Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ 

-Το φρικωδέστατον των κακών ο Θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος τότε δεν υπάρχουμε εμείς,

έγραψε ο Επίκουρος ο φιλόσοφος.

Με αυτό εννοεί ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο εφ όσον είμαστε ζωντανοί, αλλά ούτε όταν είμαστε νεκροί καθώς όταν δεν θα υπάρχουμε, δεν θα υπάρχει ούτε ο θάνατος.

Το θάνατο οι ανθρωποι τον φοβουνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.

Ώστε ο θάνατος είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, εξουσιάσουν τις συνειδήσεις.

Ίσως οι περισσότεροι ισχυριζόμαστε ότι η ζωή μας είναι γλυκύτερη χωρίς το φόβο του θανάτου, αλλά από την άλλη αν ό καθένας μας δεν είχε αυτό το φόβο μέσα του, αν δεν πιστεύαμε ότι όλα είναι εφήμερα, η συνείδηση μας δεν θα μας ενοχλούσε, δεν θα μας πονούσε, και θα λειτουργούσαμε χωρίς ηθικούς κανόνες εις βάρος των άλλων, οπότε θα κυριαρχούσε μια άνομη τάξη με κυρίαρχους τους δυνατότερους και τους εξυπνότερους.

Έχουμε αποδεχτεί όλοι τον θάνατο, έχουμε δεχτεί ότι κανείς δεν γλυτώνει από αυτόν. Εντούτοις όποτε τον φέρνουμε στο νου μας προσπαθούμε αμέσως να τον διώξουμε  γιατί και μόνο η σκέψη του μας φοβίζει, καθώς κανείς από εμάς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, καθώς όλοι τρέμουμε το άγνωστο.

Οι άνθρωποι για να κατευνάσουν αυτόν τον φόβο, εφεύραν θρησκείες για παρηγοριά και δημιούργησαν ιστορίες για Κόλαση και Παράδεισο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, και όσοι ονομάζονται ήρωες, θυσίασαν τη ζωή τους γιατί περισσότερο από τον εαυτό τους αγάπησαν την πατρίδα, την δόξα και την υστεροφημία, ενώ κάποιοι άλλοι δεν την άντεξαν ένεκα της σκληρότητας που τους φέρθηκε η ίδια.

Όταν η ευμάρεια, η καλοπέραση και τα υλικά αγαθά κυριαρχούν, όλοι αγαπάμε τη ζωή, και μισούμε τον θάνατο, αλλά περισσότερο τον φοβόμαστε.

Όμως τι καλύτερο θα ήταν αν αντί για εχθροί μαζί του γινόμασταν φίλοι;

Πολλοί το έχουν σκεφτεί, αλλά λίγοι το εννόησαν, καθώς ζούμε και γερνάμε με αυτόν τον φόβο, όπου στο τέλος μας γίνεται έμμονη ιδέα.

Αν όμως κάποιος αναλογιστεί ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβει ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν μας πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια. Αν αναλογιστεί ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσε έναν ύπνο βαθύ χωρίς να τον σκιάζει έγνοια.

Αν τοιουτοτρόπως λοιπόν σκεφτούμε,  θα εννοήσουμε ότι Κόλαση είναι η ίδια η ζωή μας καθώς κατά τη διάρκεια της οι πίκρες μας είναι κατά παρασάγγας υπέρτερες των χαρών μας, και Παράδεισος όταν τελειώνει η ζωή μας και αναπαυόμαστε δια παντός. 

Μια φορά ένας νέος που εισήχθηκε στο νοσοκομείο απεβίωσε. Ο παλμός της καρδιάς του σταμάτησε, το ίδιο και η αναπνοή του. Ύστερα από κάποια ώρα όμως ξύπνησε, και ήταν πάλι ζωντανός. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ήταν μια νεκροφάνεια, οι γιατροί όμως, βεβαίωσαν ότι πράγματι είχε πεθάνει.

Όταν ρωτήθηκε από φίλους του εάν βίωσε οτιδήποτε πνευματικά, εκείνος απάντησε πως απλώς στο θάνατο του δεν ήταν παρών, ήταν βυθισμένος σε ένα βαθύ ύπνο σκοτεινό χωρίς ονείρατα, και πως όταν ξύπνησε ένιωθε κουρασμένος, εξουθενωμένος, χωρίς καθόλου ενέργεια.

Αυτή του η εμπειρία τον έκανε να φοβάται το θάνατο λιγότερο, καθώς στο θάνατο του δεν κατάλαβε να συμβαίνει τίποτα απολύτως, απλά ήταν ένας ύπνος σε απόλυτο σκοτάδι, χωρίς να έχει ανησυχία καμιά, παρα μάλλον υπήρχε ηρεμία και γαλήνη που τέτοιες δεν υπάρχουν εν ζωή. Οπότε συμπέρανε πως ο θάνατος δεν είναι τόσο φοβερός όπως τον φαντάζονται οι άνθρωποι, και από εκείνο τον καιρό, ο ίδιος πίστεψε πως κόλαση είναι η ζωή, και Παράδεισος ο θάνατος. 

ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ; 

Η επιστήμη του θανάτου τεκμηριωμένη με λογικά επιχειρήματα, δεν είναι το οδυνηρό τέλος της ζωής του μεταστάντος, αλλά ένας τρόπος αντίδρασης της εξελικτικής φύσης για να συνεχίσουν να υπάρχουν ζωντανοί. Διότι αν δεν υπήρχε θάνατος, όσοι γεννήθηκαν από καταβολής κόσμου, θα ήσαν τόσοι και αμέτρητοι που δεν θα τους χωρούσε η γη και ως εκ της φύσεως της θα απέβαλλε.

Κατά την επιστήμη ο Θάνατος είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών  που υποστηρίζουν τη διαβίωση ενός οργανισμού  και το ίδιο το σώμα αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθει.

Όμως κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δεν είναι το τέλος, αφού κατά τον Αϊνστάιν καμίας μορφής ενέργεια δεν χάνεται, αλλά παραμένει εσαεί, οπότε κατά συνέπεια αφού η ζωή είναι ενέργεια, αυτή παραμένει ζώσα σε μια απόκοσμη κατάσταση που συνδέεται όμως με την κοσμική κατάσταση σε μια στοιχειωμένη σχέση.  

Κάποιοι επιστήμονες αναφέρουν πώς αν και το σώμα πεθαίνει,  η συνείδηση συνεχίζει για λίγο ακόμα μετά τον θάνατο οπότε αυτό αποδεικνύει ότι στα αρχικά στάδια του θανάτου, ο εγκέφαλος παραμένει συνειδητός, και ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι επιζώντες του κλινικού θανάτου θυμούνται μερικές φορές τι συνέβη, αν και ήταν τεχνικά νεκροί. Ισχυρίζονται ακόμα πως ο εγκέφαλος θανόντων με κατάλληλη κλινική, μπορεί να διατηρηθεί ζωντανός για πολλές ώρες, οπότε μυθιστοριογράφοι για να γράψουν ιστορίες ζόμπι, βασίζονται σε αυτή τη θεωρία και περιγράφουν τις φοβικές φαντασίες τους.

Αν λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία αντέτασσε την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης ως στοιχείο σε αυτούς που προωθούν την καύση των νεκρών, πιστεύω θα μπορούσε να τους πείσει να αναθεωρήσουν.

Πολλοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος, αλλά περισσότεροι θέλοντας να έχουν μια παρηγοριά, πιστεύουν στα κηρύγματα των θρησκειών, ώστε τοιουτοτρόπως έχουν κάτι να ελπίζουν καθώς όλοι εκ της φύσεως μας φοβούμαστε τον θάνατο. Άλλοι ακόμα πιστεύοντας στην πρόοδο της επιστήμης έχουν μια κρυφή εμπιστοσύνη ότι ένεκα αυτής ίσως κάποτε με κάποιο τρόπο, κάποιοι νεκροί θα αναστηθούν.

Όταν πεθαίνουμε λοιπόν, και το σώμα μας γίνεται χώμα, τα οστά μας για να διαλυθούν, χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια ή και μυριάδες όταν ευρίσκονται σε κατάσταση απολίθωσης, οπότε πολλά γονίδια μας παραμένουν ενεργά, και ίσως αυτό να μας είναι μια φρούδα παρηγοριά, καθώς ίσως κάποια στιγμή οι επιστήμονες μπορέσουν μετά θάνατον να μας ξαναδημιουργήσουν με την μέθοδο της κλωνοποίησης. 

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ ΡΟΓΧΟΣ  

Για το θάνατο ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και ο ψυχικός πόνος είναι τόσο μεγάλος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση θανάτου που βιώνειι.

Όμως όταν κάποιος παρακολουθήσει και ζήσει την διάρκεια θανάτου και τον επιθανάτιο ρόγχο δικού του αγαπημένου προσώπου, βιώνει ένα από τα χειρότερα καταθλιπτικά συναισθήματα καθώς η διαδικασία της μετάβασης του μεταστάντος είναι πολύ μαρτυρική τα’οσο, που επηρεάζει τον μάρτυρα εφ όρου ζωής.

Εγώ λοιπόν ως μάρτυρας παρόμοιου θανάτου αφού πέρασαν αρκετά χρόνια ώστε με περισσότερη αντικειμενικότητα να μπορώ να περιγράψω τον επιθανάτιο ρόγχο, γράφω τα εξής: 

Όταν ο οργανισμός του ασθενούς εξασθενεί και δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους σώματος, ο εγκέφαλος με το σώμα παύουν να συνεννοούνται, οπότε ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα της κατάποσης και το σάλιο συσσωρεύεται χωρίς να καταπίνεται, με αποτέλεσμα να εισέρχεται στις αναπνευστικές οδούς, ή και να εμποδίζεται την αναπνοή.

Αυτός ο υγρός θόρυβος που συμβαίνει κατά αυτήν τη διάρκεια της αναπνοής, ονομάζεται επιθανάτιος ρόγχος.

Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι ο ήχος της Αναπνοής του ετοιμοθάνατου, το γουργούρισμα το οποίον προέρχεται από την προσπάθεια των πνευμόνων να αναπνεύσουν αέρα, ο οποίος όμως εμποδίζεται καθώς η γλώσσα δυσλειτουργεί και δεν εμποδίζει το σάλιο να εισέρχεται στο αναπνευστικό σύστημα.

Όταν ξεκινά αυτός ο ρόγχος έως την τελική κατάληξη, ο χρόνος διάρκειας είναι πέραν των δύο τρίτων της ημέρας.

Λίγο πρίν το θάνατο η γλώσσα δυσλειτουργεί ακόμη περισσότερο, ώστε μια περιφράσσει την αναπνοή, και μια επιτρέπει το σάλιο να εισέρχεται στους πνεύμονες.

Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των πνευμόνων να εισπνεύσουν αέρα διά μέσου του σάλιου, ένα μαρτύριο του ετοιμοθάνατου καθώς πνίγεται στην προσπάθεια του να αναπνεύσει.

Με απλά λόγια, ο επιθανάτιος ρόγχος είναι το αποτέλεσμα της εισροής σάλιου στους πνεύμονες καθώς η γλώσσα δεν μπορεί να ανταποκριθεί ένεκα της τελικής οργανικής κατάπτωσης του ασθενούς.

Στην τελική ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συνήθως βλέπουμε τον ασθενή ενώ νομίζουμε ότι έχει καταλήξει, να επανέρχεται σε μια υπέρτατη προσπάθεια να αναπνεύσει αέρα. Αυτό μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει αρκετή ώρα. Είναι οι στιγμές που οι παρόντες οικείοι του ετοιμοθάνατου μαρτυρούν τις ανατριχιαστικές απέλπιδες προσπάθειες του ετοιμοθάνατου μέχρι της καταλήξεως, εμπειρίες πολύ θλιβερές που αποτυπώνονται δια παντός στη μνήμη και τους στοιχειώνει εφ όρου ζωής

ΤΟ ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΖΗΝΑΣ ΚΑΝΘΕΡ 

Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.

Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.

Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.

Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τιμωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.

Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.

Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.

Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει.

Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.

Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.

Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.

Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.

Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.

«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ήμουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έκανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γεμάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»

Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει την άφεση γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;

Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.

Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…

Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.

Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον; 

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. Όλοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά.

Το επάγγελμα του νεκροθάφτη κανείς δεν το αγαπά και ούτε θέλει να το εξασκεί καθώς ένεκα ταμπού και φοβίας προς το θάνατο ουδείς δεν θέλει να έχει σχέσεις μαζί του. Όσους ασχολούνται, οι άλλοι τους θεωρούν διαφορετικούς και παράξενους. Ακόμη και η οικογένεια τους ντρέπεται για το επάγγελμα και θέλει να τους αποφεύγει.

Έτσι είναι πάντα απομονωμένοι και περιθωριακοί. Πάντα αγέλαστοι και σκυθρωποί. Μόνοι ανάμεσα στον κόσμο κυκλοφορούν σκυφτοί και λιγομίλητοι καθώς καταλαβαίνουν την αρνητική αύρα που εκπέμπουν.

Από τα παλιά χρόνια ήταν μια αποκρουστική εργασία που έκαναν εξ ανάγκης άνθρωποι συνήθως πτωχοί που κατέληγαν στην αντίληψη του πληθυσμού ανεπιθύμητοι καθώς ασχολούνταν με λείψανα νεκρών κορμιών, απομεινάρια προηγούμενης ζωής, κουφάρια χωρίς ψυχή και πνεύμα, πράγματα που προκαλούσαν φοβικά συναισθήματα στον απλό λαό.

Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Πως θα έχουν μια δεύτερη ζωή, άλλοι στη κόλαση και άλλοι στον Παράδεισο.

Όμως ο Χαρίλαος που έβλεπε τα λείψανα που έθαβε και τα κόκκαλα που ξέθαβε, πίστευε πως αυτά τα λέγανε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλον ίδιον όφελος. Αντιλήφθηκε ότι το θάνατο οι άνθρωποι τον φοβούνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.

Πίστευε πως είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, χρησιμοποιούσαν για να εξουσιάζουν τις συνειδήσεις.

Πίστευε ακόμα πως κάποιος αν αναλογιζόταν ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβαινε ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν τον πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια.

Πίστευε πως αν αναλογιζόμασταν ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσαμε έναν ύπνο βαθύ που δεν τον σκιάζει έγνοια καμιά.

Και καθώς είδαν πολλά τα μάτια του και άκουσε πολλούς επικήδειους από παπάδες και Δεσποτάδες για την μεταθάνατο ζωή, αυτός ασυγκίνητος πλέον από την πολλή τριβή με τα πτώματα, δεν πίστευε για τόπους χλοερούς, ούτε έβλεπε διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Στο θάνατο ήταν όλα νεκρά κορμιά χωρίς ζωή, που μέσα στο χώμα θα γίνονταν στα εξ ων συνετέθησαν, δηλαδή και αυτά χώμα της γης, σάρκες και οστά,  όλα ένα πράγμα.

Έσκαψε τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα και σκέπασε μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδε που έστηναν μνημεία μεγαλόπρεπα και απορούσε με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.

Γνώρισε σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδε τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδε πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδε και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, είδε το φόβο του θανάτου στην έκφραση τους.

Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισε την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.

Έτσι σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, είχε συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν του προκαλούσε δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα έλιωναν και θα τα χώνευε η μαύρη γης.

Διάλεξε ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θα ήθελαν.

Όμως όταν οι εποχές είναι δύσκολες και η ανεργία αναγκάζει αρκετούς φαμελιάριδες να μην δύνανται να θρέψουν τις οικογένειες τους και κάποιοι παθόντες διαλέγουν αυτή την εργασία, έτσι και ο Χαρίλαος καθώς την επέλεξε, τοιουτοτρόπως έχασε κάθε καλή επαφή με την οικογένεια του αφού και αυτοί όπως και οι ξένοι τον αντίκρυζαν ως το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.

Ως νεκροθάφτης ξύρισε και στόλισε αρκετούς, έθαψε πολλούς, και η πλερωμή ήταν καλή. Πως μπορούσε λοιπόν να μην διαλέξει ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για παρηγοριά σκεφτόταν πως επιτελούσε κοινωνικό λειτούργημα και θεάρεστο έργο.

Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλεί κανένα καθώς όλοι συνήθως τον απέφευγαν, με το πιοτό στο χέρι σκεφτόταν πως αν ζούσε σε μια μεγάλη πόλη που κανείς δεν θα τον γνώριζε, με όσα κέρδιζε θα εθεωρείτο ένας άρχοντας.

Πριν γίνει νεκροθάφτης ήταν εργάτης και άνθρωπος για όλα τα θελήματα, με χαμηλό μεροκάματο και λίγη εργασία. Κάποιες μέρες έπαιρνε φαγητό στο σπίτι, κάποιες όχι. Στεναχωριόταν πολύ, αλλά περισσότερο νευρίαζε όταν η γυναίκα του τον φώναζε ακαμάτη και αχαμάκη.

Έτσι μια φορά που είχε για μέρες τις τσέπες άδειες και τα παιδιά του πεινασμένα, όταν τον φώναξε ο παπάς και του πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψει έναν τάφο, έμεινε αποσβολωμένος. Τόσα χρήματα για έναν τάφο; σκέφτηκε.

Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα τον έπεισε καθώς ήταν απένταρος και τα παιδιά του πεινούσαν.

Έθαψε λοιπόν τον πρώτο του νεκρό, και με ευχαρίστηση διαπίστωσε πως δεν σιχαινόταν τους πεθαμένους, ούτε πολύ τον έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκε τόσες λίρες και τις έκαμε σύγκριση με όσα αμειβόταν πριν, αποφάσισε πως αυτή τη δουλειά ήθελε.

Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσε πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που του άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόταν, μα με τον καιρό ξεπέρασε αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.

Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσε τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησε, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.

Η δουλειά ήταν δύσκολη και σκληρή καθώς έσκαβε το χώμα με τον κούσπο και άνοιγε τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές, αλλά ήταν δουλειά λίγων ωρών. Έβαζε μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζε με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζε μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα αδέσποτα σκυλιά. 

Ύστερα που πέρασαν τα χρόνια του έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμείται καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα στον ίδιο και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.

Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά ο Χαρίλαος ο νεκροθάφτης, έχοντας ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά του απομονωμένος από συγγενείς και φίλους, κοιτάζοντας πίσω αναλογιζόταν πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του. 

ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ 

Μία είναι η ζωή μας. Δεν υπάρχει άλλη. Κόλαση είναι όσο υπάρχει ζωή, και Παράδεισος όταν σταματήσει η ζωή. Στη πρόσκαιρη ζωή μας οι λύπες και οι στενοχώριες καθώς και τα μεγάλα βάσανα που μας δέρνουν είναι υπέρτερα όσων χαρών απολαμβάνουμε. Είναι μια ζωή γεμάτη μικρές χαρές και μεγάλες πίκρες με τον πόνο περισσότερο από την απόλαυση.

Είναι μια κατάσταση που όλοι την αντιλαμβάνονται όταν σκεφτούν με την καθαρή λογική αλλά που δυστυχώς οι διάφορες θρησκείες εκμεταλλευόμενες το φόβο των ανθρώπων για το θάνατο, τους πείθουν για μια άλλη μεταθάνατον ζωή, καλύτερη ή χειρότερη.

Και αναρωτιέμαι, είμαι εγώ που σκέφτομαι πως η ζωή είναι μία; Όλοι οι άλλοι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν ακόμα μία, για να κερδίσουν ίσως μια θέση στον Παράδεισο;

Λέω εγώ, πως πρέπει να αντικρίζουμε τη ζωή στη σωστή της διάσταση και να ζούμε την κάθε μέρα. Να αρπάζουμε τις καλές στιγμές όταν έρχονται και να διώχνουμε τις κακές που μας θλίβουν και μας καταπονούν.

Να βλέπουμε τις μεγάλες δυστυχίες που συμβαίνουν γύρω μας και να είμαστε ευχαριστημένοι με τις μικρότερες δικές μας. Να αναγνωρίζουμε τις αληθινές και να τις αποφεύγουμε. Να μην πικραίνουμε αχρείαστα τους γύρω μας, γιατί η πίκρα που δημιουργούμε γυρνά μπούμερανγκ σε μας.

Χαρά σημαίνει να αγαπούμε, να μας αγαπούν, να έχουμε την υγεία μας και τον επιούσιο. Όλα τα άλλα είναι περιττά που δημιουργούν αντιπαλότητες, μίση και έχθρες, κακά τα οποία προκαλούν δυστυχία και πόνο και δημιουργούν γύρω μας μια κόλαση.

Όσο ζει ο άνθρωπος υποφέρει και πονά, καθώς είναι στη φύση του όσο περισσότερα έχει, και άλλα να γυρεύει, ώστε στην αναζήτηση του να ταλαιπωρείται και να καταπονείται. Μια ολόκληρη ζωή προσπαθεί για περισσότερα χωρίς ποτέ να ικανοποιείται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή όταν κοιτάξει πίσω την προηγούμενη του ζωή, θα καταλάβει πως όλα ήταν μάταια και άσκοπα. Θα δει πως πολλοί αγαπημένοι του υπέφεραν και πέθαναν, θα δει πως και η δική του ζωή τελειώνει, και θα νιώσει πως φτάνει ο καιρός του. Ίσως τότε να καταλάβει πως θα ησυχάσει και θα ξεκουραστεί, καθώς με το θάνατο παύουν όλα να υπάρχουν, ούτε έγνοιες, ούτε αρρώστιες, ούτε πόνοι. Ίσως πάλι να φοβηθεί τον επερχόμενο του θάνατο, καθώς θα νομίζει πως μετά θάνατον υπάρχει κόλαση και ο ίδιος είναι προορισμένος γι αυτήν.

Συμπεραίνω λοιπόν, πως όσο κυνηγούμε μια δεύτερη ζωή, δεν θα τη συναντήσουμε, γιατί ούτε Κόλαση υπάρχει, ούτε Παράδεισος μετά θάνατον. Πιστεύω πως Κόλαση είναι η ζωή μας, και Παράδεισος ο θάνατος μας.

Αλοίμονο λοιπόν σε αυτούς που μένουν, και χαρά σ’ αυτούς που φεύγουν. 


ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ;

Ήμουν 16 ετών και αρρώστησε ο παππούς μου ο Λεωνής. Κιτρίνισε το δέρμα του και μια αφόρητη φαγούρα του έτρωγε το κορμί και τον θυμάμαι χωρίς το μεγάλο μουστάκι που είχε μια ζωή, ούτε τα φρύδια, καθώς όλες οι τρίχες του έφυγαν από το πολύ κνήσιμο. Το δέρμα του χλώμιασε και μια κίτρινη απόχρωση αντικατέστησε το φυσιολογικό. Άκουσα τους μεγαλύτερους μου να λένε ότι έπιασε ζαννί, μια ασθένεια του αίματος και πως γιατρειά δεν είχε. Κατάκοιτος βασανίστηκε πολλή καιρό ώσπου να ποσπαστεί. Κειτόταν στο ψηλό κρεββάτι και ανήμπορος ψυχορραγούσε βασανισμένος και βαρυγκωμισμένος καθώς υπέφερε πολύ.

Το πατρικό μου σπίτι και το δικό του τα χώριζε λίγα μέτρα γης, έτσι κάθε μέρα του έφτιαχνα ένα τσάι και καθόμουν με τις ώρες να τον συντροφεύσω. Με λόγια παρηγοριάς φτωχικά αφού λίγα ακόμα γνώριζα, προσπαθούσα να τον κάνω να ξεχνιέται έστω λίγο από το βασανιστήριο που βίωνε.

Παρακολούθησα το μαρτύριο του ως την τελευταία στιγμή που ξεψύχησε και με σκέψεις φοβισμένες σαν μικρός που ήμουν ακόμα, βίωσα τη διαδικασία του θανάτου  του.

Και όλο αυτό τον καιρό σκεφτόμουν ότι άμα εγώ φοβόμουνα και πονούσα τόσο πολύ μόνο με τη σκέψη του θανάτου, πόσο μάλλον αυτός που υπέφερε σωματικά αλλά και συναισθηματικά καταλαβαίνοντας τον επερχόμενο θάνατο του.

Και οι σκέψεις μου βαριές και κολλημένες προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν αυτό το μυστήριο, τον φόβο του θανάτου.

Το φόβο του θανάτου ένα ένστικτο βαθιά ριζωμένο και συνυφασμένο με την αρχέγονη φύση του ανθρώπου, που ούτε με τη δύναμη του μυαλού ή του εξελιγμένου νου μπορεί να νικηθεί, αλλά που ούτε με τη ρεαλιστική γνώση μπορεί να γίνει αποδεκτός και να ηρεμίσει έναν ετοιμοθάνατο, αλλά μόνο τον κατασπαράζει και τον βυθίζει σε άγχος φοβερό, σε ανησυχία απύθμενη, σε μεταθανάτια αγωνία..

Και όταν ο θάνατος ήρθε, όλη τη νύχτα με τους μεγάλους μαζί και εγώ τον ξενυχτίσαμε ως όριζε το έθιμο.

Την άλλη μέρα ήρθαν και όσοι άλλοι συγγενείς μακριά ζούσαν. Ήρθαν τα μεγαλύτερα μου αδέρφια από τη χώρα, και ξαναγέμισε το σπίτι όπως παλιά. Ήρθαν γνωστοί και φίλοι της οικογένειας από τα γύρω χωριά, ήρθε και όλο το χωριό. Ο μεγάλος μου αδερφός εργαζόταν στο νοσοκομείο της χώρας και ήξερε από ασθενείς και πεθαμένους. Έτσι ως εκ της ιδικότητας του έπλυνε τον νεκρό, τον καθάρισε, τον μιζάρωσε, τον ετοίμασε για την ταφή, και αργά το δείλι τον κηδέψαμε. Ήταν μια καλή και πολυπληθής κηδεία με τον κόσμο να γεμίζει την εκκλησία και έξω την πλατεία. Και όλοι τον μακάριζαν και έλεγαν «αιωνία η μνήμη του, ήταν καλός ο μακαρίτης».

Με όλα τα νεκρικά έθιμα τηρώντας τα, πέρασε η μέρα και ήρθε το βράδυ. Έφυγαν όλοι, μείναμε μόνοι εμείς οι στενοί συγγενείς να λέμε λόγια παρηγοριάς ο ένας στον άλλο.

Και όταν έφυγαν και οι στενοί συγγενείς, αποκαμωμένοι εμείς από την δύσκολη μέρα και καθώς η ώρα πήγε αργά, ήρθε η ώρα να ξαποστάσουμε, να κοιμηθούμε.

Στις δυό μικρές κάμαρες όπου ζούσαμε υπήρχαν τρία κρεββάτια για όλα τα έξι αδέρφια, έτσι κοιμόμασταν δυο-δυο. Όμως εκείνη τη μέρα ο μεγάλος μου αδερφός ήρθε με τη χαρτωμένη του, έτσι περίσσευε ένας μας που δεν είχε πού να κοιμηθεί.

Τα τρία μου μεγαλύτερα αδέρφια αποφάσισαν πως ένας θα έπρεπε να κοιμηθεί στο άδειο πλέον νεκρικό κρεββάτι. Χωρίς να σκεφτούν πως φοβόμουν, και εγώ χωρίς να μπορώ να αρνηθώ καθώς εκείνους τους καιρούς οι μικρότεροι υπάκουαν στους μεγαλύτερους χωρίς αντίρρηση, ο κλήρος έπεσε σε εμένα.

Πολλοί άνθρωποι αρνούνται να συζητήσουν για τους νεκρούς και καταλαμβάνονται από άγχος μη θέλοντας να φανερώσουν τις φοβίες τους για το θέμα. Έτσι και εγώ ενώ έτρεμα με τη σκέψη πως θα κοιμόμουνα σε κρεββάτι πεθαμένου, στωικά αποδέχτηκα το γεγονός, ενώ μέσα μου έτρεμα στη σκέψη χωρίς να έχω εναλλακτική λύση. Ήταν ένα βράδυ που έζησα το χειρότερο της ζωής μου. Τρομερές οι σκέψεις μου τριβέλιζαν το μυαλό και χωρίς να μπορώ να απαλλαγώ από αυτές, πέρασα μια ατέλειωτη βραδιά χωρίς ο ύπνος να με παίρνει, και χωρίς το ξημέρωμα να έρχεται.

Η λαϊκή πρόληψη ότι οι νεκροί βγαίνουν τη νύχτα από τον τάφο τους με τρόμαζε και ο θάνατος ως φαινόμενο αλλά και ο ίδιος ο πεθαμένος παππούς μου κόλλησαν στο μυαλό και δεν ξεκολλούσαν. Θυμόμουνα πως από πολύ μικρότερος ακόμα κάθε που πέθαινε ένας στο χωριό έτρεμα στην ιδέα και κολλούσα το κορμί μου στο τοίχο του κρεβατιού κουλουριασμένος στην αγωνία μου και στο φόβο μου και διερωτώμουν γιατί οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο; Αλλά δεν είχα απάντηση.

Έτσι μεγάλος πλέον τώρα 16 ετών εκείνο το βράδυ, αποφάσισα να ζήσω προτού πεθάνω. Αποφάσισα πως θα έπρεπε να πεθάνω μια φορά και όχι κάθε μέρα, διότι με τον φόβο κάποιος πεθαίνει κάθε μέρα.

Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα ως το πρωί.

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ (Πληροφορίες από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ «Η ψυχή μετά τον θάνατο»)

ΕΡΕΥΝΑ 

Τι συμβαίνει στη ψυχή όταν αφήνει το σώμα κατά την ώρα του θανάτου; Σε ποια κατάσταση βρίσκεται από την ώρα εκείνη μέχρι την Τελική Κρίση; Υπάρχουν απαντήσεις πραγματικές, ή μόνον υποδηλώνουν μια παρανόηση όσων επιστρέφουν από τους νεκρούς; 

Μέσα από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξάγονται ορισμένα συμπεράσματα για τον παράδεισο και την κόλαση, για φανερώσεις Αγγέλων και δαιμόνων, για άϋλες μορφές που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και για τις εξωσωματικές εμπειρίες που αφού επέλθει ο θάνατος για δυο μέρες η ψυχή με συνοδεία αγγέλων απολαύει της δυνατότητας να επισκέπτεται τόπους που είχε προσφιλείς και αγαπημένους κατά το παρελθόν. Και αν η ψυχή είναι ενάρετη, πλανιέται σε όσα μέρη συνήθιζε εν ζωή να πράττει έργα αγαθά. Ακόμα επειδή αγαπά το σώμα της, συνηθίζει κυρίως να περιφέρεται όπου αυτό ευρίσκεται, στο νεκροκρέβατο, ή αλλού.

Στην νεκρώσιμη ακολουθία περιγράφεται η κατάσταση της ψυχής που αν και αφήνοντας το σώμα παραμένει στη γη, αδυνατώντας όμως να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους τους οποίους όμως μπορεί να παρακολουθεί.

Την τρίτη μέρα όταν τελείται μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής, λαμβάνει από φύλακα Άγγελο ανακούφιση για τη λύπη που προήρθε εκ του χωρισμού της από το σώμα, και ελεύθερα μετακινείται σε άλλες σφαίρες. Ο Χριστός που ο ίδιος ανέστη την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς, καλεί την ψυχή του αποθανόντος να μιμηθεί τη δική του ανάσταση και να ανέλθει στους Ουρανούς όπου ευρίσκεται ο Θεός.

 «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος. Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουκ υπάρχει ο ελεών αυτήν. Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».

Άγιοι άνθρωποι επίστευαν πως ενώ το σώμα αποθνήσκει, η ψυχή και η προσωπικότητα του αποθνώντος μεταφέρονται σε μια άλλη διάσταση μένοντας ζώντα όπως και προηγουμένως. Και ενώ οι ζωντανοί θρηνούν και οδύρονται για τους κεκοιμημένους, για εκείνους τα πράγματα είναι αλλιώς.

Όσοι απέθαναν και επαναφέρθηκαν στη ζωή, διαπίστωσαν ότι το σώμα τους είναι μια στενάχωρη κατοικία που δεν τους χωρεί, σε αντίθεση με τα ουράνια πλάτη όπου μεταφέρθηκε η ψυχή τους έστω και για τις λίγες στιγμές θανάτου τους.

Η περιφορά της ψυχής των πρώτων δύο ημερών του θανάτου γύρω από το νεκρό σώμα ή αλλού, αποτελεί γενικό κανόνα με εξαίρεση ορισμένων που ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγω που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Οι ομολογίες  μεταθανάτιων εμπειριών ατελείς καθώς είναι, αποτελούν μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης περιπλάνησης της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της, γιατι κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους συνοδούς αγγέλους των ψυχών.

Μερικοί επιστήμονες και ερευνητές για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες

περιγραφές των πρώτων δύο ημερών καθώς και των επομένων, αποδεικνύουν την  συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν ότι η ψυχή συνηθίζει να παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο.

Την τρίτη ημέρα η ψυχή διέρχεται μέσα από λεγεώνες φοβερών πονηρών πνευμάτων και τελωνείων  που παρεμποδίζουν την πορεία της με πρόσχημα πως είναι αμαρτωλή ψυχή, και μόνον άμα τα καταφέρει να τα προσπεράσει θα μπορέσει να συνεχίσει την ανοδική πορεία της προς τον ουράνιο Θεό.

Πόσο φοβεροί και επικίνδυνοι είναι οι δαίμονες και τα τελώνια, φανερώνεται από το γεγονός πως η ίδια η Παναγία όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο της, ικέτευσε τον υιό της να διασώσει την ψυχή της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή της, ο ίδιος ο Χριστός κατέβηκε από τους Ουρανούς όπου παρέλαβει την ψυχή της Μητρός του και να την οδήγησει στους Ουρανούς.

Επειδή φοβερή είναι πράγματι η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, είναι αναγκαίο να γίνεται μνημόσυνο και δεήσεις για ασφαλή προσπέλαση των δαιμόνων που της παρεμποδίζουν την πορεία. Διότι λίγο μετά το θάνατο η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα, και γι αυτή τους την πάλη ώστε να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια και τα δαιμόνια, χρειάζεται τη βοήθεια και την αγάπη των ζώντων αγαπημένων που με πολλές προσευχές και ακατάπαυστη ικεσία στο Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο, ώστε τοιουτοτρόπως να πληρωθούν ως αμοιβή οι Άγγελοι που θα τη συνοδεύσουν για να διαφύγει από τα πονηρά πνεύματα που θα συναντήσει στο διάβα της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει στον Κανόνα για την αναχώρηση της ψυχής τροπάρια που διαβάζονται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού:

«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσε με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)

«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)

«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.

Άμα εξέλθει νικήτρια εκ των δαιμονίων,  και έως ότου παρέλθουν σαράντα ημέρες από του θανάτου, η ψυχή περιέρχεται από ουρανίους τόπους και αβύσσους της κολάσεως οπότε και καθορίζεται από τον πλαστουργό η θέση που θα εναποτεθεί μέχρι την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.

Η επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο  πραγματοποιείται επειδή κατά το σαρανταήμερο ταξίδι όσο η ψυχή αναζητά την εναπόθεση της, παρουσιάζονται σε αυτήν τα θαυμαστά του Παραδείσου, ενώ στο υπόλοιπο του ταξιδίου παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως.

Το μετά θάνατον σαρανταήμερο ταξίδι των ψυχών, λογείται δύσκολο, αγωνιώδες και τρομερό, εξαιτίας του φόβου για τα αιώνια μαρτύρια που θα υποστούν αν καταδικαστούν κατά την τελική Κρίση, ενώ μετά το σαρανταήμερο μερικές ψυχές βρίσκονται  σε κατάσταση αγαλλίασης και μακαριότητας διαισθανόμενοι ότι προορίζονται για μακάρια αιώνια ζωή, ενώ άλλες βρίσκονται σε κατάσταση τρόμου αφού διαισθάνονται πως  αιώνια θα καταδικαστούν κατά την τελική κρίση.

Πατερικά κείμενα όμως, λέγουν ότι κάποιες φορές ο ελεήμων Θεός ανταποκρινόμενος στις δεήσεις και στις προσευχές ζώντων συγγενών, συγχωρεί ορισμένες αμαρτωλές ψυχές τις οποίες και επανατοποθετεί δίπλα στις αγαθές ψυχές.

Τα οφέλη της προσευχής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση έχουν επίσης περιγράφει από Αγίους και ασκητές. Στο βίο της η μάρτυς Περπετούα, αναφέρει πως η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκε στον ύπνο της με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από το καυτό βάραθρο όπου ευρισκόταν, αλλά χάρη στη δική της ολόθερμη προσευχή επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα, κατάφερε να την φτάσει, να πιεί και να ξεδιψάσει, και ακολούθως να βρεθεί σε τόπο φωτεινό και χλοερό. Ήταν θεϊκό σημάδι πως ο Θεός αποδέχτηκε την προσευχή της και απελευθέρωσε τον αδερφό της από τα δεινά της κολάσεως.

Πολλά παρόμοια οράματα αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών, τα οποία όμως δεν πρέπει να ερμηνεύονται  κατά γράμμα, ούτε και βεβαίως να θεωρούνται ότι εξηγούν επ ακριβώς τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο, αλλά ότι πρόκειται περισσότερο για ενδείξεις της πνευματικής αλήθειας περί της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο, και πως μπορεί να πάρει τη χάρη του Θεού χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον ζώντα κόσμο. 

Η ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ, διήγηση σκωπτική 

Όταν ο άνθρωπος αποχαιρετά τον κόσμο, οι ζωντανοί τον κηδεύουν και τον αποχαιρετούν με μια υπέρτατη θρησκευτική τελετή όπου όμως πολλές φορές τα πράγματα οδηγούνται σε μια υπέρτατη υποβίβαση της αξίας της τελετής, καθώς καταντά μια κοσμική τελετή με κατάθεση στεφάνων από προύχοντες και εκφώνηση επικήδειων λόγων με τους οποίους κάποιοι πονεμένοι πολιτικοί ή και συγγενείς εξαίρουν τη ζωή, τη δράση και την προ­σφορά του αποδημήσαντος.

Και οι τεθλιμμένοι συγγενείς νιώθουν ευχαριστημένοι που ανώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας τους έκαναν την τιμή να τους τιμήσουν, αλλά το ίδιο ευχαριστημένοι και οι λυπημένοι πολιτικοί που έτοιμοι να εκφωνήσουν έναν επικήδειο, ελπίζουν στις επόμενες εκλογές να έχουν τη ψήφο τους.

Και με το πέρας της τελετής αναγγέλλονται τα ονόματα, οι τίτλοι και οι ιδιότητες των ομιλητών, που ένας ένας πλησιάζουν στο μικρόφωνο και αρχίζουν, με το νεκρό στο σεντούκι να μην αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις κοινοτοπίες και τυπικότητες και τα μεγάλα λόγια. 

Ναι, όλοι οι άνθρωποι στη γη άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έχει φέρει στο νου του την δική του κηδεία. Άν θα τον κλάψουν πολύ, άν θα τον τιμήσουν, αν θα παρευρεθούν όσοι τον γνωρίζουν, αν θα τον ξεχάσουν γρήγορα… , και κάποιοι υστερόφημοι, αν θα τους γράψει η ιστορία. 

Και εγώ σαν άνθρωπος λοιπόν, έχω σκεφτεί όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Έχω ψάξει το ζήτημα, έχω διαβάσει περί αυτού, όσο όμως και αν το γνώρισα το ζήτημα και όσο και αν το έχω φιλοσοφήσει, το μυστήριο του θανάτου παραμένει ανεξήγητο στις σκέψεις μου και μου δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Υπάρχει μετα θάνατον ζωή; Όλα τα κατευόδια στη κηδεία βοηθούν ώστε να πάει η ψυχή του τεθνεώτος εν τόπο χλοερό; Χρειάζονται τόσες φανφάρες και έξοδα για τη μνήμη του; Ή μήπως όλα γίνονται γι’ αυτούς που μένουν, και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν; 

Μια ευκαιρία σπουδαία να ασχοληθώ με τη δική μου κηδεία, μου έδωσε η Ντάνα η οικονόμος του σπιτιού μου όταν μου διηγήθηκε ένα όνειρο της που με είδε πεθαμένο και παρακολούθησε την κηδεία μου, όλα στο όνειρο της φυσικά.

Συγύριζε λέει το γραφείο μου, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μοναχή χωρίς εμένα η Ελένη η κοπέλα μου, που μαζί προηγουμένως είχαμε φύγει για μια εκδρομή.

-Πού είναι ο Κυριάκος,

-ο  Κυριάκος πέθανε,

απάντησε αυτή…

Το κακό μαντάτο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλο το χωριό, σε όλη την επαρχία, σε όλο το νησί καθώς ήμουν ένας γνωστός επιχειρηματίας, καθώς επίσης και ένας καλός δημοσιογράφος και συγγραφέας -όπως πίστευα-.

Και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να μαζεύεται και να ερωτά πώς πέθανα στα καλά καθούμενα.

Ήρθε και η γειτόνισσα μου η Κίτσα με την κόρη της μαυροφορεμένες, και η μάνα έβγαλε την μαύρη πλερέζα της και την κρέμασε έξω, πάνω την πόρτα του σπιτιού μου σημάδι πένθους και λύπης.

Και όλοι θρηνούσαν οι φίλοι μου και οι συγγενείς στη γειτονιά και στον καφενέ, και λέγανε,

-Ήταν καλός, δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ήταν άγιος άνθρωπος.

Και την άλλη μέρα στο δρόμο για την εκκλησία, η νεκροφόρα πέρασε πρώτα από το σπίτι μου όπου μέγα πλήθος κόσμου περίμεναν. Έβαλαν το φέρετρο πάνω στο γραφείο μου, αφαίρεσαν το καπάκι από το σεντούκι και ο Παπανδρέας άρχισε να ψέλνει ευχές συγχωρητικές για καλό Παράδεισο και τα τοιαύτα.

Κι όλοι κλαίγανε, και κλαίγανε, και σαν μοιρολογήτρες λέγανε λόγια,

-άχ τον καημένο ήταν καλός ο μακαρίτης.

Και σαβανωμένος εγώ μέσα στο σεντούκι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα και την ωχράδα την κίτρινη του θανάτου στο πρόσωπο μου που δεν καλυπτόταν από τη βαφή του μακιγιάζ, αναπαμένος πλέον από τα εγκόσμια, έτοιμος να με κηδεύσουν και να με θάψουν μέσα στη γη, μέσα σε δύο μέτρα γης. 

Ύστερα έκλεισαν το καπάκι, και τέσσερις νεαροί με φορτώθηκαν στους ώμους με τα πόδια μπροστά, και εν πομπή ξεκίνησαν για την εκκλησία. Οι δρόμοι στο διάβα μας ήταν γεμάτοι κόσμο, η μεγάλη πλατέα της εκκλησίας και αυτή γεμάτη, ήταν μια εντυπωσιακή μάζωξη κόσμου που ήρθαν να με αποχαιρετίσουν, όπως ισχυρίστηκε η οικονόμος μου.

-Άλλη κηδεία σαν και αυτήν, δεν έχουμε ματαδεί,

Έλεγαν πολλοί.

-Τόσο κόσμο σε άλλη κηδεία δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή,

Είπε ένας γέρος.

Τα μεγάφωνα έξω πάνω τους τοίχους της εκκλησιάς κρεμασμένα μετέδιδαν την νεκρική ακολουθία, και οι ψαλμωδίες έσμιγαν με τα λόγια του κόσμου που μιλούσαν για τις χάρες που είχα όλες όσο ήμουν ζωντανός.

 Και ύστερα πριν ο παπάς ψάλλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι», βγήκε έξω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας όπου έστησαν από ενωρίτερα ένα μικρόφωνο η Αναστασία για να διαβάσει έναν επικήδειο.

Η Αναστασία ήταν μια χωριανή που σε μεγάλη ηλικία στα καλά καθούμενα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα, και τα κατάφερε να γίνει μια σπουδαία ποιήτρια. Έτσι ίσως εξ αυτής της ιδιότητας της, αποφάσισε να εκφωνήσει τον επικήδειο μου.
Και έλεγε η Αναστασία με στόμφο τονίζοντας τις λέξεις πόσο ήμουν καλός, και πόσο πετυχεμένος.

Πόσα πολλά πρόσφερα στην κοινωνία με το πνευματικό μου έργο, και πως θα με γράψει η ιστορία.

Και έλεγε, και έλεγε, και ο κόσμος άκουε και χειροκροτούσε.

Και ύστερα όταν τέλειωσαν όλα, ανοίχτηκε δρόμος μέσα στο πλήθος για να περάσει η νεκροφόρα να με παραλάβει και να με οδηγήσει στα ψηλά κυπαρισσάκια…

Όταν τέλειωσε το διήγημα του ονείρου της η οικονόμος μου, γεμάτος περηφάνεια εγώ για την αγάπη που μου είχε ο κόσμος, σκέφτηκα πως ήμουν ένας ματαιόδοξος όπως όλοι οι άνθρωποι που ακόμα και στον θάνατο θέλουμε να ξεχωρίζουμε.
 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ