Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

«Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ»

η χρονιά του 2008 ο Κυριάκος Ταπακούδης αποφασίζει να εκδώσει την «Εφημερίδα της Χλώρακας». Ένα δύσκολο επιχείρημα καθώς δεν γνώριζε τίποτα επί του αντικειμένου, ούτε και από τη σύγχρονη τεχνολογία των κομπιούτερς και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων που ήταν απαραίτητα για την έκδοση της εφημερίδας. Παρ όλα αυτά, ενέσκηψε του θέματος και με ενδιαφέρον κατόρθωσε να γνωρίσει γενικά την όλη διαδικασία και να την εφαρμόσει με επιτυχία. Έμαθε να χειρίζεται τον υπολογιστή με τον οποίο διεκπεραίωνε όλη την εργασία από γράψιμο έως σελιδοποίηση και εκτύπωση, αλλά το κυριότερο κατόρθωσε να μπορεί γράφει τα κείμενα, τα άρθρα και τις μικρές ιστορίες του με επιτυχία, χωρίς προηγουμένως στη ζωή του να έχει ασχοληθεί με το γράψιμο.
Αντλώντας θέματα από την καθημερινή ζωή και τα ήθη και έθιμα του τόπου, αλλά και από τον πλούτο των θρύλων και των δοξασιών, τα συγκέρασε και τα έπλασε με απλότητα στη γραφή και με προσήλωση στη θρησκευτική πίστη και τον πολιτισμό, αναδεικνύοντας περισσότερο τις δεισιδαιμονικές φοβίες των ανθρώπων, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως γραπτά και κείμενα πολύ αγαπητά στο αναγνωστικό κοινό.
Η εφημερίδα ήταν στυλ περιοδικού σε μέγεθος κόλλας Α4 και σε αριθμό 20 σελίδων περίπου. Ήταν μηνιαία και εκτός από τις τοπικές ειδήσεις συμπεριελάμβανε μελέτες και άρθρα κοινωνικά, πολιτιστικά και διδαχτικά, με τα οποία ο συγγραφέας προσπαθούσε να εμπνεύσει όραμα και πίστη, αγαθά τα οποία εξέλειπαν από τη μικρή κοινωνία της Χλώρακας την συγκεκριμένη εκείνη εποχή. Κατόρθωσε ως εφημερίδα να μείνει ανεπηρέαστη και μακριά από πολιτικές και διαπλοκές, παραμένοντας σταθερή στις θέσεις της ψέγοντας τα λάθη, τις ατασθαλίες και την κατάχρηση εξουσίας από οπουδήποτε προέρχονταν, με αποτέλεσμα να μην στηριχτεί σε ζητήματα διαφήμισης από τους εμπλεκόμενους που διαχειρίζονταν τους δυο κύριους οικονομικούς πυλώνες, το κοινοτικό Συμβούλιο και τη τράπεζα της ΣΠΕ. Αποτέλεσμα ήταν μετά από τέσσερα χρόνια λειτουργίας της να αναστείλει την έκδοση της η οποία περιλάμβανε 2000 έντυπα και τα οποία διανέμονταν δωρεάν σε όλα τα σπίτια.
Γεγονός ήταν ότι αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από όλους τους κατοίκους και η φήμη της εξαπλώθηκε σε όλη την Κυπρο. Επίσης έγινε πολύ αγαπητή και περιζήτητη σε όλους τους ξενιτεμένους που την προμηθεύονταν ταχυδρομικώς έστω και μεταχρονισμενη από τους συγγενείς τους. Επίσης διαβαζόταν πολύ από Έλληνες απανταχού της γης, καθώς εκδιδόταν και ηλεκτρονικά στο Ίντερνετ.
Ήταν ένα έντυπο ενημερώσης μακριά από πολιτικές, αλλά κοντά στα γράμματα και τον πολιτισμό γραμμένη τοιουτοτρόπως ώστε να εμπνέει όραμα και πίστη.
Στηλίτευσε και πρόβαλε ότι καλό και ευγενικό, και καυτηρίασε ότι κακό και στρεβλό. Φιλοξένησε τα διηγήματα της Χλώρακας τα οποία ήταν ιστορίες της παράδοσης και σκιαγραφήσεις χαρακτήρων του λαού μέσα από τις οποίες εξαγόταν ο τρόπος της διαβίωσης του πληθυσμού την παλαιάν εποχή. Ήταν διηγήματα εμπνευσμένα κυρίως από ιστορήσεις των γερόντων κατοίκων και μέσα από τη χριστιανική παράδοση. Ήταν ιστορίες που άφησαν εποχή καθώς περιείχαν μερική μυθολογία αποτέλεσμα των παραλογών που δημιουργούνται όταν μεταφέρονται από λόγο σε λόγο, αλλά κυρίως ήταν ιστορίες αποτέλεσμα από αυτούσιες διηγήσεις.
Ήταν μια επιτυχής προσπάθεια εκδόσεως ενός διδαχτικού εντύπου ενημέρωσης μακριά από πολιτικές και συνήθη θέματα, αλλά κοντά στα γράμματα και τον πολιτισμό. Μπόρεσε να μεταδώσει μερικώς πίστη και όραμα, και μερικές από τις απειράριθμες γνώσεις που υπάρχουν και δεν τελειώνουν ποτέ, με τρόπο που μόρφωσαν, καλλιέργησαν και διαμόρφωσαν ή δυνατόν, καλύτερους χαρακτήρες ανθρώπων.


ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΟΙ ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Πολλοί θεωρούν πως οι άνθρωποι που ζουν μόνοι είναι παράξενοι και περιθωριοποιημένοι, τις περισσότερες φορές όμως δεν είναι έτσι, γιατί σήμερα βλέπουμε όλο και περισσότερους  να επιζητούν την αξία της μοναξιάς και της ανεξαρτησίας τους θέλοντας να βασίζονται κυρίως στον εαυτό τους και στις δικές τους δυνάμεις. Διότι ο καθένας μπορεί να είναι ανεξάρτητος αν το θελήσει και αν εξετάσει πραγματικά τι είναι εκείνο που ζητά, και αν αποφασίσει ότι  θα  χρειαστεί να δουλέψει μόνος του σκληρά για να το αποκτήσει. Εξάλλου πολλοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως η επικοδομητική μοναξιά διασφαλίζει την ηρεμία της ψυχής και βοηθά στην καλύτερη αποδοτικότητα.
Πολλοί που ζουν μόνοι το έχουν επιλέξει οι ίδιοι. Γιατί έτσι είναι ευτυχέστεροι παρά με άλλους,  γιατί είδαν ότι  υπάρχουν πράγματα στη ζωή που μπορούν να εκτιμήσουν μόνον αν είναι μόνοι.
Ορισμένοι  ζουν μόνοι επειδή είναι αδύνατο γι’ αυτούς να συνεργαστούν με άλλους, παράδειγμα οι ζωγράφοι, οι μουσικοί και οι  συγγραφείς οι οποίοι βρίσκουν ότι η δημιουργική μοναξιά μπορεί να αξιοποιηθεί με επικοδομητικό τρόπο.
Δεν  σημαίνει ότι η μοναχική ζωή είναι καταδίκη σε απομόνωση και στέρηση, πολλές φορές έχει επωφελή αποτελέσματα. Η μοναξιά προκαλεί σκέψεις και αυτοσυγκέντρωση, πιο ξεκάθαρη ανάλυση των καταστάσεων, βοηθά να ξεκαθαρίσουν πραγματα και να μπουν σε σειρά οι προτεραιότητες.
Ορισμένοι άλλοι ζουν μόνοι όχι από επιλογή. Στις περιπτώσεις αυτές, η μοναξιά είναι πραγματικό πρόβλημα και άγχος γι αυτους που απομονώνονται.
Πολλοι δυστυχώς βασίζονται στον περίγυρο τους, ή αποζητούν τους άλλους ανθρώπους γιατί έτσι αποκτούν την αίσθηση της ταυτότητας τους.
Από την άλλη, ο μοναχικός άνθρωπος δεν σημαίνει ότι είναι αντικοινωνικός. Αν προστρέξουμε στην Ιστορία και στη Μυθολογία θα συναντήσουμε ήρωες, ανθρώπους των γραμμάτων και φιλοσόφους, επιστήμονες, καλλιτέχνες και συγγραφείς, που ηταν ολοι τους άνθρωποι μόνοι και μοναχικοί.
Στο μοναχικό άνθρωπο η αξία του προκύπτει από το τι τον διακρίνει, τι τον απομονώνει από αυτό που καθιστά δυνατή τη μοναχικότητα του και όχι από τις αξίες των άλλων, σε αντίθεση με τους κοινωνικούς που οι αξίες τους προκύπτουν από τις δημόσιες συμπεριφορές τους ανάλογα με τις τρέχουσες αξίες της κοινωνίας.
Εν κατακλείδι οι συνήθεις κοινωνίες με τους λεγόμενους κοινωνικούς ανθρώπους, τους μοναχικούς τους αμφισβητεί. Αποτυγχάνουν οι μοναχικοί να προσαρμοστούν στις νόμιμες συμπεριφορές ισχυρίζονται, αλλά εχουν λάθος διότι οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν  τα ένστικτα για τις ανάξιες αξίες των λεγόμενων κοινωνικών ανθρώπων, και γι αυτό είναι επιλογή τους να τους αμφισβητούν και να μην δέχονται την επιτήρηση τους ούτε την παρακολούθηση τους.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΠΙΟ ΚΑΛΗ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Πολλοί από εμάς ενώ έχουμε οικογένεια, καλούς φίλους και παρέες, εντούτοις κάποτε νιώθουμε μόνοι, και για να αποφύγουμε να ακουστεί η μοναξιά μας, απομονωνόμαστε στον εαυτό μας, ή συνδεόμαστε πολλές ώρες στο internet αναζητώντας οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα μας βοηθήσει να παρακολουθήσουμε άλλους, με εμάς να παραμένουμε στη μοναξιά μας.
Όλοι μας πολλές φορές θα επιθυμούσαμε να μείνουμε μόνοι, να νιώσουμε ευχάριστα τη μοναξιά μας και με παρέα την περισυλλογή μας, να ανατρέξουμε και να αναθεωρήσουμε ή να επιβεβαιώσουμε τις πράξεις μας, τις παραλήψεις μας, τα συναισθήματα μας και ότι αγαπάμε.
Να σκεφτούμε που ευρισκόμαστε, τι έχουμε πετύχει ή αποτύχει, ποια είναι τα όνειρά μας. Αν όσοι είναι γύρω μας ενδιαφέρονται για εμάς, ή απλά είναι μαζί μας μα και χώρια μας.
Αλήθεια, γιατί νιώθουμε μοναξιά; Γιατί όταν όλα είναι στενάχωρα ή δύσκολα έχουμε την ανάγκη να απομονωθούμε; Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη που θα μας βοηθήσει, ή θα μας στενοχωρήσει περισσότερο; Μπορούμε να αξιοποιήσουμε την μοναξιά μας δημιουργικά; Να την μετατρέψουμε ωφέλιμη και παραγωγική;
Νομίζω πως η μοναξιά είναι απαραίτητη και βοηθητική. Όλοι τη χρειαζόμαστε για να σκεφτούμε, να διερωτηθούμε, να τη νιώσουμε ως καταφύγιο ατομικό για να βρούμε κουράγιο και θάρρος για δύσκολες αποφάσεις.
Νομίζω πως είναι χρήσιμη και απαραίτητη για όλους, φτάνει να είναι  εποικοδομητική μοναξιά, ώστε να γίνεται χρήσιμο εργαλείο στις σκέψεις μας κυρίως για μεγάλες αποφάσεις που θα μας βοηθήσουν να τα βρούμε με τον εαυτό μας, να θέσουμε νέους στόχους, και να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις που θα μας βοηθήσουν να αποφύγουμε δυσκολίες και αδιέξοδα που μας ταλανίζουν.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΜΕΡΕΣ ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ
Οι μέρες των εορτών είναι για όλους ιδιαίτερες καθώς μας δίνουν την ευκαιρία με την εορταστική τους ατμόσφαιρα και τη μαγεία τους να ξεφύγουμε από την καθημερινότητά μας. Μας δίνουν την ευκαιρία να βρεθούμε  με αγαπημένους, να τους προσφέρουμε αγάπη, να ξεκουραστούμε και να χαρούμε σε ένα εορταστικό κλίμα.
Οι μέρες των εορτών ταυτίζονται με συντροφικότητα, χαρά και αγάπη..
Οι μέρες των εορτών είναι μέρες μεγάλης χαράς για μικρούς και μεγάλους. Παντού χαρά και κέφι.
Μα πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει και μια άλλη πλευρά κρυμμένη και αθέατη. Άνθρωποι μονάχοι που ζούν ολομόναχοι, που άν και τριγύρω τους απλώνεται χαρούμενη η ατμόσφαιρα, σε αυτούς δεν ζεσταίνει η καρδιά καθώς μέσα στην απέραντη μοναξιά τους δεν χωρεί άλλο συναίσθημα. Είναι άνθρωποι που η ζωή τους πέταξε στην άκρη, τους στέρησε τα αγαπημένα πρόσωπα και έμειναν μονάχοι να διανύσουν το χρόνο τους  μέσα σε μια θλιβερή μοναξιά και απομόνωση.
Μονάχοι περιφέρονται στους δρόμους, μοναχοί παραμένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Βουβοί, σοβαροί, στεναχωρημένοι και μόνοι, καταγίνονται με τις μοναχικές ασχολίες τους κατηφείς και μελαγχολικοί.
Και μες τις γιορτινές μέρες καταμόναχοι μέσα στους δρόμους καθώς γυρίζουν και βλέπουν παντού χαμόγελα και αγάπη, αυτοί μες στη μαύρη μοναξιά τους μένουν λυπημένοι και κατσουφιασμένοι χωρίς να μπορούν να την ξορκίσουν. Και νιώθουν αναγκασμένοι να ζουν μονάχοι με στην κακή τους μοίρα.
Και βιώνουν την αφόρητη μοναξιά που περιμένει στο τέλος της διαδρομής, αυτούς που έζησαν τα χρόνια της νιότης, αυτούς που έχασαν τους αγαπημένους τους, αυτούς που εγκαταλείφθηκαν από όλους και έμειναν μόνοι καταδικασμένοι στη σκληρή τους μοναξιά και τη μιζέρια της απομόνωσης, βουτηγμενοι στη θλίψη και τη σιωπή.
Η οικογενειακή θαλπωρή, τα αγαπημένα πρόσωπα, οι φίλοι, ακόμα και οι γείτονες είναι η λύση ενάντια στη μοναξιά.
Χαρά λοιπόν σε όσους μπορούν να χαίρονται αυτά τα αγαθά, αλλά και κατάρα σε όσους έτυχε να είναι μοναχοί είτε γιατι τους έτυχε η μοίρα, είτε γιατι εγκαταλείφθηκαν από τους δικούς τους.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
Ο εγκλεισμός και η απομόνωση είναι μια κατάσταση που δεν θα επέλεγε κάποιος λογικά νοήμων άνθρωπος, καθώς η μοναξιά επενεργεί αρνητικά στη ψυχολογία του ατόμου. Είναι αμέτρητες οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει η κοινωνική απομόνωση στο μυαλό και το σώμα μας, καθώς είμαστε όντα κοινωνικά και έχουμε την ανάγκη της συναναστροφής. Η απομόνωση προκαλεί παρενέργειες, διαταράσσει τον ύπνο, και προκαλεί παραισθήσεις. Άνθρωποι που έζησαν αρκετό καιρό μόνοι τους, αναφέρουν ότι από τη μοναξιά υπέφεραν περισσότερο παρά από άλλα δεινά και κακουχίες, καθώς η απομόνωση προκαλεί κρίσεις πανικού, παράνοιας, μειώνει την διαύγεια πνεύματος και δημιουργεί και άλλα ψυχολογικά προβλήματα.
Κοινωνικές έρευνες έδειξαν ότι οι απομονωμένοι άνθρωποι είναι λιγότερο ικανοί να αντιμετωπίσουν αγχωτικές καταστάσεις όπως κατάθλιψη, οικονομικές δυσκολίες, διαχείριση θυμού και συμπεριφοράς, μπορεί επίσης η μοναξιά να βλάψει την ψυχική και τη σωματική τους υγεία, διότι το ανοσοποιητικό σύστημα μεταβάλλεται και ανταποκρίνεται λιγότερο στις ασθένειες.
Οι άνθρωποι από καταβολής κόσμου εξ ανάγκης ζουν μαζί και τοιουτοτρόπως καθίστανται κοινωνικοί, αν και κάποιες φορές κάποιοι επιλέγουν οι ίδιοι τη μοναξιά τους καθώς είναι αντικοινωνικοί και μη φυσιολογικοί, οπότε γι αυτούς είναι χρήσιμη και αναγκαία. Όμως ο υποχρεωτικός εγκλεισμός δημιουργεί καταπιεστικές ψυχολογικές και ανεξέλεγκτες καταστάσεις που μειώνουν την διάνοια και προκαλούν θυμώδεις παρορμήσεις και συμπεριφορές.
Συνήθως παρατηρούνται διαφορετικές συμπεριφορές μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Π.χ. σε βοσκούς, Μοναχούς, φυλακισμένους, σε όσους υπόκεινται σε μπούλινγκ ώστε τοιουτοτρόπως να αυτοαπομονώνονται, θα προσέξουμε μια θυμωμένη και παρεξηγημένη μη συμβατή συμπεριφορά, σε αντίθεση με άλλους που έχουν κοινωνική συναναστροφή και συμμετέχουν σε ανθρώπινες συνέργειες.
Με λίγα λόγια η απομόνωση προκαλεί ένα αφόρητο αίσθημα μοναξιάς που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν μόνοι και αβοήθητοι χωρίς κανενός τη συμπαράσταση, και έρμαια στις δυσκολίες της ζωής.
Είναι δηλαδή η μοναξιά της απομόνωσης αιτία πολλών ψυχολογικών και σωματικών ασθενειών, καθώς και άλλων δεινών.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΑΛΗΠΑΤΟΥΣ

Τα τοπωνύμια είναι ονόματα τόπων, και είναι λέξεις ή ονόματα ικανά να χαρακτηρίσουν μια περιοχή και τους ανθρώπους της. Συνήθως είναι από τα ονόματα των ιδιοκτητών, έτσι και στην περίπτωση της διήγησης αυτής, έμεινε το τοπωνύμιο από το όνομα της ιδιοκτήτριας και τον άντρα της: Αλή-Πατού.

Hταν μια φορά στη Χλώρακα μια μικρή ορφανή κόρη που την έλεγαν Πατού και ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπιτάκι που ήταν κτισμένο μέσα σ ένα μικρό χωραφάκι δίπλα στην παλιά βρύση του χωριού. Μέσα στην μικρή αυλή είχε βλαστημένες τρεμιθιές και τερατσιές. Δεκαπέντε χρονών η κορούλα, για να ζήσει μάζευε τα τεράτσια και έφτιαχνε τερατσόμυλο που το πουλούσε στις νοικοκυρές να φτιάχνουν γλυκά κουλουράκια για τα παιδιά τους. Μάζευε τα τρεμίθια και τα άλεθε στο μύλο και έφτιαχνε τρεμιχόλαο με το οποίο μαγείρευε τα φαγητά της, και αν κάποτε της περίσσευε το πουλούσε. Φύτευε ακόμα λίγα χόρτα και άλλα οπωρικά που τα πότιζεν από την βρύση του χωριού και τα πουλούσε εύκολα γιατί ήταν καλά οργωμένα και ποτισμένα .
Με αυτό τον φτωχικό τρόπο διαβιούσε με δυσκολία, αλλά παρόλα αυτά ήταν τίμια και καλή χριστιανή, χωρίς καμιά φορά να υποκύψει στον εύκολο τρόπο της έκθεσης της τιμιότητας της έναντι εύκολου χρηματισμού .
Ήταν όμορφη και σε όλους συμπαθητική, αλλά και αυτή είχε μεγάλο σεβασμό στους μεγαλύτερους της και με αγάπη τιμούσε όλους τους χωριανούς. Στον εύκαιρο της καιρό επισκεπτόταν τις νοικοκυρές στα σπίτια και με προθυμία τις βοηθούσε στις δουλειές τους. Και αυτές όμως την την αγαπούσαν σαν παιδί τους  και σαν μητέρες την συμβούλευαν. Επιθυμούσαν γι αυτήν να εύρισκε μια καλύτερη μοίρα, να βρισκόταν ένα καλό παλικάρι να την στεφανωθεί και να την αποκατήσει νυκοκυρά σε ένα καλύτερο σπίτι από τη μικρή ετοιμόρροπη καμαρούλα τη δική της.

Τους παλιούς καιρούς που οι κάτοικοι ήταν αραιοί, στα μικρά χωριά δεν μπορούσε ένα κατάστημα γενικού εμπορίου να διατηρηθεί, καθώς δεν υπήρχαν αρκετοί πελάτες. Γι αυτό διάφοροι πραματευτάδες με τις άμαξες, κατά καιρούς γύρναγαν τα διάφορα χωριά πουλώντας την πραμάτεια τους στους φτωχούς χωρικούς που δεν είχαν τρόπο μετάβασης στις διπλανές πόλεις για ψωνίσουν.
Ένας ναυτικός μια φορά εκείνους τους καιρούς, ήρθε με ένα καΐκι στο λιμάνι της Κάτω Πάφου, και έφερε μαζί του μεγάλη πραμάτεια από ψιλικά εμπορεύματα μεγάλης χρείας για τις νοικοκυρές.
Ήταν  ένα παλικάρι λίγο μαυριδερός και έμοιαζε με γύφτο ή Σαρακηνό. Τον έλεγαν Αλί Μανσούρ και έλεγαν πως ήρθε από την Αίγυπτο.
Νοίκιασε ένα σπιτάκι στην πολύ του Κτημάτου, αγόρασε μια άμαξα και ένα μουλάρι, και αποφάσισε να γίνει έμπορος γυρολόγος για ένα μεροκάματο, καθώς στη χώρα του ήταν κατατρεγμένος και αποδιωγμένος για κάποιο λόγο που κάνεις δεν γνώριζε.
Σιγά με τον καιρό κατάφερε να στρώσει μια καλή δουλίτσα, και οι γυναίκες στα χωριά τον περίμεναν με αδημονία κάθε τόσο καιρό που περνούσε για να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα τους καθώς ήταν καλός πραματευτής και είχε εμπορεύματα όλων των ειδών, από βελόνια και κλωστές, μέχρι εργαλεία χρήσιμα για τους άνδρες.
Κέρδιζε λίγα χρήματα και σαν καλός νοικοκύρης τα φύλαγε και αγόραζε σε τιμή ευκαιρίας όταν εύρισκε μικρά χωραφάκια στη παραδιπλανή κοινότητα της Γεροσκήπους. Με τον καιρό κατάφερε να αποκτήσει πολλές εκτάσεις γης, και να δημιουργήσει ένα μεγάλο τσιφλίκι. Προσέλαβε παραγιούς και μισταρκούς που δουλεύουν καλλιεργώντας κυρίως φυτείες κανναβιού ένα είδος μεγάλης χρήσης που παράγωγα του είχαν μεγάλη ζήτηση στην ντόπια αγορά όλης της νήσου, αλλά και του εξωτερικού.
Εγινε με αυτό τον τρόπο ένας εύπορος άνθρωπος την εποχή εκείνη, και όταν γίνηκε πλούσιος σταμάτησε τα γυρολόγια, εγκαταστάθηκε στο τσιφλίκι του, και τα χρόνια πέρασαν …

Μια μέρα, μια Κυριακή πρωί που τέλειωσε η λειτουργία στην εκκλησιά της Χλώρακας και οι χωριανοί έπιναν το καφέ τους μες τον καφενέ, από αντίκρυ του δρόμου που τον έσκιαζε το καντούνι της παλιάς εκκλησιάς της Παναγίας, νάσου φανερώθηκε να έρχεται ένα θαυμαστό μαύρο άτι και πάνω του καμαρωτός ένας καλοφορεμένος καβαλάρης.
Πλησίασε και ξεπέζεψε, έδεσε το άλογο του και μπήκε μες τον καφενέ. Με ένα πλατύ και χαρούμενο χαμόγελο τους χαιρέτησε με μια δυνατή τόκκα. Οι φτωχοί χωρικοί με έκπληξη αναγνώρισαν τον Αλή Μανσούρ, τον παλιό γυρολόγο που τους πουλούσε ψιλικά όλων τον ειδών. Τώρα τον αντίκριζαν καλοφορεμένο άρχοντα με αγάπη να τους λέει πως τους πολύ τους πεθύμησε και πως ήταν μεγάλη χαρά του που τους συναντούσε.
Κάθισε μαζί τους και αφού τον κέρασαν, άρχις;αν να λένε για τα παλιά. Και κουβέντα στην κουβέντα πέρασε η ώρα, και στο τέλος της ώρας τους φανέρωσε τον πραγματικό λόγο της επίσκεψης του.
Τώρα που ήταν αφέντης με μεγάλη περιουσία και πολλούς εργάτες να δουλεύουν γι αυτόν, αποφάσισε να παντρευτεί και να βάλει κυρά και αφέντρα στο κονάκι του. Και άλλη δεν ήθελε να πάρει, παρα μόνο την όμορφη Πατού που από παλιά την είχε βάλει μές στην καρδιά του. Ζήτησε λοιπ’ον, από την καφετσιήνα να πάρει τα προξένια στην όμορφη ορφανή κόρη. Της εξήγησε πως πάντα την αγαπούσε και την πεθυμούσε, αλλά περίμενε να μεγαλώσει λίγο, και ύστερα να την γυρέψει. Τώρα οι καιροί ήταν κατάλληλοι, αυτός φτασμένος πλούσιος άρχοντας, και αυτή στα δεκαεπτά της πλέον όμορφη, προκομμένη και καλοσυνάτη. Δεν τον ενδιέφερε που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ούτε που ήταν ορφανή. Θα γινόταν αυτός άντρας της, προστάτης της, και κύρης της.

Μετα χαράς η προξενήτρα η καφετσιήνα πήρε τα καλά μαντάτα στην ορφανή κοπέλα, και όλοι οι χωριανοί χάρηκαν για την καλή της τύχη.
Η μικρή Πατού κλαίγοντας από χαρά, βεβαίως δέχτηκε τα προξενιά, και δόξασε το Θεό που της επιφύλαξε μια καλή τύχη, που θα την έβγαζε από τη φτώχεια και θα την έκανε μια κυρά αρχόντισσα.

Παντρεύτηκαν και έφυγαν για τα μέρη του καλού της άντρα, και έμεινε το χωραφάκι της έρημο και ακαλλιέργητο, ενώ τα τρεμίθια και τα τεράτσια έμεναν πλέον αβάκληστα και ασύναχτα πάνω στα κλαδιά των δένδρων να μαραίνονται και να ξεραίνονται. Το μόνο που έμεινε από τότε στο χωριό να θυμίζει την καλή Πατού, είναι το χωράφι της που έμεινε έως σήμερα με το όνομα αυτής και του άνδρα της ως το χωράφι της ΑληΠατούς.


Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΨΑΡΑΣ

Ο Βασίλης ο ψαράς είναι υπαρκτό πρόσωπο που σήμερα ζει σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, και που τα παλιά χρόνια νέος όντας, άφησε εποχή στη Χλώρακα για τα σπουδαία του κατορθώματα ως ψαράς. Από αυτές τις ιστορίες που ακόμα διηγούνται οι χωριανοί,  εμπνεύστηκα και έγραψα αυτό το παραμύθι που συνέβηκε πραγματικά, ίσως χωρίς πραγματικές γοργόνες, αλλά με άλλες πραγματικές θεϊκές δυνάμεις που επενέβησαν και προστάτευσαν ένα μικρό παιδί παρασυρμένο και έρμαιο στην άγρια και αδυσώπητη δίνη της θάλασσας της Χλώρακας έναν παλαιόν καιρό.

Ο Βασίλης ο ψαράς ήταν ο μικρός γιος της χήρας Κατερίνας και η μοίρα του έλαχε μόνος να δουλέψει σκληρά σε καιρούς φτωχούς και δύσκολους, να θρέψει τη γριά μητέρα του και την αδερφή του, ακόμα να μαζέψει χρήματα να φτιάξει την προίκα της, να κτίσει το σπίτι της και να την παντρέψει. Διάλεξε τη θάλασσα που την αγαπούσε, και προσπάθησε από αυτήν να πάρει όσα χρειαζόταν για να πράξει το καθήκον του. Ήταν μια σκληρή πάλη που τον παίδεψε πολύ, αλλά που στο τέλος τον αντάμειψε και τον έκαμε πλούσιο και χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.
Από μικρό παιδί μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα και γνώρισε τη μαγεία της αλλά και τους κινδύνους της. Με τη μικρή του βάρκα χωρίς μηχανή καθώς ήταν φτωχό παιδί, πάλευε νυχθημερόν με την άγρια φύση προσπαθώντας να ψαρεύει ψάρια και σφουγγάρια στα βαθιά νερά και στις ξέρες στην θυμωμένη θάλασσα της Χλώρακας. Ήταν μια θάλασσα βαθιά  και ανοιχτή στα βάθη του πελάγου και τους δυνατούς αέρηδες που ακατάπαυστα έπνεαν και την τρικύμιαζαν.
Όμως ο Βασίλης ο ψαράς αψηφώντας τα ρέματα και τους δυνατούς αέρηδες καθώς και τα μεγάλα κύματα, ξανοιγόταν στα βαθιά, σε τόπους μακρινούς και θάλασσες πολύ βαθιές που μέσα έπλεαν μεγάλα ψάρια και επικίνδυνα θεριά. 
Μια φορά που ξανοίχτηκε στα βαθιά, η θάλασσα έδειξε να αγριεύει και ο καιρός να σκοτεινιάζει, ενώ τα νερά άρχισαν να αναταράσσουν και να γίνονται μεγάλα κύματα.
Ο Βασίλης ο ψαράς όμως ήταν γενναίος ψαράς και άρχισε ψύχραιμα και δυνατά να λάμνει κουπί με όλες του τις δυνάμεις για να ξεφύγει από το δυνατό ρεύμα που τον έπαιρνε με ταχύτητα στα πιο βαθιά νερά. Προσπαθούσε να μην πηγαίνει κόντρα στα ρεύματα για να μην εξαντληθεί, αλλά δυστυχώς τα θεόρατα κύματα, οι δυνατοί αέρηδες και τα ανακυκλωμένα ρεύματα τον ανάγκαζαν να μάχεται ώρες πολλές και χωρίς αποτέλεσμα.
Είχε εξαντληθεί, και εκεί που πήγε να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, είχε σπάσει το ένα κουπί. Η βάρκα έμεινε ακυβέρνητη και απομακρυνόταν από τη στεριά. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η απόσταση ανάμεσα σ' αυτόν και τη στεριά είχε μεγαλώσει πολύ για να μπορέσει να ριχτεί στη θάλασσα και να κολυμπήσει να βγει έξω στη στεριά.

Ο Βασίλης ο ψαράς παρασύρθηκε στη θάλασσα, και τα κρύα γκρίζα κύματα αγκάλιαζαν θυμωμένα τη μικρή βάρκα. Η στεριά χάθηκε, και βρέθηκε καταμεσής της θάλασσας σε άγνωστο μέρος χωρίς προσανατολισμό και χωρίς ελπίδα. Μέσα στη σκοτεινιά του καιρού που σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα έριχνε ακαταπαύστη δυνατή βροχή, ένιωσε για πρώτη φορά το φόβο στα μηλίγγια του, και τη φαντασία του να τον οδηγεί σε σκέψεις εξωπραγματικές γυρεύοντας ίσως να πιαστεί από αυτές σαν τελευταια σανίδα σωτηρίας. 

Ώσπου να πέσει η νύχτα, ο Βασίλης άρχισε να πεινάει και να κρυώνει πολύ. Κανείς δεν τον είχε δει να κουνάει τα χέρια του ούτε τον είχε ακούσει να φωνάζει για βοήθεια Δεν είχε φαΐ, σεν είχε νερό. Ήξερε ότι η θάλασσα θα ηρεμούσε κάποια στιγμή, δεν ήξερε όμως πως θα έβγαινε στη στεριά καθώς δεν φαινόταν, αφού είχε χαθεί πέρα μακριά. Σκέφτηκε να κολυμπήσει, ήξερε όμως πως δεν θα άντεχε για πολύ μέσα στα παγωμένα νερά.
"Αν βουτήξω", σκέφτηκε, η γοργόνα του Αλέξανδρου θα με πιάσει από τα μαλλιά και θα με σύρει στο βασίλειό της, στα βάθη της θάλασσας".
Κάθισε λοιπόν να περιμένει κουλουριασμένος μέσα στη μικρή του βάρκα ελπίζοντας πως κάποιο πλεούμενο θα περνούσε. Αλλά, μέρες σωστές πέρασαν χωρίς ίχνος άλλης ανθρώπινης παρουσίας, με τη στεριά άφαντη πέρα μακριά σε άγνωστη μεριά, και χωρίς ο μικρός ψαράς να έχει μια πυξίδα προσανατολισμού.

Μια νύχτα όμως, καθώς κειτόταν τρέμοντας από το κρύο, νόμισε πως είδε μια νεράιδα να τον κοιτάζει μέσα από τα γκριζωπά νερά και να του λέει,
"Εγώ θα σε βοηθήσω"
Ο Βασίλης ο ψαράς αναρωτήθηκε μήπως πέθανε και ήταν σε ένα άλλο κόσμο, και πως έβλεπε όνειρο, ή πως έβλεπε ένα θαύμα να συμβαίνει.
Η βάρκα ταλαντεύτηκε καθώς η νεράιδα σκαρφάλωσε πάνω της.
"Φάε, πρέπει να διατηρήσεις τις δυνάμεις σου" είπε, και τούδωκε ένα ψάρι.
Ο Βασίλης έβαλε με λαχτάρα το ψάρι στο στόμα του, μασώντας το ωμό. Ίσως τελικά να μην ήταν πεθαμένος, -οι πεθαμένοι δεν τρώνε, σκέφτηκε.
Η νεράιδα έκατσε δίπλα του και τον αγκάλιασε, ήταν το κορμί της παγωμένο, ήταν όμως πιο ζεστό από το δικό του που είχε μες την παγωνιά τόσες μέρες. Σιγά σιγά, η θαλπωρή από το σώμα της του ζέστανε το κορμί, και έγειρε να κοιμηθεί, έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο.
Καποια στιγμή ένιωσε να τον σκουντούν, ξύπνησε και την άκουσε να του λέει
"Ξύπνα, πλησιάζουμε σε στεριά".
Ο Βασίλης ο ψαράς στάθηκε στα πόδια του παραπατώντας, ψάχνοντας μες το σκοτάδι.
"Το ρεύμα άλλαξε όσο κοιμόσουν. Σώθηκες",
είπε η νεράιδα και συνέχισε,
"Η δουλειά μου τέλειωσε".
Η βάρκα ταρακουνήθηκε καθώς η καλή νεράιδα γλιστρούσε και έπεφτε στη θάλασσα.
"Πως σε λένε, πως θα σου το ξεπληρώσω;"
ρώτησε ο ψαράς.
"Είμαι η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, η καλή νεράιδα βοηθός των ανθρώπων", είπε και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε κάτω από τα κύματα.

Ο Βασίλης ο ψαράς ένιωσε τη βάρκα να ακουμπά στην άμμο, να αγγίζει τη στεριά. Πήδηξε έξω και άρχισε να βαδίζει προς τα πάνω που ήταν το χωριό του η Χλώρακα...