Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ ΟΙ ΣΚΥΛΛΟΙ;

ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ

Με τη μαρτυρία μου αυτή θέλω να ομολογήσω την προσωπική μου εμπειρία περί του θέματος του καρκίνου τον οποίο παρακολούθησα να σκοτώνει την αγαπητή μου σύζυγο Μαρινέλλα.
Καθώς είχα διαβάσει πως ερευνητές επιστήμονες προσπαθούν να αναπτύξουν και να χρησιμοποιήσουν ως διαγνωστικό όπλο για τον καρκίνο των ωοθηκών την καλή όσφρηση των σκύλων, αφού όπως ισχυρίζονται τα συμπαθητικά αυτά ζώα μπορούν να τον μοιρήσουν έγκαιρα και τοιουτοτρόπως να διαγνωστεί έγκαιρα και να θεραπευτεί, ανησύχησα από τη συμπεριφορά του μικρού μας σκύλου και με τον τρόπο που σκοτώθηκε από αυτοκίνητο, που δεν έμοιαζε με ατύχημα, αλλά ίδια ως αυτοκτονία.
Συγκεκριμένα οι ερευνητές λέγουν πως ο καρκίνος των ωοθηκών αρχικού σταδίου αλλάζει τις οσμές χημικών ουσιών και ότι σκύλοι μπορούν να εντοπίσουν τον καρκίνο στην ουροδόχο κύστη ανθρώπων μυρίζοντας τα ούρα τους.
Η σύζυγος μου Μαρινελλα είχε πρόβλημα με αιμορραγίες και είχε πάει σε κλινική όπου της έγινε τεστ Παπανικολάου και απόξυση. Το τεστ έδειξε καθαρό, ενώ από δείγμα που σταληκε για αναλύσεις μας είπε ο γιατρός πως δεν έδειξαν καθαρά αποτελέσματα και πως έπρεπε να υποστεί την ίδια διαδικασία και ταλαιπωρία από την αρχή για περαιτέρω εξετάσεις.
Εκείνη τη μέρα επήγαμε στο περβόλι μας στο χωριό της Μεσόγης για να το φροντίσουμε, και μαζι μας πήραμε τον Σάμυ το μικρό μας σκυλάκι που είχαμε στο σπίτι και που το αγαπούσαμε όλοι πάρα πολύ το ίδιο και αυτό εμάς, αλλά που πιο πολύ αυτό αγαπούσε τη σύζυγο μου. Το αφήσαμε ελεύθερο και άφοβα να παίξει αφού το περβόλι ήταν καλά περιφραγμένο και δεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί, ούτε να κινδυνεύσει από αυτοκίνητα που περνούσαν έξω στο δρόμο.
Όμως το μικρό μας σκυλάκι αντί να παίζει  και να τρέχει όπως συνήθιζε, καθόταν στα δυό του πόδια όλη την ώρα και κοίταζε λυπημένα τη σύζυγο μου. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή του η στάση, και διερωτηθήκαμε γιατι να συμβαίνει αυτό.
Εμένα το μυαλό μου πήγε αμέσως στο κακό και σκέφτηκα τα χειρότερα. Η ανησυχία και ο φόβος με έζωσε ενθυμούμενος ότι είχα διαβάσει για την όσφρηση των σκύλων για τον καρκίνο.
Σε κάποια στιγμή ακούστηκε η αργή μηχανή κάποιου αυτοκινήτου να περνά έξω στο δρόμο, και το μικρό μας σκυλάκι με ένα απότομο σάλτο και μεγάλη ταχύτητα όρμισε προς τα εκεί. Βρήκε μια μικρή τρύπα στα ττέλια που περιέφρασσαν το περιβόλι, και με μεγάλη φόρα και δύναμη κουτούλισε στον τροχό του αυτοκινήτου βρίσκοντας ακαριαίο το θάνατο σπάζοντας προφανώς ο σβέρκος του. Η λύπη μας ήταν αφάνταστη, και η σύζυγος μου το πήρε αγκαλιά και έκλαιγε απαρηγόρητη. Κρατούσε το νεκρό σκυλάκι που φαινόταν μόνο να κοιμάται καθώς δεν είχε πληγές και αίματα, μη θέλοντας να πιστέψει το κακό που μας βρήκε. Ύστερα από πολλή ώρα που πάγωσε το μικρό του κορμάκι και ήταν σίγουρο πλέον πως πέθανε, το θάψαμε έξω από το σπίτι στο περβόλι.
Μαζί με τη μεγάλη μου λύπη για το μικρό σκυλάκι, μεγάλη ανησυχία με κυρίευσε γιατί σκέφτηκα πως οι σκέψεις μου για την όσφρηση του σκύλου ήταν αληθινή και πως το μικρό σκυλάκι μυρίζοντας τον επερχόμενο θάνατο της αγαπημένης του κυράς, αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στον τροχό του αυτοκινήτου.
Δεν είπα τίποτα μη θέλοντας να ενσπείρω ανησυχίες, αλλά συζητώντας με τη σύζυγο μου αποφασίσαμε την επόμενη μέρα να πηγαίναμε στο νοσοκομείο για να κάνει εκεί τις εξετάσεις της, αφού όλοι καλά γνωρίζουμε πως στα νοσοκομεία της Κύπρου η νοσηλεία είναι καλύτερη από τον ιδιωτικό τομεα.
Από εκείνη τη στιγμή με κρατούσε ο φόβος για το χειρότερο, και αυτό κράτησε ως το τέλος του μεγάλου Γολγοθά που ακολουθήσαμε και που δυστυχώς οι φόβοι μου για την κακή και επάρατο νόσο που σκότωσε τη σύζυγο μου Μαρινέλλα απαληθεύτηκαν.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΣΑΤΙΡΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 2011

Η σάτιρα είναι ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, είναι η άμυνα του αδύναμου κατά των ισχυρών. Ο ρόλος της σάτιρας αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η υπομονή των ανθρώπων για τα κακά που βλέπουν γύρω τους, χωρίς να διαθέτουν άλλα μέσα για ν' αντιδράσουν. Η έξαρση του είδους σε ορισμένο τόπο και χρόνο, συνήθως λειτουργεί ως προπομπός λαϊκών εξεγέρσεων ή επαναστάσεων.
Είναι επίσης η σάτιρα μέσο διασκέδασης, ενώ άλλες φορές επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου που ο καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση με σκοπό συνήθως τη βελτίωση του αντικειμένου.
Η δική μου η σάτιρα που θα σας απαγγείλω δεν είναι προπομπός για επαναστάσεις, είναι μονο για να ευθυμήσουμε και να διασκεδάσουμε.
Θέλω να την παρακολουθήσετε όλοι με προσοχή, διότι ενώ στο γράψιμο τα καταφέρνω καλά, στην ποίηση έχω μεγαλη δυσκολία, έτσι που για να γράψω αυτή τη σάτιρα δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Δώστε λοιπόν προσοχή ώστε να μην μου μείνει ο κόπος, και ακούστε την.

Σάτιρα
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος, υγεία αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος! 
Καλοί οι προεστοί, οι άρχοντες και οι ιερείς, οι επίσημοι, οι παράγοντες, και οι λοιποί φορείς
Καλλύττεροι οι χωρικοί, οι πτωχοί και οι ταπεινοί, αλλά καλλύτεροι εμείς δαμέσα οι τυχεροί
Σε όλους εσάς που είσαστε σήμερα μαζεμένοι, ευχή σας κάνω απ την καρδιά να είστε ευτυχισμένοι.
Βουλευτής. Χρόνια πολλά σου βουλευτα, μεγάλε πολιτευτά μας, να έχεις πάντα την υγειά να βρίσκεσε κοντά μας
Φαίδωνας. Χρόνια πολλά σου Φαιδωνα, κι ό,τι ποθείς να το 'χεις, να είσαι πάντοτε καλά και ο Θεός μαζί σου
Λάκης. Έσιεις ψηλή κορμοστασιά Λάκη σε επαινούμε, σου ευχόμαστε μεσ' τη Βουλή κάποτε να σε δούμε.
Του νοικοκυρη του Κωστή πέτρα να μην ραϊσει, χρυσή να είναι η ζήση του κι η Παναγιά μαζί του.
Του Μηχαλή του εύχομαι χαρές να φέρει ο χρόνος,  να μην βρεί αλλες αφορμές για να του φέρει πόνο
Μια καλημέρα στον Ασιελιώτη εύχομαι μέσα απ'τη καρδιά μου, όμορφη να 'ναι η μέρα του πολλή και η χαρά του.
Κλεόβουλε σου εύχομαι για τον καινούργιο χρόνο, την πόρτα σου να την χτυπά η ευτυχία μόνο. 
Αντονεσκος. Χρονια πολλα σου ευχομαι κουμπάρε Αντονέσκο, να σου χαρίσει ο θεός ότι ποθεί η καρδιά σου.
Το αίμα μου κι αν χρειαστεί εγώ θα σου χαρίσω, αφού είσαι φίλος καρδιακός απλά να σου θυμίσω.
Ο Άης Βασίλης έφερε δώρα να μας μοιράσει, το σάκο που τον ώμον του πρέπει να κατεβάσει
Στους γέρους σύνταξη νάφερνεν πεντάευρα να παίρνουν, νά ναι το μάτσο  παχουλό τα μάτια να χορταίνουν
Τσιαι στους ιδιωτικούς υπάλληλους νάφερνεν εργασίαν, να παίρνουν λλία χρήματα τωρά στη δυσκολία
Τσι ακόμα εις τους τσιηνηούς για χάρην μιαν δώσει, να φέρει κάμποσους λαούς τσιαι να τους πεϊκλώσει
Ο Άης Βασίλης έρχεται δώρα για να μοιράσει το σάκο πρώτα στα παιδιά θα πρέπει να αδειάσει.
Μαυρέσης. Ύστερα τον Μουχτάρην μας να πά να σιερετήσει, τσιαι έναν γομάριν χρήματα να του παραχωρήσει
να κάμει έργα πόλικα, να μεν μας τα χρεώσει, τσιαι με ριάλια Ευρωπαικά ούλλα να τα τελειώσει
Πάρκο να κάμει στο γιαλό, πολλής κόσμος να παίζει, να τελειώσει τσιαι το θέατρο ο ίδιος να παίζει,
Να κάμνει τον ηθοποιό τσιαι να μας καλοπιάνει, αλόπως αποφάσισεν, να βάλει ξανα Μουχτάρης.
 
Όρεξην έστειλεν σε πολλούς Μουχτάριες να κατεβούν, τους χωρκανούς να βοηθούν έτσι ούλλοι τους λαλούν
 
Ο Θεμής ελοίμπησεν που εφκαίειν αντιμουχτάρης, αλόπως άρεσεν του πολλα, τωρά θέλει να φκεί μουχτάρης
Ο Μελής που το ΑΚΕΛ ούλλο παρακαλεί, είναι μες τον καφενέν τσι ούλλον παραμιλεί
Άγιε Βασίλη φέρε μου μεγάλα ποσοστά, στις εκλογές που έρχονται να φύγει η δεξιά
Ιωαννίδης. Για εκλογήν ενδιαφέρται τσιαι ο Ιωαννίδης, αυτήν την θέσην διεκδικεί, νομίζω του ανήκει
Δεν είναι που είναι χωρκανός δεν ειν πό σιει αξία, μας δένει χρόνια από μωρά, αληθινή φιλία
Μελιος. Ο Μέλιος λέει προύχοντας θέλει να γινεί, ούλλη μέρα κάθεται τσιαι παραλαλεί
έκατσεν τσιαι εσκέφτηκεν Μουχτάρης να κατεβεί, θέλει τσιαι τες ψήφους σας για να εκλεγεί
Κωστάκης. Εις τον Κωστάκην έφερε μια σκέψη πονηρή, μουχτάρης μίσιη μου θέλει να κατεβεί
Η δεκάχρονη θητεία του έν ήταν πολλή, χρειάζεται αλλότοσην για να ευκαριστηθεί
Λουρικός. Του Λουρικού του έφερεν γιαλιστερόν μασιαίριν, να τόσιει εις την κόξαν του που σαν το δαχτυλίδι.
Τους φόρους στο Συμβούλιο να ράφκει τσιαι να φένει, τους σιήρους τα Χριστούγεννα να σφάζει τσιαι να χτέρνει
 
Παμπης. Ο Πάμπης εξελέγηκεν πρόεδρος που του πάει, μα στες επόμενες εκλογές, να, εν να του πάει.
Σαν είσιεν την υσηχίαν του τσιαι την ανεμελήν του, πελάν μεγάλον έβαλεν πάνω στην κεφαλήν του
τον ΔΗΣΥ εφορτώθηκεν, τσιαι τες ταλαιπωρίες, αλλά εν έξυπνος πολλά εν μες στες κατεργαρίες
Κόκοτας. Τσιαι ο Κόκοτας που το πλευρόν ούλλον ζαοχωρεί τον, τσι ούλλον δηλώνει έτοιμος τσιαι παρακολουθεί τον
Τον Αι Βασίλη παρακαλεί έξι ψήφους του ζητεί, εις την  επόμενην εκλογήν να μεν  σουστεί κανείς
Πατουνάς. Στον ταμίαν έφερεν μαγάλην πλουμιστρίναν, μα το ταμείον εφκέρωσεν, εν έμεινεν πακίρα.
Χρόνια πολλά Πατουνά σου ευχομαι φέτος που έχει κρίση, και τα λεφτά να σούρχονται σαν το νερό στη βρύση.
Λάκης. Εις τον Λάκην έφερεν μιαν κουρτουνιάν μεγάλην, να πίννει τσάϊν τσιαι βραστά να του περάσει η ζάλη,
για τες εκλογές που έχασεν τσιαι εν ξέρει τι να κάμει, άς βάλει λλίην ζάχαρη, πέρκει το ξεπεράσει.
Ττοουλιάς. Του Ττοουλιά του  εφερεν βάλσαμον τσιαι μέλιν, γιατί πολλά πληγώθηκεν, εν να τον συνεφέρει
Εις τον Ματθαίον έφερεν έναν μεγάλον θρόνον, να μπαίνει μες την εκκλησιάν τσιαι ναν δικός του μόνον
Σαν κάθεται λεβέντικα και κλώθει το μουστάκιν, ούλλοι να ποθαυμάζουσιν τσι ούλλοι να του ζηλέφκουν
Γιώρκος. Του Γιώρκου να δώσει όρεξην τσιαι να τον φωτίσει, να ξαναφέρει νάυλα, δουλειάν να αρκινήσει
ούλλοι να φυτέψουσιν οπωρικά τσιαι χόρτα, αλλά πρώτα τσιαι κύρια, αγγούρκα τσιαι πομυλόρκα
Ναπολης. Ο Άη Βασίλης νάφερνεν κρέας να κανεί, για ούλλους τους πελάτες πόν μές το μαγαζίν.  
Διότι όποιος σουβλάκια θέλει πάει στο Ναπολή, αφού ο καθένας ξέρει είναι μερακλής
Του Νικολή να έφερνεν κρέας να αγοράσει, τα λουκάνικα που τούκλεψαν να τα ξαναπεράσει
Γιαννης. Κάρτα διαρκείας νάφερνεν εις τον Γιαννή, την άλφα κατηγορία να παρακολουθεί
Γιατί είναι του ΑΚΡΙΤΑ υποστηριχτής, ο κόσμος τον θαυμάζει και τον επαινεί
Τσιαι σε εμέναν ο Αγιος νάφερνεν ριάλια μιαν κοπήν, για να αγοράζω άνετα μελάνιν τσιαι χαρτίν.
Αι Βασίλη φέρε μας τσιαι κάμποσον καππάριν, να τρώμεν όσοι εχάσαμεν, πόν  είχαμεν χαπάριν
Παπανδρέας. Του Παπανδρέα νάφερνεν υπομονήν μεγάλην, σαν μπαίνει μες την εκκλησιάν νάσιει αντοχήν μεγάλην
Ν αντέχει των μωρών ούλλες τες αταξίες, ν αντέχει τσιαι των γεναικών ούλλες τες ομιλίες.
Εμείς καλα τα είπαμεν, για σας που μας ακούτε, λέω τσιαι μιάν παραγγελιάν, ούλλοι ακροαστείτε

Ούλλοι σας να τρέξετε στη μεγάλην εκκλησίαν, τσιαι του παπά να έσιετε ούλλην την ευλογίαν

Ο συγγραφέας Κυριάκος Ταπακούδης

Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Μελέτη του Κυριάκου Ταπακούδη κατα μήνα Δεκέμβριο 2012-
 
Τις τελευταίες μέρες επανήλθε το ζήτημα της αποτέφρωσης, και η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο στη βουλή σε σχέση με το θέμα της καύσης των νεκρών. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολύ δύσκολο ζήτημα γιατί αγγίζει ευαισθησίες και ταμπού, γι αυτό θα πρέπει να εξεταστεί πάρα πολύ προσεκτικά χωρίς να προκαλέσει κοινωνική αναστάτωση, και το μονο που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συμφωνηθεί, είναι να επιτρέπεται η αποτέφρωση μόνο για όσους δεν ασπάζονται την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη. Ως λόγο για τη γνώμη μου αυτή, παραθέτω ορισμένες  απλές σκέψεις μου, ελπίζοντας πολλοι από σας να συμφωνήσετε μαζί μου:
 
Η επιχειρηματολογία την οποία επικαλούνται όσοι τάσσονται υπέρ της καύσης των νεκρών, είναι κυρίως η έλλειψη χώρου στα κοιμητήρια καθώς και οι λόγοι υγιεινής. Θεωρούν ότι μολύνεται το υπέδαφος με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλά μικρόβια.
Ο Χριστιανισμός όμως, είναι υπέρ της ταφής των νεκρών και η Εκκλησία δεν δέχεται την αποτέφρωση, διότι αντιβαίνει στα χρηστά και Χριστιανικά ήθη.
Εξ άλλου μπορούν να κατασκευαστούν οστεοφυλάκια που με την πάροδο μιας λογικής χρονικής περιόδου, να φυλάσσονται τα οστά. Αυτός ο τρόπος έχει εφαρμοστεί στο νέο κοιμητήριο της Χλώρακας, και αποδείχθηκε ένας καλός τρόπος που μπορεί να φιλοξενεί τους νεκρούς μας για εκατοντάδες χρόνια. Είναι ένας πρότυπος τρόπος, μια έξυπνη σκέψη που μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα. Δεν πωλούνται οι τάφοι, παρά μόνο ενοικιάζονται. Όταν γεμίσει το κοιμητήριο, ανοίγονται οι τάφοι από την αρχή και τα οστά φυλάσσονται στο οστεοφυλάκιο το οποίον αν κάποτε γεμίσει και αυτό, μπορούν να θαφτούν όλα τα οστά σε κοινό τάφο, έτσι που ο κάθε ζώντας να ξέρει πού είναι ενταφιασμένοι οι δικοί του νεκροί για να μπορεί να κάμνει ένα τρισάγιο για τη μνήμη τους.
Άλλο επιχείρημά τους είναι το υψηλό κοστολόγιο και η εμπορευματοποίηση των τελετών και πιστεύουν ότι η καύση θα αποτελέσει την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας, ισχυρίζονται ακόμη, ότι τα νεκροταφεία είναι αιτίες και αφορμές για φαινόμενα τυμβωρυχίας και μαγείας.
Στα παλιά Χριστιανικά χρόνια η καύση των νεκρών θεωρείτο τιμωρία και ατίμωση, γι αυτό στο μεσαίωνα έκαιαν μονο τους μάγους και τις μάγισσες που εξασκούσαν μαύρη μαγεία ενάντια στη Χριστιανική θρησκεία. Εξάλλου τρανό παράδειγμα της θέλησης του Θεού, είναι ο ενταφιασμός και όχι η καύση του Θεανθρώπου και υιού του, Ιησού Χριστού.
Ενώ η ταφή προλέγει την ανάσταση των νεκρών και θεωρείται σύμβολο και ομολογία της πίστεως και της ελπίδας στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην αιώνια ζωή, η αποτέφρωση είναι σημάδι ότι τίποτα δεν μένει από τα κεκειμημένα σώματα που να ενισχύει αυτήν την πίστη. Όσοι επιθυμούν την αποτέφρωση αντί της ταφής, είναι φανερό ότι αντίκεινται στις διδασκαλίες του Χριστιανισμού, και θέλουν τις διδαχές περί αναστάσεως των νεκρών κατά τη δευτέρα παρουσία, να την παρουσιάσουν ως δοξασία.
Τα παλαιότερα χρόνια εκτός από τις Χριστιανικές διδασκαλίες περί της ταφής των νεκρών, τα υπόλοιπα φαινόμενα έδειχναν μια παρερμηνεία ότι τίποτα δεν μένει ύστερα από το θάνατο, αφου στο πέρασμα των αιώνων, καμία ένδειξη εκτός στις περιπτώσεις των αγίων, δεν υπήρξε που να ομολογεί περί του αντιθέτου. Εξ άλλου και η ίδια η θρησκεία μας το ομολογεί: «το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθει»
Πρεπει να γνωρίζουμε όμως, ότι η νεκρώσιμος ακολουθία, εξηγεί από τη μια τη φυσική υπόσταση του ανθρώπινου σώματος το οποίο δημιουργήθηκε από την ύλη και την ανυπαρξία, καθώς και Θεολογικά εξηγά περί άφθαρτης και αιώνιας ζωής. Εξ άλλου, όλοι οι ψαλμοί ψάλλουν μονο για κεκοιμημένο κι όχι αποτεφρωμένο σώμα, ομολογώντας έτσι ότι η ταφή γίνεται και ως παρηγοριά για τους εναπομείναντες αγαπημένους ζωντανούς, έχοντας μ αυτό τον τρόπο παρηγοριά και ελπίδα για Παράδεισο, και φόβο για κόλαση, στοιχεία το πρώτο για χριστιανική ζωή, και ανασταλτικό το δεύτερο για κακές συμπεριφορές και δράσεις.
Η ταφή πρεπει να προτιμάται από την καύση, γιατί το ενταφιασμένο σώμα ως υπαρκτό θαμμένο πτώμα, γίνεται αφορμή για συνειδητοποίηση και υπόμνηση της ματαιότητας και της προσωρινότητας πανω στη γη του ζώντος ανθρώπου.
Διότι, είναι διαφορετικά οι άνθρωποι να βλέπουν το λείψανο και να γνωρίζουν ότι για πολλές πάρα πολλές δεκαετίες θα υπάρχουν τα οστά στο μνήμα, και διαφορετικά να βλέπουν ένα βαζάκι που περιέχει τέφρα μετά από την καύση του προσφιλούς προσώπου. Το κάψιμο είναι πλήρης αφανισμός μιας ζωντανής συνέχειας και μιας επικοινωνίας, την οποία όλοι μας έχουμε ανάγκη. Άλλωστε, τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής και ενθύμησης της παρούσας, καθώς και υπόμνηση της μάλλουσας προοπτικής μας. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με την πρόοδο της επιστήμης που με την εξέταση DNA των οστών, βρίσκουν κληρονομικά στοιχεία του αποθανόντος κεκοιμημένου μετά των ζώντων, έτσι που να ταυτοποιούνται και να ξέρουμε εμείς οι ζωντανοί ότι και μετα θάνατον φέρουμε το στίγμα της ύπαρξης μας και τους περάσματος μας από τη ζωή.
Συμφωνώ λοιπόν με την Εκκλησία που αρνείται την καύση, διότι τοιουτοτρόπως αρνείται το ανθρώπινο τέλος και ομολογεί την αλήθεια για τη συνέχιση της αιώνιας ζωής μετά τον θάνατο. Εξ άλλου ποιά παρηγοριά πλέον θα μένει στους ζώντες συγγενείς του τεθνεώτος όταν δεν θα υπάρχει ένα μνήμα που να ξέρουν ότι μέσα κοιμάται το αγαπημένο τους πρόσωπο και να έχουν έτσι μια ελπίδα στην καρδιά ότι μετα θάνατον θα ξανασυναντηθούν; Είναι λοιπόν φανερό, όσοι αγαπούμε τους συγγενείς μας και τους φίλους μας, δεν θα πρεπει να αποδεχτούμε αυτά τα ξενόφερτα ήθη που θα αλλοτριώσουν τα δικά μας. Διότι είναι ήθη και κουλτούρες που προσπαθούν να μας επιβάλουν ξένα κέντρα αποφάσεων, ισως γιατί θέλουν να κάμψουν την πίστη μας στη θρησκεία μας, την μόνη που έμεινε να μας ενώνει ως Χριστιανικό λαό.
 

Κυριάκος Ταπακούδης

Η ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΓ’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΛΑΪΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ  
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Στον Μέγα Αλέξανδρο έχουν αποδοθεί ιδιότητες που αγγίζουν τα όρια του θρύλου. Θεϊκές δυνάμεις, μάχες με παράξενα πλάσματα, αναμετρήσεις με γίγαντες και τέρατα από τα οποία έβγαινε πάντα νικητής εξαιτίας της ρώμης και της εξυπνάδας του.
Γεννηθείς το 355 πρό Χριστού, εσπούδαξε την φιλοσοφίαν εις τον Αριστοτέλη, έκαμε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας και της πολεμικής αξιότητός του εις την μάχην της Χαιρωνείας υπό την διοίκησιν του πατρός του, και διεδέχθη τον θρόνον της Μακεδωνίας 21 χρόνου, γνωρισθείς αρχηγός των Ελλήνων εις το 333, διεύθυνε τες δυνάμεις των κατά των Περσών, εχάλασε την αυτοκρατορίαν των εις την Ασίαν και Αφρικήν, και την ήνωσε με την εδικήν του. Πολλαί αξιόλογοι πόλεις, σχεδόν και την σήμερον ακόμη, του χρεωστούν την ύπαρξίν τους. Απέθανεν 32 χρόνων, βασιλεύσας 12 έτη.

Διήγησις εξαίρετος και όντως θαυμασία του κοσμοκράτορος Αλεξάνδρου του βασιλέως,
περί της γεννήσεως και της ζωής του, της ανατροφής του και της ανδρείας του. Ήτον από τον θεόν ορισμένος και ήτον φρόνιμος και έμορφος και χαροποιός εις τους αυθεντάδες και εις την στρατείαν και είχεν χέρι καλό να φιλοδωρή και να στέκη εις τον λόγον του, να μηδέν σφάλη τους όρκους του. Και μετά ταύτα εβασίλευσεν όλον τον κόσμον.

Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου μια πεζή διασκευή της ιστορίας του μεγάλου ανδρός που κυκλοφορούσε σε φτηνές λαϊκές εκδόσεις από το 1680 και ως τις μέρες μας, είναι εξαιρετικά αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα όπου δια αυτού αποτυπώνεται η λαϊκή διασκευή της ιστορίας του ήρωος εν μέσω συνονθυλεύματος ελληνικών πολιτισμικών παραδόσεων από τη στιγμή της δημιουργίας του έως τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Με συγχωνευμένα ειδωλολατρικά, ιστορικά και μυθικά στοιχεία, συναντά ο αναγνώστης τον Αλέξανδρο ως μέγα αρχαίο βασιλέα στρατηλάτη, καθώς και ως χριστιανό ιππότη υπέρμαχο της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας

Η διήγηση ως ένα συνονθύλευμα πραγματικών ιστορικών γεγονότων, δοξασιών, μύθων, διαλόγων, θρήνων και άλλων απίστευτων ιστοριών, εξιστορεί πώς ο Θεός έστειλε τον μέγαν Αλέξανδρο να τιμωρήσει τους κακούς. Πώς οταν ενίκησε τον Βασιλέα Πώρο, τον έπιασε και τον εφυλάκισε μέσα στα σκοτεινά κοιλώματα μιας λοφοσειράς που έκλεινε τους σκυλοκέφαλους, και από εκεί ο Πώρος δεν ημπορεί να βγεί παρά στον κατοπινό καιρό. Πάνω από τους λόφους αυτούς ο Μέγας Αλέξανδρος έμπηξε ένα δίκρανο και του έβαλε μια καμπάνα που κτυπά μονάχη της με το φύσημα του αέρα. Οι σκυλοκέφαλοι όταν ακούνε την καμπάνα ξέρουν πως ο Αλέξανδρος είναι εκεί και τους φυλάει. Αυτοί θα βγουν στον κατοπινό καιρό και θα αρχίσουν τη δουλειά που γι’ αυτούς τους προώρισε ο θεός. Οι σκυλοκέφαλοι έχουν ένα μάτι στο μέτωπο κι ένα στον τράχηλο. Είναι βίαιοι και υπερβολικά κακοί. Η ομιλία τους είναι άσχημη. Πιάνουν τους ανθρώπους και αφού τους λιπαίνουν, τους ψήνουν στο φούρνο και τους τρώνε».
Στη φυλλάδα εξιστιρείται πώς ο Αλέξανδρος δεν καταλαμβάνει απλώς την Ασία, αλλά εκστρατεύει και στη δύση, φτάνει στη γη των μακάρων, συναντά Αμαζόνες, τέρατα, ποτάμια που αντί για νερό ρέει άμμος, χώρες δίχως φως ηλίου, φιλοσόφους σοφιστές, γίγαντες, σκυλοκέφαλους ανθρώπους με έξι πόδια και τρία μάτια, μονόποδα ανθρωπάκια με προβατένια ουρά, Ινδούς, Τούρκους, Αρμένιους  και μύριες άλλες φυλές, τον συναντοάμε ακόμα να πετά στους ουρανούς και να μπαίνει στα βάθη της θάλασσας με υποβρύχιο.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ:

ΚΕΦΑΛΑΟΝ Α΄- ΠΕΡΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Η Μακεδονία είναι επαρχία μεγάλη της Ευρώπης, όπου συνορεύει από το μέρος του Βορέως με την Δαλματίαν, Σερβίαν, Βουλγαρίαν και Θράκην. Από της Ανατολής με το Αιγαίον πέλαγος. Από την Μεσημβρίαν με την Ήπειρον και Θεσσαλίαν. Από Δύσιν με το Ιόνιον Πέλαγος. Αυτή ποτέ καιρόν έφθασε εις άκρον βαθμόν της μεγαλειότητος διά πολλών βασιλέων, οπου έλαβε, και μάλιστα δια Φιλίππου, και Αλεξάνδρου πατρός και Υιού. Πρώτον μέν έλαβε την αρχήν της φήμης από τον Φίλιππον, δια τους πολλύς πολέμους, οπου έκαμε εναντίον των Ολυνθίων και άλλων Δημοκρατιών της Ελλάδος, ο οποίος εβασίλευσεν εις τους 5136 από κτίσεως κόσμου. Εις τον δέκατον έκτον χρόνον της αυτού βασιλείας, έδωκεν εις το φως η Ολυμπιάς η γυνή του τον μέγαν θαυμαστόν Αλέξανδρον, ο οποίος δεν ήτο σπέρμα του αυτού Φιλίππου, αλλά ήτον του Νεκτεναβού βασιλέως της Αιγύπτου, θαυμαστού αστρονόμου και Μάγου, ως θέλετε το αγροικήσει και καταλεπτώς εις την ακόλουθον διήγησιν.

ΚΕΦΑΛΑΟΝ Β΄- ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ
Ούτος ο θαυμαστός αστρονόμος και βασιλεύς Νεκταναβός, εβασίλευσεν εις όλην την Αίγυπτον με τα μαγικά του τεχνάσματα.Αυτός ήυρεν με τις μαγείες του τα όσα ήθελαν του συνέβει, και καμίαν φοράν δεν εξέβαινεν εις πόλεμον, αλλά εκάθητο εις το παλάτιν του και έκανεν τις μαγείες του. Όταν επήγαιναν κατά πάνω του, εγύριζαν κακώς έχοντες εις τους τόπους τους. Βλέποντες λοιπόν οι βασιλείς το κακό οπου τους έκανεν, εσυμφώνησαν κοινώς να έλθουν κατά πάνω του, να τον εξολοθρεύσουν. Αυτοί ήσαν ο Δαρείος Βασιλεύς της Περσίας, ο Βασιλεύς της Λενθίας και της Ιβερίας, και άλλοι πολλοί οπου εσύναξαν τα φουσάτα τους και εκίνησαν κατά πάνω του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ - Ο ΒΕΡΒΕΡΗΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ
 Ένας στρατιώτης ονόματι Βερβέρης, βλέπωντας τα φουσάτα οπου ήρχοντο καταπάνω του Νεκτεναβού του βασιλέως του, έτρεξε προς αυτόν και του είπεν,
-ήξευρε Βασιλεύ, ότι άπειρα φουσάτα έρχονται δια να σε πολεμίσουν, και κάμε την κυβέρνησιν δια να μην μας αφανίσουν.
Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο Νεκτεναβός, είπε του Βερβέρη γελώντας,
-σύρε αναπαύσου και εγώ με έναν λόγον θέλω τους κάμει όλους να επιστρέψουν εις τους τόπους τους χωρίς να μας βλάψουν τίποτε.
Εσηκώθει, εσέβει εις την οικίαν του, άρχισε να κάμει την τέχνην της μαντείας, και είδε πως χάνει το βασίλειον του και πως θέλει νικηθεί. Τότε εζαλίσθει πολύ, έκλαυσε πικρώς, και είπεν,
-Ώ κάστρον ωραιότατον της Αιγύπτου οπου σε ετίμησα με τόσα πλούτη, και τώρα σε στερίζομαι.
Εξύρισε ευθύς τα γένια του, άλλαξε την φορεσίαν του, επήρε δηνάρια κοντά του όσα ημπόρεσε, και έφυγεν από την Αίγυπτον αγνώριστος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ - ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΖΗΤΟΥΝ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ
Επήγαν το ταχύ οι άρχοντες της Αιγύπτου εις το παλάτι κατά τη συνήθειαν, δια να συμβουλευθούν με τον βασιλέα τους δια τα φουσάτα οπου ήρχοντο, και δεν τον ηύραν εκεί. Ηύραν όμως μίαν επιστολήν όπου έγραφεν ούτος.
-Αγαπημένοι μου άρχοντες και λοιποί, σας δίδω την είδησην ότι εγώ, με το να είδα ότι δεν ημπορώ να αντισταθώ εις τα φουσάτα όπου ήρχοντο κατά πάνω μου, φεύγω από την Αίγυπτο και μετα από εικοσιτέσσερις χρόνους, πάλιν θέλω γυρίσει. Τώρα μισσεύω γέρων, και τότε θέλω γυρίσει νέος. Σας παρακαλώ να μην βαρεθείτε εις το να στήσετε έναν στύλον εις τη μέσην της Αιγύπτου και να ζωγραφίσετε το πρόσωπον μου επάνω βάνωντας και το στεφάνι μου εις την κορυφήν του στύλου. Είτις έλθει να σταθεί εις την ρίζαν του στύλου και πέσει το στεφάνιν μου εις το κεφάλιν του επάνω, θέλετε τον προσκυνήσει, ότι θέλει είναι υιός μου εκείνος.
Ωσάν είδαν αυτήν την επιστολήν οι άρχοντες, τους εκακοφάνει δια τον μισεμόν του, και παρευθύς επρόσταξαν να γίνει ο στύλος κατά πως τους εδιέταξε και έβαλαν το στεφάνιν του εις την κορυφήν.

Ο Νεκτεναβός εδιάβει την Μακεδονίαν, εις τη χλωραν των Φιλίππων, ονομαζόμενην εις το παλαιόν, Πέλλα. Εκεί έκανε του λόγου τον μάγον και αστρονόμον περίφημον, και εις τα όσα τον ερωτούσαν, εις όλα αλήθευαν οι μαγίαις του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄- ΠΕΡΙ ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ
Ο Βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος είχε γυναίκα ωραίαν ονόματι Ολυμπιάδα η οποία ήτον και πολλά πικραμμένη οπου δεν έκανε παιδίον και ήτον πάντα φοβισμένη μήπως και την αφήσει ο Φίλιππος δια την ατεκνίαν της. Εκείνες τις ημέρες εδιάβει ο Φίλιππος έξω δια να πολεμήσει με τους εχθρούς του. Πριν να μισσεύσει έκραξε την Ολυμπιάδα και της είπεν,
-Ιδού, εγώ θέλω υπάγει εις τον πόλεμον και όσον καιρόν ευρίσκομαι εδώ, κάμε ότι ημπορέσεις δια να εύρω παιδίν από λόγου μου όταν στραφώ από τον πόλεμον, ειδέ και μη δεν εύρω, πλέον τα μάτια μου δεν θέλουν σε μεταϊδεί.
Η Ολυμπιάς ως αγρόικησε το σκοπόν του Φιλίππου, εσέβη εις τον λογισμόν τι να κάμει, και εστέκετο συγχισμένη και πικραμμένη πολλά.
Μια από τες σκλάβες τις ωσάν την είδε πικραμμένην, της είπε,
-Ήξευρε βασίλισσα , πως εδώ εις το κάστρον ήλθεν ένας ξένος μάγος και αστρονόμος περίφημος, και ότι ειπεί όλα αληθεύουν και ψέματα δεν λέγει. Εκείνος ημπορεί να κάμει τίποτε δια να γεννήσεις παιδίον.
Ωσάν ήκουσεν η βασίλισσα τους λόγους της σκλάβας, ευθύς της είπε,
-σύρε ογλίγωρα να τον εύρεις και να μου τον φέρεις εδώ να τον ιδώ.

ΑΛΛΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
Μετά από πολλές περιπέτειες ο Αλέξανδρος φτάνει σε μέρη άγνωστα και παράξενα.
Από εκεί δε εσηκώθη και εισήλθεν εις ένα τόπον πετρώδη, εις τον οποίον εκατοικούσαν άνθρωποι μιαροί, δεκαεπτά φυλές. Και κάθε φυλή ομιλούσε την γλώσσαν της και ονομάζονταν αι Μιαραί Γλώσσαι των οποίων τα ονόματα είναι τοιαύτα: Γότθοι, Μαγγόθοι, Ανάγες, Αγώκοι, Εξαύθειοι, Ανθρωποφάγοι, Κυνοκέφαλοι, Φάρδειοι, Αλενέοι, Φυσονίκαιοι, Ασίνεοι, Δραραίοι, Δεφαρείς, Φυτηναίοι, Θελματαίοι, Μαρμύθαιοι και Αγριμανθέοι.
Και άλλα έθνη ήτανε, τους λγουν Τρωγλοδτας, και κατοικούν στα σπλαια κ' είχαν μακρς τας μτας. Λαν ηγριωμνοι ήτανε, άλλοι δασείς, τα πρσωπα δεικνντες ως λεντων, ήσαν δε και τα σματα παρμοια των τργων, θηρα τε παμποκιλα, διφορα πρς βλψιν.
Και ευρήκεν ανθρώπους παράξενους με χέρια εξ και ποδάρια εξ. Και ήλθαν να πολεμήσουν τον Αλέξανδρον. Και εσκότωσαν εξ αυτών πολλούς και επίασε και ζωντανούς πολλούς και ήθελε να τους εβγάλη εις τον κόσμον δια θαύμα. Και δια να μην ηξεύρη τι είναι το φαγητόν τους, απόθαναν όλοι από την πείναν.
Και απ’ αυτού εδιάβη ημέρας δέκα και ήλθεν εις ένα τόπον οπού ήτον οι Σκυλοκέφαλοι. Ανθρωποφγοι οι λεγμενοι Κυνοκφαλοι, Θαρβαίοι, Άλανες, Φισολονικαίοι, Αλκηναίοι, Σαλτριοι. Ήσανε κακά θεριά κ’ είχαν κακά τα ήθη, στόμα είχαν εις τα στήθη. Και το κορμί τους ήτον ανθρωπινόν και το κεφάλι τους ήτον σκύλινον και η φωνή τους ανθρωπινή και επεριπατούσαν ωσάν σκυλία. Και εσκότωσεν ο Αλέξανδρος πολλούς από εκείνους.
Και μετά βίας εδιάβη δια δέκα ημέρας από τον τόπον τους και επήγεν εις έναν τόπον κοντά εις την θάλασσαν. Και έπεσαν να κοιμηθούν και να αναπαυθούν εκεί. Και εκεί εψόφησεν ενός στρατιώτου το άλογον, και έσυράν το κοντά εις την θάλασσαν, και την νύκτα εκείνην εξέβη μία καραβίδα και το έφαγεν. Και έμαθαν και οι άλλες και εξέβησαν μίαν νύκτα και επήραν άλογα πολλά και ανθρώπους και εσέβασάν τους εις την θάλασσαν και εχάλασαν πολύ φουσάτον.
Και απ’ εκεί ήλθαν εις άλλην λίμνην και έπεσαν να αναπαυθούν. Και όταν εβραδίασεν, εξέβησαν από εκείνην την λίμνην γυναίκες και έλεγαν τραγούδια πολλά εύμορφα, εις τόσον οπού ο νους του ανθρώπου επαίρνετο. Και ως ομοιάζει, εκείνες ήτον αι αναράϊδες, οπού λέγουν την σήμερον.
Και ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους και είχαν ουράν ωσάν πρόβατα. Και επίασαν πολλούς απ’ αυτούς και ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον. Και ο Αλέξανδρος τους ερώτησε λέγων: Πώς είστε αυτού; Και αυτοί του είπαν: Αλέξανδρε βασιλεύ, ελεημονήσου και άφες μας, ότι δια αδυναμίαν μας ήλθαμεν εδώ και εκρύφθημεν. Και ακούοντας ταύτα τα λόγια ο Αλέξανδρος τους άφησε δια να πηγαίνουν. Και επηδούσαν από λιθάρι εις λιθάρι και άρχισαν να περιγελούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν: Ο Αλέξανδρος όλον τον κόσμον επήρε τον με την φρονιμάδα του και ημείς τον εγελάσαμεν και μας άφηκεν, οπού το κρέας μας είναι νοστιμώτερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα και το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα και χοντρό μαργαριτάρι και το πετσί μας σίδερον δεν το απερνά. Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασεν και είπε: Ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του. Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλλαραίοι… και τους έγδαραν και εστέγνωσαν τα πετσία τους και ευρήκαν εις το σκάφος τους πλούτον αναρίθμητον από πολύτιμα λιθαρόπουλα και μαργαριτάρια. Και όρισε τους Πέρσας και έφαγαν το κρέας τους. Και έλεγαν ότι να ήτον νοστιμώτερον από όλα τα πετεινά και τετράποδα.
  
Μισεύοντας δε από το νησί των Μακάρων επερπατούσαν ημέρες δέκα. Και ηύραν έναν κάμπον πλατύν και μέγαν και εις την μέσην του ήτον ένα χάος βαθύ και πλατύ, οπού εκρατούσεν από μίαν άκραν έως την άλλην, και δεν ημπορούσαν να απεράσουν. Και επρόσταξεν ο Αλέξανδρος και έκαμεν ένα γεφύρι πολλά μεγάλον και εδιάβηκεν με τα φουσάτα του, εις την μέσην δε του γεφυριού έγραψεν τα παρόντα γράμματα: «Διά προσταγής Αλεξάνδρου του βασιλέως εκτίσθη το παρόν, και εδιάβη με τα φουσάτα του, όντας εξήλθεν εκ της γης των Μακάρων».
 
Ύστερον δε από εκεί επεριπατούσαν ημέρες τέσσαρες και ήλθαν εις την σκοτεινήν γην. Και εκεί όρισεν ο Αλέξανδρος και ήφεραν φοράδες οπού είχαν πουλάρια μικρά. Και άφηκαν τα πουλάρια έξω και εσέβησαν εις το σκότος και επεριπάτησαν έως είκοσι τέσσαρες ώρες. Και εκεί εδιαλάλησαν εις όλον το φουσάτον ότι πας εις να πεζεύσει να πάρει από το χώμα της γης εκείνης. Και όσοι επήραν όταν εξέβησαν έξω, είδαν το χώμα και ήτον όλον χρυσάφι. Και επικράνθηκαν πως δεν επήραν περισσόν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας τεσσάρας. Και εσυναπάντησεν ο Αλέξανδρος δύο πουλία ανθρωποπρόσωπα, κατά πολλά εύμορφα, τα οποία του εμίλησαν με ανθρωπίνην φωνήν και είπαν: Αλέξανδρε, διατί πειράζεις τον Θεόν; Και θέλει σε οργισθεί εις τον έρημον τόπον να χαθείς και εσύ και το φουσάτον σου όλον. Μόνον κάμε ετούτο οπού σου λέγομεν και γύρισε οπίσω δεξιά και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους, ότι καρτερεί σε και ο βασιλεύς της Ινδίας να πολεμήσετε. Και εγύρισε δεξιά ο Αλέξανδρος και επεριπάτησεν ημέρας οκτώ. Και φθάνοντας εις μίαν λίμνην ετέντωσε να αναπαυθεί. Και οι μάγειροι άρχισαν διά να μαγειρεύσουν και επήραν και έβαλαν στεγνά οψάρια πολλά εις την λίμνην και άφηκάν τα ολίγον να βραχούν και αυτά ανέζησαν και έφυγαν εις την λίμνην.
Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος πως ανέζησαν τα οψάρια, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και όρισε και εκολύμβησαν όλα τα φουσάτα του με τα άλογα τους μέσα εις την λίμνην και εδυναμώθησαν από τον κόπον τον πολύν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας δύο και ήλθεν εις άλλην λίμνην, οπού είχε το νερόν γλυκύ ωσάν ζάχαρη. Και εσέβη ο Αλέξανδρος να κολυμβήσει και ήλθεν επάνω του ένα ψάρι μέγα. Και αυτός έφυγεν έξω και το οψάριον κυνηγώντας τον εξέβη έξω. Και αυτός το εκαβαλίκευσε και εσκότωσέ το. Και είπε και έσχισάν το και ευρήκεν μέσα του ένα λιθάρι πολύτιμον· και ήτον ωσάν χηνάριον αυγό και έλαμπεν ώσπερ τον ήλιον. Και όρισε και έβαλάν το εις το φλάμπουρόν του και εβαστούσαν το εις τον Αλέξανδρον ομπροστά ωσάν φανάρι.
 
Και απ' εκεί ήλθαν εις άλλην λίμνην και έπεσαν να αναπαυθούν. Και όταν εβραδίασεν  εξέβησαν απο εκείνην την λίμνην γυναίκες και έλεγαν τραγούδια πολλά εύμορφα, εις τόσον οπού ο νους του ανθρώπου επαίρνετο. Και ως ομοιάζει, εκείνες ήτον οι αναράιδες, οπού λέγουν την σήμερον. Και απ' αυτού επεριπάτησαν ημέρας εξ και ήλθον εις έναν τόπον οπού ήτον λόγκος μέγας. Και εκεί εξέβησαν αλογάνθρωποι πολλοί κατεπάνω του φουσάτου, οι οποίοι από την μέσην και απάνω ήτον άνθρωποι, από δε την μέσην και κάτω ήτον άλογα. Και ήτον όλοι τοξότες και το ξιφάρι της σαϊτας ήτον από λίθον αδαμάντινον. Και σίδερον δεν είχαν παντελώς και ήτον πολλά ογλήγοροι ωσάν πετούμενα. Και ως τους είδεν ο Αλέξανδρος, είπε των Μακεδόνων: Ας κάμομεν μίαν πονηρίαν, να πιάσομεν απ' αυτούς να τους πάρομεν εις την Μακεδονίαν δια θαύμα. Και επρόσταξε να κάμουν λάκκους, να τους σκεπάσουν με καλάμι χοντρό. Και απέστειλεν ανθρώπους να τους παρακινήσουν εις πόλεμον, και αυτοί μην ηξεύροντες την πονηρίαν των ανθρώπων έπεσαν εις τους λάκκους. Και εσκότωσαν δώδεκα χιλιάδες και επήραν και ζωντανούς και τους ημέρωσαν άλλες έξι χιλιάδες. Και ηθέλησαν να τους εβγάλουν εις τον κόσμον. Και τόσον ήτον ογλήγοροι, ότι δεν τους εγλίτωνε τίποτας. Και όπου και αν ετόξευαν, δεν αστοχούσαν. Και τους έδωκεν ολωνών άρματα ο Αλέξανδρος και τους ετοίμαζεν, διά να τους έχει βοηθούς εις τους ερχόμενους πολέμους. Οπόταν δε εξέβησαν εις τον κόσμον, κατά τύχην εφύσησεν άνεμος κρύος και απόθαναν όλοι.
 
Μετά δε εξήντα ημέρας ήλθαν εις την Ηλιούπολιν και εσέβηκαν εις ένα ναόν και επροσκύνησαν εις τον οποίον ευρήκεν ο Αλέξανδρος γράμματα οπού έδειχναν τον θάνατον του και ελυπήθη πολλά. Και απ' αυτού εσηκώθησαν και επεριπάτησαν ημέρας δέκα. Και ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους και είχαν ουράν ωσάν πρόβατα. Και επίασαν πολλούς απ' αυτούς και ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον. Και ο Αλέξανδρος τους ερώτησε λέγων: Πώς είστε αυτού; Και αυτοί του είπαν: Αλέξανδρε βασιλεύ, ελεημονήσου και άφες μας, ότι διά αδυναμίαν μας ήλθαμεν εδώ και εκρύφθημεν. Και ακούοντας ταύτα τα λόγια ο Αλέξανδρος τους άφησε διά να πηγαίνουν. Και επηδούσαν από λιθάρι εις λιθάρι και άρχισαν να περιγελούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν: Ο Αλέξανδρος όλον τον κόσμον επήρε τον με την φρονιμάδα του και ημείς τον εγελάσαμεν και μας άφηκεν, οπού το κρέας μας είναι νοστιμότερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα και το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα και χοντρό μαργαριτάρι και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά. Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασεν και είπε: Ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του. Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλαραίοι με λαγωνικά και πάρδους και ζαγάρια. Και ετριγύρισαν όλον το βουνί και απόλυσαν τα ζαγάρια και τους πάρδους και τα λαγωνικά και επίασάν τους και τους ήφεραν όλους εις τον Αλέξανδρον. Και όρισε και έσφαξαν τους. Και τους έγδαραν και εστέγνωσαν τα πετζία τους και ευρήκαν εις το σκάφος τους πλούτον αναρίθμητον από πολύτιμα λιθαρόπουλα και μαργαριτάρι. Και όρισε τους Πέρσας και έφαγαν το κρέας τους. Και έλεγαν ότι να ήτον νοστιμότερον από όλα τα πετεινά και τετράποδα.
 
Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας εξ και ήλθεν εις το σύνορον της Ινδίας και εξέβη εις τον κόσμον. Είχε δε μήνας εξ αφού είδεν τα γράμματα εις την Ηλιούπολιν οπού έδειχναν διά τον θάνατον του, και πάντοτε ήτον λυπημένος. Και εκεί εθυμήθη τους μονοποδάρους και εγέλασε. Και είδαν οι Μακεδόνες και εχάρησαν και εγέλασαν και αυτοί. Και την πίκραν οπού είχεν ο Αλέξανδρος δεν την ήξευραν. 'Εμαθεν δε ο Πώρος, ο βασιλεύς της Ινδίας, ότι ήλθεν ο Αλέξανδρος εις το σύνορόν του και του έγραψεν επιστολήν.

Ηθικόν της ιστορίας Αλεξάνδρου του Μακεδόνος.
Η ζωή ετούτη είναι ως περ το λουλούδι του λειβαδιού, οπού ή το δρεπάνι το κόπτει, ή ο Ήλιος το ξηραίνει και το φθείρει, και εις ολίγον διάστημα χάνεται. Ούτως είναι η ζωή μας, οπού σήμερον είμεσθεν εις τον Κόσμον με πλούτη, με δόξες και τιμές, αύριον δε είμεσθεν από το δρεπάνι του θανάτου θερισμένοι. 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ