ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΟΕΡΓΟΝ
ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ
Λαϊκό Μυθιοστόρημα - δια χειρός Κυριάκοςυ Ταπακούδη
Παρά *Ψευδοκαλλισθένους, νέα εξήγησις και επιμελώς διορθωθείσα διήγησις περι Αλεξάνδρου του Μακεδόνος περιέχουσα τον βίον αυτού, τους πολέμους, τα κατορθώματα, τους τόπους οπου περιόδευσεν, ομού δε και τον θάνατον αυτού, και άλλα πλείστα περίεργα και ωραία.
Διήγησις εξαίρετος και όντως θαυμασία του κοσμοκράτορος Αλεξάνδρου του βασιλέως περί της γεννήσεως και της ζωής του, της ανατροφής του και της ανδρείας του. Ήτον από τον θεόν ορισμένος και ήτον φρόνιμος και έμορφος και χαροποιός εις τους αυθεντάδες και εις την στρατείαν και είχεν χέρι καλό να φιλοδωρή και να στέκη εις τον λόγον του, να μηδέν σφάλη τους όρκους του. Και μετά ταύτα εβασίλευσεν όλον τον κόσμον.
*Σημείωση
ΠΕΡΙ ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ
*Σημείωση
Ονομάζεται Ψευδοκαλλισθένης διότι πρόκειται για ψευδεπίγραφο όνομα άγνωστου ο οποίος φέρεται ως συγγραφέας της λαϊκής φανταστικής μυθιστορηματικής βιογραφίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου
ΠΕΡΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Η Μακεδονία είναι επαρχία μεγάλη της Ευρώπης, όπου συνορεύει από το μέρος του Βορέως με την Δαλματίαν, Σερβίαν, Βουλγαρίαν και Θράκην. Από της Ανατολής με το Αιγαίον πέλαγος. Από την Μεσημβρίαν με την Ήπειρον και Θεσσαλίαν. Από Δύσιν με το Ιόνιον Πέλαγος. Αυτή ποτέ καιρόν έφθασε εις άκρον βαθμόν της μεγαλειότητος διά πολλών βασιλέων, οπου έλαβε, και μάλιστα δια Φιλίππου, και Αλεξάνδρου πατρός και Υιού. Πρώτον μέν έλαβε την αρχήν της φήμης από τον Φίλιππον, δια τους πολλύς πολέμους, οπου έκαμε εναντίον των Ολυνθίων και άλλων Δημοκρατιών της Ελλάδος, ο οποίος εβασίλευσεν εις τους 5136 από κτίσεως κόσμου. Εις τον δέκατον έκτον χρόνον της αυτού βασιλείας, έδωκεν εις το φως η Ολυμπιάς η γυνή του τον μέγαν θαυμαστόν Αλέξανδρον, ο οποίος δεν ήτο σπέρμα του αυτού Φιλίππου, αλλά ήτον του Νεκτεναβού βασιλέως της Αιγύπτου, θαυμαστού αστρονόμου και Μάγου, ως θέλετε το αγροικήσει και καταλεπτώς εις την ακόλουθον διήγησιν.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ
Ούτος ο θαυμαστός αστρονόμος και βασιλεύς Νεκταναβός, εβασίλευσεν εις όλην την Αίγυπτον με τα μαγικά του τεχνάσματα.Αυτός ήυρεν με τις μαγείες του τα όσα ήθελαν του συνέβει, και καμίαν φοράν δεν εξέβαινεν εις πόλεμον, αλλά εκάθητο εις το παλάτιν του και έκανεν τις μαγείες του. Όταν επήγαιναν κατά πάνω του, εγύριζαν κακώς έχοντες εις τους τόπους τους. Βλέποντες λοιπόν οι βασιλείς το κακό οπου τους έκανεν, εσυμφώνησαν κοινώς να έλθουν κατά πάνω του, να τον εξολοθρεύσουν. Αυτοί ήσαν ο Δαρείος Βασιλεύς της Περσίας, ο Βασιλεύς της Λενθίας και της Ιβερίας, και άλλοι πολλοί οπου εσύναξαν τα φουσάτα τους και εκίνησαν κατά πάνω του.
Ο ΒΕΡΒΕΡΗΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ
Ένας στρατιώτης ονόματι Βερβέρης, βλέπωντας τα φουσάτα οπου ήρχοντο καταπάνω του Νεκτεναβού του βασιλέως του, έτρεξε προς αυτόν και του είπεν,
-ήξευρε Βασιλεύ, ότι άπειρα φουσάτα έρχονται δια να σε πολεμίσουν, και κάμε την κυβέρνησιν δια να μην μας αφανίσουν.
Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο Νεκτεναβός, είπε του Βερβέρη γελώντας,
-σύρε αναπαύσου και εγώ με έναν λόγον θέλω τους κάμει όλους να επιστρέψουν εις τους τόπους τους χωρίς να μας βλάψουν τίποτε.
Εσηκώθει, εσέβει εις την οικίαν του, άρχισε να κάμει την τέχνην της μαντείας, και είδε πως χάνει το βασίλειον του και πως θέλει νικηθεί. Τότε εζαλίσθει πολύ, έκλαυσε πικρώς, και είπεν,
-Ώ κάστρον ωραιότατον της Αιγύπτου οπου σε ετίμησα με τόσα πλούτη, και τώρα σε στερίζομαι.
Εξύρισε ευθύς τα γένια του, άλλαξε την φορεσίαν του, επήρε δηνάρια κοντά του όσα ημπόρεσε, και έφυγεν από την Αίγυπτον αγνώριστος.
ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΖΗΤΟΥΝ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ
Επήγαν το ταχύ οι άρχοντες της Αιγύπτου εις το παλάτι κατά τη συνήθειαν, δια να συμβουλευθούν με τον βασιλέα τους δια τα φουσάτα οπου ήρχοντο, και δεν τον ηύραν εκεί. Ηύραν όμως μίαν επιστολήν όπου έγραφεν ούτος.
-Αγαπημένοι μου άρχοντες και λοιποί, σας δίδω την είδησην ότι εγώ, με το να είδα ότι δεν ημπορώ να αντισταθώ εις τα φουσάτα όπου ήρχοντο κατά πάνω μου, φεύγω από την Αίγυπτο και μετα από εικοσιτέσσερις χρόνους, πάλιν θέλω γυρίσει. Τώρα μισσεύω γέρων, και τότε θέλω γυρίσει νέος. Σας παρακαλώ να μην βαρεθείτε εις το να στήσετε έναν στύλον εις τη μέσην της Αιγύπτου και να ζωγραφίσετε το πρόσωπον μου επάνω βάνωντας και το στεφάνι μου εις την κορυφήν του στύλου. Είτις έλθει να σταθεί εις την ρίζαν του στύλου και πέσει το στεφάνιν μου εις το κεφάλιν του επάνω, θέλετε τον προσκυνήσει, ότι θέλει είναι υιός μου εκείνος.
Ωσάν είδαν αυτήν την επιστολήν οι άρχοντες, τους εκακοφάνει δια τον μισεμόν του, και παρευθύς επρόσταξαν να γίνει ο στύλος κατά πως τους εδιέταξε και έβαλαν το στεφάνιν του εις την κορυφήν.
Ο Νεκτεναβός εδιάβει την Μακεδονίαν, εις τη χλωραν των Φιλίππων, ονομαζόμενην εις το παλαιόν, Πέλλα. Εκεί έκανε του λόγου τον μάγον και αστρονόμον περίφημον, και εις τα όσα τον ερωτούσαν, εις όλα αλήθευαν οι μαγίαις του.
Ο Βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος είχε γυναίκα ωραίαν ονόματι Ολυμπιάδα η οποία ήτον και πολλά πικραμμένη οπου δεν έκανε παιδίον και ήτον πάντα φοβισμένη μήπως και την αφήσει ο Φίλιππος δια την ατεκνίαν της. Εκείνες τις ημέρες εδιάβει ο Φίλιππος έξω δια να πολεμήσει με τους εχθρούς του. Πριν να μισσεύσει έκραξε την Ολυμπιάδα και της είπεν,
-Ιδού, εγώ θέλω υπάγει εις τον πόλεμον και όσον καιρόν ευρίσκομαι εδώ, κάμε ότι ημπορέσεις δια να εύρω παιδίν από λόγου μου όταν στραφώ από τον πόλεμον, ειδέ και μη δεν εύρω, πλέον τα μάτια μου δεν θέλουν σε μεταϊδεί.
Η Ολυμπιάς ως αγρόικησε το σκοπόν του Φιλίππου, εσέβη εις τον λογισμόν τι να κάμει, και εστέκετο συγχισμένη και πικραμμένη πολλά.
Μια από τες σκλάβες τις ωσάν την είδε πικραμμένην, της είπε,
-Ήξευρε βασίλισσα , πως εδώ εις το κάστρον ήλθεν ένας ξένος μάγος και αστρονόμος περίφημος, και ότι ειπεί όλα αληθεύουν και ψέματα δεν λέγει. Εκείνος ημπορεί να κάμει τίποτε δια να γεννήσεις παιδίον.
Ωσάν ήκουσεν η βασίλισσα τους λόγους της σκλάβας, ευθύς της είπε,
-σύρε ογλίγωρα να τον εύρεις και να μου τον φέρεις εδώ να τον ιδώ.
Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ
Επήγεν εκεί η σκλάβα και έφερεν τον νεκτεναβόν εις την βασίλισσαν. Η βασίλισσα τον ερώτησεν,
-είσε σύ εκείνος ο περίφημος εις τας μαγείας οπου ακούω;
Της απεκρίθει ο νεκτεναβός,
-ναι, εγώ είμαι κυρία μου, αν ορίζεις τίποτε ειπέ μου την υπόθεσην και άφε εμέναν να κάμω.
Η ολυμπιάς έβγαλεν έξω όλους, όσους και αν ήσαν εκεί, και εδιηγήθειν του Νεκτεναβού λέγουσα,
-Ο άνδρας μου βλέπωντας πως δεν κανω παιδί, μου είπεν ότι ανίσως και δεν εύρει κληρονόμον από λόγου μου όταν γυρίσει από το ταξίδιν του, πλέον δεν θέλουν με ειδεί τα μάτια του. Δια τούτο σε παρακαλώ, αν ίσως ηξεύρεις τίποτε να με διδάξεις δια να κάμω παιδί, θέλεις το ειπείν μίαν ώραν ομπροστήτερα, διατί σήμερον εδιάβειν ο βασιλεύς έξω, και αν ίσως πιασθεί παιδίον εις εμέ, κάνε να μην μου το ειπεί νόθον.
Ο Νεκτεναβός της ειπεν,
-Έχε θάρρος βασίλισσα μου, και εγώ θέλει κάμει τον θεόν τον Άμμωναν με τες μαγείες μου να έλθει να μείνει μετ εσένα δια να κάμεις παιδίν αρσενικόν οπου να λυθεί η πίκρα σου. Βράδυ θέλεις ειδεί εις τον ύπνον σου αυτόν τον θεόν τον Άμμωνα να έλθει εις εσέ, ο οποίος θέλει είναι η αφορμή της γεννήσεως του παιδίου. Οσάν τον ειδείς, τίποτα μην φοβηθείς, αλλά κάμε εκείνον που θέλει σου ειπεί. Ιδού, εγώ πηγαίνω δια να κάμω τες τέχνες μου δια να τον αναγκάσω να έλθει.
Επήγεν εις το σπίτιν του και έκαμεν τες μαγείες του, δια να φανερωθεί εις τον ύπνον της Ολυμπιάδος ωσάν ο θεός Άμμων.
Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΟΝΕΙΡΟΝ
Το βράδυ εις το όνειρον της η Ολυμπιάς είδε πώς ήλθεν ο Θεός Άμμων εις το παλάτιον της, την αγκαλίασε και έλαβεν μεγάλην θεραπείαν από αυτόν. Της εφάνη πώς την επλάκωσεν επάνω εις ένα χρυσόν κρεββάτι και της είπε,
-σήμερον η μήτρα σου θα λάβει παιδίον.
Ευθύς εξύπνησεν η Ολυμπιάς και κράζει τον Νεκτεναβόν και του λέει,
-Απόψε είδα τον θεόν εκείνον εις τον ύπνον μου, και επιθυμώ πολλά να μείνω με αυτόν.
Ο Νεκτεναβός την ηρώτησεν τι λογής τον είδε, και εκείνη του είπεν,
Ώς έναν τράγον μεγαλοκέρατον, και κάμε την τέχνη σου δια να μεταέλθει βράδυν.
Ο Νεκτεναβός της είπεν,
-Εάν θέλεις να λάβεις το ποθούμενον σου, δώς μου άδειαν να μείνω εις το παλάτιν σου, δια να κάμω συντροφίαν του Θεού του Άμμωνος.
Αυτή του απηλογήθει και του είπε,
-Σου δίδω κάθε ελευθερίαν να έχεις, μόνον αυτόν τον Θεόν να κάμεις δια να τον έχω εις συντροφίαν μου.
Ο Νεκτεναβός της απεκρίθει,
-Βράδυ θέλω σου τον φέρει χωρίς άλλο, και μείνε ήσυχη.
Ο ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΣ ΑΠΑΤΑ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Ωσάν έλαβεν ο Νεκτεναβός από την Ολυμιάδα την άδειαν δια να μείνει εις το παλάτιν της, επήγεν και επήρεν κέρατα μεγάλα και έναν τομάριν τράγου. Έβαλε τα κέρατα εις το κεφάλιν του, ενδύθει το δέρμα του τράγου γινόμενος σαν εκείνος θεός, και επήγε το βράδυ εις το κρεββάτιν της Ολυμπιάδος. Έμεινε με αυτήν ολίγην ώραν, έπειτα της είπε,
-Βασίλισσα το παιδίον οπου γεννηθεί, θέλει είναι αρσενικόν, θέλει έχει μεγάλες χάρες επάνω του, και θέλει ορίσει όλην την οικουμένην.
Τότε εκατέβει από το κραββάτι και εδιάβειν εις την κατοικίαν του.
Το ταχύ εσηκώθει η Ολυμπιάς και επήγεν εις τον Νεκτεναβόν και του είπεν,
-Απόψε με τον Θεόν έλαβα μεγάλην αγαλλίασην, και σε παρακαλώ κάμε τον να έρχεται κάθε βράδυ εις εμέ.
Ο Νεκτεναβός της είπε,
-Δος μου τελείαν την άδειαν να σου τον φέρνω κάθε βραδυ,
Η Ολυμπιάς του είπεν,
-Πάλιν θέλεις να σου δώσω άδειαν, εγώ σου είπα να μην έχεις κανέναν εμπόδιον , και κάμε εκείνον οπου ηξεύρεις.
Ωσάν επήρεν τέτοιαν ελευθερίαν ο Νεκτεναβός, ήτο πάντα με αυτήν, και έκανε εκείνο που επιθυμούσεν, ημέραν και νύχταν.
Απερνώντας καμπόσος καιρός, εγγαστρώθην η Ολυμπιάς, και άρχισε να αγροικά το παιδίον εις την κοιλίαν της. Κράζει τον Νεκτεναβόν και αρχίνησεν να κλαίει λέγουσα,
-Πώς να κάμω, αν ίσως και έλθει ο άνδρας μου και με εύρει αγγαστρωμένην, οπου φοβούμαι να μη με φονεύσει.
Ο Νεκτεναβός της είπεν,
-Άφησε εμένα την κυβέρνησην δι αυτήν την υπόθεσην.
ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Επήγεν ό Νεκτεναβός και επήρεν ένα πουλίον το λεγόμενον Κουκουβάγια, και έκαμε μέ αυτό ταις μαγείαις του, διά νά ιδή ενύπνιον ό Φίλιππος την έγγαστρίαν της Όλυμπιάδος. Βλέπει λοιπόν εις τό ονειρον του τόν Αμμωνα μέ την Όλυμπιάδα αντάμα, και τής έλεγεν όγλίγωρα θέλεις κάμει παιδι αρσενικον, το οποιον θέλει ορίσει ολην την οικουμένην. Αυτό βλέπωντας ό Φίλιππος ετρόμαξε, και εξύπνησε κράζοντας ευθύς ένα Μάγον όπου είχε, πολλά προκομμένον, και του έδιηγήθη το ονειρον. Ο Μάγος του απεκρίθη,
-αυτό τό ονειρον όπου είδες είναι αληθινον, και αυτον όπου είδες εις τό σπίτι σου, έχε τον διά θεόν σου, διατι οί θεοί ωρέχθηκαν την ευμορφίαν της Ολυμπιάδος, και ηθέλησαν να κάμουν παιδί με αυτήν.
Ώς ήκουσεν ό Φίλιππος, ηπατήθη εις αυτά τά λόγια, και ευθύς εμίσευσεν και επήγεν εις τό σπήτι του. Εύρεν εκεί την Όλυμπιάδα πολλά πικραμένην, και αυτός τήν έπαρηγορούσε λέγωντάς της,
-άν οι θεοι ηθέλησαν να κάμουν αυτό το πράγμα, ημείς τί ημπορούμεν να κάμωμεν; Αύτοι μας εξουσιάζουν, και μας κάνουν ότι θέλουν, μην έχης πλέον κακήν καρδίαν διά αυτό.
Ώς ήκουσεν η Όλυμπιάς εκείνο όπου της είπεν ό Φίλιππος, ότι έσμιξε θεός με αυτήν, όλη αγαλλίασε και εχάρη. Όμως μετ ολίγας ημέρας ηθέλησεν ο Φίλιππος να την εξετάξη πώς εσυνέβη αυτή η υπόθεσις, διατι ήτον εις αμφιβολίαν
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ
Μανθάνωντας τούτο ο Νεκτεναβός, ευθύς μετεμορφώθη εις ένα ζώον φοβερόν και ήτον το κεφάλι του ωσάν αετού, τα πτερά του ωσάν τοϋ Βασιλίσκου, και οι πόδες του ωσάν του Πάρδου. Ούτως έφανερώθη εις τήν μέσην, όπου εκάθητο ό Φίλιππος με όλους του τούς άρχοντας και με τήν Ολυμπιάδα, και εφώναξε μεγάλως, και επήγε να αγκαλιάση την Ολυμπιάδα, και την εφίλησε και έπειτα μεταμορφωθείς εις είδος γερακίου, επέταξεν. Ο Φίλιππος και οι περιεστώτες ετρόμαξαν από τον φόβον τους και ερωτούσαν τι να ήτον εκείνο το ζώον η δε Ολυμπιάς απεκρίθη και είπεν ότι αυτός ήτον ό θεός ό Άμμων. Ώς ήκουσεν ο Φίλιππος, εχάρη κατά πολλά, ότι έμελλε να κάμη παιδί με την χάριν των θεών.
ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ωσάν εγεννήθει τό παιδίν, έγιναν παρευθύς βρονταίς με άνεμον, και ήλθε κοντά της μιά αντάρα, και την περιεκύκλωσεν εις τρόπον όπου εφοβήθησαν μικροί και μεγάλοι. Ο Φίλιππος εχάρη κατα πολλά, και έδωκεν ορισμόν εις όλαις ταις χώραις του νά κάμουν όλοι μεγάλαις χαρές για την γέννησιν του παιδίου του. Το παιδίον ανετράφη και εσύντηχε, και όταν ήλθεν εις ηλικίαν τεσσάρων χρόνων, έκραξεν ο Φίλιππος τον μέγαν Αριστοτέλην τον διδάσκαλον, και του παρέδωσεν τον Αλέξανδρον δια να τον μάθη τα γράμματα. Ο Αλέξανδρος εις ολίγους χρόνους έμαθεν γραμματικήν, ρητορικήν, φιλοσοφίαν, και επρόκοπτε καλά, τα δε άλλα παιδία του σχολείου τον εφθονούσαν και τον εζήλευαν.
Μίαν ημέραν λέγει της μητρός του ο Αλέξανδρος,
-μητέρα μου, ποθώ να μάθω την Αστρονομίαν των Αιγυπτίων, και παράδωσε με εις τόν Νεκτεναβόν, ότι ήκουσα ότι είναι πολλά άξιος εις τα Αστρονομικά και Μαγικά.
Η Όλυμπιάς έκραξε τον Νεκτεναβόν και του παρέδωκε τον Αλέξανδρον να τον μάθει τες επιστήμες του.
Επήρεν τον λοιπόν ο Νεκτεναβός και τον εμάθαινεν τες επιστήμες του, από δε το ταχύ έως το γεύμα επήγαινεν ο αλέξανδρος εις τον αριστοτέλην και εμάθαινε, και από το γεύμα έως το βράδυ πάλιν επήγαινεν εις τον πονηρόν Νεκτεναβόν.
Μία των ημερών εσύναξεν τα παιδία ο Αριστοτέλης οπου είχεν εις το σχολείον του όλα τα συνομίληκα του Αλεξάνδρου, και τα έβαλεν εις δύο τάξεις. Εις την μίαν τάξην έβαλε τον Αλέξανδρο πρωτοστάτωρα. Εις δε την άλλην τάξιν έβαλε τον Πτολεμαίον. Τα αράδιασεν όλα κατά τάξιν, τους έδωκεν από έναν ξύλον εις το χέριν ολονών και τα επρόσταξε να πολεμήσουν το ένα μέρος με το άλλο. Άρχισαν να πολεμούν, ο δε Αλέξανδρος εμπήκεν εις την μέσην τους, τα εκατατσάκισε, τα ενίκησεν όλα και τα έφερεν εις το μέρος του.
Επήγεν και τον επήρεν από το χέρι και του είπεν,
-Αλέξανδρε, αν ίσως γένεις βασιλεύς και ορίσεις τον κόσμον όλον, τι καλόν θέλεις μου κάμεις;
Ο Αλέξανδρος απεκρίθει και του είπε,
-Διδάσκαλε, αν ίσως γένει αυτό που λέγεις και γίνω Αυτοκράτωρ του κόσμου όλου, εσένα θέλω κάμει μέγαν άνθρωπον, να είσαι πάντα μετ εμού.
Και ο Αριστοτέλης του είπε,
-Χαίρε λοιπόν, Αλέξανδρε Αυτοκράτωρ, ότι εις εσέ θέλει έλθει το βασίλειον να εξουσιάσεις όλον τον κόσμον.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ
Επήρεν ο Νεκτεναβός μιαν ημέραν τον Αλέξανδρον και τον ανέβασεν εις έναν πύργον δια να του δείξει τους πλανήτας του ουρανού. Εκεί τον ερώτησεν ο Αλέξανδρος και του είπεν,
-συ που ηξεύρεις τόσα, ηξεύρεις και πότε θέλεις αποθάνη;
Ο Νεκτεναβός του αποκρίθει,
-από τα χέρια του υιού μου θέλω λάβει θάνατον.
Ο Αλέξανδρος είπεν,
-πώς είναι δυνατίν ο υιός να φονεύσει τον πατέρα;
Και ευθύς τον έριξεν κάτω από τον πύργον λέγωντας του,
-αλησμόνησες διδάσκαλε την τέχνην σου επειδή δεν ήξευρες ότι θέλω σε φονεύσει εγώ.
Ο δε Νεκτεναβός εφώναξε, λέγωντας,
-διατί με εκρέμμησες, αφού εγώ είμαι ο πατέρας σου και σύ είσαι ο υιός μου;
Ο Αλέξανδρος του είπεν,
-πως είμαι εγώ υιός σου οπού ο πατέρας μου είναι ο Φίλιππος;
Ο δε Νεκτεναβός του εδιηγήθει τα πάντα, πώς είναι από την σποράν του και όχι από του Φιλίππου, και μετά την διήγησιν εξεψύχισεν.
Όταν είδεν ο Αλέξανδρος πως αυτός ήτον ο πατέτρας του, ελυπήθη κατά πολλά ότι έγινε πατροκτόνος , τον επήρεν εις τους ώμους του, τον επήγεν εις το σπίτιν του, και τον έκλαυσεν όλην εκείνην την ημέραν.
Έκραξεν ευθύς την μητέραν του και της είπεν,
-αλήθεια είναι αυτός ο πατέρας μου οπου τον είχες στο κραββάτι και σου έλεγε πως ο Θεός Άμμων έρχεται να κοιμάται με σένα και σε εγέλασεν;
Η Ολυμπιάς του ωμολόγησεν την κάθε υπόθεσην πώς ηπατήθει από αυτόν, και έκαμεν την μοιχείαν.
Ωσάν εβεβαιώθη καλά ο αλέξανδρος, οικονόμησε και τον έθαψαν με μεγάλην τιμήν ως διδάσκαλον του, ο δε Φίλιππος από αυτά, καμμίαν είδησιν δεν είχε.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΥ
Μίαν των ημερών έφεραν του Φιλίππου είδησιν, ότι εις την Λακίνιαν της Βασιλείας του εγεννήθη έναν άλογον πολλά θαυμαστόν, με ένα σημάδι εις το δεξιόν του ποδάρι, έχοντας το κεφάλι εις είδος βοϊδίου, και κέρατα μεγάλα έως μίαν πήχην. Παρευθύς ο βασιλεύς ώρισε να του το φέρουν, και εθαύμασεν εις την ευμοορφίαν του, και εις το σημάδιν οπου είχεν. επρόσταξε να το βάλουν εις έναν στάβλον, και κανείς δεν ετολμούσεν να το καβαλικεύσει, ή να το σιμώσει. Ο Αλέξανδρος επήγαινε συχνά εις αυτό, και το εχάιδευε, εκείνο δε το εχαίρονταν, εχυλιμηντρούσεν, και του έγλυφε το χέρι. Ο Φίλιππος κατα συνήθειαν μίαν φοράν την εβδομάδα, έδιδε θέλημα να κάμουν ιππόδρομον οι άρχοντες του με τους πρώτους καβαλλαρέους του, και τρέχοντας τα άλογα, αυτός εκάθετο και τους εκοίταζεν. Ο Αλέξανδρος επήγεν εις τον στάβλον κρυφά, εσέλλωσεν τον βουκεφάλαν, τον εκαβαλλίκευσεν ώσπερ να ήτον μαθημένος, και εβγήκεν εις τον ιππόδρομον. Ότι τον είδεν ο λαός και εκείνοι οπου έτρεχαν, τον επροσκύνησαν ωσάν υιόν του βασιλέα οπου ήτον. Ο Αλέξανδρος εζήτησεν τον Πτολεμαίον να τρέξουν μαζί, και ούτως αφέθηκαν εις το τρέξιμον. Ο Αλέξανδρος επέρασεν τον πτολεμαίον έως ενός τόξου βολήν και όλοι εθαύμασαν, διατί ο πτολεμαίος ήτον ο πρώτος εις το τρέξιμον. Εχάρην ο Φίλιππος θαυμάζοντας δια την καβάλλαν του, και δια το τρέξιμον το πολύν οπού έκαμε, και είπεν,
-ουρανέ, ήλιε και σελήνη, σήμερον να ηξεύρετε ότι στο σπαθί του Αλέξανδρου με τους μακεδόνας, θέλουν συντρίψει τα σπαθιά όλου του κόσμου.
Από εκείνην την ώρα ο Φίλιππος επρόσταξε να συναθροίζονται πεδία συνομήλικα του Αλεξάνδρου, δια να κάνουν άθλησιν εις τα πολεμικά όπλα, και να μαθαίνουν την τάξιν του πολέμου. Εσυνάζοντο λοιπόν καθημερινώς, ετόξευαν, εκτυπούσαν κονταριές, και πάντα ο Αλέξανδρος ενικούσεν εις όλα.
-ουρανέ, ήλιε και σελήνη, σήμερον να ηξεύρετε ότι στο σπαθί του Αλέξανδρου με τους μακεδόνας, θέλουν συντρίψει τα σπαθιά όλου του κόσμου.
Από εκείνην την ώρα ο Φίλιππος επρόσταξε να συναθροίζονται πεδία συνομήλικα του Αλεξάνδρου, δια να κάνουν άθλησιν εις τα πολεμικά όπλα, και να μαθαίνουν την τάξιν του πολέμου. Εσυνάζοντο λοιπόν καθημερινώς, ετόξευαν, εκτυπούσαν κονταριές, και πάντα ο Αλέξανδρος ενικούσεν εις όλα.
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Ως είδε ο Αλέξανδρος ότι όλα τα παιδία έμειναν νικημένα από λόγου του, εβουλήθει να πάει εις τον Μωρέαν, εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, όπου εσυνήθιζαν να κάνουν οι Έλληνεςεις κάθε πέντε χρόνους. Εις αυτούς ντους αγώνας εεπήγαιναν από όλα τα μέρη της γης, βασιλείς, ηγεμώνες, άρχοντες και κάθε λογής άνθρωποι οι οποίοι έκαναν κάθε λογής παιχνίδια. Άλλοι επάλευαν γυμνοί, άλλοι έτρεχαν πεζοί, άλλοι καβαλλαραίοι, άλλοι εις αμάξια, άλλοι έριχναν λιθάρι, και άλλοι έκαναν άλλα. Όποιος ενικούσε, ελάμβανε μεγάλες τιμές, και τον φήμιζαν παντού. Ο Αλέξανδρος ηθέλησεν να πηγαίνει εκεί, δια να δοκιμάσει αν ομοίως η τέχνη του τον βοηθεί, και έτσι έλαβε το θέλημα από τον πατέρα του. Ο Φίλιππος επρόσταξε να αρματώσουν έναν κάτεργον όλον περιχρυσωμένον, και ούτως ετοίμασαν όλα τα χρειαζόμενα δια το ταξίδιν, και έδωκεν πολλότατα αργύρια δια εξόδων.
Εμίσσευσεν ο Αλέξανδρος αντάμα με τον Πτολεμαίον, και μετ ολίγον καιρόν έφθασαν εις την επαρχίαν του Γαστουνιού, εις χώραν λεγομένην Πήσσα, εις την οποιαν εγίνοντο οι Ολυμπιακοί αγώνες. Εις αυτήν ήτο εκείνος ο θαυμαστός ναός του Ολυμπίου Διός.
Πηγαινόμενος εκεί, ήβρε τον υιόν του Δαρείου Νικόλαον ονομαζόμενον, με άλλα πολλά αρχοντόπουλα οπου είχαν πηγαίνει εκεί δια τους αυτούς αγώνας. Μίαν των ημερών, εσυναντήθησαν ο Αλέξανδρος με τον Νικόλαον. Ο Αλέξανδρος εχαιρέτησε τον Νικόλαον, ο δε Νικόλαος ως υπερήφανος που ήτο, δεν εκατεδέχθει τον χαιρετισμόν του. Ευθύς ο Αλέξανδρος του είπεν,
-όντως υιός είσαι του υπερήφανου Δαρείου, που ονομάζει του λόγου του θεόν, όμως εσύ, ωσάν και αυτός, από την πολλήν σας υπερηφάνεια, ογλήγωρα θέλει πέσετε κάτω. Αύριον μάλιστα, σε έχω καλεσμένον εις τον αγώναν δια να τρέξωμεν, και να ειδείς πως θέλεις πέσεις από την υπερηφάνεια σου.
Ο Νικόλαος του υπεσχέθει ότι την ερχόμενην ημέραν να εύγουν εις τον αγώνα.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΝΙΚΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΝ
Την ερχομένην ημέραν ευγήκαν και οι δύο Καβαλλαραίοι ωσάν δυό αετοί επάνω εις τα άλογα και άρχισαν δια να τρέχουν. Εις το πρώτον τρέξιμον με επιτηδειότητα ο Αλέξανδρος έκαμε και εσκόνταψε το άλογον του Νικολάου ο οποίος έπεσε κάτω νεκρός, δια να τον επλάκωσεν η σέλλα. Ο Αλέξανδρος βλέποντας ότι ο Νικόλαος εσκοτώθη, εχάρηκε πολλά ότι εκέρδισε. Τότε ο λαός ευθύς εστεφάνωσε τον Αλέξανδρον και εκυρήχθη παντού το όνομα του δια την νίκην του. Ο δε Αλέξανδρος και οι άνθρωποι του εμίσευσαν δια την πατρίδα με χαράν μεγάλην.
Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Φθάνωντας ο Αλέξανδρος εις την Μακεδονίαν, έμαθε πώς ο Φίλιππος άφησε την Ολυμπιάδα και ενυμφεύθην άλλην και έκαμνεν εκείνες τις μέρες τους γάμους. Του εκακοφάνη κατά πολλά, και πηγαίνωντας ανέβη εις το παλάτιν. Ο Φίλιππος τον εδέχθη μετα χαράς, και τον έβαλε κοντά του εις την τράπεζαν. Ήλθεν και η Ολυμπιάς εις το μέσον τους, λέγουσα προς τον Αλέξανδρον. Υιέ μου, πώς αντέχεις να βλέπης τη μητέρα σου ζωντανή και ο πατέρας σου να με αφήση δια να πάρει άλλην; Ως ήκουσεν αυτά ο Αλέξανδρος, άναψεν από τον θυμόν του, εσηκώθη ευτύς, και επήρεν ένα σκαμνίον, με το οποίον εφόνευσε τρεις άρχοντες από εκείνους οπυ έκαμαν την προξενείαν, οι δε λοιποί έφυγαν και εγλύτωσαν τον θάνατον. Ούτως εχάλασαν οι γάμοι, ο δε Φίλιππος από την πίκραν του και εντροπήν, έπεσεν εις αρρώστιαν.
ΟΙ ΚΟΥΜΑΝΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ
Ως ήκουσαν οι Κουμάνοι ότι ήτον άρρωστος ο Φίλιππος, εσηκώθησαν με εκατόν πενήντα χιλιάδες στράτευμα, και ήλθον εις τα σύνορα της Μακεδονίας. Ευθύς οπου το έμαθεν ο Φίλιππος έπεσεν εις μεγάλην λύπην, έκραξε τον Αλέξανδρο και του είπεν,
-έπαρε υιέ μου τα φουσάτα μας, και σύρε κατα πάνω των εχθρών μας, ότι ΄φθασαν εις τον τόπον μας.
Παρευθύς ο Αλέξανδρος εσύναξε τα φουσάτα οπου ήσαν εις την Μακεδονίαν έως τριάκοντα χιλιάδες και επήγεν εις συνάντησην των εχθρών. Μαθάνωντας ότι ήσαν οι εχθροί εκεί κοντά συναμένοι, επήγε δια νυκτός άξαφνα και τους επλάκωσεν. Οι Κουμάνοι βλέποντες άξαφνα τα στρατεύματα των Μακεδόνων οπόθεν δέν το απαντέχεναν, ετρόμαξαν, και εσέβησαν εις μεγάλους λογισμούς.
-έπαρε υιέ μου τα φουσάτα μας, και σύρε κατα πάνω των εχθρών μας, ότι ΄φθασαν εις τον τόπον μας.
Παρευθύς ο Αλέξανδρος εσύναξε τα φουσάτα οπου ήσαν εις την Μακεδονίαν έως τριάκοντα χιλιάδες και επήγεν εις συνάντησην των εχθρών. Μαθάνωντας ότι ήσαν οι εχθροί εκεί κοντά συναμένοι, επήγε δια νυκτός άξαφνα και τους επλάκωσεν. Οι Κουμάνοι βλέποντες άξαφνα τα στρατεύματα των Μακεδόνων οπόθεν δέν το απαντέχεναν, ετρόμαξαν, και εσέβησαν εις μεγάλους λογισμούς.
ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΟΥΜΑΝΩΝ
Το μεσονύκτιον έδωκαν οι Κουμάνοι εις φυγήν με όλον το φουσάτο τους. Ο Αλέξανδρος επήγε στο κατόπιν τους κυνηγώντας τους. Όσο να εύγη ο ήλιος έσμιξαν τα φουσάτα αντάμα και έδωκαν πόλεμον. Ετσακίστηκαν οι Κομάνοι ωσάν τα πρόβατα όταν τα διώκουν λύκοι πολλοί, επειδή ο Αλέξανδρος τους εδίωκε τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. Εκοτώθηκαν από τους Κουμάνους σαράντα χιλιάδες λαός, και από τους Μακεδόνας δύο χιλιάδες . Εσκοτώθη ο βασιλέας τους Απλαμέσης.
Ο Αλέξανδρος όρισε να έρθουν οι μεγιστάνες και οι στραγτιωτικοί του όλοι, και είπε προς αυτούς,
-είδετε συντρόφοι μου και αγαπημένοι μου φίλοι, πώς με τη δύναμη και τη συνεργασία του Θεού, ενικήσαμεν τους Κουμάνους;
Μετά ταύτα εγύρισεν ο Αλέξανδρος να έρθει προς τον βασιλέα Φίλιππο, σέρνωντας μαζί του δέκα χιλιάδες. Τότε πάλιν είπεν προς τους Κουμάνους,
-βλέπετε άρχοντες Κουμάνοι πώς σας επαράδωκεν ο Θεός στα χέρια των Μακεδόνων επειδή τα σπαθία σας ετσακίσθηκαν, τα δε των Μακεδόνων εικονίσθησαν από εσάς και από τον βασιλέα σας τον Απλαμέση; Εσας δε, τους άρχοντες και αυθεντάδες σας επιάσαμεν ζωντανούς. Εάν θέλετε λοιπόν να έχετε τη ζωήν σας και τον τόπον σας, να τον σμίξετε με την Μακεδονίαν και να ήσθε ιδικοί μου.
Ώ της καλής ελεημοσύνης και ευσπλαχνίας του Αλέξανδρου που τους εκυβέρνησε τους Κουμανίτας, και τους ελυπήθη.
ΟΙ ΚΟΥΜΑΝΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ
-Βασιλεύ Αλέξανδρε, επειδή ο Θεός σε εβοήθησε και εσκότωσες τον βασιλέαν μας τον Απλαμέση, και εμείς ιδικοί σου είμασθεν. Πέψαι μας αφέντην να έχωμεν από τους άρχοντας σου, και δώσε μας συμπάθιον.
ΝΕΟΣ ΑΦΕΝΤΗΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΟΥΜΑΝΟΥΣ
Ο ΑΝΑΞΑΡΧΟΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Ο Ανάξαρχος ο βασιλεύς της Πελαγωνίας, ακούσας ότι ο Αλέξανδρος λείπει με τα φουσάτα του εις την Μακεδονίαν, έκαμεν μίαν πονηρίαν.
Πότε καιρόν ήρχετο εκ Περσίας από ταξίδιον και διαβαίνωντας εις τη Μακεδονίαν, εφίλευσεν τον ο Φίλιππος, και με δώρα τον απέστειλεν. Ο Ανάξαρχος είδε την Ολυμπιάδα και ετοξεύθει από τον έρωτα. Δεν ήκουσεν ο άθλιος τους λόγους του Σολομώντος, τους λόγους οπου λέγουν,
άνθρωπε άς είσαι ευχαριστημένος και ανπαυμένος εις την αγάπην της γυναικός σου κθώς σου έτυχε, και μη εις ξένην γελασθείς, ίνα μη πάθεις πλέον παρα εκείνα οπου πράξεις, χάνωντας την ζωήν σου ομού με τον πλούτον σου.
Λοιπόν ο Ανάξαρχος εσύναξε τα φουσάτα του χιλιάδες δώδεκα και επήγεν εις το κάστρον του Φίλιππου, και του είπεν,
Εις βοήθειαν σου ήλθα βασιλεύ,
Αλλά ο σκοπός του ήταν να εύρη άδειαν να πάρει την Ολυμπιάδαν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
...ΑΠΟ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Η ΡΟΞΑΝΔΡΑ ΣΚΟΤΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΛΥΠΗΝ
Από συνέχειαν...
-άρχοντες σας παρακαλώ να εξεβείτε ολίγον έξω, μήπως και συνέλθει η καρδία μου.
Εξέβησαν οι άρχοντες, και μένοντας η Ροξάνδρα μοναχή, εφίλησε τον Αλέξανδρο τρεις φορές, και είπεν,
-εγώ δεν δύναμαι πλέον να υπομαίνω τον θάνατον σου, και αγαπημένε Αλέξανδρε, κάλιον έχω να αποθάνω σήμερον μετα σού, παρά να ζω χωρίς να σε βλέπω, Βασιλέα μου.
Τότε ευγάνει το παραμάχαιρον του Αλέξανδρου από την ζώνην του, και καρφώνοντας το εις την καρδίαν της, εσφάγει και εξεψύχησεν την ώραν εκείνην.
Ο ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Οπόταν ήλθον οι άρχοντες μέσα ευρόντες την Ροξάνδραν εσφαγμένην, ελυπήθηκαν και δια εκείνην πολλά. Τότε ώρισεν ο Πτολαιμαίος και ο Φιλόνης, να κάμουν δύο σεντούκια χρυσά και έβαλαν τα δύο σώματα μέσα, και τα επήγαν εις την Αλεξάνδρειαν εις την πόλην οπου έκτισεν ο Αλέξανδρος. Έκαμαν δύο στύλους υψηλούς και έβαλαν τα σώματα με τα σεντούκια τα χρυσά επάνω εις τους στύλλους. Τα αποχαιρέτησαν οι άρχοντες με κλαυθμόν και οδυρμόν, και ύστερον εχωρίσθησαν. Και επήγαν κάθε ένας εις το βασίλειον του, καθώς τα εδιόρησεν ο Αλέξανδρος εις την διαθήκην του. Απέθανεν ο Αλέξανδρος εις ηλικίαν χρόνων τριάκοντα τριών, και εβασίλευσεν μόνον δέκα οκτώ. Είχεν όλαις τες χάραις επάνωθεν του, την ανδρείαν, την ωραιότηταν, την σωφροσύνην, την ελεημοσύνυην, την δικαιοσύνην και την ημερότητα.
ΗΘΙΚΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ιδού εμπρός εις τους οφθαλμούς σου ώ άνθρωπε, έν ωφέλιμον παράδειγμα. Στοχάσου εις τον θάνατον του Μεγάλου Αλεξάνδρου την ανθρωπότητα, και ότι η ζωή ετούτη είναι ως περ το λουλούδι του λειβαδιού οπου το δρεπάνι το κόπτει, ή ο ήλιος το ξηραίνει και το φθείρει, και εις ολίγον διάστημα χάνεται. Ούτως είναι η ζωή μας, οπου σήμερον είμεθα εις τον κόσμον με πλούτη, με δόξες και τιμές, αύριον δε, είμεσθεν από το δρεπάνι του θανάτου θερισμένοι. Τι τον ωφέλησαν τον Αλέξανδρον οι τόσες ανδραγαθείες οπου έκαμεν, οι τόποι οπου εκέρδισεν, και τα άπειρα πλούτη που έλαβεν.
‘Όταν ήλθεν ο θάνατος όλα τα ελησμόνησεν, όλα τα άφησεν, και πλέον δεν τα εστοχάζετο, δια το να είδεν ότι δεν ήτον αρκετός να αποφύγει το δρεπάνι του πικρού θανάτου. Έκλινε την κεφαλήν του εκείνος οπου τον επροσκύνησαν όλοι οι βασιλείς της γης. Εχώρεσεν ένας μικρός τάφος εκείνον οπου δεν τον εχωρούσεν ο κόσμος όλος, δια να ευχαριστήσει την γνώμην του.
Ο θάνατος δεν κάμνει καμμίαν διαφοράν από βασιλέα εις υπήκοον, από πλούσιον εις πτωχόν, από νέον εις γέρονταν, αλλά όλους όμοια τους έχει, και κανέναν δεν εντρέπεται. Τίποτες εκείνην την ώραν δεν θέλομεν πάρει κοντά μας από όλα όσα αποκτήσαμεν εις ετούτον τον κόσμον, αλλά μόνον η ψυχή μας θέλει πάρει τα όσα αποκτά, τόσον καλά, ωσάν και κακά. Δια τούτο θέλομεν λάβει πλουσίαν την ανταπόδοσιν, την ζωήν την αιώνιον. Από δε τα σωματικά, ας μην ελπίζωμεν κανένα όφελος, διατί όλα είναι μάταια. Κατά τον Σολομώντα, «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
ΤΕΛΟΣ