Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΔΙΔΑΧΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια συλλογή απο ιδαχτικές ιστορίες, παραβολες, διαλογισμούς και θαυματα, παλιες δημοσιευσεις στην εφημεριδα της Χλωρακας

 

Μία διδακτική ιστορία

Μία γυναίκα που φορούσε ένα ξεθωριασμένο καρό φουστάνι με το σύζυγό της, ντυμένο με ένα φτωχικό κοστούμι, κατέβηκαν από το τρένο στη Βοστώνη και κατευθύνθηκαν προς το γραφείο του προέδρου του Πανεπιστημίου Harvard. Δεν είχαν ραντεβού.Η γραμματέας μπορούσε να καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι τέτοιοι επαρχιώτες δεν είχαν καμία δουλειά στο Harvard.
"Θα θέλαμε να δούμε να δούμε τον πρόεδρο" είπε ο άντρας με χαμηλή φωνή.
"Θα είναι απασχολημένος όλη μέρα" απάντησε η γραμματέας κοφτά.
"Θα περιμένουμε" απάντησε η γυναίκα.
Για ώρες η γραμματέας τους αγνοούσε, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα απογοητευτούν και θα φύγουν. Καθώς όμως είδε ότι δεν έφευγαν, η γραμματέας αποφάσισε να ενοχλήσει τον πρόεδρο, παρόλο που δεν το ήθελε με τίποτα.
"Ίσως αν τους δείτε για ένα λεπτό, να φύγουν" του είπε!
Εκείνος αναστέναξε με αγανάκτηση και έγνεψε θετικά. Κάποιος τόσο σημαντικός όσο αυτός σίγουρα δεν είχε το χρόνο να δέχεται ανθρώπους ντυμένους με ξεθωριασμένα καρό φουστάνια και φτωχικά κοστούμια. Ο πρόεδρος στράφηκε προς το ζευγάρι με ύφος βλοσυρό και αλαζονικό.
Η γυναίκα του είπε "Είχαμε έναν γιο που φοίτησε στο Πανεπιστήμιό σας για ένα χρόνο. Το αγαπούσε και ήταν πολύ ευτυχισμένος εδώ. Αλλά δυστυχώς πριν από ένα χρόνο σκοτώθηκε απρόσμενα. Ο άντρας μου και εγώ θα θέλαμε να χτίσουμε ένα μνημείο για αυτόν στο χώρο του Πανεπιστημίου."
Ο πρόεδρος δεν συγκινήθηκε καθόλου. Αντιθέτως εκνευρίστηκε.
"Κυρία μου" απάντησε με αναίδεια "δεν μπορούμε να βάζουμε αγάλματα για κάθε άνθρωπο που φοίτησε στο Harvard και πέθανε. Αν το κάναμε, τότε αυτό το μέρος θα έμοιαζε με νεκροταφείο."
"Οχι" απάντησε γρήγορα η γυναίκα, "δεν θέλουμε να στήσουμε ένα άγαλμα. Σκεφτήκαμε να δωρήσουμε ένα κτίριο στο Harvard."
Ο πρόεδρος γύρισε τα μάτια του. Έριξε μία ματιά στο ξεθωριασμένο καρό φουστάνι και το φτωχικό κοστούμι και φώναξε: "Ένα κτίριο! Έχετε ιδέα πόσο κοστίζει ένα κτίριο; Έχουμε περισσότερα από επτάμισι εκατομμύρια δολάρια σε κτίρια εδώ στο Harvard."
Για μία στιγμή η γυναίκα έμεινε σιωπηρή. Ο πρόεδρος χαμογέλασε χαιρέκακα. Ίσως ήρθε η ώρα να τους ξεφορτωθεί. Η γυναίκα στράφηκε προς τον άντρα της και είπε ήρεμα:
"Μόνο τόσα χρειάζονται για να φτιάξει κανείς ένα πανεπιστήμιο; Γιατί δεν φτιάχνουμε το δικό μας τότε;"
Ο σύζυγος έγνεψε θετικά. Το πρόσωπο του προέδρου κιτρίνισε και καταλήφθηκε από σύγχυση.
Ο κύριος και η κυρία Leland Stanford σηκώθηκαν όρθιοι και βγήκαν έξω. Ταξίδεψαν μέχρι το Palo Alto στην Καλιφόρνια όπου ίδρυσαν το Πανεπιστήμιου που φέρει το όνομά τους, το Πανεπιστήμιο Stanford, στη μνήμη ενός γιού τον οποίο το Harvard είχε ξεχάσει.
Ποτέ δεν κρίνουμε τους άλλους  απο  τα ρούχα που φοράνε. Ας μην ξεχνάμε οτι ο Χριστός φορούσε μόνο ενα χιτώνα...

Ο κύκλος της χαράς

Κάποια μέρα ένας χωρικός χτύπησε δυνατά την πόρτα ενός μοναστηριού. Όταν ο αδελφός θυρωρός άνοιξε, εκείνος του έδωσε ένα θαυμάσιο τσαμπί σταφύλια.
 - Αγαπητέ αδελφέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.
- Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
- Όχι! Για σένα τα έφερα.
- Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
- Ναί! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου,την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι' αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: "θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του".
Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: "Ο αδελφός μάγειρας μ' έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί".
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
"Είναι για σένα", είπε ο άρρωστος αδελφός. "Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ' επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ' αυτό το δημιούργημα του θεού".
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα - αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ' εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πρίν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
"Να το απολαύσεις", είπε. "Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς".
Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος
.

Γαμπρός κεραμιδάς, γαμπρός περιβολάρης.
Μια φορά ένας είχε δύο γαμπρούς, έναν κεραμιδά κι έναν περιβολάρη. Μια μέρα αποφάσισε να πάει να τους δει. Εκεί που ρώταγε τον καθένα πως περνάει, ο περιβολάρης του έλεγε: «Αν δε βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος, γιατί θα ξεραθεί το περιβόλι μου». Ο άλλος έλεγε: «Αν βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος γιατί δεν θα ξεραθούν τα κεραμίδια μου». Όταν γύρισε στο σπίτι του, τον ρωτάει η γυναίκα του: «Τι κάνουν οι γαμπροί μας;» Και της απαντά: «Βρέξει δε βρέξει, κάποιον θα πάρει ο διάβολος από τους δύο».

Ο κύκλος

Είναι μία υγρή ημέρα σε ένα μικρό ιρλανδικό χωριό.
Βρέχει ακατάπαυστα και οι δρόμοι είναι άδειοι. Οι καιροί είναι δύσκολοι, όλοι χρωστάνε και ο καθένας ζει με πίστωση. Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα, ένας πλούσιος Γερμανός τουρίστας οδηγει μέσα από το χωριό, σταματά σε ένα τοπικό ξενοδοχείο, αφήνει 100 ευρώ στο γραφείο της ρεσεψιόν, λέγοντας στον ξενοδόχο ότι θέλει να ελέγξει τα επάνω δωμάτια ώστε να βρει κάποιο για να περάσει τη νύχτα.
Ο ξενοδόχος του δίνει μερικά κλειδιά και μόλις ο επισκέπτης αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά, αρπάζει τα 100 ευρώ από το τραπέζι και τρέχει στο διπλανό κατάστημα του χασάπη για να ξεπληρώσει το χρέος του. Ο χασάπης παίρνει τα 100 ευρώ και αμέσως πάει λίγο πιο κάτω για να ξεπληρώσει το χρέος του στον χοιροτρόφο.
Μετά ο χοιροτρόφος σπεύδει με τα 100 ευρώ να πληρώσει τον λογαριασμό του στον προμηθευτή ζωοτροφών.
Ο τύπος που δουλεύει εκεί λαμβάνει τα 100 ευρώ και
τρέχει να πληρώσει τα ποτά που χρωστάει στο μπαράκι του χωριού. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ δίνει πονηρά κάτω από το τραπέζι τα 100 ευρώ που χρωστούσε σε μία γυναίκα θαμώνα του μπαρ, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει μείνει άνεργη και έχει αναγκαστεί να προσφέρει έξτρα υπηρεσίες σε μοναχικούς άντρες. Η γυναίκα χώνει τα 100 ευρώ βαθιά μέσα στην τσέπη του τζην της και με γοργό βήμα καταφτάνει στο ξενοδοχείο που βρίσκεται ο Γερμανός τουρίστας. Επιτέλους ξεπληρώνει εκείνο το δωμάτιο που είχε νοικιάσει πριν μερικές ημέρες. Τα 100 ευρώ τα παραλαμβάνει, ποιος άλλος, ο ξενοδόχος. Τα ακουμπά αμέσως στο τραπέζι, εκεί που τα είχε αφήσει ο πλούσιος τουρίστας, έτσι ώστε να μην κινήσει την παραμικρή υποψία. Ο Γερμανός, μετά από λίγο, κατεβαίνει από τα σκαλιά, δηλώνοντας ότι δεν του άρεσε κάποιο από τα δωμάτια. Παίρνει τα 100 ευρώ πίσω, μπαίνει στο αυτοκίνητό του και εγκαταλείπει την πόλη. Κανένας δεν παρήγαγε τίποτα. Κανένας δεν κέρδισε τίποτα. Όμως οι κάτοικοι του χωριού έπαψαν να χρωστούν και μπορούν τώρα να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Κάπως έτσι λειτουργεί σήμερα και η παγκόσμια οικονομία, με τα πακέτα στήριξης!

Σε ένα κεφάλαιο του αριστουργηματικού μυθιστορήματοε «Αδελφοί Καραμάζoφ» το οποίο ο Ντοστογιέφσκι ονομάζει «Το Κρεμμυδάκι», περιγράφει την εξής παραβολική ιστορία:
«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Δεν αγαπούσε κανέναν -πέρα από τον εαυτό της-, δεν είχε κάνει ποτέ και σε κανέναν καλό και μόνο κακό λόγο είχε να πει για όλους. Όταν πέθανε, την άρπαξαν οι δαίμονες και την πέταξαν στη Φλογισμένη Λίμνη της Κολάσεως.
Μόλις το αντιλήφθηκε ο φύλακας άγγελός της (ω ναι, όσο στριμμένοι κι αν είμαστε, όλοι έχουμε κι από έναν…) κάθισε και σκέφτηκε, “Πρέπει να θυμηθώ κάποια καλή της πράξη για να διηγηθώ στο Θεό ώστε να σώσει τη ψυχή της”. Θυμήθηκε και χαρούμενος όπως ήταν, πάει στο Θεό:
“Αυτή, του λέει με ενθουσιασμό, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο από το περιβόλι της και το έδωσε σε έναν ζητιάνο που πεινούσε”.
Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε, λοιπόν, εκείνο το κρεμμυδάκι και πήγαινε πάνω από τη λίμνη. Κράτα γερά το κρεμμυδάκι από τη μία άκρη και πες στη γριά να πιαστεί από την άλλη. Μόλις πιαστεί, τράβα την. Αν καταφέρεις να την τραβήξεις έξω από τη λίμνη, τότε δικαιούται να πάει στον Παράδεισο. Όμως… αν σπάσει το κρεμμυδάκι, σημαίνει πως η ψυχή της ανήκει στην Κόλαση”. Έτρεξε βιαστικά ο άγγελος στη γριά και της φώναξε, “Έλα, πιάσου γερά από το κρεμμυδάκι και εγώ θα σε τραβήξω έξω”. Κι άρχισε να την τραβάει προσεκτικά.
Την είχε βγάλει σχεδόν ολόκληρη από τη λίμνη και της χαμογελούσε γεμάτος ελπίδα, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί που την τραβούσε έξω, γαντζώθηκαν από τα πόδια της, για να σωθούν κι αυτοί. Μα η γυναίκα ήταν πραγματικά κακότροπη, άσπλαχνη, κι άρχισε να τους κλωτσάει με μανία! “Εμένα θέλει να σώσει, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι, όχι δικό σας, ΔΙΚΟ ΜΟΥ!” Μόλις η γριά ξεστόμισε αυτά τα λόγια, το κρεμμυδάκι έσπασε κι αυτή έπεσε πάλι στη λίμνη και στα έγκατα της λήθης…»

Η ιστορία αυτή συνέβηκε σε κάποιο πανεπιστήμιο της Αγγλίας.
Μια παρέα τεσσάρων φίλων τη παραμονή των εξετάσεων βάλθηκαν να το ξενυχτήσουν αδιαφορώντας για το αυριανό διαγώνισμα. Αφού ξενύχτησαν και ήπιαν ο κάθε ένας από ένα μπουκαλάκι ποτό, επόμενο ήταν να μη μπορέσουν να πάνε στις εξετάσεις κινδυνεύοντας έτσι να χάσουν ολόκληρη τη χρονιά. Αφού κατάφεραν να συνέλθουν πάνε στον καθηγητή και ο πιο έξυπνος της παρέας λέει ως δικαιολογία ότι « Είχαμε πάει στη γιορτή του θείου μου που βρίσκεται μακριά και μας έσκασε το λάστιχο του αυτοκίνητο, έτσι καθυστερήσαμε να έρθουμε. Γι αυτό το λόγο σας ζητάμε αν είναι δυνατόν να γράψουμε μόνοι μας.»
Ο καθηγητής συμφώνησε αμέσως να γράψουν και πείρε τους 4 φοιτητές. Τους έβαλε όμως ξεχωριστά τον κάθε ένα σε διαφορετικές αίθουσες. Το διαγώνισμα που τους έβαλε είχε 2 ερωτήσεις. Η μια ήταν ένα απλό θεωρητικό κομμάτι που το γνώριζαν όλοι. Η δεύτερη ερώτηση που έπαιρνε και το 95 % του βαθμού έλεγε : « Πιο λάστιχο έσκασε ;»

Τίποτα αξιόλογο δεν κατακτάται χωρίς προσπάθεια.
Ένας καθηγητής Βιολογίας εξηγούσε στους μαθητές του πώς μια κάμπια γίνεται πεταλούδα.Τους είπε λοιπόν ότι, κατά τις επόμενες δύο ώρες, η πεταλούδα θα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι και αφού τόνισε ότι κανείς δεν πρέπει να τη βοηθήσει, έφυγε.
Οι μαθητές περίμεναν και κάποια στιγμή άρχισε η διαδικασία. Η πεταλούδα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι, όταν ένας από τους μαθητές τη λυπήθηκε και αποφάσισε να τη βοηθήσει παρά τις ρητές εντολές του καθηγητή. Έσπασε λοιπόν το κουκούλι και η πεταλούδα, η οποία δεν χρειαζόταν πια να καταβάλει καμία προσπάθεια, λίγο αργότερα πέθανε.
 Όταν επέστρεψε ο καθηγητής και του είπαν τι είχε συμβεί, εξήγησε στον μαθητή ότι, στην πραγματικότητα, βοηθώντας την πεταλούδα, τη σκότωσε, γιατί, σύμφωνα με τον νόμο της φύσης, η προσπάθεια της πεταλούδας να βγει από το κουκούλι τη βοηθά να δυναμώσει τα φτερά της.
Ο μαθητής της στέρησε την προσπάθεια και έτσι, η πεταλούδα πέθανε. Ας εφαρμόσουμε την ίδια αρχή και στη ζωή μας, σύμφωνα με την οποία τίποτα αξιόλογο δεν κατακτάται χωρίς προσπάθεια.


Η αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της φιλίας.
Δύο ταξιδιώτες φίλοι περνούσαν κάποτε από το δάσος και συνάντησαν μια αρκούδα. Ο ένας έτρεξε γρήγορα και ανέβηκε σε ένα δέντρο, ενώ ο άλλος δεν τα κατάφερε. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να πέσει στο έδαφος και να κάνει τον νεκρό για να τον αγνοήσει η αρκούδα. Όντως, η αρκούδα, αφού τον μύρισε για λίγο στο αυτί, έφυγε. Τότε ο σύντροφος του κατέβηκε από το δέντρο και τον ρώτησε:
"Τί έκανε στο αυτί σου η αρκούδα;". Ο άλλος απάντησε: "Μου είπε να μην εμπιστεύομαι τον φίλο που με εγκαταλείπει όταν τον χρειάζομαι".

Η Αλήθεια και το Ψέμα.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν κάποτε η Αλήθεια,ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Όλος ο κόσμος την αγαπούσε και την έβαζε στο σιτίτι του. Από την άλλη μεριά, ένα κακάσχημο τέρας,που μόνο στην όψη του τρόμαζε τους ανθρώπους,αναγκαζόταν να ζει κρυμμένο στις σπηλιές,πάντα έβρισκε τις πόρτες του κόσμου κλειστές για αυτό...
Έτσι λοιπόν αποφάσισε να κυρήξει πόλεμο στην αλήθεια...
Βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο έτοιμοι για Μάχη .. Δέκα μέρες και δέκα νύχτες πάλευαν ασταμάτητα, τα σπαθιά τους έβγαζαν φλόγες, τίποτα δεν σταμάταγε το Ψέμα μέχρι να υπάρξει κάποιος νικητής. Η Αλήθεια πάλευε με όλη της την δύναμη.Η κούραση ήταν χαραγμένη στα πρόσωπα τους, αλλά κανείς νικητής κανείς νικημένος ακόμα. Για μια στιγμή βρήκαν το κουράγιο να σηκώσουν και οι δυο τα σπαθιά τους, η ένταση ήταν στο ζενίθ της, ο στόχος ήταν το κεφάλι του αλλουνού.. Τι σύμπτωση όμως... Η Αλήθεια κατάφερε να κόψει το κεφάλι του Ψέματος και το Ψεμα να κόψει το κεφάλι της Αλήθειας... Για μια στιγμή σιγή... Άρχισαν να ψάχνουν στα τυφλά τα κεφάλια τους. Δυστυχώς όμως η Αλήθεια πήρε το κεφάλι του Ψέματος και το Ψέμα το κεφάλι της Αλήθειας..... Και απο τότε ο κόσμος δυσκολεύετε να τους αναγνωρίσει..Το ψέμα γίνεται αλήθεια και η αλήθεια ψέμα.....

Περι λοιδορίας, η Λοιδοριά το δένδρο
Λοιδορία είναι η κακολογία, η ύβρη, η καταλαλιά εις βάρος κάποιου. Ο λοίδορος είναι μοχθηρός, επιρρεπής στο να κατηγορεί και στις ύβρεις. Εχει ακάθαρτη καρδιά. Το πνευμα του ειναι διεστραμμένο κα η ψυχη του μοχθηρή. Το στομα του ειναι διεστραμμένο, η γλώσσα του πονηρή, τα χείλη του βέβηλα, οι λόγοι του αδικοι. Γίνεται πικρος δικαστης του αδελφου του, τον κατακρίνει χωρις απολογία, ανηλεης και αδυσώπητος του επιτίθεται και του απαγγέλει την καταδίκη του. Ο λοίδορος καθόλου δν διαφέρει απο τον δολοφόνο, διότι ο μεν αφαιρει τη ζωή, ενω ο δε την τιμή, δηλαδη το βάθρο πάνω στο οποιο στηρίζεται η ζωή. 
Όταν μαθεύτηκε ότι οι Εβραίοι καταδίκασαν το Χριστό να τον σταυρώσουν, μαζεύτηκαν τη νύχτα όλα τα δένδρα και αποφάσισαν να μη δώσουν το ξύλο τους για να φτιαχτεί ο σταυρός. Αλλά όπως μέσα στους δώδεκα Αποστόλους, βρέθηκε και ένας Ιούδας, έτσι μέσα στα άλλα δέντρα βρέθηκε και η Λοιδοριά κι αυτή μονάχα είπε πως, δεν το παραδέχεται αυτό. Όλα τ' άλλα φυτά την αναθεμάτισαν τότε κι είπαν να είναι πάντα αφορεσμένη για τη φοβερή προδοσία της. Την ώρα που οι Εβραίοι τεχνίτες δοκίμασαν να φτιάξουν το σταυρό, είδαν με απορία τους πως, ότι ξύλο έπιαναν, δεν άφηνε να το πελεκούν και να το κάνουν όπως θέλουν, μόνο στριφογύριζε και έσπαζε και χαλούσε και πως όλοι οι κόποι τους πήγαιναν χαμένοι. Αφού τα δοκίμασαν όλα τα ξύλα και δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν το θέλημά τους, έπιασαν και ξύλο Λοιδοριάς και μόνο αυτό δεν τους έκανε αντίσταση και έτσι έφτιαξαν το σταυρό. Γι’ αυτό η Λοιδοριά είναι καταραμένο δέντρο και γι’ αυτό οι ξυλοκόποι στα βουνά το αποφεύγουν για να μη λερώσουν το τσεκούρι τους και να μη μαγαρίσουν μ’ αυτό την καθάρια φλόγα της φωτιάς.  

Ο Αϊ Λιάς
Ο α  Λιας ήταν ναύτης και πέρασε παραλυμένη ζωή. Ύστερα όμως μετανόησε για όσα έκαμε και εσιχάθη τη θάλασσα. Άλλοι πάλι λένε πως, επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές κόντεψε να πνιγεί, εβαρέθη τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει εις μέρος που να μην ηξεύρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι τα καράβια. Βάνει το λοιπόν στο νώμο του το κουπί του και βγαίνει στη στεριά, και όποιον απαντούσε, τον ερωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει. Όσο του έλεγαν «κουπί», τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορφή του βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που ήβρε κει τι είναι, και του λεν «ξύλο». Κατάλαβε λοιπόν πως αυτοί δεν είχαν ιδεί ποτέ τους κουπί, και έμεινε μαζί τους εκεί ψηλά.

Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού.
Μια φορά συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού: «Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;» «Ξέρω», της λέει. «Εσύ;» «Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…» Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού. «Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα. «Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος. Έρχεται τ ‘αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε… Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια. Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας. «Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!». «Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!». «Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί». Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!.. Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο. Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.

Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν. (Από το βιβλίο του Άκη Αγγελάκη, «Ιστορίες που δυναμώνουν την ψυχή»)
Ήταν κάποτε δύο άγγελοι που ταξίδευαν και σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στο σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Η οικογένεια ήταν αγενείς και δεν ήθελαν να τους φιλοξενήσουν σε κάποιο από τα δωμάτια του αρχοντικού τους και τους εβαλαν να στο υπόγειο του σπιτιού.
Πάνω στο κρύο πάτωμα ο γηραιότερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε, καλύπτοντάς την. Όταν ο νεαρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, ο άλλος του απάντησε ότι «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν». Την επόμενη νύχτα, οι δύο άγγελοι θέλησαν να ξεκουραστούν στο σπίτι μιας πολύ φτωχής, αλλά φιλόξενης οικογένειας αγροτών. Αφού μοιράστηκαν με την οικογένεια το φτωχικό φαγητό τους, το ζευγάρι των αγροτών τους παραχώρησε το κρεβάτι τους για να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν. Μόλις βγήκε ο ήλιος το άλλο πρωί, οι άγγελοι είδαν τον αγρότη και τη γυναίκα του να κλαίνε γιατί η μοναδική τους αγελάδα είχε ψοφήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο νεαρός άγγελος θύμωσε πολύ και ρώτησε το γηραιότερο γιατί να συμβαίνει αυτή η αδικία στους καλούς και φτωχούς αυτούς ανθρώπους. «Η πρώτη οικογένεια είχε τα πάντα και τη βοήθησες», τον κατηγόρησε. «Η δεύτερη οικογένεια είχε τόσα λίγα και ήταν τόσο πρόθυμη να τα μοιραστεί και εσύ άφησες την αγελάδα τους να ψοφήσει». «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν», του απάντησε ο γηραιότερος άγγελος.
«Όταν μείναμε στο υπόγειο του πλούσιου αρχοντικού, παρατήρησα ότι υπήρχε χρυσάφι μέσα σ΄εκείνη την τρύπα που είχε ανοίξει στον τοίχο. Επειδή όμως, ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο φιλάργυρος, άπληστος και δεν ήθελε να μοιραστεί την καλοτυχία του με άλλους, εγώ σφράγισα τον τοίχο για να μη μπορεί να ανακαλύψει το χρυσάφι. Τη χτεσινή νύχτα που κοιμηθήκαμε στο κρεβάτι των φτωχών αγροτών, ήρθε ο άγγελος του θανάτου για να πάρει τη γυναίκα. Εγώ του έδωσα την αγελάδα για αντάλλαγμα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».

Το πρόσωπο του καλού και του κακού.
Μόλις ο Λεονάρντο ντα Βίντσι συνέλαβε την ιδέα του περίφημου πίνακα "Μυστικός Δείπνος" αντιμετώπισε μια μεγάλη δυσκολία : έπρεπε να ζωγραφίσει το Καλό -με τη μορφή του Ιησού- και το κακό -με τη μορφή του Ιούδα, του φίλου που αποφασίζει να Τον προδώσει στη διάρκεια του Δείπνου. Διέκοψε την εργασία του στη μέση μέχρι να καταφέρει να βρει τα ιδανικά μοντέλα.
Μια μέρα που άκουγε μια χορωδία, είδε σ'ένα αγόρι την τέλεια μορφή του Χριστού. Το κάλεσε στο ατελιέ του και αναπαρήγαγε τα χαρακτηριστικά του σε μελέτες και προσχέδια.
Πέρασαν τρία χρόνια. Ο "Μυστικός Δείπνος ήταν σχεδόν έτοιμος - αλλά ο ντα Βίτσι δεν είχε ακόμη βρει το ιδανικό μοντέλο για τον Ιούδα.  Ο καρδινάλιος που ήταν υπεύθυνος για την εκκλησία άρχισε να τον πιέζει απαιτώντας να τελειώσει σύντομα την τοιχογραφία.
Ύστερα από έρευνα πολλών ημερών, ο ζωγράφος συνάντησε έναν νέο, πρόωρα γερασμένο, κουρελή, μεθύστακα, πεσμένο σ'ένα χαντάκι. Με μεγάλη δυσκολία, οι βοηθοί του τον πήγαν μέχρι την εκκλησία, καθώς δεν προλάβαινε να κάνει προσχέδια.
Ο ζητιάνος κουβαλήθηκε ως εκεί χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι του συμβαίνει : οι βοηθοί τον κρατούσαν όρθιο, ενώ ο ντα Βίτσι αντέγραφε τις γραμμές της κακίας, της αμαρτίας, του εγωισμού, που ήταν τόσο καλά χαραγμένες στο πρόσωπό του.
Όταν τελείωσε, ο ζητιάνος -που είχε συνέλθει κάπως από το μεθύσι του- άνοιξε τα μάτια και παρατήρησε τη ζωγραφιά μπροστά του. Και είπε με ανάμεικτη έκπληξη και θλίψη !
- "Την έχω ξαναδεί αυτή τη ζωγραφιά!"
- "Πότε;", ρώτησε έκπληκτος ο ντα Βίτσι.
- "Πριν από τρία χρόνια, πριν χάσω όλο μου το βιος, εκείνη την εποχή τραγουδούσα σε χορωδία, έκανα μια ζωή γεμάτη όνειρα και ο ζωγράφος με κάλεσε να κάνω το μοντέλο για το πρόσωπο του Χριστού".
Τελικά : 
"Το Καλό και το Κακό έχουν το ίδιο πρόσωπο. Όλα εξαρτώνται από την εποχή που διασταυρώνεται ο δρόμος του με εκείνον του ανθρώπου".

Ποιος φταιει;
Μια μέρα ένα μικρό πουλλί γέννησε στη φωλιά του τρία αυγά. Μα μόλις έλειψε για λίγο από τη φωλιά του, ένα μικρό ποντίκι ήρθε κι έφαγε το ένα αυγό. Μετά από λίγες μέρες που έφυγε πάλι το πουλί από τη φωλιά, το ποντίκι ήρθε και έφαγε το δεύτερο αυγό. 
Πολύ λυπημένο, το μικρό πουλλί πάει στο βασιλιά των πουλιών, το Φοίνικα :
"Μεγαλειότατε, σας ικετεύω να με βοηθήσετε και να τιμωρήσετε το ποντίκι που σκότωσε τα δυο παιδιά μου".
 Όμως ο Φοίνικας, περιφρονώντας το μικρό πουλί, το διώχνει λέγοντας:
"Πώς τολμάς να μ' ενοχλείς για δυο ασήμαντα αυγά; Εσύ σαν γονιός έπρεπε να φροντίζεις ο ίδιος για τα παιδιά σου. Το φταίξιμο είναι όλο δικό σου".  
Το μικρό πουλλι απογοητευμένο, λέει του Φοίνικα: "Εγώ ήρθα σε σας, τον άρχοντα των πουλιών, για να βρω δικαιοσύνη και σεις μου λέτε πως κάνω πολλή φασαρία για ασήμαντα πράγματα.  Πολλές φορές, ωστόσο, και τα πιο ασήμαντα πράγματα μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη δυστυχία".
Όμως, ο Φοίνικας δεν άκουγε πια το μικρό πουλί, που γύρισε περίλυπο στη φωλιά του και σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα προστάτευε το τελευταίο του αυγό. Του ήρθε τότε μια ιδέα: ξεριζώνει από το λιβάδι ένα δυνατό καλάμι, το ξύνει μπροστά σαν βέλος και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο δίπλα στη φωλιά του περιμένοντας.  Μετά από λίγη ώρα, όταν το ποντίκι φάνηκε κι άρχισε να πλησιάζει τη φωλιά, το μικρό πουλλί πετάχτηκε από την κρυψώνα του και του κατάφερε ένα φοβερό χτύπημα.
 Το ποντίκι, σκούζοντας από τον πόνο και την τρομάρα, πέφτει και προσγειώνεται μέσα στο ρουθούνι του λιονταριού που κοιμόταν στην όχθη της λίμνης.
Τρομαγμένο το λιοντάρι, μέσα στον ύπνο του, βουτάει στο νερό και τρέχοντας σαν σίφουνας πέφτει πάνω στο δράκο που ραχάτευε αμέριμνα.
 Ο αγαθός δράκος, που νόμιζε πως το λιοντάρι τού επιτίθεται, πηδάει με φόρα απ' το νερό ψηλά στον αέρα και με τη μακριά ουρά του γκρεμίζει τη φωλιά του Φοίνικα σπάζοντας το αυγό που βρισκόταν μέσα.
Ο Φοίνικας, έξαλλος, ορμάει στο δράκο φωνάζοντας: "Άθλιε, τι σου έκανα και κατέστρεψες τη φωλιά και το πολύτιμο αυγό μου;".
Σαστισμένος ο δράκος λέει του Φοίνικα: "Δεν φταίω εγώ. Εγώ κολυμπούσα αμέριμνα όταν όρμησε καταπάνω μου το λιοντάρι να με κατασπαράξει. Πετάχτηκα απ' τον τρόμο μου και η κακή τύχη το 'θελε να πέσω στη φωλιά σας. Ο μόνος υπεύθυνος είναι το λιοντάρι".
Πάει τότε ο Φοίνικας στο λιοντάρι κι αρχίζει να το κατηγορεί, όμως το λιοντάρι λέει του Φοίνικα : "Τι φταίω εγώ; Εγώ κοιμόμουνα κι ήρθε το ποντίκι και χώθηκε μέσα στο ρουθούνι μου. Τρόμαξα κι εγώ κι έτσι έπεσα πάνω στο δράκο. Το ποντίκι φταίει και κανένας άλλος".
Πετάει τότε ο Φοίνικας, βρίσκει το ποντίκι και αρχίζει να του φωνάζει γεμάτος οργή, μα το ποντίκι τρέμοντας του λέει: "Δεν φταίω εγώ, μεγαλειότατε, αλλά το μικρό πουλλί που με χτύπησε με ένα βέλος και μ' έκανε να πέσω στο ρουθούνι του λιονταριού. Το μικρό πουλλί έχει όλη την ευθύνη". Φουρκισμένος ο Φοίνικας τραβάει γραμμή για τη φωλιά του μικρου πουλιού.
"Με θυμάστε καθόλου;" το ρωτάει επιτιμητικά το μικρό πουλί. "Όταν ήρθα να σας ζητήσω βοήθεια, με διώξατε και μου είπατε πως κάθε πουλί πρέπει να προσέχει μόνο του τα αυγά του. Άκουσα κι εγώ τα λόγια σας κι υπερασπίστηκα όπως νόμιζα καλύτερα τη φωλιά μου, χτυπώντας το ποντίκι με το βέλος. Σας είχα προειδοποιήσει ότι από τα πιο ασήμαντα πράγματα μπορεί να 'ρθουν μεγάλες συμφορές, σεις όμως δεν καταδεχτήκατε να με ακούσετε. Ποιος φταίει λοιπόν για όλα; Ποιος;"
Στα λόγια αυτά ο Φοίνικας δεν βρήκε τι να απαντήσει και ντροπιασμένος πέταξε μακριά...

Μια παλιά συνήθεια.
Τα παλιά χρόνια, σε κάποιες περιοχές, είχαν ένα συνήθειο. Τους γέρους, όταν τους έπαιρναν πολύ τα χρόνια, τους ανέβαζαν σ'έναν ψηλό βράχο, τους έβαζαν σ'ένα καλάθι και τους γκρέμιζαν από την κορφή στη θάλασσα.
Μια φορά, ένας γέρος, εκεί που τον έβαλε ο γιος του στο καλάθι, του λέει : "Φύλαξε αυτό το καλάθι, γιε μου, γιατί θα χρειαστεί στα παιδιά σου όταν γεράσεις".
Αυτά τα λόγια του γέρου τα συλλογίστηκε καλά ο γιος και δεν γκρέμισε τον πατέρα του.  Το ίδιο κάνανε κι άλλοι κι από τότε σταμάτησε εκείνη η συνήθεια

Η ασχήμια της Αλήθειας
Ένας άνθρωπος όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ' όλες χώρες του κόσμου, ήταν και στις χώρες του βορρά και στις χώρες του νότου και της δύσης χωρίς αποτέλεσμα..
Μια φορά όταν βρισκόταν σε μια μικρή χώρα της ανατολής ένιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Ξαφνικά από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε θόρυβος, κάτι σαν γρύλισμα. Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε στη γυναίκα. Μπήκε στη σπηλιά που βασίλευε φοβερή δυσοσμία. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή..
Εκείνη σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια;
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις: ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του. Ο άνθρωπος ήταν αποσβολωμένος και απογοητευμένος, ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη, ποτέ δεν συνάντησα τίποτα πιο τρομερό από 'σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
- Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία και όλοι θα σε πιστέψουν.

Μην αλλάξεις. 
Συνήθως ήμουν νευρικός. Ήμουν στενοχωρημένος, σκυθρωπός και πολύ εγωιστής. Συνέχεια οι γύρω μου έλεγαν πως πρέπει ν’ αλλάξω. Εγώ και εναντιωνόμουν και συμφωνούσα με όλους και ήθελα πολλές φορές ν’ αλλάξω, αλλά δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Ένιωθα μεγάλη πίκρα γιατί και ο καλύτερος φίλος μου ήταν μαζί με άλλους και επέμενε πως πρέπει να αλλάξω. Αλλά μια φορά μου είπε: «Μην αλλάξεις. Εγώ σε αγαπώ έτσι όπως είσαι». Αυτά τα λόγια του ακούγονταν σαν μια ωραία μουσική. Εγώ χαλάρωσα. Επέστρεψαν οι μικρές και μεγάλες χαρές…και ξαφνικά εγώ άλλαξα!
Συμπερασμα: Είμαι σίγουρος πως δε θα μπορούσα ν’ αλλάξω εάν δε θα βρισκόταν αυτός που θα μου έλεγε πως μ’ αγαπάει έτσι όπως είμαι. 

Σήμερα η σειρέ μου, αύριο η δική σου

Ένα ποντικάκι κάποτε, παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο. Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο; Αναρωτήθηκε.

Όταν οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο, δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε, όταν διαπίστωσε πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα!
Τρέχει γρήγορα λοιπόν στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο!:
-Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!
Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε:
"Κύρ Ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σας. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε μένα! Δε με ενοχλεί καθόλου εμένα η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε:
"Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ. Να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω. Θα προσευχηθώ."
Τότε το ποντίκι στράφηκε προς το βόδι και του φώναξε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Και το βόδι απάντησε:
"Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχεις, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει, είναι ένα τσιμπηματάκι στο δέρμα μου! "
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!
Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν το θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη. Μέσα στη νύχτα όμως, δεν πρόσεξε πως στην παγίδα πιάστηκε από την ουρά ένα φίδι ....
Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.
Ο άντρας της έτρεξε γρήγορα και την πήγε στο νοσοκομείο. Αλλοίμονο όμως, την έφερε στο σπίτι με πολύ υψηλό πυρετό. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να της κάνει ζεστές σουπίτσες..
Έτσι ο αγρότης έσφαξε την κότα για να κάνει μια καλή κοτόσουπα!
Η γυναίκα όμως πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες ερχόταν στη φάρμα να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας από ένα 8ωρο.
Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι.
Τελικά όμως η γυναίκα δε τη γλύτωσε! Πέθανε!  Στη κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος, γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι.
Για να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το βόδι
Ο κυρ Ποντικός μας, έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν' έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη.......

Οικογενειακοί δεσμοί (πραγματικη ιστορια)
Σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει μέσα τους η καλοσύνη, και είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που μπορεί να μην συμβαίνει αυτό. Και όταν στες οικογένειες υπάρχει έστω ένας που να μπορεί να καθοδηγεί, τότες όλα πάνε καλά. Όταν αυτός ο έστω ένας είναι ανωτέρου λογικής και εγνωσμένων χαρισμάτων ώστε να εισακούεται, μπορεί να καθ οδηγεί όλο το σοι, ακόμα και όλη την γειτονιά, ή μια ολόκληρη κοινότητα.
Μπορεί κάποτε, η δόξα και ο πλούτος να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε έπαρση ώστε να νομίζει και να πράττει διαφορετικά, και να είναι σίγουρος ότι έχει δίκαιο…
Ήτανε μια φορά μια οικογένεια στη Χλώρακα, όπου ένας εξ αυτών είχε σπουδαία διευθυντική θέση σε τράπεζα. Έτυχε κακιά στιγμή, μια χρονιά έπεσε έξω, και οι ισολογισμοί είχαν έλλειμμα μεγάλο χρηματικό ποσό. Η καλή του τύχη υπήρξε στο ότι ένας εξάδερφος, χαρισματικός άνθρωπος που ήταν σαν αρχηγός σε όλο το σοι, που αγαπούσε την οικογένεια και τους συγγενείς, αποφάσισε ότι έπρεπε ολοι να συνδράμουν ώστε να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία που έτυχε. Είχε η γριά μάνα του ένα κομπόδεμα το οποιον και εχρησιμοποιήθει. Για κάλυψη του υπόλοιπου ποσού, όλοι οι μεγαλύτεροι της οικογένειας εδέχθησαν και υπέγραψαν ως δανειζόμενοι, έτσι μ αυτό τον τρόπο ο διευθυντής ξάδερφος γλύτωσε την φυλακή…
Τα χρόνια πέρασαν, ο γιος του διευθυντή της τράπεζας μεγάλωσε, τελείωσε τις σπουδές του, προόδευσε και εγινε διευθυντής των διευθυντών όλων των παραρτημάτων της τράπεζας. Μια μέρα τον επεσκέφθη στο σπουδαίο του γραφείο ένας εκ των αδερφών του χαρισματικού ξαδέρφου μαζί με τον μεγάλον υιόν του, και εζήτησαν όπως αυτός μεσολαβήσει για ένα μικρό δάνειο το οποίον εχρειάζονταν ώστε ο μικρότερος υιός να πάει να σπουδάσει. Ο μεγαλοδιευθυντής ηρνήθη διότι όπως εξήγησε δεν εσυμφώνει στο να διενεργεί ρουσφέτι. Ο μικρός υιός αντί για σπουδές στην Ελλάδα, ηναγκάσθην να ξενιτευτεί εις τον μακρινόν Καναδά, και να δουλεύει νυχθημερόν ώστε να επιβιώσει και να σπουδάσει. Ο Θεός εβοήθησε το μικρόν παιδί, τα εκαταφερε, τελειωσε τις σπουδές και εστράφει στο χωριό του.
Στην επιστροφή έμαθε ότι ο μεγαλοδιευθυντής ήταν στην φυλακή.
Έτυχε κακιά στιγμή, μια χρονιά έπεσε έξω, και οι ισολογισμοί είχαν έλλειμμα. Η κακή του τύχη ήταν ότι ο χαρισματικός ξάδερφος είχε πεθάνει, οι υπόλοιπη οικογένεια ήταν κακοφανισμένη μαζί του, δεν βρέθηκε άνθρωπος να τον βοηθήσει.
Συμπέρασμα: Πρεπει αναμεταξύ των οικογενειών να υπάρχει αγάπη και αλληλοβοήθεια ως εαυτόν, ειδάλλως κανείς άλλος ως συνήθως δεν θα νοιαστεί, παρά μόνον θα υποβοηθήσει στην καταστροφή, ίσως με ευχαρίστηση.

Διαστρεβλωμένη αντίληψη
Η αφοσίωση διαστρεβλώνει την αντίληψη. Κάποτε κάποιος  ρώτησε μια ηλικιωμένη κυρία:
– Τι κάνει η κόρη σου;
– Το θησαυρό μου! Είναι πολύ ευτυχισμένη! Έχει έναν καταπληκτικό σύζυγο! Της χάρισε αυτοκίνητο, αγόρασε τα ωραιότερα κοσμήματα, έχει τρεις υπηρέτες που κάνουν ότι ζητάει το κορίτσι μου. Ο άντρας της φέρνει το πρωινό στο κρεβάτι, ενώ αυτή κοιμάται μέχρι το μεσημέρι. Είναι αληθινός πρίγκιπας!
– Και τι κάνει ο γιος σου;
– Το καημένο μου παιδί! Η γυναίκα του είναι μια αχάριστη στρίγγλα! Εκείνος της προσέφερε όλα όσα ήθελε: αυτοκίνητο, κοσμήματα και πολλούς υπηρέτες και αυτή χουζουρεύει στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι και ποτέ δε σηκώθηκε για να κάνει ένα πρωινό στον άτυχο γιο μου.

Νους ελεύθερος από τις έννοιες. 
Οι θεολόγοι είναι υπερβολικά πιστοί στα δόγματα και πεποιθήσεις τους, ωστε θα είναι οι πρώτοι που θα απορρίψουν τον Μεσσία εάν αυτός ξαναεμφανιστεί.
Οι φιλόσοφοι είναι περισσότερο αντικειμενικοί, είναι περισσότερο ανοιχτοί στην αναζήτηση, γιατί δεν είναι περιτυλιγμένοι με τα φρονήματά τους. Αλλά και η δική τους αναζήτηση είναι περιορισμένη, γιατί στην προσπάθειά τους για να κατανοούν την Πραγματικότητα βασίζονται στις λέξεις και θεωρίες, ενώ την Πραγματικότητα μπορεί να συλλάβει μόνο ο νους ελεύθερος από τις έννοιες.
Η φιλοσοφία είναι μια αρρώστια την οποία μπορεί να θεραπεύσει μόνο η φώτιση, και τότε αυτή θα παραχωρήσει τη θέση της στον διαλογισμό και στην σιωπή.

Κοσμά του Αιτωλού, μία παραβολή για τους γονείς. 
Ένας άρχοντας πλούσιος θησαύριζε κατά πολλά. Ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθεί μήτε ελεημοσύνη να κάνει. Είχε  ένα γιό ως δέκα χρονών. Ήλθε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος, του έλεγαν οι δικοί του να εξομολογηθεί, να κάνει κάτι για την ψυχή του αυτός τους έλεγε· ας είναι καλά το παιδί μου, εκείνο έχει να κάνει για τη ψυχή μου. Όλος με το διάβολον ήτο και η γνώμη του  δεν άλλαζε.
Στον τόπον εκείνο ήτο ένας πνευματικός ενάρετος. Πηγαίνει και ξυρίζει τα γένια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά και πηγαίνει στο σπίτι του πλουσίου. Κτυπά τη πόρτα, βγαίνουν και τον ρωτούν τί γυρεύει; Αποκρίθηκε πως είναι ξένος άνθρωπος και έτυχα εδώ, λέει, στη χώρα σας, έμαθα πως είναι ο άρχοντας της χώρας άρρωστος, και ήλθα να τον δω και εγώ, επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τον εδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον παράστεκαν.
Τους λέει: πώς είναι ο άρρωστος ; Αποκρίθηκε ο άρρωστος και του λέει: Αχαμνά είμαι, αφέντη. Λέει ο γιατρός: τί σου λέγουν οι γιατροί της χώρας σας; Λέει ο άρρωστος: με λέγουν πως είμαι αχαμνά διά τον θάνατο. Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός γιατρός. Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις μα αν ίσως και ευρίσκετο ένα γιατρικό όπου γνωρίζω, δεν θα απέθνησκες. Του λέει: Τί ιατρικό είναι εκείνο όπου χρειάζεται να εύρουμε ; Καμώνεται πως δεν ξεύρει και ρωτά : έχει κανένα παιδί; Του είπαν πως μόνο ένα έχει. Του λέγει ο πνευματικός. Να μη λυπάσαι, το γιατρικό σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πως δεν αποθνήσκεις. Γυρεύει να του δώσουν ένα φλιτζάνι νερό και αλεύρι. Τα  ανακατώνει και καμώνεται πως και κάτι άλλο γιατρικό βάνει μέσα και λέγει. Τώρα το γιατρικό είναι έτοιμο, μόνο χρειάζεται να έλθει το παιδί σου  εδώ να του σπάσω το δάχτυλό του το μικρό με το βελόνι να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πιείς και ευθύς να γίνεις καλά.
Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδία. Στέλλουν ευθύς και του λέγουν: Έλα, παιδί μου, όπου ήλθε ένας γιατρός να κάνει τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξει, όμως το έφεραν. Καθώς το βλέπει ο γιατρός του λέει: Έλα, παιδί μου, να σου σπάσω το μικρό δάχτυλο μ' ένα βελόνι να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα όπου έχω κάποιο γιατρικό να το δώσω να το πιεί ο πατέρας σου να γίνει ευθύς καλά. Λέει το παιδί: τρελάθηκα ή παλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάχτυλό μου ; Λέει ο γιατρός: σε σένα, παιδί μου, κρέμεται ή να ζήσει ή ν' αποθάνει. Δεν βλέπεις πόσα σύναξε να σου αφήσει ; Λέει το παιδί: ζήσει δεν ζήσει εγώ δεν χαλώ το χέρι μου, και έφυγε.
Λέει ο γιατρός του άρχοντα: Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας και το έκανα τούτο για να σου δείξω πως από το παιδί σου μη ελπίζεις τίποτε για τη ψυχή σου να σου κάνει.
Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ, λέει, κόλασα τη ψυχή μου για το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, και εκείνο δεν το βάσταξε η καρδιά του να δώσει τρεις σταλαγματιές αίμα για τη ζωή μου ; Καλά λέγεις, πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα τεφτέρια του, τις ομολογίες του και τα ξεσχίζει. Μοίρασε όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του το κατέστησε πάμπτωχο, και κέρδισε τον Παράδεισο να χαίρεται πάντοτε.
Τώρα όσοι έχετε παιδιά μην ελπίζετε και λέγετε, πως είναι καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίσει για τη ψυχή μου. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος μόνος του, εκείνο βρίσκει στην άλλη ζωή!  

Ο θρύλος της Παναγιας της Παρηγορήτισσας. Η Παναγία η Παρηγορήτισσα είναι ναός στο νομό Άρτας που κτίστηκε τον 13ο αιώνα και σήμερα λειτουργεί ως βυζαντινό μουσείο. Η ιστορία για το κτίσιμο της εκκλησίας αγγίζει τα όρια του θρύλου και συνδέεται άμεσα με το όνομα Παρηγορήτισσα:
Το κτίσιμο της εκκλησίας είχε αναλάβει ένας περιζήτητος πρωτομάστορας που είχε εκπονήσει και τα σχέδια. Όταν ο ναός έφτασε σχεδόν στη μέση τον κάλεσαν να παρασταθεί και να σχεδιάσει και μία άλλη εκκλησία.
Επειδή είχε προχωρήσει αρκετά η κατασκευή της Παναγίας άφησε στο πόδι του τον κάλφα του, όπως λέγονταν τότε οι βοηθοί και έφυγε. Έλλειψε πολύ καιρό και τότε βρήκε την ευκαιρία ο νεαρός βοηθός είτε για να αναδειχθεί ο ίδιος είτε από ειλικρινή αισθήματα καλαισθησίας και τροποποίησε εξ ολοκλήρου τα σχέδια.
Η πρωτοβουλία του απεδείχθη ευφυέστατη καθώς τα νέα σχέδια που εκπόνησε και εκτέλεσε πρόσθεσαν άλλη χάρη στο ναό και αποτέλεσαν πρότυπο φαντασίας και καλλιτεχνίας.
Κάποτε όμως ο πρωτομάστορας γύρισε. Και όταν είδε τελειωμένο το ναό κάτι ράγισε μέσα του, καθώς από τη μια απέμεινε άφωνος να τον θαυμάζει κι από την άλλη αναγνώρισε ότι δεν είχε πλέον καμιά σχέση με τα δικά του σχέδια. Η ζήλεια φούντωσε στην καρδιά του και αποφάσισε να εκδικηθεί τον κάλφα του που τον αγνόησε επιδειχτικά. Κάλεσε το νεαρό να ανέβουν στη στέγη για να του επισημάνει ένα σοβαρότατο λάθος. Αναστατωμένος ο νεαρός, καθώς ήταν σίγουρος ότι η κατασκευή του ήταν τέλεια τον ακολούθησε. Φτάνοντας στη στέγη ο βοηθός έσκυψε στο σημείο που του υπέδειξε ο πρωτομάστορας και τότε δέχτηκε μια δυνατή σπρωξιά στην πλάτη. Στην προσπάθεια του όμως να μην πέσει κρατήθηκε από τον πρωτομάστορα με αποτέλεσμα να τον παρασύρει στην πτώση του.
Ο λαϊκός θρύλος θέλει τους δύο άντρες να απολιθώνονται μόλις προσκρούουν στη γη. Αυτό το θρύλο έρχονται να επιβεβαιώσουν δύο κατακόκκινες πέτρες, που βρίσκονται μέχρι και σήμερα στο πίσω μέρος του ναού και οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με κανένα άλλο πέτρωμα στο μεγάλο περίβολο του.
Ο θρύλος συνεχίζεται και υποστηρίζει ότι η ίδια η Παναγία κατέβηκε για να παρηγορήσει τη μάνα του κάλφα, με αποτέλεσμα
ο Ναός να πάρει το όνομα Παναγία Παρηγορήτισσα.

Θεός συγχωρέσοι.
Κάποτε στα χρόνια του Χριστού ήταν ένας πλούσιος, που όταν τον πλησίασε ένας ταλαίπωρος ζητιάνος και του ζητούσε επίμονα βοήθεια και ελεημοσύνη, αλλά αυτός ήταν τόσο άσπλαχνος, που δεν του έδωσε μια βοήθεια, αλλά, για να τον ξεφορτωθεί άρπαξε ένα ξερό καρβέλι ψωμί, και χρησιμοποιοντας το αντί για πέτρα, το πέταξε, για να χτυπήσει το ζητιάνο. Το άρπαξε ο πεινασμένος ζητιάνος, έφυγε τρέχοντας, έκατσε κάτω απο έναν ίσκιο, το έφαγε, το ευχαριστήθηκε, και είπε, «Ας με χτύπησε μ' αυτό το ψωμί. Θεός συγχωρέσ' τον». 
Και ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος συγχώρησε και φώτισε τον άσπλαγχνο πλουσιο ως θα δουμε παρακάτω. Μετά δύο ημέρεs ο κακός άνθρωπος αρρώστησε βαριά και σε όραμα είδε ότι ήταν στην άλλη τη ζωή και κρινόταν ενώπιον του θεού. Ήταν σε μια πλάστιγγα που στη μια μεριά έβαζαν οι διάβολοι όλα τα αμαρτήματα που είχε κάνει και έγερνε αριστερά, και δεξιά στέκονταν Άγγελοι, αλλά δεν είχαν κάτι καλό να βάλουν. Τελικά με δισταγμό έβαλαν μόνο ένα καρβέλι ψωμί..., που ήταν εκείνο με το οποίο ο άσπλαχνος ανθρωπος χτύπησε οργισμένος το ζητιάνο, και η πλάστιγγα έγειρε δεξιά! 
Τότε ο αμαρτωλός συνήλθε από το όραμα συγκλονισμένος, κατάλαβε την αξία και τη δύναμη της καλοσύνης και της φιλευσπλαχνίας και αμέσως άλλαξε, εγινε καλός άνθρωπος και έδωσε όλα του τα πλούτη και τα υπάρχοντα του, ακόμη και τα ενδύματά του στους φτωχούς.

(Ματθαίου κεφ. ε' στίχοι 38-42).
Έχετε ακούσει πως είπαν, αν ένας σου βγάλει το μάτι η το δόντι να ζητήσεις από τη δημόσια εξουσία να του βγάλουν μόνον ένα μάτι η δόντι. Εγώ όμως σας λέγω να μην αντισταθείτε καθόλου στον πονηρό (σ' αυτόν που επιτίθεται), αλλά όποιος σε χτυπήσει στο δεξί σαγόνι, εσύ να του στρέψεις και το άλλο. Και σ' εκείνον που θέλει να σου πάρει δικαστικά το πουκάμισο, εσύ άφησε του και το πανωφόρι. Και όποιος σε αγγαρεύσει για ένα μίλι, εσύ πήγαινε μαζί του δυο. Να δίνεις σ' όποιον σου ζητεί και σ' εκείνον που ζητεί δανεικά να μην τ' αρνηθείς…

Κατά Λουκάν 14.26, παράφραση.
Εάν κανείς έρχεται σ’ Εμέ και δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους αδελφούς και αδελφές, την δουλειά του, τον πολιτισμό και την θρησκεία της κοινωνίας των ανθρώπων, ακόμη δε και την ζωήν του, δεν μπορεί να είναι μαθητής Μου.
Δάσκαλε που δίδασκες
Μόλις εξημέρωνε, σκότος εβασίλευε ακόμη εις τους δρόμους των Αθηνών και ο Κρίτων βιαστικώς έσπευδε προς τας φυλακάς της πόλεως.
Τι κατεπείγον είχε να κάμη εκεί τόσον ενωρίς ανήρ εκ των πλουσιοτάτων της πόλεως, ο Κρίτων;
Ο μέγας διδάσκαλος του ο φιλόσοφος Σωκράτης εκρατείτο εκεί δέσμιος και έμελλε την επομένη να πίει το κώνειον. Πώς να ησυχάσει ο αφοσιωμένος εκείνος μαθητής; Τον ενάρετον Σωκράτη ηθέλησαν άνθρωποι κακοί να τον καταστρέψουν, τον κατηγόρησαν εις το δικαστήριον ότι οδηγεί τους νέους εις το κακόν, και οι δικασταί χωρίς να προσέξουν, χωρίς να εννοήσουν ότι τούτο ήτο συκοφαντία, τον είχον καταδικάσει να πίη το κώνειον.
Όταν έφθασε ο Κρίτων εις τας φυλακάς, ο δεσμοφύλακας τον εισήγαγεν εις το δωμάτιον όπου εκρατείτο ο Σωκράτης. Ούτος εκοιμάτο υσήχως όπως οι ενάρετοι και οι αθώοι μόνον δύνανται να κοιμώνται και εις την παραμονήν ακόμη του θανάτου των. Ο σεβάσμιος γέρων εξεπλάγη πολύ όταν ανοίξας τους οφθαλμούς είδεν παρα την κλίνην του εις τοιαύτην ώραν τον αγαπητόν του μαθητήν.
-Πως Κρίτων ήλθες σήμερα πριν εξημερώση; τον ερωτά.
-Διδάσκαλε, του απαντά εκείνος, έχω να σου ειπώ κάτι πολύ σοβαρόν, και επειδή ηξεύρω ότι τόσον εύκολα δεν θα παραδεχθείς την γνώμην μου, ήλθα ενωρίς δια να έχω καιρόν να σε πείσω. Εμάθαμεν ότι αύριον θα σου δώσουν να πίης το κώνειον. Εμείς οι μαθηταί, σου έχωμεν ετοιμάσει τρόπο δια να φύγης από την φυλακήν, και με πλοίον να ηπάγης εις Θεσσαλίαν.
-Να φύγω αφου με εδίκασεν η πατρίς; Εάν κατά την στιγμή της φυγής μου φίλε Κρίτων, ήθελον παρουσιασθή ενώπιον μου η πατρίς και μου έλεγεν ότι με την φυγήν μου δεν αναγνωρίζω τους νόμους, εάν ακόμη μου έλεγε οτι επειδή κατά την γνώμη μου νομίζω οτι ηδικήθην, δια τούτο θέλω να παρακούσω, αλλά λησμονώ τι εδίδαξα εις όλην μου την ζωή, ότι δηλαδή δεν πρέπει τίς να πραττη κακόν αντί κακού; Δεν γνωρίζεις Κρείτων, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει πόλις και να ευτυχή, όταν οι νόμοι της δεν τηρώνται, και όταν αι αποφάσεις των δικαστηρίων της δεν εκτελώνται πιστώς; Οι νομοι της πατρίδος που με κατεδικασον εις θανατον ενόμισον ότι τούτον είναι δίκαιον, πρέπει δε να υπακούσω, διοτι η πατρίς είναι τιμιωτέρα, σεβαστωτέρα και αγιωτέρα και του πατρός και της μητρός και όλων των άλλων προγόνων.
Εις τας αληθείας ταύτας ο Κρίτων ουδέν ηδυνήθη να αντείπη και ωμολόγησεν ότι πας έντιμος πολίτης οφείλει τυφλήν υπακοήν εις τους νόμους. Ο σεβάσμιος γέρων απέθανε μετά δύο ημέρας. Ότε έφερε το ποτήριον με το κώνειο εις τα χείλη του, Ο Κρίτων τον ηρώτησε εάν εχει καμμίαν παραγελείαν τελευταία.
- Σου παραγγέλλω να είσαι ενάρετος, να αγαπάς την πατρίδαν σου και να υπακούης άνευ προφάσεων εις τας διαταγάς των νόμων. Ακολούθως έπειε το κώνιο χωρις να εκφράση παράπονο. 

Η τιμή του καθενός.
Μια φορά ήταν ένας λαθρέμπορος που τον κυνηγούσε η αστυνομία, είχε στενέψει πολύ ο κλοιός, έπρεπε να βρει κρυψώνα σίγουρη να κρύψει τα εμπορεύματα του. Αφου σκέφτηκε καλά, πήγε σ ένα μοναστήρι που ο καλόγερος εκεί ήταν της πάση γνωστό για το ακέραιο της τιμιότητας του και για την αγάπη πούχε για το Θεό. Τον παρακάλεσε να τον αφήσει να κρύβει εκεί το εμπόρευμα του, και αυτός για αντάλλαγμα θα έδινε δωρεάν στο μοναστήρι πέντε χιλιάδες λίρες. Ο μοναχός ως ήτο φυσικό αρνήθηκε, ο λαθρέμπορος ανέβασε το ποσό στις δέκα χιλιάδες, και ο μοναχός του είπε θυμωμένος να φύγει. Ο άλλος ανέβασε την προσφορά στις είκοσι χιλιάδες, αρπάζει ο μοναχός την μαγκούρα και άρχισε να τον κυνηγά, πότε η προσφορά ανέβηκε στις πενήντα χιλιάδες, και η συμφωνία έκλεισε. Ύστερα απ αυτό, ο λαθρέμπορος ρώτησε τον μοναχό γιατί τον κυνήγησε με την μαγκούρα αφου στο τέλος δέχτηκε, και ο καλόγερος του απάντησε, διότι είχε πλησιάσει την τιμή του, και ως γνωστόν, ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του τιμή του.

Κακοτοπιές.
Περπατούσε στη μια μεριά του δρόμου, δεν πρόσεξε, έπεσε σε μια τρύπα. Το επόμενο πρωί ξεχνώντας, ξαναπέφτει μέσα. Την άλλη μέρα θυμάται, την αποφεύγει, αλλά κουτουλά στο κλαδί του δένδρου.
Την παράλλη, αφου πονούσε το κούτελο του, εύκολα θυμήθηκε, απέφυγε την τρύπα, απέφυγε και τον λάκκο, και σκεφτόμενος ότι πρεπει πάντα να έχει το νου του, του ήρθε η ιδέα ότι θα ήταν καλύτερα να άλλαζε μεριά του δρόμου όπου δεν είχε ούτε τρύπες, ούτε δένδρα.

Η σούπα του Χότζα.
Μια φορά, ένας συγγενής του Χότζα που είχε πάει κυνήγι, ήρθε το βράδυ για να τον δει και του έφερε ως δώρο μια μικρή πάπια. Χαρούμενος ο Χότζας έβαλε να μαγειρέψει αμέσως μια υπέροχη σούπα πάπιας και κράτησε και τον επισκέπτη να φάει μαζί του. Σε λίγο, όμως, η μυρωδιά που έβγαινε από το σπίτι, έφερε κι άλλο επισκέπτη που είπε ότι είναι φίλος του συγγενή του που έφερε την πάπια και κάθισε στο τραπέζι. Ο Χότζας αραίωσε λίγο τη σούπα για να φτάσει και του έβαλε κι εκείνου ένα πιάτο.
Μετά από λίγο ήρθε κι άλλος ένας που είπε ότι είναι φίλος του φίλου του συγγενή που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι και σερβιρίστηκε κι αυτός σούπα, αφού ο Χότζας την αραίωσε και πάλι. Στο τέλος αφού ήρθαν κι άλλοι, και κάθε φορά αραίωνε τη σούπα ο Χότζας, άρχισε πια να εκνευρίζεται όταν ήρθε κι άλλος ένας που είπε: «Είμαι ο φίλος, του φίλου, που έχει φίλο τον φίλο τού συγγενή σου που έφερε την πάπια» και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι για φαγητό. Κάθισε όπως κι οι υπόλοιποι περιμένοντας τη σούπα του, κι ο Νασρεντίν του έφερε σε λίγο ένα πιάτο με ζεστό νερό. «Τι είναι αυτό», ρώτησε ο τελευταίος επισκέπτης. Κι ο Χότζας του απάντησε: «Είναι η σούπα της σούπας, από τη σούπα της σούπας από την πάπια, που έφερε ο συγγενής μου».

Η ιστορία της Νήσου του Πάσχα. Μια παραβολή για το μέλλον της Γης.

 Η Νήσος του Πάσχα γύρω στο 700 μ.Χ. αποικίστηκε από Πολυνήσιους. Η επιβίωση στο νησί εξαρτιόταν αποκλειστικά από την αλιεία με χρήση κανό και τη γεωργία η οποία κατέστη δυνατή λόγω των εύφορων εδαφών που δημιούργησαν τα δάση του νησιού. Η φυλή αναπτύχθηκε, και πλήθυνε. Ζούσαν και εργάζονταν, αλλά πάντα είχαν αρχηγούς, που από ματαιοδοξία ίσως, ή για έμπνευση και προστασία των υπηκόων τους, τους έβαζαν και κατασκεύαζαν τεραστίων διαστάσεων πέτρινα μνημεία. Είχαν βάρος περί των 100 τόνων έκαστο, και  τα τοποθετούσαν σε απόσταση κάθε 15 χιλιόμετρα. Λόγω του μεγέθους τους και της απόστασης του σημείου εξόρυξης από το τελικό σημείο τοποθέτησης, χρειάστηκε πολλή προσπάθεια και έξοδα για να κατασκευαστούν. Έως το τέλος της μικρής μας ιστορίας, είχαν κατασκευαστεί 900 περίπου αγάλματα. Η κατασκευή των αγαλμάτων σπατάλησε όλα σχεδόν τα φοινικόδεντρα του νησιού τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την μεταφορά τους (κυλούσαν πάνω σε κομμένους κορμούς δέντρων). Η αποψίλωση των δασών του νησιού είχε ως αποτέλεσμα το άλλοτε εύφορο χώμα να παρασύρεται στην θάλασσα και να μειωθεί η γεωργική παραγωγή. Ο ρυθμός της αποδάσωσης, σε σημείο που δεν ήταν δυνατή η αναπλήρωση των δασών, έφεραν την φυλή σε σημείο να μην έχει ξυλεία να κατασκευάσει κανό για την αλιεία, ή ακόμα για να διαφύγει από το νησί που δεν μπορούσε πλέον να τους θρέψει.  Οι κάτοικοι αυτοπαγιδεύθηκαν από την ίδια τους την μανία να φτιάξουν όλο και περισσότερα, όλο και μεγαλύτερα άχρηστα αγάλματα, εξυπηρετώντας σίγουρα κάποια κοινωνική ή πολιτιστική τους ματαιοδοξία. Η έλλειψη τροφής, σε σημείο εμφάνισης ακόμα και κανιβαλισμού, προκάλεσε τη δραματική μείωση του πληθυσμού. Η ιστορία της Νήσου του Πάσχα αποτελεί μια παραβολή για την παγκόσμια κατάσταση όσο αφορά το περιβάλλον. Η κατάχρηση φυσικών πόρων έχει καταστρέψει σε μη αναστρέψιμο βαθμό πάρα πολλά οικοσυστήματα ενώ οι ρυθμοί αποδάσωσης του πλανήτη δεν επιτρέπουν την αναπλήρωση των απωλειών σε δάση. Οι κάτοικοι στην νήσο του Πάσχα κατάφεραν να αυτοκαταστραφούν και να εξαλειφτούν. Είτε γιατί δεν αντιλήφθηκαν την έκταση της καταστροφής, είτε όταν το αντιλήφθηκαν αντί να σταματήσουν συνέχισαν να αποδασώνουν το νησί για να φτιάχνουν άχρηστα αγάλματα…
Από τη Νήσο του Πάσχα όμως, δεν μπορούσαν να διαφύγουν, όπως ούτε εμείς από τη Γη... 

Το ένα της μάτι.
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι. Ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες την μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά του… Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με… ένα μάτι. Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένoς. «Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό»;… αναρωτιόταν… Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε… Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του.
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, ο ίδιος ζήτησε από τη μητέρα του να έρθει να τον επισκεφτεί. Αυτή δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, και αυτός θύμωσε της φώναξε να φύγει γιατί τρόμαζε τα παιδιά του. Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε. Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους… Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε. Πήγε και όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια… Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν: «Αγαπημένε μου γιέ, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις… όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι… Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου, η μητέρα σου».

Μια πραγματικη ιστορια.
Ήταν μια φορά στις ΗΠΑ ένας άνεργος που έψαχνε για δουλειά. Πήγε, λοιπόν στη microsoft και ζήτησε να τον προσλάβουν ως καθαριστή. Ο προϊστάμενος, τον έβαλε να κάνει μια μικρή επίδειξη των ικανοτήτων του και τα πήγε καλά.
 Κατόπιν του πήρε τη συνηθισμένη συνέντευξη (interview) και αφού έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος του είπε:
 -Με μεγάλη μας τιμή σας ανακοινώνουμε ότι η Microsoft είναι πρόθυμη να σας προσλάβει. Δώστε μας το email σας για να σας στείλουμε ένα έντυπο να συμπληρώσετε και να σας πούμε πότε και πού θα πρέπει να παρουσιαστείτε.
 -Αχ, ξέρετε δεν έχω υπολογιστή στο σπίτι μου και φυσικά ούτε και email.
 -Τι! Δεν έχετε email κι έχετε το θράσος να ζητάτε εργασία στη Microsoft! Αν δεν έχετε email κύριε για τη Microsoft δεν υπάρχετε.
 Απελπισμένος ο άνθρωπος φεύγει. Στη τσέπη του είχε μόνο 10$. Πήγε λοιπόν στο σούπερ μάρκετ και αγόρασε ένα καφάσι με 10 κιλά ντομάτες. Αφού γύρισε από σπίτι σε σπίτι πούλησε τις ντομάτες και διπλασίασε το κεφάλαιο. Αφού επανέλαβε το αυτό άλλες τρεις φορές έφτασε τα 160$. Σκέφτηκε λοιπόν ότι έτσι θα μπορούσε να βγάλει το ψωμί του και έκανε κάθε μέρα αυτή τη δουλειά. Σηκωνόταν όλο και πιο νωρίς το πρωί και επέστρεφε όλο και πιο αργά πολλαπλασιάζοντας συνεχώς το κεφάλαιό του. Κάποια στιγμή αγόρασε καρότσι, αργότερα φορτηγό μέχρι που έφτασε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές τροφίμων των ΗΠΑ. Αποφασίζει, λοιπόν, να κάνει μια ασφάλεια ζωής γι'αυτόν και την οικογένειά του. Πάει λοιπόν σε έναν ασφαλιστή και αφού συμφώνη-σαν του λέει ο ασφαλιστής:
 -Δώστε μου το email σας να σας στείλω τα έγγραφα που θα συμπληρώσετε.
 -Α, ξέρετε, δεν έχω email.
 -Δεν έχετε email; Καλά έχετε χτίσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία και δεν έχετε email; Αναρωτιέμαι τι θα ήσασταν σήμερα αν είχατε και email.
 -Καθαριστής στη Microsoft
  
Το παράπονο του κλέφτη.
Όταν ενας κλέφτης μια νύχτα μπήκε σε ένα εργοστάσιο για να σπάσει το χρηματοκιβώτιο και να κλέψει, είδε στην πόρτα ένα σημείωμα που έγραφε: «Σας παρακαλώ, μην καταστρέψετε το χρηματοκιβώτιο, δεν είναι κλειστό. Απλά γυρίστε το χερούλι της πόρτας», αυτός έπιασε και γύρισε το χερούλι, οπότε έπεσε πάνω του ένα μεγάλο σακί με άμμο, άναψε το φως και το βούισμα της σειρήνας ξύπνησε όλη τη γειτονιά, κατέφθασε αμέσως η αστυνομία, και ο άτυχος διαρρήκτης συνελήφθηκε.
Στη φυλακή ο διαρρήκτης ήταν πολύ θλιμμένος, και πολύ θυμωμένος, και αντί να σκέφτεται την μεγαλη του βλακεία, σκεφτόταν πως μπορούσε μετά απ’ αυτό να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους.

Κανένα πανεπιστήμιο. Μιλούσε ο Δάσκαλος, όταν στην αίθουσα εισέβαλλε ο πατέρας μιας μαθήτριας και φώναζε, χωρίς να δίνει σημασία στους παρευρισκόμενους:
- Άφησες το πανεπιστήμιο για να κάθεσαι στα πόδια αυτού του ηλιθίου δασκάλου; Ποια είναι τα σπουδαία πράγματα που σε μαθαίνει;
Η κοπέλα σηκώθηκε, ήρεμα οδήγησε τον πατέρα της έξω από την αίθουσα και μετά του είπε:
- Η επικοινωνία μαζί του μου έδωσε αυτό που δε θα μπορούσε να μου δώσει κανένα πανεπιστήμιο, αυτός μου έμαθε να μη σε φοβάμαι και να μην κοκκινίζω με την ανάξια συμπεριφορά σου.
  
Εξιλέωση και τιμωρία.
Έναν καιρό ζούσε στην ερημιά ένας ασκητής που απείχε πλήρως από τη σεξουαλική ζωή ως εξιλέωση, ήταν γι αυτό το λόγο παρθένος. Είχε κηρύξει πόλεμο στο σεξουαλικό πάθος μέσα του και τήρησε την παρθενία του μέχρι το τέλος της ζωής του. Αφου πέθανε και ύστερα από καιρό πέθανε και ο μοναδικός πιστός του μαθητής, όταν αυτός βρέθηκε στον άλλο κόσμο δεν πίστευε στα μάτια του. Ο αγαπημένος του δάσκαλος καθόταν και πάνω στα γόνατά του κρατούσε μια πολύ όμορφη γυναίκα! Όμως αφου σκέφτηκε, υπολόγισε ότι ο δάσκαλός του πήρε από το Θεό μ αυτό τον τρόπο την αμοιβή του για την σεξουαλική του εγκράτεια στη γη. Πλησιάζει τον Δάσκαλο του, και του λέει:
– Αγαπητέ δάσκαλε, τώρα ξέρω πως ο Θεός είναι δίκαιος, αφού τώρα στον παράδεισο εσείς παίρνετε την ανταμοιβή για την εγκράτειά σας πάνω στη γη.
Όμως ο δάσκαλος εκνευρισμένος του λέει:
– Βλάκα, εδώ δεν είναι ο παράδεισος, είναι η κόλαση, και εγώ δεν ανταμείβομαι, ενώ αυτή στα γόνατα μου είναι πόρνη και τιμωρείται!
Τότε στο νου του μαθητή ήρθε μια παλιά διδασκαλία του Δασκάλου του που έλεγε «Τον Θεό δεν τον γνωρίζει κανείς, το να καταλάβεις τον Θεό με το νου είναι αδύνατον. Ο οποιοδήποτε ισχυρισμός για Εκείνον, η οποιαδήποτε απάντηση στις ερωτήσεις για αυτόν θα είναι μόνο διαστρέβλωση της αλήθειας». Έτσι κατάλαβε ο μαθητής ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τον Θεό και είναι αι βουλαί του ανεξερεύνητες.

Η ιστορία του Σουλτάνου και του Βεζίρη. (Διήγηση Κόκος Παπακώστας)
Ήταν ένας Σουλτάνος που είχε την συνήθεια να διατάζει τον Βεζίρη του, όποτε ο κόσμος διαμαρτυρόταν για την κακοδιαχείριση και για τις μεγάλες φορολογίες, να ανεβάζει τους φόρους. Ο κόσμος πλήρωνε, και κάθε φορά φώναζε και πιο λίγο, ώσπου σταμάτησε τελείως. Όταν πέρασε ο καιρός, ο Σουλτάνος ρώτησε τον Βεζίρη γιατί έπαυσε ο λαός να φωνάζει και να διαμαρτύρεται. Και η απάντηση ήταν, "Μα άρχοντα μου, όλοι εχουν αποτρελαθεί (αποβλακωθεί) τελείως απο τους πολλούς φόρους, και δεν αντιδρούν, και δεν ενδιαφέρονται, και δεν νοιάζονται καθόλου". Τότε ο Σουλτάνος διέταξε να σταματήσουν όλες οι φορολογίες, γιατί δεν ήθελε να είναι βασιλιάς τρελλών. Έτσι όλοι οι κάτοικοι γλύτωσαν τις ψηλές φορολογίες με αφορμή την πολλή βλακεία τους. (Η παραβολή εξηγείται με διαφόρους τρόπους, ανάλογα πως σκέπτεται ο καθένας).

Διαστρεβλωμένη αντίληψη.
Η αφοσίωση διαστρεβλώνει την αντίληψη. Κάποτε κάποιος  ρώτησε μια ηλικιωμένη κυρία:
– Τι κάνει η κόρη σου;
– Το θησαυρό μου! Είναι πολύ ευτυχισμένη! Έχει έναν καταπληκτικό σύζυγο! Της χάρισε αυτοκίνητο, αγόρασε τα ωραιότερα κοσμήματα, έχει τρεις υπηρέτες που κάνουν ότι ζητάει το κορίτσι μου. Ο άντρας της φέρνει το πρωινό στο κρεβάτι, ενώ αυτή κοιμάται μέχρι το μεσημέρι. Είναι αληθινός πρίγκιπας!
– Και τι κάνει ο γιος σου;
– Το καημένο μου παιδί! Η γυναίκα του είναι μια αχάριστη στρίγγλα! Εκείνος της προσέφερε όλα όσα ήθελε: αυτοκίνητο, κοσμήματα και πολλούς υπηρέτες και αυτή χουζουρεύει στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι και ποτέ δε σηκώθηκε για να κάνει ένα πρωινό στον άτυχο γιο μου.

Το ελιξίριο της ζωής.
Ένας ορειβάτης βρήκε στο διάβα του ένα απομακρυσμένο χωριό στην κορυφή ενός βουνού. Οι άνθρωποι εκεί ζούσαν λιτά, απλά, χωρίς στενοχώριες. Καλλιεργούσαν με αγάπη τη λιγοστή καλλιεργήσιμη γη και τρώγανε τους καρπούς της. Δεν είχαν ηλεκτρικό, τηλέφωνα, αυτοκίνητα, τηλεοράσεις. Το έδαφος ήταν τόσο αγνό και ο αέρας τόσο αμόλυντος που οι άνθρωποι αυτοί γερνούσαν πολύ αργά και ζούσαν 300 χρόνια.
Ο ορειβάτης ενθουσιάστηκε με την ανακάλυψή του και αποφάσισε να περάσει μαζί τους έναν μήνα. Οι χωρικοί τον καλοδεχθήκαν, τον φιλοξένησαν, τον βάλανε να κοιμηθεί στα σπίτια τους, τον φίλεψαν όσο φαγητό είχαν, τον κάνανε φίλο τους. Και μια πληγή που είχε στο πόδι του, γιατρεύτηκε από μόνη της μέσα σε ένα βράδυ.
Πάνω στην πρώτη εβδομάδα όμως, του λείψανε του ορειβάτη όλα τα επιτεύγματα της τεχνολογίας και αποφάσισε, όχι μόνο να κατέβει από το βουνό, αλλά να πάρει μαζί του και όλους τους κατοίκους, να τους πάει στη μεγάλη πόλη, να τους φιλοξενήσει στο μεγάλο σπίτι του, να τους δείξει τι καλά έχουν και αυτοί εκεί κάτω στον κάμπο.
Οι χωρικοί αρνήθηκαν ευγενικά.
- Μα έχουμε κινητά και μιλάμε από μεγάλη απόσταση με τον φίλο μας, έχουμε τηλεόραση και βλέπουμε στην άλλη άκρη του πλανήτη, έχουμε αυτοκίνητα και αεροπλάνα και ταξιδεύουμε γρήγορα. Πρέπει να τα δείτε όλα αυτά, όπως ακριβώς και γω είδα τη δική σας ζωή, να πουλήσετε το βιβλίο που θα γράψετε για το χωριό σας και που όλοι θα αγοράσουν, να κάνετε περιουσίες μεγάλες και μετά να αποσυρθείτε από τη μεγάλη ζωή, τους είπε ο ορειβάτης.
- Αγαπητέ μας, του απάντησαν, έχουμε ήδη αποσυρθεί από τη μεγάλη ζωή, που αλλού να πάμε πέρα από την κορυφή του κόσμου;

Το ψάρι, μια παραβολή που καταδεικνύει τη βλακεία του απλού λαού.
Κάποτε σε μια χώρα, έπεσε φτώχεια φοβερή. Αυτή η χώρα, η Ελλάδα του τώρα (και η Κύπρος του ύστερα), κάποτε πλούσια ήτανε, μα τώρα ήταν φτωχή. Κι έτσι οι κάτοικοί της άρχισαν να ζαλίζονται από την έλλειψη τροφής, είτε σωματικής, είτε πνευματικής. Λίγους μήνες αργότερα μπορούσες να δεις στους δρόμους ανθρώπους να σέρνονται, γερασμένοι και ανήμποροι. Μα κάποτε έβλεπες και μερικούς παχουλούς να προσπερνούν τους πεινασμένους, κορδώνοντας τις μεγάλες τους κοιλιές με σθένος και καμάρι.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι αδύναμοι είχαν καταλήξει τόσο ανήμποροι, που δεν μπορούσαν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους. Έφτασαν στο σημείο να σέρνονται πίσω από τους κυρίους με τις παχουλές κοιλιές ζητώντας ένα κομάτι ψωμί. Άλλοτε οι κύριοι παχουλοί τους έδιναν κάτι, ό,τι περίσσευε και ποτέ περισσότερο από το κανονικό, για να μην πάρουν αέρα τα μυαλά τους. Οι Άλλοι αδύναμοι, περήφανοι, έσβηναν σιωπηλά τα όνειρά τους.
Μια μέρα, εκεί κατά το σούρουπο, στη γωνία που ήταν το μπακάλικο του κου Λαόφοβου, δύο κύριοι με παχουλές κοιλιές ξεκίνησαν καυγά. Οι φωνές τους δυνάμωναν ολοένα και μαζεύτηκε κόσμος γύρω τους.
- Τεμπέλη, φαρσοκωμωδέ, σάτιρε της πλάκας, που τολμάς να μου αντιμιλάς ! Φέρε μου αμέσως πίσω το ψάρι μου το είδα πρώτος, είπε εξαγριωμένα ο ένας.
- Καλέ μου φίλε, απάντησε ο δεύτερος, αυτό το ψάρι το είχα παραγγείλει από χθες στον κο Λαόφοβο, άρα είναι δικό μου!
Με τα πολλά κι αφού ο καυγάς τους δεν σταμάτησε ποτέ, οι δύο παχουλοί αποφάσισαν να βάλουν τους αδύναμους να ψηφίσουν σε ποιον ανήκει το ψάρι. Είχε μαζευτεί ολάκερη η χώρα, αφού οι αγριοφωνάρες τους δεν άφηναν κανέναν να ησυχάσει. Μερικοί ούτε που μπήκαν στον κόπο να πάνε προς το μπακάλικο του κου Λαόφοβου, γιατί δεν τους ενδιέφερε ποιος από τους δύο θα κρατήσει το ψάρι. Έτσι η ψηφοφορία ξεκίνησε. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος γιατί περίμενε κι αυτός μερίδιο από το ψάρι…Έστω και την ουρά του! Ήρθε το βράδυ και απόφαση δεν είχε βγει ακόμα.
-Πιστεύω ακράδαντα ότι το ψάρι πρέπει να πάει στον κύριο που το είδε πρώτος, έλεγε ο ένας.
-Κάνεις απόλυτο λάθος, απαντούσε ο άλλος, το ψάρι πρέπει να πάει σε αυτόν που το είχε παραγγείλει.
-Είστε όρνια, αριστοφανικά και βάλε, πεταγόταν ένας τρίτος, το ψάρι πρέπει να μοιραστεί σε ίσα κομάτια και να το φάμε εμείς που πεινάμε!
-Άνθρωποι κουτοί, αυτό το ψάρι είναι το σύμβολο της χώρας μας, άξιο και πολύτιμο, δεν πρέπει να φαγωθεί από κανέναν!
Έφτασε το επόμενο πρωινό και λύση δεν είχε βρεθεί. Οι φωνές ολοένα και αγρίευαν και η απόφαση γινόταν ακόμα πιο δύσκολη. Έτσι το ψάρι βρώμισε…
Και θέλετε να ξέρετε τι έγινε με τους δύο κυρίους; Πήγαν σπίτια τους και άνοιξαν τα ψυγεία τους, που εκεί υπήρχαν όλα τα υπόλοιπα ψάρια της θάλασσας!

Μαμά βγήκα με τους φίλους μου.
"Πήγα σε ένα πάρτυ και θυμήθηκα αυτό που μου είχες πει, να μην πιω αλκοόλ.
Μου είχες ζητήσει να μην πιω επειδή θα έπρεπε να οδηγήσω μετά, έτσι ήπια ένα αναψυκτικό.
Ήμουν περήφανη για μένα, γιατί είχα ακούσει αυτό που τόσο γλυκά με είχες συμβουλεύσει πριν φύγω, να μην πιω αν πρέπει να οδηγήσω, σε αντίθεση με αυτό που μου έλεγαν οι φίλοι μου.
Έκανα τη σωστή επιλογή! Η συμβουλή σου ήταν η σωστή.
Όταν το πάρτυ τελείωσε όλοι μπήκαν στα αυτοκίνητά τους χωρίς να είναι σε θέση να οδηγήσουν. Εγώ πήρα το αμάξι μου.
Ήμουν σίγουρη ότι ήμουν καθαρή.
Δεν μπορούσα να φανταστώ μαμά αυτό που με περίμενε .....
Τώρα είμαι εδώ ξαπλωμένη στην άσφαλτο και ακούω έναν αστυνομικό να λέει «το παιδί που προκάλεσε το δυστύχημα ήταν μεθυσμένο».
Μαμά η φωνή του ακούγεται τόσο μακρυνή.
Το αίμα μου είναι παντού στην άσφαλτο και εγώ προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να μην κλάψω.
Ακούω τους γιατρούς να λένε ότι αυτή η κοπέλα δεν θα τα καταφέρει.
Είμαι σίγουρη ότι το άλλο παιδί που οδηγούσε δεν το είχε καν φανταστεί όταν έτρεχε τόσο πολύ.
Στο τέλος, αυτός είχε αποφασίσει να πιει και εγώ τώρα πρέπει να πεθάνω.
Γιατί το κάνουν αυτό μαμά; Αφού ξέρουν ότι θα καταστρέψουν ζωές;
Ο πόνος που νιώθω είναι σαν να με καρφώνουν χιλιάδες μαχαίρια.
Πες στην αδερφή μου να μην φοβηθεί, στον μπαμπά να είναι δυνατός.
Κάποιος έπρεπε να πει σε αυτό το παιδί ότι δεν έπρεπε να πιει αν θα οδηγούσε.
Ίσως αν του το έλεγαν οι δικοί του όπως έκανες εσύ, τώρα να ήμουν ζωντανή .....
Η ανάσα μου γίνεται όλο και πιο αδύνατη και αρχίζω να φοβάμαι μαμά..
Αυτές είναι οι τελευταίες μου στιγμές και είμαι τόσο απελπισμένη.
Θα ήθελα τόσο να σε αγκαλιάσω μαμά....και να σου πω πόσο σε αγαπάω
Σε αγαπάω μαμά....αντίο."
Υ.Γ. Όλες αυτές τις κουβέντες τις κατέγραψε μια Καναδή δημοσιογράφος που τυχαία ήταν παρούσα στο αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η κοπέλα , πριν πεθάνει, τα ψιθύρισε όλα αυτά  και η δημοσιογράφος σοκαρισμένη τα κατέγραψε. Το γεγονός είναι πραγματικό και έγινε σε μια χώρα της Ευρώπης. Η δημοσιογράφος άρχισε μια σταυροφορία εναντίον  της χρήσης του αλκοόλ κατά την οδήγηση. Η παράκληση της είναι αυτό το μήνυμα αγάπης να γίνει μήνυμα σωτηρίας για πολλούς συνανθρώπους μας.

Οι γάϊδαροι και οι βλάκες
Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό της Παφου ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.
Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και ...το χαμόγελο στα χείλη.
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.
Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι . 500 ευρώ!! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα.
Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.

Ο λιθοξόος (o τεχνίτης που κατεργάζεται την πέτρα).
Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του.
Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες καθως και ολη την πολυτελεια που ειχε μεσα στο σπιτι.
-Πόσο σπουδαίος είναι αυτός ο έμπορος, σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο και να εχει ολη τη χλιδη που εχουν οι πλουσιοι ανθρωποι.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε μεγαλο έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο φτωχών απ’ αυτόν.
Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο καθισμενος μεσα σε μια λιμουζινα και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.
-Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας, εύχομαι να ήμουν προύχοντας, σκέφτηκε.
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι του υποκλίνονταν αλλα τον φοβούνταν  και τον μισούσαν.
Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές μέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στη λιμουζινα του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε, -πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος, εύχομαι να ήμουν ο ήλιος.
Αμέσως έγινε ο ήλιος, και ελαμπε πάνω από τον κόσμο, και λατρευοταν και θαυμαζοταν από τους ανθρώπους, αλλά και καταριώταν από τους αγρότες που τους έκαιγε τα σπαρτά, και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους μεσα στην αφορητη ζεστη.
Μα ξαφνικα ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, και τον εμποδιζε να λάμψει παντού πάνω στη γη.
-Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο, εύχομαι να ήμουν σύννεφο, σκέφτηκε.
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ένα βαρύ μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωραφια, που αλλοι το καταριόνταν και αλλοι το ευχαριστιόνταν.
Μα σύντομα κατάλαβε ότι σαν συννεφο παρασυροταν ευκολία από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
-Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος, εύχομαι να ήμουν ο άνεμος, σκέφτηκε
Αμέσως έγινε ο άνεμος, και φυσουσε μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι τον καταριόνταν.
Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.
-Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος, εύχομαι να ήμουν βράχος, σκέφτηκε.
Αμέσως έγινε ένας δυνατός τεράστιος βράχος, οτι πιο σταθερό πάνω στην γη.
Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.
-Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα; απόρησε.
Κοίταξε κάτω χαμηλά, και είδε έναν λιθοξόο να σκαφτει πανω του μετατρεποντας τον σε άλλο σχημα.

Πέντε πράγματα για τα οποία μετανιώνουν οι ετοιμοθάνατοι.... Μια νοσοκόμα που δούλεψε με ανθρώπους με ανίατες ασθένειες, μοιράζεται τις εμπειρίες:
Οι άνθρωποι ωριμάζουν πολύ όταν αντιμετωπίζουν το θάνατό τους. Έχοντας βιώσει μεγάλη γκάμα συναισθημάτων (άρνηση, φόβο, θυμό, στεναχώρια, περισσότερη άρνηση) στο τέλος ένιωθαν την πολυπόθητη αποδοχή: Κάθε ασθενής γαλήνευε, τελικά, πριν πεθάνει.
Όταν τους ρωτούσα αν μετάνιωναν για κάτι ή αν θα έκαναν κάτι διαφορετικά, υπήρχαν πολλά κοινά στις απαντήσεις τους:
1. Εύχομαι να είχα το κουράγιο να ζήσω τη ζωή μου όπως την ήθελα στ' αλήθεια, κι όχι όπως περίμεναν οι άλλοι να τη ζήσω.  
Όταν κανείς συνειδητοποιεί ότι η ζωή του σχεδόν τελείωσε, βλέπει πιο καθαρά πόσα (σημαντικά) όνειρά του δεν πραγματοποίησε. Οι περισσότεροι δεν είχαν κάνει ούτε τα μισά και τώρα έφευγαν ξέροντας ότι γι' αυτό έφταιγαν οι επιλογές που είχαν κάνει - ή δεν είχαν κάνει.
Είναι σημαντικό να προσπαθήσεις να πραγματοποιήσεις κάποια απ' τα όνειρά σου - με το που χάνεις την υγεία σου ίσως να είναι αργά.
2. Εύχομαι να μην δούλευα τόσο σκληρά.
Αυτό μου το είπαν σχεδόν όλοι οι άντρες ασθενείς μου. Έχασαν τα παιδικά χρόνια του γιου ή της κόρης τους, δεν έζησαν όσο θα μπορούσαν συντροφιά με το έτερό τους ήμισυ, δεν διασκέδασαν όσο ήθελαν.
Απλοποιώντας τον τρόπο ζωής σας και κάνοντας συνειδητές επιλογές κατά τη διάρκειά της είναι δυνατόν να ζήσετε με λιγότερα απ' όσα νομίζετε. Και δημιουργώντας περισσότερο χώρο στη ζωή σας, γίνεστε πιο ευτυχισμένοι και ανοιχτοί σε νέες ευκαιρίες - πιο ταιριαστές με τον νέο τρόπο ζωής σας.
3. Εύχομαι να είχα το κουράγιο να εκφράσω τα συναισθήματά μου. 
Πολλοί άνθρωποι καταπίεζαν τα συναισθήματά τους για αποφύγουν τσακωμούς ή για να μη στεναχωρήσουν τους άλλους. Το αποτέλεσμα ήταν πως συμβιβάστηκαν με μια μέτρια ζωή. Πολλές ανίατες ασθένειές τους σχετίζονταν, εν μέρει, με την πικρία και την αναπόφευκτη μνησικακία που κουβαλούσαν σ' ολόκληρη τη ζωή τους.
Δε μπορούμε να ελέγχουμε τις αντιδράσεις των άλλων. Παρ' ό,τι όμως οι άλλοι μπορεί αρχικά να αντιδράσουν άσχημα αν αρχίσετε να μιλάτε με ειλικρίνεια, μακροπρόθεσμα οι σχέσεις σας θα γίνουν πιο υγιείς και πιο  ουσιαστικές. Αν δεν γίνουν, τότε απλώς ξεφορτώνεστε μια τοξική σχέση απ' τη ζωή σας. Σε κάθε περίπτωση κερδίζετε.
4. Εύχομαι να είχα κρατήσει επαφή με τους φίλους μου.
Συχνά οι ασθενείς δεν είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως τα ωφέλη μιας παλιάς, καλής φιλίας - μέχρι τότε. Και τότε συχνά ήταν αργά για να εντοπίσω τα άτομα απ' το παρελθόν τους.
Πολλοί είχαν απορροφηθεί τόσο με τις ζωές τους που είχαν αφήσει καταπληκτικές φιλίες να μαραθούν. Συχνά οι ετοιμοθάνατοι μετάνιωναν βαθιά που δεν είχαν "ξοδέψει" περισσότερα σε μια φιλία. Όλοι ανεξαιρέτως νοσταλγούν τους φίλους τους όταν πεθαίνουν.
Ούτε τα λεφτά ούτε η κοινωνική θέση απασχολούν τους ανθρώπους τις τελευταίες στιγμές της ζωής. Αυτό που μένει τότε σε όλους είναι η αγάπη και οι σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους. Κυρίως όμως η αγάπη.
5. Εύχομαι να είχα αφήσει τον εαυτό μου να νιώσει ευτυχισμένος.
Παραδόξως γι' αυτό μετανιώνουν πολλοί ετοιμοθάνατοι. Οι περισσότεροι δεν είχαν καταλάβει, μέχρι το παρά πέντε, ότι η ευτυχία είναι επιλογή. Είχαν μείνει προσκολλημένοι σ' αυτά που είχαν μάθει, στις συνήθειές τους. Η "ασφάλεια" του οικείου δεν τους είχε αφήσει να αλλάξουν ποτέ.
Ο φόβος της αλλαγής τούς είχε κάνει να υποκρίνονται στους άλλους (αλλά και στους εαυτούς τους!) ότι ήταν απολύτως ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, όπως ακριβώς ήταν. Τώρα όμως μου έλεγαν πως ήθελαν να γελάσουν και πάλι με την ψυχή τους, να σαχλαμαρίσουν ξανά...

ΥΓ. Όταν είσαι στο νεκροκρέβατό σου, το τελευταίο πράγμα που σε απασχολεί είναι το τι σκέφτονται οι άλλοι για σένα.
Πόσο τέλειο θα 'ταν αν μπορούσες να ελευθερωθείς απ' όλα αυτά, να αφεθείς και να χαμογελάσεις αβίαστα ξανά - πολύ πριν από το θάνατό σου..."

Η ελιά και το καλάμι


Μια φορά γειτόνευαν η ελιά και το καλάμι. Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο, με πολλά κλαδιά που κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια, έγερναν από το βάρος του καρπού.
Το καλάμί  πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε τα σχήμα του αδραχτιού.
Η ελιά καυχιόταν ολοένα:
-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι. Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο,δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται, τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη. ψηλή, γερή και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι  που λυγίζεις μπροστά σ' όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.
Το καημένο το καλάμι που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τ άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε. γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.
'Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος. που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος... την ξερίζωσε!!! Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε, προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει. Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει, η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.
 Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν' αντισταθεί,  ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της....