυτό εφειλόταν κυρίως στο φόβο τους μπροστά στις άγνωστες και ισχυρές δυνάμεις της φύσης που ήταν εχθρικές για τη ζωή τους και που τους δημιούργησαν αναρίθμη­τα είδη προλήψεων για πρόσωπα και πράγματα, για φυσικά φαινόμενα, για τη ζωή και το θάνατο, για τα πουλιά και τα ζώα. Για να αποφύγουν τις βλαπτικές ενέργειες τους και τις κακές επιδράσεις τους, άρχισαν να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για προστασία τους.
Στις 18 Δεκεμβρίου γιορτή του Αγίου Μόδεστου προστάτη των ζώων, παλιότερα στις εκκλησιές συνήθιζαν να κάμνουν δεήσεις για τα ζώα και ακολούθως ορισμένοι τους έκαναν ευχέλαιο, ενώ άλλοι τα ράντιζαν με αγιασμό και τα τάιζαν χωρίς να τα ζέγνουν ή να τα βαρηφορτώνουν. Οι χωρικοί τα προστάτευαν και τα πρόσεχαν γιατι χωρίς αυτά δεν λογείτο ευλογημένο ένα σπίτι. Φρόντιζαν πρώτα αυτά και ύστερα τους εαυτούς του, και σαν περιουσία κόστιζαν περισσότερο από τα χωράφια, γιατι η γη χωρίς αυτά δεν είχε αξία.
Ήταν φυσικό λοιπόν, η τόσο μεγάλη ενασχόληση του ανθρώπου με αυτά, να γεννήσει δοξασίες λατρευτικές και προλήψεις δεισιδαιμονικές.
Πίστευαν ότι πολλές φορές τα ζώα και τα πτηνά προμηνούν αλάθητα τον θάνατο κάποιου. Με διάφορα σημάδια όπως κλάμα του σκύλου με λεπτή και μακρόσυρτη λυπημένη και παραπονεμένη φωνή, ή αν μια όρνιθα κράξει σαν πετεινός πάνω από τρεις φορές, ή αν κάποιο πουλί την προηγούμενη νύχτα καθίσει σε δένδρο στην αυλή και  κράξει τρεις φορές με φωνή οξεία και διαπεραστική, όλα αυτά είναι σημάδια  που προμαντεύουν τον θάνατο κάποιου στο οικείο σπίτι.
Σήμερα πια τίποτα σχεδόν από τα παραπάνω δεν ισχύει. Ύστερα από την τεράστια πρόοδο της επιστήμης, οι νεότεροι άνθρωποι έχουν απελευθερωθεί σε μεγάλο βαθμό από αυτές και οι δεισιδαιμονικές τους φοβίες εκλείπουν σε μεγάλο βαθμό από τις σκέψεις τους.
Τα περισσότερα έθιμα έχουν ξεχαστεί, και αν κάποια διατηρούνται, αυτά τα βρίσκουμε γραμμένα σε κάποια βιβλία, ή σπανιότερα τα ακούμε από γεροντότερους ανθρώπους που και αυτοί τα έμαθαν από τους προγονούς τους.
Εντούτοις η τόσο μεγάλη ανάπτυξη του πολιτισμού, δεν μπόρεσε να αποσοβήσει τελείως αυτές τις προλήψεις, και πολλές φορές όταν κάτι παράδοξο συμβαίνει, οι νεότεροι άνθρωποι στρέφονται στις παλιές δοξασίες που είχαν αναπτύξει οι πρόγονοι τους.
 
Μερικές παλιές δοξασίες που αφορούν τα ζώα και τον άνθρωπο, παραθέτω πάρα κάτω:

Βούς
Στην αρχαία Ελλάδα ο ταύρος ήταν η ενσάρκωση και το σύμβολο της δημιουργίας καθώς και η δύναμη που εξουσίαζε την έρημη γη και έφερνε τις βροχές αλλά και την κακοκαιρία.
Η ζωή των ανθρώπων εξαρτιόταν από αυτόν, γιατί διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στις καθημερινές εργασίες όπως το όργωμα, αλλά και σε τελετές που τους συνόδευε από τη τη γέννηση έως τον θάνατό τους.
Στη διάρκεια της σποράς οι γεωργοί κρεμούσαν φυλαχτά στα βόδια για να τα προστατέψουν από τη βασκανία, ενώ στις μεγάλες γιορτές  τα τάιζαν με κουλούρια που ζήμωναν οι νυκοκυρές.
Άν τη νύχτα όμως ένα βόδι κογκά, έχουν να πουν ότι θα φάει τον αφέντη του, δηλαδή θα ζήσει περισσότερο από το αφεντικό του. Ότι δηλαδή διαισθάνεται το σύντομο θάνατο του αφέντη του.
 
Λόττα
Οι πρωτινοί χωρικοί σε όλα τα χωριά, ανάγιωνναν λόττες (γουρούνες), οι οποίες γεννούσαν δώδεκα γουρουνάκια και βάλε τη φορά, και από αυτές είχαν ένα εισόδημα υπολογίσιμο με το οποίο ενδυόταν ολόκληρη πολυάριθμη οικογένεια.
Σε ορισμένα χωριά της περιοχής της χαμηλής Πάφου, οι πρωτινοί έλεγαν στα μικρά μωρά τους ιστορίες για τη λόττα με τα κούνια και τα γουρουνούθκια της που έβγαινε από τη σπηλιά της τα μεσάνυχτα και με τα κούνια της να παίζουν, γύριζε στις αυλές των νυκοκυραίων και ρήμαζε τα περβόλια τους, και έτρωγε τα μωρά που δεν κοιμόντουσαν.
Φυσικά οι περισσότεροι ήταν σίγουροι ότι ήταν ιστορίες για να φοβηθούν τα μικρά παιδιά, όμως πολλοί θεωρούσαν τις λόττες ως σύμβολο του Σατανά ο οποίος μεταμορφώνεται σε τοιαύτες, και όσοι άνθρωποι είναι αλαφροΐσκιωτοι, έχουν τη δυνατότητα να τις βλέπουν με τα γουρουνούθκια τους να τους ακλουθούν και ξαφνικά να εξαφανίζονται.
 
Πρόβατα και αίγες
«Απ’ του διαβόλου το μαντρί μήτε κατσίκι μήτε αρνί» καθώς λέει η παροιμία, γι αυτό όταν κακοί γείτονες θέλουν να καταστρέψουν το κοπάδι ποιμένος τον οποίον φθονούν, κρυφά χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, τοποθετούν πηθκιάν (πετσιάν) λαγού κάτω από το σκαμνί που κάθεται και αρμέγει, οπότε τοιουτοτρόπως ένα ένα τα ζώα του ψοφούν. Αυτό συμβαίνει γιατι ο λαγός καθώς κοιμάται τη μέρα και βγαίνει τη νύχτα στο σκότος, θεωρείται ως ο διάβολος μεταμορφωμένος.
Όταν σε κοπάδι προβάτων πέσει επιδημία, για να τα προφυλάξουν σφάζουν ένα αρνί και κρεμμάζουν ψηλά την σπλήνα του σε ένα καννί κάτω από τον ήλιο, που ενώ σιγά ξεραινέται, το ίδιο σιγά διώχνει την αρρώστια.
Όταν οι βοσκοί υποψιαστούν ότι το κοπάδι μμαθκιάστηκε, τοποθετούν σε δοχείο με νερό προσφάι και τρίχες και με αυτό ραντίζουν τα πρόβατα. Έτσι πιστεύουν ότι διώχνουν το μάτι.
Άλλος τρόπος για να διωξουν τη βασκανία, σε άπαννη (καινούργια) κούπα με νερό ρίχνουν αναμμένα κάρβουνα και ραντίζουν τα πρόβατα λέγοντες «Εις το όνομα του πατρός και του Αγίου πνεύματος».
Όταν για πολλές μέρες κάποια αίγια ρέγχει συνεχώς, αυτό είναι σημάδι ότι θα ξυλιφτεί ολόκληρο το κοπάδι. Για να προλάβουν το κακό την σφάζουν και την θάβουν χωρίς να φάνε καθόλου από το κρέας της.
 
Όρνιθα
Οι πετεινοί διαφέρουν από τις όρνιθες στο φτέρωμα τους, στην μακριά ουρά τους, έχουν μεγάλο λειρί, έχουν λοφίο στο κεφάλι και δυνατότερη φωνή με την οποία κάθε ξημέρωμα κράζουν προαναγγέλλοντας την αυγή.
Οι όρνιθες δεν κράζουν λοιπόν, αλλά οι πετεινοί. Αν όμως αυτό συμβεί, θεωρείται κακός οιωνός και οι άνθρωποι πιστεύουν ότι θα έρθει μεγάλο κακό και θάνατος να τους βρει στο σπίτι τους. Για να τα αποτρέψουν, παίρνουν την όρνιθα στο κατώφλι του σπιτιού και της κόβουν το κεφάλι πέρα για πέρα με ένα χτύπημα ξιναριού. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί από το πρώτο χτύπημα, τότε σίγουρα στο σπίτι κάποιος πολύ σύντομα θα πεθάνει. Με το αίμα της κοκκινίζουν το κατώφλι,  την δε όρνιθα την μαγειρεύουν προς βρώσιν, την κεφαλήν όμως την απορρίπτουν ώς μιαράν.
Τα παλαιότερα χρόνια μετά από κάποιο στεφάνωμα, πριν εισέλθει το αντρόγυνο στην οικία, εσυνηθίζετο ο γαμπρός να κόβει με ένα χτύπημα το κεφάλι μιας όρνιθας και να ραντίζει με αίμα το κατώφλι, εννοώντας ότι έτσι θα γίνει το βράδυ με τα λευκά σεντόνια από το παρθενικό αίμα της νύφης.
Κατά το θεμελίωμα ενός καινούριου σπιτιού, στο παρελθόν συνηθιζόταν η σφαγή ενός πετεινού, για να υπάρχει προκοπή.
 
Σκύλος
Παλιότερα που δεν υπήρχαν γιατροί με πολλές γνώσεις, οι οικείοι ενός ασθενούς πήγαιναν ένα σκύλο δίπλα του πιστεύοντας ότι με το γλείψιμο του τον βοηθούσε να φύγουν τα συμπτώματα της αρρώστιας και να γιάνουν οι πληγές του. Επίσης συνήθιζαν να δίνουν τροφή σε αδέσποτους σκύλους γιατι πίστευαν ότι έτσι οι θεοί μεριμνούσαν να είναι υγιείς και τυχεροί. Επίσης εάν ένας αδέσποτος σκύλος τους ακολουθούσε στο σπίτι τους, ήταν δείγμα ότι σύντομα κάτι τυχερό θα τους συνεβαινε.
Άλλοι πιστεύουν ότι αν σκύλος περάσει ανάμεσα από αντρόγυνο θα χωρίσουν, και για να μην συμβεί αυτό, θα πρέπει να φτύσουν αμέσως.
Πολύ παλιά πίστευαν ότι εάν ένας σκύλος αρχίσει να ουρλιάζει χωρίς λόγο, τότε κάτι κακό θα συμβεί, με πιθανότερο τον θάνατο κάποιου στο ίδιο σπίτι.
Όταν σκύλος λυσσιάσει δεν έχει σωτηρία όπως γνωριζουμε, γι αυτό οι πρωτινοί για να τον βοηθήσουν να ψοφήσει γρήγορα ώστε να μην βασανίζεται, κοσκίνιζαν αντίστροφα τρεις φορές με νερό άνωθεν της κεφαλής του, δηλαδή περιέστρεφαν αντίστροφα από αριστερά προς δεξιά ένα κόσκινο με νερό.
 
Γάτα
Τις μαύρες γάτες τις θεωρούν ως σημάδι κακής τύχης και τις έχουν συνδέσει με μάγισσες. Πιστεύουν πως όταν μία μαύρη γάτα διασχίζει το δρόμο κάποιου, θα έχει άσχημη τύχη, ή θα τον βρει κάποια καταστροφή ή ακόμα και θάνατος.
Ωστόσο σε κάποιους ισχύει το αντίθετο, δηλαδή οι μαύρες γάτες θεωρούνται πως φέρνουν τύχη.
Η γάτα αρέσκεται πολύ στην καθαριότητα, και δια της γλώσσης της αυτοκαθαρίζεται. Οι Κύπριοι αυτό το θεωρούν καλό οιωνό. Αν μετά τον καθαρισμό η γάτα στρέψει την κεφαλή και το βλέμμα της προς την σσώπορτα, αυτό θεωρείται οιωνός ότι συγγενής ξενιτεμένος θα επιστρέψει, αν δε το στρέψει προς την εξώπορτα, σημαίνει ότι συγγενής θα ξενιτευτεί. Για τη δεύτερη περίπτωση όταν φεύγει κάποιος που θέλετε να γυρίσει σύντομα, ρίξτε  πίσω του νερό.

Κυριάκος Ταπακούδης

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ
(Πληροφορίες από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ «Η ψυχή μετά τον θάνατο» και άλλη εργογραφία)

Τι συμβαίνει στη ψυχή όταν αφήνει το σώμα κατά την ώρα του θανάτου; Σε ποια κατάσταση βρίσκεται από την ώρα εκείνη μέχρι την Τελική Κρίση; Υπάρχουν απαντήσεις πραγματικές, ή μόνον υποδηλώνουν μια παρανόηση όσων επιστρέφουν από τους νεκρούς;

Μέσα από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξάγονται ορισμένα συμπεράσματα για τον παράδεισο και την κόλαση, για φανερώσεις Αγγέλων και δαιμόνων, για άϋλες μορφές που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και για τις εξωσωματικές εμπειρίες που αφού επέλθει ο θάνατος για δυο μέρες η ψυχή με συνοδεία αγγέλων απολαύει της δυνατότητας να επισκέπτεται τόπους που είχε προσφιλείς και αγαπημένους κατά το παρελθόν. Και αν η ψυχή είναι ενάρετη, πλανιέται σε όσα μέρη συνήθιζε εν ζωή να πράττει έργα αγαθά. Ακόμα επειδή αγαπά το σώμα της, συνηθίζει κυρίως να περιφέρεται όπου αυτό ευρίσκεται, στο νεκροκρέβατο, ή αλλού.
Στην νεκρώσιμη ακολουθία περιγράφεται η κατάσταση της ψυχής που αν και αφήνοντας το σώμα παραμένει στη γη, αδυνατώντας όμως να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους τους οποίους όμως μπορεί να παρακολουθεί.
Την τρίτη μέρα όταν τελείται μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής, λαμβάνει από φύλακα Άγγελο ανακούφιση για τη λύπη που προήρθε εκ του χωρισμού της από το σώμα, και ελεύθερα μετακινείται σε άλλες σφαίρες. Ο Χριστός που ο ίδιος ανέστη την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς, καλεί την ψυχή του αποθανόντος να μιμηθεί τη δική του ανάσταση και να ανέλθει στους Ουρανούς όπου ευρίσκεται ο Θεός.
 «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος. Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουκ υπάρχει ο ελεών αυτήν. Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Άγιοι άνθρωποι επίστευαν πως ενώ το σώμα αποθνήσκει, η ψυχή και η προσωπικότητα του αποθνώντος μεταφέρονται σε μια άλλη διάσταση μένοντας ζώντα όπως και προηγουμένως. Και ενώ οι ζωντανοί θρηνούν και οδύρονται για τους κεκοιμημένους, για εκείνους τα πράγματα είναι αλλιώς.
Όσοι απέθαναν και επαναφέρθηκαν στη ζωή, διαπίστωσαν ότι το σώμα τους είναι μια στενάχωρη κατοικία που δεν τους χωρεί, σε αντίθεση με τα ουράνια πλάτη όπου μεταφέρθηκε η ψυχή τους έστω και για τις λίγες στιγμές θανάτου τους.
Η περιφορά της ψυχής των πρώτων δύο ημερών του θανάτου γύρω από το νεκρό σώμα ή αλλού, αποτελεί γενικό κανόνα με εξαίρεση ορισμένων που ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγω που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Οι ομολογίες  μεταθανάτιων εμπειριών ατελείς καθώς είναι, αποτελούν μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης περιπλάνησης της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της, γιατι κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους συνοδούς αγγέλους των ψυχών.
Μερικοί επιστήμονες και ερευνητές για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες
περιγραφές των πρώτων δύο ημερών καθώς και των επομένων, αποδεικνύουν την  συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν ότι η ψυχή συνηθίζει να παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο.
Την τρίτη ημέρα η ψυχή διέρχεται μέσα από λεγεώνες φοβερών πονηρών πνευμάτων και τελωνείων  που παρεμποδίζουν την πορεία της με πρόσχημα πως είναι αμαρτωλή ψυχή, και μόνον άμα τα καταφέρει να τα προσπεράσει θα μπορέσει να συνεχίσει την ανοδική πορεία της προς τον ουράνιο Θεό.
Πόσο φοβεροί και επικίνδυνοι είναι οι δαίμονες και τα τελώνια, φανερώνεται από το γεγονός πως η ίδια η Παναγία όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο της, ικέτευσε τον υιό της να διασώσει την ψυχή της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή της, ο ίδιος ο Χριστός κατέβηκε από τους Ουρανούς όπου παρέλαβει την ψυχή της Μητρός του και να την οδήγησει στους Ουρανούς.
Επειδή φοβερή είναι πράγματι η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, είναι αναγκαίο να γίνεται μνημόσυνο και δεήσεις για ασφαλή προσπέλαση των δαιμόνων που της παρεμποδίζουν την πορεία. Διότι λίγο μετά το θάνατο η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα, και γι αυτή τους την πάλη ώστε να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια και τα δαιμόνια, χρειάζεται τη βοήθεια και την αγάπη των ζώντων αγαπημένων που με πολλές προσευχές και ακατάπαυστη ικεσία στο Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο, ώστε τοιουτοτρόπως να πληρωθούν ως αμοιβή οι Άγγελοι που θα τη συνοδεύσουν για να διαφύγει από τα πονηρά πνεύματα που θα συναντήσει στο διάβα της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει στον Κανόνα για την αναχώρηση της ψυχής τροπάρια που διαβάζονται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσε με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Άμα εξέλθει νικήτρια εκ των δαιμονίων,  και έως ότου παρέλθουν σαράντα ημέρες από του θανάτου, η ψυχή περιέρχεται από ουρανίους τόπους και αβύσσους της κολάσεως οπότε και καθορίζεται από τον πλαστουργό η θέση που θα εναποτεθεί μέχρι την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.
Η επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο  πραγματοποιείται επειδή κατά το σαρανταήμερο ταξίδι όσο η ψυχή αναζητά την εναπόθεση της, παρουσιάζονται σε αυτήν τα θαυμαστά του Παραδείσου, ενώ στο υπόλοιπο του ταξιδίου παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως.
Το μετά θάνατον σαρανταήμερο ταξίδι των ψυχών, λογείται δύσκολο, αγωνιώδες και τρομερό, εξαιτίας του φόβου για τα αιώνια μαρτύρια που θα υποστούν αν καταδικαστούν κατά την τελική Κρίση, ενώ μετά το σαρανταήμερο μερικές ψυχές βρίσκονται  σε κατάσταση αγαλλίασης και μακαριότητας διαισθανόμενοι ότι προορίζονται για μακάρια αιώνια ζωή, ενώ άλλες βρίσκονται σε κατάσταση τρόμου αφού διαισθάνονται πως  αιώνια θα καταδικαστούν κατά την τελική κρίση.
Πατερικά κείμενα όμως, λέγουν ότι κάποιες φορές ο ελεήμων Θεός ανταποκρινόμενος στις δεήσεις και στις προσευχές ζώντων συγγενών, συγχωρεί ορισμένες αμαρτωλές ψυχές τις οποίες και επανατοποθετεί δίπλα στις αγαθές ψυχές.
Τα οφέλη της προσευχής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση έχουν επίσης περιγράφει από Αγίους και ασκητές. Στο βίο της η μάρτυς Περπετούα, αναφέρει πως η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκε στον ύπνο της με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από το καυτό βάραθρο όπου ευρισκόταν, αλλά χάρη στη δική της ολόθερμη προσευχή επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα, κατάφερε να την φτάσει, να πιεί και να ξεδιψάσει, και ακολούθως να βρεθεί σε τόπο φωτεινό και χλοερό. Ήταν θεϊκό σημάδι πως ο Θεός αποδέχτηκε την προσευχή της και απελευθέρωσε τον αδερφό της από τα δεινά της κολάσεως.
Πολλά παρόμοια οράματα αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών, τα οποία όμως δεν πρέπει να ερμηνεύονται  κατά γράμμα, ούτε και βεβαίως να θεωρούνται ότι εξηγούν επ ακριβώς τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο, αλλά ότι πρόκειται περισσότερο για ενδείξεις της πνευματικής αλήθειας περί της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο, και πως μπορεί να πάρει τη χάρη του Θεού χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον ζώντα κόσμο.
Επειδή φοβερή είναι πράγματι η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, είναι αναγκαίο να γίνεται μνημόσυνο και δεήσεις για ασφαλή προσπέλαση των δαιμόνων που της παρεμποδίζουν την πορεία. Διότι λίγο μετά το θάνατο η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα, και γι αυτή τους την πάλη ώστε να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια και τα δαιμόνια, χρειάζεται τη βοήθεια και την αγάπη των ζώντων αγαπημένων που με πολλές προσευχές και ακατάπαυστη ικεσία στο Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο, ώστε τοιουτοτρόπως να πληρωθούν ως αμοιβή οι Άγγελοι που θα τη συνοδεύσουν για να διαφύγει από τα πονηρά πνεύματα που θα συναντήσει στο διάβα της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει στον Κανόνα για την αναχώρηση της ψυχής τροπάρια που διαβάζονται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού:

«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσε με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Άμα εξέλθει νικήτρια εκ των δαιμονίων,  και έως ότου παρέλθουν σαράντα ημέρες από του θανάτου, η ψυχή περιέρχεται από ουρανίους τόπους και αβύσσους της κολάσεως οπότε και καθορίζεται από τον πλαστουργό η θέση που θα εναποτεθεί μέχρι την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.
Η επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο  πραγματοποιείται επειδή κατά το σαρανταήμερο ταξίδι όσο η ψυχή αναζητά την εναπόθεση της, παρουσιάζονται σε αυτήν τα θαυμαστά του Παραδείσου, ενώ στο υπόλοιπο του ταξιδίου παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως.
Το μετά θάνατον σαρανταήμερο ταξίδι των ψυχών, λογείται δύσκολο, αγωνιώδες και τρομερό, εξαιτίας του φόβου για τα αιώνια μαρτύρια που θα υποστούν αν καταδικαστούν κατά την τελική Κρίση, ενώ μετά το σαρανταήμερο μερικές ψυχές βρίσκονται  σε κατάσταση αγαλλίασης και μακαριότητας διαισθανόμενοι ότι προορίζονται για μακάρια αιώνια ζωή, ενώ άλλες βρίσκονται σε κατάσταση τρόμου αφού διαισθάνονται πως  αιώνια θα καταδικαστούν κατά την τελική κρίση.
Πατερικά κείμενα όμως, λέγουν ότι κάποιες φορές ο ελεήμων Θεός ανταποκρινόμενος στις δεήσεις και στις προσευχές ζώντων συγγενών, συγχωρεί ορισμένες αμαρτωλές ψυχές τις οποίες και επανατοποθετεί δίπλα στις αγαθές ψυχές.
Τα οφέλη της προσευχής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση έχουν επίσης περιγράφει από Αγίους και ασκητές. Στο βίο της η μάρτυς Περπετούα, αναφέρει πως η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκε στον ύπνο της με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από το καυτό βάραθρο όπου ευρισκόταν, αλλά χάρη στη δική της ολόθερμη προσευχή επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα, κατάφερε να την φτάσει, να πιεί και να ξεδιψάσει, και ακολούθως να βρεθεί σε τόπο φωτεινό και χλοερό. Ήταν θεϊκό σημάδι πως ο Θεός αποδέχτηκε την προσευχή της και απελευθέρωσε τον αδερφό της από τα δεινά της κολάσεως.
Πολλά παρόμοια οράματα αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών, τα οποία όμως δεν πρέπει να ερμηνεύονται  κατά γράμμα, ούτε και βεβαίως να θεωρούνται ότι εξηγούν επ ακριβώς τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο, αλλά ότι πρόκειται περισσότερο για ενδείξεις της πνευματικής αλήθειας περί της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο, και πως μπορεί να πάρει τη χάρη του Θεού χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον ζώντα κόσμο.