Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ





Σάββας Νικολαϊδης, ο πρώτος κτήτορας και μεγάλος δωρητής της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου στους κατοίκους της Χλώρακας και των άλλων ορθόδοξων Χριστιανών καθώς και των αλλόθρησκων που ήθελαν να πιστεύουν και να δοξάζουν τον Άγιο Στέφανο.


Το μήνα Ιούνιο του 2011 περατώθηκε το κτίσιμο της ωραιότατης εκκλησίας του  Αγίου Στεφάνου σε αντικατάσταση της παλαιάς που ήταν μικρός και πρόχειρος ναός και ήταν αφιερωμένος στον Πρωτομάρτυρα  σε ένδειξη παραλιρισμού της μαρτυρίας του δια λιθοβολισμού, που πανόμοια δεινά και μαρτύρια υπέφεραν οι Έλληνες Χριστιανοί από τους Τούρκους τον 18ο αιώνα.
Εκτός από ένα μικρό παρεκκλήσιο που ευρίσκεται στη περιοχή Πάχνας, η Ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα που είναι αφιερωμένη στον Πρωτομάρτυρα, είναι  η μοναδική στην Κύπρο.

Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου λαμπρός ναός, πέρα από την λατρευτική του σημερινή λειτουργία  που ξανακτίστηκε μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ώστε να χωρεί περισσότερους πιστούς, έχει να επιδείξει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από την κατασκευή του ως πρόχειρου υποστέγου μέχρι την σημερινή μορφή την μεγαλόπρεπη και πανθαύμαστη.
Μεταξύ 1850 και 1880, ο μεγάλος τσιφλικάς της περιοχής Σάββας  Νικολαϊδης είχε μεγαλη περιουσία στην περιοχή της Λέμπας και μέσα σ αυτήν υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Αυτόν το χώρο διάφοροι περαστικοί και ντόπιοι πιστοί το χρησιμοποιούσαν ως λατρευτικό χώρο για να τιμούν τον Άγιο Στέφανο, οπότε αυτός σε μια κρίση πίστεως το έκτισε και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι και το δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.
Με την πάροδο των χρόνων, ύστερα από την εγκατάλειψη του χωριού από τους Τούρκους και την εγκατάσταση σ αυτό Χριστιανών Ελλήνων, το εκκλησάκι λειτούργησε πλήρως ως εκκλησία των πιστών. Στους σημερινούς καιρούς που ο κόσμος στράφηκε ξανά προς τη θρησκεία θέλοντας ίσως αποκούμπι στους δύσκολους καιρούς που διερχόμεθα, δεν χωρούσε το μικρό εκκλησάκι όλους τους πιστούς, οπότε μερικοί προοδευτικοί άνθρωποι κάτοικοι της Λέμπας πρόσφυγες που έτυχε να είναι επίτροποι τους καιρούς που χρειάστηκε να μεγαλώσει η εκκλησία, δεν δίστασαν να προβούν στο μεγάλο εγχείρημα, να ξανακτίσουν εκ βάθρων, και να θεμελιώσουν την μεγαλύτερη σε μέγεθος εκκλησία στην σημερινή της μορφή. Πρόκειται για τους Παπαχαράλαμπο Παπαντωνίου (Παπάχαμπης) από τη Χλώρακα, Ανδρέα Λ. Καμπανέλα, Λοϊζο Λοϊζου, Μωϋση Σεραφείμ αμφότεροι από το Πατρίκι Αμμοχώστου, Νεκτάριο Σιδηρόπουλο από την Ελλάδα και τον Βαρνάβα Α. Βαρνάβα από τα Κάτω Βαρώσια. Με πενιχρά οικονομικά μέσα σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, η σημερινή εκκλησιαστική επιτροπή υπό των Παπασταύρου Λεωνίδα, Λοϊζου Λοϊζου, Μωυσή Σεραφείμ, Νίκου και Κούλλας Όψιμου, Νεόφυτου Χαραλάμπους, κατάφεραν να μαζέψουν μεγάλο μέρος από το ποσό των χρημάτων που χρειάστηκε, καθώς και δάνειο  που σύναψαν για την περάτωση ναού του θαυματουργού Αγίου.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ο Άγιος Στέφανος είχε επιλεγεί ως διάκονος, ήταν δηλαδή ένας από αυτούς που βοηθούσαν στις αγάπες, στα κοινά τραπέζια των πρώτων Χριστιανών. Λέγεται
μάλιστα και Άγιος Στέφανος ο Αρχιδιάκονος επειδή στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται ότι ήταν ο πρώτος που επιλέχτηκε ως διάκονος.
Οι  επτά διάκονοι ήταν ο Στέφανος, ο Φίλιππος, ο Πρόχορος, ο Νικάνωρ, ο Τίμωνας, ο Παρμενάς και ο Νικόλαος, τους είχε διαλέξει ο λαός και τους είχαν μεταδώσει τη χάρη του θεού οι Απόστολοι. Ετσι ο λόγος του θεού έφτανε σε όλο και περισσότερους, το πλήθος των μαθητών αυξανόταν και πάρα πολλοί Ιουδαίοι βαπτίζονταν Χριστιανοί.
Ο Άγιος Στέφανος ήταν γεμάτος πίστη και με τη δύναμη του θεού έκανε μεγάλα θαύματα και κήρυττε τον θείο λόγο. Γινόταν συζήτηση για τον Ιησού Χριστό και διαφωνούσαν οι Ιουδαίοι, οι Σαδδουκαίοι, οι Φαρισαϊοι και οι Ελληνιστές (Ελληνιστές ονομαζόντουσαν είτε οι Χριστιανοί που προέρχονταν από τους Εθνικούς, είτε οι Χριστιανοί που δέχονταν την Αγία Γραφή των Εβδομήκοντα). Άλλοι έλεγαν τον Ιησού Χριστό πλάνο, άλλοι προφήτη κι άλλοι Υιό θεού. Τότε ο Άγιος Στέφανος ανέβηκε κάπου ψηλά και κήρυξε λέγοντας "Γιατί αυξήθηκαν τόσο οι κακίες σας αδελφοί και είναι όλη η Ιερουσαλήμ ταραγμένη; Μακάριοι είναι οι άνθρωποι που δεν έβαλαν ποτέ δισταγμό στην καρδιά τους για τον Ιησού Χριστό επειδή αυτός κατέβηκε από τους Ουρανούς για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία".
Αλλά οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία του επειδή ο Άγιος Στέφανος είχε την φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι έφεραν ψευδομάρτυρες οι οποίοι είπαν ότι ο Άγιος Στέφανος βλασφήμησε κατά της Ιερουσαλήμ και κατά του θεϊκού νόμου και συνέλαβαν τον Άγιο Στέφανο και τον οδήγησαν στους ιερείς για να δικαστεί.
Στο δικαστήριο είδαν ότι το πρόσωπο του Αγίου Στεφάνου ήταν λαμπρό και φωτεινό σαν αγγέλου και ο αρχιερέας τον ρώτησε αν αληθεύουν οι καταγγελίες εναντίον του. Ολόκληρο το έβδομο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων έχει την απολογία του Αγίου Στεφάνου. Ο Άγιος Στέφανος κάνει μια σύντομη αναδρομή σε γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης που φανέρωναν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν πράγματι ο Μεσσίας που περίμεναν.
Τους είπε σκληροτράχηλους, επειδή δεν έσκυψαν το κεφάλι τους μπροστά στο θεό, τους έκρινε διότι δεν είχαν διώξει την κακία από τις καρδιές του και τους είπε ότι έκλειναν τα αυτιά τους και δεν άκουγαν το λόγο του θεού, Συνέχεια φέρονταν ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, όπως οι προγονοί τους οι οποίοι δεν είχαν αφήσει ούτε έναν προφήτη που να μην τον είχαν καταδιώξει και σκότωσαν όλους όσους είχαν προαναγγείλει την έλευση του Δικαίου. Και οι Ιδιοι, όπως οι προγονοί τους, όταν ήρθε ο Δίκαιος Ιησούς Χριστός έγιναν προδότες και φονείς του, και δεν φύλαξαν τις εντολές και τον νόμο που τους είχε δώσει ο θεός.
Όσο άκουγαν τα λόγια του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα, οι Ιουδαίοι εξοργίζονταν όλο και περισσότερο. Ο Άγιος Στέφανος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, κοίταξε στον ουρανό και είδε τη δόξα του θεού και τον Ιησού Χριστό να στέκεται στα δεξιά του Πατρός. Οι Ιουδαίοι δεν άντεξαν και μέσα στην κακία τους πήραν πέτρες και λιθοβόλησαν τον Άγιο Στέφανο μέχρι θανάτου.
Καθώς πέθαινε ο πρωτομάρτυρας του Χριστιανισμού Άγιος Στέφανος, τους συγχώρεσε και παρακάλεσε τον θεό, στην τελευταία του προσευχή, "Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτία ταύτην". Ο Άγιος Στέφανος μαρτύρησε 3 χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, το 36 μΧ.
Κάποιοι πιστοί κι ευλαβείς άνδρες πήραν το σώμα του Αγίου Στεφάνου, το έβαλαν μέσα σε ένα σεντούκι από ξύλο περσέας (δηλ. ροδακινιά) και το απέθεσαν στο πλαϊνό μέρος του Ναού. Τότε πίστεψαν στο Χριστό ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς και τους βάπτισαν οι Απόστολοι.
Ο Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Αποστόλου Παύλου, ήταν και συγγενής του Αγίου Στεφάνου. Ήξερε τον ενάρετο βίου του Αγίου Στεφάνου και παρακάλεσε τους Αποστόλους και του έδωσαν το ιερό λείψανο και το έθαψε σε κοιμητήριο στο χωριό του σε απόσταση 20 μίλια από τα Ιεροσόλυμα, τον οποίο χώρο προόριζε για την προσωπική του ταφή. Οι Απόστολοι τον συνόδευσαν και ενταφίασαν το λείψανο του Αγίου Στεφάνου.
Ο Νικόδημος, που είχε πάει την νύχτα στον Ιησού, και ήταν συγγενής του Γαμαλιήλ, παρακάλεσε τον Απόστολο Πέτρο και τον βάπτισε Χριστιανό. Οι Ιουδαίοι εξοργίστηκαν όταν το έμαθαν αυτό και αναθεμάτισαν τον Νικόδημο, πήραν τα υπάρχοντα του και τον έδειραν πολύ. Ο Γαμαλιήλ πήρε στο σπίτι του τον ανιψιό του Νικόδημο, αλλά τελικά παρά τις φροντίδες ο Νικόδημος απεβίωσε απ' τις πληγές του κι έγινε κι αυτός Μάρτυρας του Χριστού. Ο Γαμαλιήλ ενταφίασε τον Νικόδημο κοντά στον Άγιο Στέφανο και κατόπιν βαπτίστηκε και ο ίδιος.
Μετά το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου εξαπολύθηκε μεγάλος διωγμός στα Ιεροσόλυμα κατά των Χριστιανών. Επικεφαλής των διωκτών των Χριστιανών ήταν ο Σαούλ (ή Σάυλος), ο οποίος ήταν παρών και στο μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου. Αλλά με θαυματουργικό τρόπο κι ενώ ο Σαύλος κατευθυνόταν προς τη Δαμασκό, οπό διώκτης γίνεται πιστός, ο γνωστός σε όλους μας Απόστολος Παύλος - ο Απόστολος των Εθνών.
Τη μνήμη του Αγίου Στεφάνου την τιμούμε στις 27 Δεκεμβρίου, δυο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα και την ανακομοιδή των λειψάνων του στις 2 Αυγούστου.

Απολυτίκιο του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα: βασίλειον διάδημα, εστέφθη ση κορυφή, εξ άθλων ων υπέμεινας, υπέρ Χρίστου του θεού, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε συ γαρ την Ιουδαίων απέλεγξας μανίαν, είδες σου τον Σωτήρα, του Πατρός δεξιόθεν. Αυόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιο του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα: Ο Δεσπότης χθες ημϊν, δια σαρκός επεδήμει και ο δούλος σήμερον, από σαρκός εξεδήμει, χθες μεν γαρ, ο βασιλεύων σαρκί ετέχθει, σήμερον δε ο οικέτης λιθοβολείται, δια αυτόν και τελειούται ο Πρωτομάρτυρας και θείος Στέφανος.

Γεννήθηκε στη Χλωρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς λάτρεις της Χριστιανοσύνης που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά του την ίδια αγάπη. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αφού αγαπούσε τα θεία και συνεπαιρνόταν από τη μυσταγωγία που ένιωθε όποτε από μικρός με τον πατέρα του κάθε Κυριακή πήγαιναν να λειτουργηθούν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας.
Όταν μεγάλωσε έγινε ένας ήρεμος άνθρωπος χαμηλών τόνων που κοίταζε την οικογένεια του και την εργασία του, αλλά που ακόμα είχε μέσα του την επιθυμία της ιεροσύνης. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε, και όταν τα χρόνια πέρασαν, πήρε απόφαση ότι θα έμενε παντοτινά απλός πολίτης, ένας απλός πιστός Χριστιανός. Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε στη Γεροσκήπου. Έκαμε κάμποσα παιδιά, που για να τα ζήσει έκαμνε διάφορες εργασίες δουλεύοντας σκληρά νύχτα και μέρα, αφοσιωθηκε εξ ολοκλήρου να τα αναγειώσει, να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει. Κάθε Κυριακή τους στοίβαζε όλους, σύζυγο και μωρά μέσα στο μικρό του αυτοκίνητο και πήγαιναν στην εκκλησιά της Παναγίας στη Χλώρακα όπου συναπαντιόνταν όλοι οι στενοί συγγενείς, γονείς, παιδιά και εγγόνια.
Αυτή η κατάσταση η ίδια ακριβώς, διαρκούσε για χρόνια και δεκαετίες, ήταν μια ρουτίνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί διαφορετικά. Ήταν μια συνήθεια που τον ευχαριστούσε, ήταν με αυτό τον τρόπο που ερχόταν σε άμεση επαφή με το Θεό όπως ο ίδιος πίστευε, έτσι αναπλήρωνε το κενό της μη πραγμάτωσης του ευγενούς ονείρου του. 

Αυτά μου έλεγε ένα βράδυ καθισμένοι στο καφενείο του χωριού, και εγώ τον παρηγορούσα λέγοντας του ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, και αν μέσα του ένιωθε καλός Χριστιανός και ενεργούσε Χριστιανικά, σίγουρα πνευματικά ήταν ανώτερος από πολλούς παπάδες.

Ο καιρός περνούσε, μια άλλη μέρα που συναντηθήκαμε και κάτσαμε να τα πούμε, τον άκουσα ξαφνιασμένος να μου λέει,
-αποφάσισα να πάω παπάς.
Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη, δεν πίστευα αυτό που άκουγα, διότι είχε στη ράχη του 50 χρόνια ηλικίας, μεγάλα παιδιά και εγγόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατι πήρε αυτή την απόφαση, δηλαδή τώρα που ξεκινούσε η τρίτη του ηλικία, αποφάσισε να ιερωθει, να αρχίσει το διάβασμα για να μάθει να λειτουργεί, να ψάλλει και να ιερουργεί.
-Άκουσε μου, μου λέγει. Ήμουν στην εργασία μου και φύλαγα νυχτοφύλακας. Τις πρωινές ώρες περίπου ένα βράδυ, άκουσα πατημασιές να με πλησιάζουν. Υπέθεσα ότι ίσως να ήταν κάποιος κλέφτης, και του φώναξα να σταματήσει.
Αλλά πάλι τα βήματα ακούγονταν και με πλησίαζαν. Για δεύτερη φορά φώναξα σταμάτα, καμία απάντηση πάλι δεν έλαβα. Σήκωσα τον ασύρματο για να καλέσω βοήθεια, και αυτός έδειχνε να μην λειτουργεί.
Ξαφνικά, αντί για κλέφτη, βλέπω μπροστά μου να στεκει μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε λάμψη φωτός. Όπως τον είδα, δεν φοβήθηκα, γιατι αναγνώρισα στο πρόσωπο του την μορφή του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας που απεικονίζεται σε ένα εικόνισμα στο τέμπλο του ιερού στο παλιό ξωκλήσι του. Με ήρεμη φωνή με ρώτησε γιατι φοβάμαι να γίνω παπάς, αφού αυτό είναι το όνειρο της ζωης μου. Χωρίς να συνειδητοποιώ ποιον είχα απέναντι μου, του απάντησα ότι πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μου ήταν τόσα πολλά, που δεν θα ήταν συνετή μια τέτοια απόφαση.
Μου είπε να μην φοβάμαι τα χρόνια, και με ρώτησε πόσα χρόνια θέλω ακόμα να ζήσω για να υπηρετήσω τα θεία τα οποία πρεσβεύω.
Γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περίελουζε, τον άκουσα να με παροτρύνει να γίνω τώρα παπάς, και να κυρηξω σε όλους να μετανοήσουν.
Όταν σε λίγο κατάλαβα ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη και δακρυσμένος από χαρά και ευτυχία, σήκωσα τον ασύρματο για να βεβαιωθώ, και τον είδα να είναι σε λειτουργία. Είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Τώρα ήταν εντάξει, ήταν ένα σημάδι απόδειξη πώς η Άγια φανέρωση συνέβηκε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μου ή στο όνειρο μου. Πήρα την μεγάλη απόφαση τώρα, σ αυτή την ηλικία να ιερωθω, να αρχίσω το διάβασμα για να μάθω να λειτουργώ, να ψάλλω και να ιερουργώ.

Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΛΕΜΠΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΘΑΥΜΑ

Ο Άγιος Του Θεού Πρωτομάρτυρας Στέφανος να πρεσβεύει για εμάς τους αμαρτωλούς, με την Αγιότητα και τη Μεγάλη του Χάρη  να βοηθά όλο τον κόσμο. Να μην στεναχωριόμαστε για ότι μας συμβαίνει. Είτε αρρώστιες είτε στεναχώριες. Μόνο έτσι αγιαζόμαστε. Όλα έχουν τον λόγο τους…

Αμήν, Μαρκέλλα από Λευκωσία

ΣΕ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ:

Ήταν 23/12/2017 όταν ο Ιωάννης 50 ετών, είχε λιποθυμικό επεισόδιο ένεκα νεφρικής ανεπάρκειας. Από τους ιατρούς συστήθηκε και ακολουθήθηκε φαρμακευτική αγωγή και παρακολούθηση, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε, έτσι άρχισε αιμοκάθαρση, η λεγόμενη περιτοναϊκή κάθαρση.

Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, και ο ασθενής καθώς υποφέροντας ζούσε ένα Γολγοθά που τον κατέθλιβε και τον έκανε να μην έχει πλέον όρεξη να συνεχίσει να ζει, αλλά το χειρότερο μαρτύριο ήταν που έβλεπε την οικογένεια του να συμπάσχει μαζί του, υπέφεραν και αυτοί, και τους έβλεπε πόση στεναχώρια είχαν όσο και αν προσπαθούσαν να το κρύψουν θέλοντας να του δώσουν κουράγιο και ελπίδα.


Ήταν μια νύχτα τέλος του Φθινοπώρου θυμάται η σύζυγος του, στη μέση της νύχτας, της ζήτησε να αλλάξουν πλευρά στο κρεββάτι. Η Μαρκέλλα παραξενεύτηκε καθώς για 25 χρόνια συζυγικού βίου, ήταν η πρώτη φορά, αλλά δεν είπε τίποτα, απλώς του έκανε το χατίρι. -Αργότερα μελετώντας ερμηνείες Πατέρων, αντιλήφθηκε ότι το «εκ δεξιών» στις γραφές, αναφέρεται συνέχεια στο βίο του Αγίου-. 

Το επόμενο πρωί την ρώτησε τι γνωρίζει για τον Άγιο Στέφανο, καθώς ενώ κοιμόταν μια εσωτερική επιθυμία τον ώθησε να αλλάξει πλευρά στο κρεββάτι, και ακολούθως στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να ονοματίζει τον Άγιο και να τον ξυπνά. Και στον ξύπνιο του βλέπει απέναντι του, μπροστά στο κρεβάτι, καθισμένο σε καρέκλα της κουζίνας τους, ένα αμούστακο νεαρό με μαύρα μαλλιά πιο πάνω από τον ώμο, να τον κοιτάζει γαλήνια, ήρεμα και επίμονα. Φορούσε κόκκινο ωράριο τη στενόμακρη λωρίδα υφάσματος που φέρουν οι διάκονοι στον αριστερό τους ώμο, και άσπρο στιχάριο, το  μακρύ ποδήρη χιτώνα με τα φαρδιά μανίκια.

Της Μαρκέλλας το μυαλό αμέσως πίστεψε πως ο Άγιος του φανερώθηκε και πως θα έπρεπε να ψάξει το θέμα. Η ίδια είχε επισκεφτεί τη Μονή του Αγίου στη Γεσθημανή και τον τόπο λιθοβολισμού επτά μήνες προηγουμένως. Αμέσως έσκυψε στον υπολογιστή της και διεξοδικά έψαξε στο διαδίχτυο όσες αναφορές υπήρχαν περί του θέματος. Διάβασε ότι ήταν Άγιος προστάτης και θεραπευτής των ασθενών με λιθιάσεις νεφρών, κύστης και χολής, καθώς και του γάμου(στέφανα).

Με ελπίδες αναπτερωμένες φώναξε τον άνδρα της και του έδειξε τη φωτογραφία του Πρωτομάρτυρα. Και γεμάτη χαρά τον άκουσε να αναφωνεί, «Αυτός είναι, Αυτός είναι».

Σίγουροι πλέον ότι ένα θαύμα θα συντελείτο, άρχισαν να ψάχνουν τις εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου. Σε όλη την Κύπρο ανακάλυψαν δύο, στην Πάχνα και στη Λέμπα. Επισκέφθηκαν και τις δύο. Στη Λέμπα γνώρισαν τον καλό ιερέα τον Παπάσταυρο ο οποίος τους έταξε μια εικόνα του Πρωτομάρτυρα.

Από εκείνο τον καιρό έχοντας την εικόνα προσκεφάλι ο ασθενής με θάρρος και μια πρωτόγνωρη εσωτερική πνευματική δύναμη, άρχισε να αντιμετωπίζει την ασθένεια με απόλυτη πίστη πως δίπλα του σε όλη τη διαδρομή, είχε τον Άγιο και μαζί βάδισαν τον Γολγοθά. 

Για την Εκκλησία δεν υπάρχει τύχη, το γνώριζαν καλά. Δεν υπάρχει μοίρα, δεν υπάρχει κισμέτ. Σε όλη την αγιογραφική και αγιοπατερική διδασκαλία πουθενά δεν αναφέρεται η πίστη στην τύχη.

Όμως οι συμπτώσεις ήταν πολλές για να τις αγνοήσουν, ώστε απόλυτα σίγουροι πως συνέβαινε ένα θαύμα, τις ακολούθησαν πιστεύοντας πως είσαν όλα του Αγίου που τους έδειχνε ποιο δρόμο να ακολουθήσουν.

 

Όταν ο Παπάσταυρος ήρθε από τη μακρινή Πάφο να φέρει την εικόνα, χωρίς να γνωρίζει το αυτοκίνητο του, -το ραντεβού τους ήταν σε ένα μεγάλο πάρκινγκ της πρωτεύουσας-, ο Ιωάννης στάθμευσε το ποδήλατο του δίπλα του ακριβώς.

Όταν εισήλθε στο νοσοκομείο ο νοσοκόμος που τον φρόντιζε, ονομαζόταν Στέφανος.

Όταν αποφάσισαν να αγιογραφήσουν τον Άγιο, ο Ιωάννης είχε ένα μικρό ατύχημα και η ασφάλεια τον αποζημίωσε το ισόποσο της Αγιογραφίας. Το έμβασμα έγινε κατά θαυμαστό τρόπο την ίδια μέρα με την παράδοση της Αγιογραφίας. 

Και το αντρόγυνο συνέχιζε να μαρτυρεί όλα τα θαυμαστά και τις συμπτώσεις που τους συνέβαιναν. Είσαν σίγουροι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Πως ήταν όλα του Αγίου που τους έδειχνε το δρόμο της υπομονής και της εγκαρτέρησης.

Και βλέποντας όλα αυτά και άλλα πολλά, αποφάσισαν να ταξιδεύσουν στη Γεσθημανή, στον τόπο του λιθοβολισμού και να προσκυνήσουν.

Οι συμπτώσεις συνέχιζαν, είσαν απόλυτοι σίγουροι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο.

Οι αεροπορικές πτήσεις για τους Αγίους τόπους καθώς πλήρεις, την τελευταία στιγμή ακυρώθηκαν δύο θέσεις και τις πήραν αυτοί.

Στη Γεσθημανή η Μονή θα ήταν κλειστή γιατί ο Αρχιμανδρίτης θα λειτουργούσε στη Βηθανία, κατά θαυμαστό τρόπο την βρήκαν ανοικτή. Και ο Ιωάννης νιώθοντας ρίγος εισήλθε εντός, και έσκυψε και προσευχήθηκε και προσκύνησε την Άγια εικόνα. Και ώ του θαύματος μια απόλυτη ηρεμία τον κυριάρχησε και ένιωσε τους πόνους που τον ταλαιπωρούσαν να λιγοστεύουν. 

Ο Παπάσταυρος τους είχε ζητήσει να του φέρουν μέρος λίθου από τον πετροβολισμό που φυλάττονταν στους Άγιους τόπους. Έτσι έκαναν διευθετήσεις με τον αρχιμανδρίτη Επιφάνιο να τους παραδώσει ένα λίθο που θα τοποθετείτο προς δόξαν του Αγίου στην ομώνυμη εκκλησία στη Λέμπα. Και ώ του θαύματος και πάλιν, μόλις παρέλαβαν τον λίθο, οι αφόρητοι πόνοι που ταλαιπωρούσαν τον Ιωάννη τον τελευταίο καιρό, όλες οι αγρυπνίες και οι αϋπνίες, όλες οι αγωνίες και το άγχος, με μιας χάθηκαν, έφυγαν, και ένιωσε πως ξαναγεννήθηκε, πως ήταν καλά όπως και πριν.

Με ο λίθο στη βαλίτσα που ως κόρη οφθαλμού πρόσεχαν, στην επιστροφή τους περιμένοντας σειρά να επιβιβαστούν, πίσω τους στεκόταν ένα αγόρι, και πάλι ώ του θαύματος, τι σύμπτωση, άκουσαν την μητέρα του να τον καλεί Στέφανο. Ήταν από τις συμπτώσεις εκείνες τις μικρές, που όμως στο αντρόγυνο δεν φάνηκε τυχαία, αλλά ως καθαρό μήνυμα πως ο Άγιος  συνεχώς ήταν κοντά και τους παραστεκόταν.

Χίλιες δόξες λοιπόν, στον Άγιο που από την πρώτη στιγμή  που τον επικαλέστηκαν η παρουσία του ήταν έντονη και με τις μικρές συμπτώσεις απλώς τους το υπενθύμιζε συνεχώς. 

Όσο να δεήσει ο καιρός για την παράδοση του λίθου στον Παπάσταυρο, χρειάστηκε μια βδομάδα. Έχοντας τόση πίστη μέσα της η Μαρκέλλα, δεν έμεινε άπραχτη, παρα όσους γνωστούς είχε με ασθένειες, τους περιέφερε το λίθο οι οποίοι προσκύνησαν, και μόνο με αυτό, δηλαδή με την τόση πίστη στην καρδιά και αυτοί, ένιωσαν αγαλλίαση, δυνατότεροι, και έτοιμοι με περισσότερο θάρρος να αντιμετωπίσουν το πεπρωμένο τους. 

Υ.Γ.

Και με τις τόσες εμπειρίες η Μαρκέλλα σκεφτόταν τι είναι σωστότερο, ότι η πίστη πηγάζει από το θαύμα, ή το θαύμα από την πίστη.

 ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Μια οικογένεια από τη Λάρνακα που είχαν ένα μικρό γιο με σοβαρό πρόβλημα υγείας από γεννησιμιού του, δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά αλλά μασσά, μη βρίσκοντας γιατρειά στους γιατρούς, στράφηκαν προς το Θεό και ζήτησαν τη βοήθεια του Αγίου Στεφάνου τον οποίο ονειρεύτηκε τη μορφή του στον ύπνο του ο μικρός ασθενής. Από την περιγραφή με νοήματα, τους έδειξε και κατάλαβαν ότι εννοούσε τον Άγιο Στέφανο, έτσι με μεγαλη πίστη οι γονείς ρώτησαν τους επιτρόπους της εκκλησιαστικής τους ενορίας πού υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Στέφανο. Κάποιος από τους επιτρόπους έτυχε να ξέρει, και τους εξήγησε ότι μονο στην Πάφο υπάρχει.

Ξεκίνησαν για την Πάφο, και φτάνοντας πήραν  τον παραλιακό δρόμο προς στον Κόλπο των Κοραλλίων. Έτυχε και δεν συνάντησαν κάποιον να τους εξηγήσει, ίσως γιατί ήταν αργία, έτσι έτυχε, έτσι αυτοί τριγυρνώντας προσπάθησαν να το βρουν μόνοι τους. Ύστερα από κάμποση ωρα μη μπορώντας να το ανακαλύψουν, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Λάρνακα παίρνοντας ένα άλλο δρόμο. Αφου προχώρησαν, προσπέρασαν το ξωκλήσι χωρίς να το δουν, οπότε ο μικρός βρίσκοντας τη ξαφνικά τη μιλιά του, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα και να τους λέει, μπαμπά, μαμά, είδα την εκκλησία, είναι πιο πίσω μας. Ο πατέρας που οδηγούσε, ξαφνιασμένος και χαρούμενος παρ ολίγο να τρακάρει, πάτησε φρένα, σταμάτησε στη μεση του δρόμου, και κλαίγοντας αγκάλιασε το γιο του, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί, και έκλαιγαν από χαρά. Αφου συνήρθαν, έβαλαν όπισθεν και στράφηκαν πίσω, βρήκαν το ξωκλήσι και προσκύνησαν εκστασιασμένοι από το μεγάλο θαύμα. Από εκείνον τον καιρό, έγιναν τακτικοί επισκέπτες προσκυνητές του Αγίου της Λέμπας. Το περιστατικό συνέβηκε αρχές της δεκαετίας του 1990. Τώρα το παιδί που γιατρεύτηκε είναι μεγάλος, και αυτός όπως και οι γονείς του, επισκέπτεται την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου σε κάθε γιορτή του Αγίου.

ΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Ήταν αργά βράδυ 26 Δεκεμβρίου 1998 όταν  η τότε οκτάχρονη κόρη μου καθόταν στον καναπέ και μου είπε «Παπά νομίζω ότι κατάπια  5 cent» . Αμέσως εμείς πήραμε την παιδίατρο μας  και μας είπε «Μην φοβάστε το μωρό μέχρι αύριο το πρωί  θα τα αποβάλει». Μετά πήγαμε για ύπνο αλλά χωρίς βέβαια να κοιμηθούμε από την ανησυχία μας και το πρωί  στις  27 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, ξεκινήσαμε από Λευκωσία για την Λάρνακα για να επισκεφτούμε  φίλο μας γιατρό  τον οποίο ενημερώσαμε για το πρόβλημα και ήθελε να την δει προσωπικά. Μέχρι να φτάσουμε στην λάρνακα ο γιατρός διευθέτησε  ραντεβού με ακτινολόγο  για  ακτινογραφίες. Οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι το κέρμα βρισκόταν σε τρομερά επικίνδυνο σημείο  και μπορούσε να προκαλέσει απόφραξη. Αμέσως  άρχισε ο γιατρός  τα τηλεφωνήματα για να βρεθεί κατάλληλος γιατρός  γαστρεντερολόγος, πράγμα δύσκολο λόγο εορτών και αργιών. Μετά από αρκετές προσπάθειες βρέθηκε γιατρός σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας. Στο νοσοκομείο ο γιατρός μας εξήγησε ότι  θα κατέβαζε από το στόμα ιδικό σύρμα με δίκτυ με το οποίο θα έβγαζε  το κέρμα τραβώντας το  προς τα έξω. Μας ενημέρωσε ότι η διαδικασία αυτή κρατά απο 20 λεπτά μέχρι  το αργότερο μισή ώρα. ’Έτσι, περιμέναμε έξω από το χειρουργείο με αγωνία. Τα λεπτά περνούσαν, ξεπεράσαμε την μισή ώρα. Τα 45 λεπτά, την 1 ώρα, και η ανησυχία και η αγωνία μας ολοένα  και μεγάλωνε. Στην 1 ώρα και 10 λεπτά βγαίνει μια νοσοκόμα από το χειρουργείο κάνοντας το σταυρό της. Αμέσως πήγα προς το μέρος της και μου είπε ότι το κέρμα γλιστρά και δεν τραβιέται και ότι θα δοκιμάσει ακόμα μια φορά και αν δεν βγει θα προχωρήσουμε με μεγαλη εγχείρηση στο θώρακα για να βγει χειρουργικώς. Μου είπε σήμερα είναι του Αγίου Στεφάνου και βαλε και εσύ το σταυρό σου και παρακάλεσε τον Άγιο να βοηθήσει το γιατρό να το βγάλει χωρίς  να χρειαστεί εγχείρηση.  Έβαλα το σταυρό μου, παρακάλεσα το Άγιο και αμέσως μετά άκουσα το γιατρό να φωνάζει ότι το έβγαλε.  Τότε όλοι μας στην οικογένεια βάλαμε το σταυρό μας και ευχαριστήσαμε το Άγιο Στέφανο που βοήθησε το γιατρό και το μωρό μας.
Τις επόμενες μέρες ψάχναμε να βρούμε εκκλησία του Αγίου Στεφάνου για να πάμε για προσκύνημα. Μάθαμε ότι η μόνη εκκλησία που υπάρχει στην Κύπρο ήταν στο χωριό Λέμπα της Πάφου  για το οποίο χωριό πρώτη φορά ακούαμε. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα πηγαίναμε αμέσως μετά την επιστροφή μου από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βιέννη. Στη Βιέννη είχα κλείσει ξενοδοχείο με μονο κριτήριο να είναι κεντρικό.  Έφτασα στη Βιέννη αργά το βράδυ πήγα αμέσως στο ξενοδοχείο για ύπνο και το επόμενο πρωί ανακάλυψα με μεγάλη έκπληξη ότι  το ξενοδοχείο  βρισκόταν λιγότερο  από 100 μέτρα μακριά από μια μεγάλη και επιβλητική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου .
Επιστρέφοντας στην Κύπρο πήγα στην Πάφο για επαγγελματικούς  λόγους  και για να ψάξω να βρω την Λέμπα και την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Στο πρώτο μου επαγγελματικό ραντεβού σε  γνωστό ξενοδοχείο της πόλης ρώτησα τον διευθυντή αν ξέρει που είναι  η Λέμπα και η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Αυτός χαμογέλασε και πήρε τηλέφωνο να φωνάξουν στο γραφείο του τον Πάτερ Χαράλαμπο ο οποίος ήταν ο ιερέας της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου και ο οποίος βρισκόταν εκεί λόγο κάποιας συνεργασίας του με το ξενοδοχείο.

Ήταν η δεύτερη συγκυρία που με οδήγησε χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να βρω εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Από τότε αρχές του 1999 και κάθε χρόνο στην ημέρα του Αγίου βρισκόμαστε στη Λέμπα για να δοξάσουμε τον Άγιο… (Χάρης)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Δεν ήταν ένας παράνομος ληστής, αλλά χειρότερος. Νευρικός, αιμοβόρος, έλεγαν ήταν τρελός και πολλοί τον φοβούνταν.
Ήταν τοσο μπαμπέσης ψεύτης και πανούργος, που άλλος ληστής δεν τον εμπιστευόταν, ήταν ο λόγος που δεν ειχε φτιάξει συμμορία…
Ήταν μέτριος στο ανάστημα, αλλά στα χαρακτηριστικά του φαινόταν η μεγάλη σκληράδα του. Γεννήθηκε στο χωριό της Λέμπας κατά το 1850 και ήταν στα άλμπουρα της νιότης του την εποχή που οι Μωαμεθανοί Τούρκοι παρέδωσαν την Κύπρο στους Άγγλους. Ισχυριζόταν ότι ο προπάππους του ήταν Καδής και έλεγε πολλές ιστορίες όταν οι πρόγονοι του ήταν αφέντες των Ελλήνων. Χαιρόταν που ήταν κατακτητής και ευχαριστιόταν να καταπιέζει τους αδύνατους και ανυπεράσπιστους Χριστιανούς χωρικούς που σαν υπόδουλοι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το ανάστημα τους και να του αντισταθούν.
Υπό την ανοχή των νέων κατακτητών συνέχισε να τους ενοχλεί και  προέβαινε σε κακές ενέργειες εναντίον τους, τους καταπίεζε και τους λήστευε.
Αυτό συνέβαινε για χρόνια ώσπου γέρασε, δεν μπορούσε πλέον να κάμνει τον καμπόσο. Έκατσε στα βραστά του, αλλά όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά. Οι διηγήσεις ανάμεσα των Ελλήνων για την κακία του, ήταν καθημερινές κουβέντες μέσα στα καφενεια. Ήταν ιστορίες που έδειχναν το μεγάλο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς, και πόσο ήταν σκληρή η καρδιά του. Τις διηγιόντουσαν, και ήσαν σίγουροι ότι καποια φορά σε αυτή τη ζωή, ή την άλλη, θα τον εύρισκε τιμωρία από τον Θεό…

Στα τέλη του αιώνα ορισμένοι Έλληνες Χριστιανοί μπόρεσαν και προόδευσαν, απέκτησαν πλούτη και περιουσίες, ένας από αυτους κατοίκησε στα ανατολικά της Λέμπας, είχε εκεί ένα τσιφλίκι και είχε κτισμένο σ αυτό το εξοχικό του καθώς και  αλλά υποστατικά, όπως αποθήκες και διάφορα κτίρια. Ήταν ένα αγρόκτημα που είχε εκταση 140 σκάλες, είχε 300 τερατσιές, αμέτρητες αθασιές και κάμποσες συκαμινιές. Ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Σάββα Νικολαίδη που κατοικούσαν στην πόλη της Πάφου. Ήσαν εύποροι, είχαν πολλά ιδιόκτητα καταστήματα  που  νοίκιαζαν σε άλλους έχοντας με αυτό τον τρόπο μεγάλο εισόδημα. Είχαν επίσης μεγάλο εισόδημα από το αγρόκτημα το οποιον εκμίσθωσαν σε μια φτωχή οικογένεια από την Εμπα, του Σπύρου Χριστόδουλου Φαρφαρά, που είχε σύζυγο την Πολυξένη, και έκαμαν παιδιά τους Γεώργιο Σπύρου Οξεία, τον Χριστόδουλο, την Σοφία (αργότερα Τριανταφίλλη), τον Σάββα Σπύρου, και την Βαρβαρού (αργότερα Χαραλάμπους Μαύρου). Η συμφωνία τους ηταν όλα τα έξοδα και κόπους να τα επιβαρύνεται αυτή η οικογένεια και τα έσοδα να τα μοιράζονται. Υπήρχαν στο αγρόκτημα δυο λάκκοι με ξύλινα αλακάτια, υπήρχε και ένας μεγάλος ανεμόμυλος έτσι  που το νερό ήταν μπόλικο ωστε να ποτίζονται όλα τα χωράφια στο αγρόκτημα .
Σε μια άκρια του τσιφλικιού που περνούσε ο αμαξητός δρόμος, ήταν μια αποθήκη με ξύλινη σκεπή, όπου καμιά φορά σταματούσαν οι περαστικοί να προφυλαχτούν σαν έβρεχε. Ένας διαβάτης κάποτε, είπε ότι είδε στο όραμα του τον Άγιο Στέφανο να του λέει ότι ήθελε την μικρη αποθήκη για εκκλησιά του, αυτό διεδώθη, έτσι αρχίνισαν και πήγαιναν πολλοι προσκυνητές Τούρκοι και Ρωμιοί, να προσευχηθούν και να ανάψουν και κανένα κερί. Κατά το 1900 περίπου, ο Σάββας Νικολαίδης ο ιδιοκτήτης, έκτισε ένα μικρό ιερό και μια αγία τράπεζα στην αποθήκη, κατασκεύασε έτσι το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου.
Πάντα οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να εχουν ένα στήριγμα και πολύ περισσότερο όταν εχουν δυσκολίες, έτσι βρίσκουν πάντα αποκούμπι στο Θεό. Τες εποχές που οι Κύπριοι ήσαν υπόδουλοι στους Τούρκους και ύστερα των Άγγλων, η ζωή τους ήταν δύσκολη και ανυπόφορη, η καταπίεση μεγαλη, έβρισκαν μονο στήριγμα στο Θεό. Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας Μάρτυρας που μαρτύρησε υπέρ του Θεού με τον χειρότερο θάνατο του λιθοβολισμού, ήταν γι αυτό που οι κάτοικοι της περιοχής της Χλώρακας, της Έμπας, και όλων των άλλων παρακείμενων χωριών, ένιωθαν τη πίστη τους να τους οδηγεί σ αυτόν, είχαν και αυτοί μια μαρτυρική και υστερημένη ζωή ένεκα της υποδούλωσης τους. Έτσι θεωρούσαν το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου πιο δικό τους παρά άλλες εκκλησιές, ένιωθαν να υπάρχει μια σύνδεση αναμεταξύ τους και του Αγίου. Έλπιζαν σε αυτόν, εύρισκαν παρηγοριά σε αυτόν, ώστε να αντέχουν και να καρτερούν για καλύτερες ημέρες. Έλπιζαν ακόμα ο άπιστος Τούρκος που όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά, να έβρισκε μεγαλη τιμωρία από τον ίδιο τον Άγιο Στέφανο.
Άγνωσται όμως αι βουλαί του Θεού, όταν τα χρόνια πέρασαν, ο άπιστος γέρασε και κανείς πλέον δεν έλπιζε να τιμωρηθεί, η μεγαλη κακία και το απύθμενο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς τον οδήγησαν μια μέρα σε μια αποτρόπαιη πράξη, πήγε μες την εκκλησιά του Αγίου Στεφάνου και με ένα μυτερό μαχαίρι έβγαλε τα μάτια του Αγίου. Κανένας δεν τον είδε, πολλοί σκέφτηκαν ότι ήταν αυτός, αλλά δεν υπήρχαν μαρτυρίες για να τιμωρηθεί. Είναι όμως περιστατικά που συμβαίνουν κάποτε που οδηγούν τους πιστους να πιστεύουν περισσότερο στο Θεό,  είναι τα Θαύματα που γίνονται, κάποτε για επιβράβευση του δίκαιου, κάποτε για τιμωρία του άδικου…
… Ύστερα από λίγες μέρες ο άπιστος χάθηκε από πρόσωπου γης, οι συγγενείς του κατήγγειλαν το γεγονός στην αστυνομία η οποία άρχισε ανακρίσεις μεταξύ των Ελλήνων για να βρουν τους ενόχους για την εξαφάνιση του.
Ύστερα από κάμποσες μέρες βρέθηκε το πτώμα του από Τούρκο βοσκό στον Ακόμα, στην περιοχή που βρίσκεται το χωριό Ινια. Κανείς δεν ήξερε πως ευρέθη εκεί, τον έπιασε η καρδιά του είπαν μερικοί, άφησε την τελευταία του πνοή εκεί. Ήταν ένα κουφάρι πεθαμένου με φρικιαστικό πρόσωπο που φάνταζε ανατριχιαστικό, με δυο μεγάλες μαύρες τρύπες αντί για μάτια. Δεν είχε μάτια, τα είχαν φάει τα μυρμήγκια και οι σφήκες, ήταν σίγουρο ότι τον σημάδεψε ο Άγιος Στέφανος.

Υ.Γ. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, το 1963 ήταν η χρονιά που αρχίνισαν οι φασαρίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, που είχαν τελική κατάληξη την κατάληψη της μισής μας πατρίδας από τους Τούρκους. Ήταν φασαρίες που τις δημιουργούσαν οι Τουρκοκύπριοι επί σκοπού θέλοντας να δημιουργήσουν αντιπαραθέσεις αναμεταξύ των δυο λαών, ώστε να έχει δικαιολογία η Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Δίπλα στον Άγιο Στέφανο ήταν κτισμένη μια παράγκα που κατοικούσε μια οικογένεια Τούρκων με τρία αρσενικά παιδιά. Συνήθιζαν τα Τουρκάκια αυτά πολύ συχνά να μπαίνουν στο μικρό εκκλησάκι και να κάνουν ασχημίες. Μια τέτοια φορά, αφου λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας τους με το σουγιά του έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ωρα μπήκαν από την πόρτα Έλληνες προσκυνητές και τους είδαν επ αυτοφώρω, αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν έξω. Υπήρχε ένας πετρότοιχος που χώριζε την αυλή του Αγίου και τον αμαξητό δρόμο που ήταν στην νια μεριά του ξωκλησιού. Πετάχτηκαν τα Τουρκιά τον τοίχο, εκείνη την στιγμή περνούσε αυτοκίνητο, πάτησε τον έναν και τον άφησε νεκρό στον τόπο. Στες τέσσερις πέντε μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πανω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Ύστερα από άλλες τόσες περίπου μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό πήγε για μπάνιο στη θάλασσα σ ένα μέρος κάτω της Λέμπας, στην περιοχή Κοτσιάς. Ήρθε το Βράδυ, νύχτωσε καλά, δεν φάνηκε να γυρίζει πίσω. Ανήσυχοι οι γονιοί του, άρχισαν να τον ψάχνουν, ειδοποιήθηκε η αστυνομία, όλοι οι Τούρκοι κάτοικοι της Λέμπας και όλοι οι Χριστιανοί από την Χλώρακα, βγήκαν σε αναζήτηση του. Ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκε το πτώμα του ξεβρασμένο στην θάλασσα του Ακάμα, ήταν πνιγμένος, και χωρίς το ένα του μάτι. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας και τα κοράκια. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου Στεφάνου.


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΕΜΠΑΣ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΜΠΑΣ
-Μια μελέτη από τον Κυριάκο Ταπακούδη-
Περιέχει διηγήσεις και ιστορίες που αφορούσιν το χωρίον της Έμπας παρμένες κυρίως από το ιστιλόγιο NOCTOC

ΠΡΟΛΟΓΟΣ:
Στην παραλία του Κοττσιά στη Χλώρακα κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή, με αποτέλεσμα η θάλασσα να ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά, να είναι στρωτός με άμμο, οπότε τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν λιμάνια στην Πάφο, χρησιμοποιούταν ως αποβατικό μέρος των πλοίων φορτηγών που κατέφθαναν από άλλες χώρες είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν, και προσάραζαν στην ακτή. Ως εξ αυτού η περιοχή ονομαζόταν ΕΜΠΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ, και εξ αυτού πήρε το όνομα εκ παραφθοράς το χωριό της Λέμπας καθώς και της Έμπας τα οποία και τα δύο ήταν τσιφλίκια και κυρίως με αυτά έκαναν δοσοληψίες οι πλοιοκτήτες και οι καπετάνιοι φέρνοντας εμπορεύματα και δούλους, και φορτώνοντας κυρίως ζάχαρη, ζαχαροκάλαμα και τεύτλα.
Τις πληροφορίες έλαβα από απόγονον –γέρον πλέον- του τελευταίου ιδιοκτήτη του τσιφλικιού, Κοτζάμπαση της Κύπρου Ανδρέα Σολομωνίδη εξ  Έμπας.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΕΜΠΑΣ

Ο κοινοτάρχης της Έμπας Αντώνης Νικηφόρος, διηγείται ότι την ονομασία του το χωριό την πήρε τον καιρο της Φραγκοκρατίας οταν το χωριο ήταν ένα από τα βασιλικά χωριά, ένα μεγάλο τσιφλίκι που καλλιεργούσαν ζαχαροκάλαμο.
"Όπως μας διηγούνται οι παππούδες μας, στην είσοδο του χωριού υπήρχε μια πύλη την οποία φύλαγε πάντοτε ένας φρουρός. Για να εισέλθει κάποιος στο τσιφλίκι, έπρεπε να περάσει από τον έλεγχο του σκοπού, ο οποίος αν έκρινε σωστό να περάσει του έλεγε "έμπα", (πέρασε / είσελθε)".


Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΙΜΠΡΟΥ
Στην τοποθεσία Πετρίδια μεταξύ της πόλεως της Πάφου και της Έμπας, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ένα πανέμορφο αρχαίο εκκλησάκι αγνώστου χρονολογίας, ενώ δίπλα στη βόρεια μεριά του, βρίσκεται η σπηλιά του Αγίου Λιμπρού.
Το εκκλησάκι είναι κτισμένο  στα ριζά του οροπεδίου των Πετριδιών, ενώ η σπηλιά του Αγίου Λιμπρού ένα φυσικό  σπήλαιο-λαγούμι, είναι λαξεμένο από τη φύση μέσα στους απότομους ψηλούς βράχους που πάνω τους κάθεται ο οικισμός των Πετριδιών που αποτελείται από κατοίκους της Έμπας.

Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου σήμερα αποτελείται από τρία μέρη. Το αρχαιότερο είναι το ανατολικό που μέσα υπάρχει αρχαίος κτιστός τάφος και αποτελεί το ιερό βήμα του ναού, το κεντρικό τμήμα που κτίστηκε αργότερα, ενώ στη συνέχεια ένας μικρός προθάλαμος. Ο νεκρικός θάλαμος ανήκει στη Ρωμαϊκή Παλαιοχριστιανική περίοδο, το κεντρικό μέρος κτίστηκε ίσως στις αρχές της Μέσης Βυζαντινής περιόδου, ενώ ο προθάλαμος ανήκει ίσως, στην εποχή της Φραγκοκρατίας
Αρχικά η εκκλησία ήταν τοιχογραφημένη. Σήμερα σώζονται στους τοίχους ο άγιος Μερκούριος και άλλος ένας άγνωστος στρατιωτικός άγιος, καθώς και ένας έφιππος άγιος αρκετά φθαρμένος, ίσως ο άγιος Γεώργιος. Πρόσφατα ασβεστοχρίσματα έχουν σχεδόν εξαφανίσει τις τοιχογραφίες αυτές. Η παράδοση λέει ότι τα μάτια των αγίων καταστράφηκαν από τους Τούρκους.
Στα πιο παλιά χρόνια κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου μετά την ακολουθία, γινόταν στο προαύλιο της εκκλησίας πανηγύρι.
Ο γύρω χώρος της αυλής των δύο Αγίων έχει συντηρηθεί και κτιστεί με πέτρινα παραδοσιακά τοιχία από το Κοινοτικό συμβούλιο Έμπας, προσφέροντας στους επισκέπτες μια ωραία εικόνα που συνάδει με το ιστορικό μυστήριο της παράδοσης και το όλο φυσικό περιβάλλον της περιοχής.
Ο Άγιος Λιμπρός είναι ένας τοπικός Άγιος της Πάφου και ένας χώρος λατρείας του ευρίσκεται πίσω από το αρχαίο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει μια μεγάλη
σπηλιά που ονομάζεται η Σπηλιά του Αϊ Λιμπρού και εκει λατρεύεται ο Άγιος αυτός.
Μέσα στα έγκατα της σπηλιάς υπάρχουν σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Το μήκος της είναι πολύ βαθύ και μετά από κάμποση απόσταση στενεύει πολύ,  γι αυτό κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει πάρα κάτω.
Από το μεγάλο στόμιο της αναβλύζει ολόχρονα νερό και θεωρήθηκε Αγίασμα όταν σε παλαιότερες εποχές  κάτοικος που ζούσε δίπλα στη σπηλιά έφτιαξε μια λίμνη και έριχνε μέσα το νερό της πηγής, που ύστερα το χρησιμοποιούσε για πότισμα. Όταν πέρασε καιρός πρόσεξε ότι το δέρμα στα χέρια του που είχε πρόβλημα και ήταν γεμάτο πληγές και γιατρειά δεν εύρισκε, άρχισε να θεραπεύεται. Σκέφτηκε ότι αιτία ήταν το νερό της πηγής, ή η λάσπη των χωραφιών, ή και τα δύο. Τα χρησιμοποίησε σε όλο το κορμί του που είχε πληγές, και σε λίγο καιρό έγιανε τελείως. Ήταν σίγουρος ότι το τεξιμιό νερό ήταν Αγίασμα και τον γιάτρεψε, διέδωσε το γεγονός, αρχίνισε ο κόσμος που είχε δερματικές ασθένειες να έρχεται στη σπηλιά για να πάρει Αγίασμα. Ήσαν πολλοί όσοι γιατρεύτηκαν, έτσι είναι ίσως που ονόμασαν την σπηλιά του Αϊ Λιμπρού, δηλαδή του Αγίου που γιατρεύει τη λέπρα, εξ ού και το όνομα του.
Το νερό της πηγής από τότες θεωρείται  ως το αγίασμα του Αγίου Λιμπρού και πιστεύεται ότι με αυτό καθαρίζονται κάθε λογής δερματικά νοσήματα, πιστεύεται ακόμη ότι ο Άγιος γιατρεύει τους πονοκεφάλους.

Η τοπική παράδοση λέει ότι όταν τους παλιούς καιρούς που Σαρακηνοί και πειρατές αποβιβάζονταν στις ακτές της Πάφου για να λεηλατήσουν, να κλέψουν, να βιάσουν και να σκοτώσουν τους ανήμπορους και ανυπεράσπιστους ιθαγενείς, οι κάτοικοι της Έμπας εύρισκαν καταφύγιο σε αυτή τη σπηλιά που από την άγρια βλάστηση που ήταν βλαστημένη γύρω της, ήταν εξ ολοκλήρου κρυμμένη  από ανθρώπου μάτι. Σε μια από τις επιδρομές των Πειρατών,  κάποιος  πλούσιος κάτοικος έκρυψε στη σπηλιά του Αγίου Λιμπρού ένα σακί χρυσές λίρες. Όμως επειδή ήταν ένας άδικος τοκογλύφος, ο Άγιος Λιμπρος τον τιμώρησε και δεν τον άφησε να τις βρει ύστερα που έφυγαν οι Πειρατές, όσο κι αν έψαξε. Πιστεύεται ότι το σακί με τις χρυσές λίρες είναι ακόμη κρυμμένο στη σπηλιά, γι αυτό ακόμη πολλοί πηγαίνουν εκεί και ψάχνουν να το βρουν. 
Γενικά δεν υπάρχουν πληροφορίες από που είναι και πότε έζησε ο Άγιος Λiμπρός, εικάζεται ότι ίσως να ήταν ένας από τους τριακόσιους Αλαμάνους που ήρθαν από την Παλαιστίνη κι ασκήτεψαν σε διάφορα μέρη της Κύπρου.

Πηγή, NOCTOC:
Η εικόνα του Χριστού του Αντιφωνητή στο χωριό Έμπα της Πάφου
Στο χωριό Έμπα, στην επαρχία της Πάφου, μπορεί κανείς να βρει την αρχαία βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας Χρυσελεούσης. Η εκκλησία χτίστηκε τον 12 ο αιώνα και σχεδόν όλοι οι τοίχοι στο εσωτερικό της είναι καλυμμένοι με τοιχογραφίες. Μερικές από αυτές είναι ανεκτίμητες για τη θρησκευτική και την ιστορική τους αξία, όπως αυτή του Παντοκράτορα και του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται δίπλα στον άμβωνα και οι οποίες χρονολογούνται από τον 13 ο αιώνα. Το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο είναι από τον 16 ο αιώνα και περιέχει ορισμένες εικόνες που χρονολογούνται από τον 14 ο αιώνα. Η πιο αξιοσημείωτη είναι η εικόνα του Χριστού του Αντιφωνητή που κρατά το Ευαγγέλιο στο αριστερό του χέρι. Την εικόνα αυτή (την οποία μπορείτε να δείτε πιο πάνω) την ζωγράφισε ο αγιογράφος Τίτος το 1536. Ο μεγάλος Έλληνας βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός κ. Γεώργιος Σωτηρίου υποστηρίζει ότι η εικόνα αυτή είναι η ωραιότερη φορητή εικόνα ολόκληρης Κύπρου.

Πηγή, NOCTOC:
Ο Κοτζάμπασης της Κύπρου Ανδρέας Σολομωνίδης από το χωριό Έμπα της Πάφου
Κοτζάμπασης, πρόκριτος της Λάρνακας και κατόπιν της Λευκωσίας, ο Ανδρέας Σολομωνίδης (ή Σολομονίδης όπως ο ίδιος υπέγραφε) ήταν γιος ενός παπά Σολωμού από το χωριό 'Εμπα της επαρχίας Πάφου, ο οποίος φαίνεται να ήταν γόνος παλαιάς και ευγενούς οικογένειας της Κύπρου. Είχε συγγένεια με τον (καταγόμενο επίσης από την 'Εμπα) μητροπολίτη Ειρηνουπόλεως 'Ανθιμον. Παιδιά του παπά Σολωμού (που αναφέρεται στη διαθήκη του μητροπολίτη Ανθίμου το 1784) ήσαν ο Ανδρέας (πρωτότοκος), ο Νικόλαος (γνωστός ως λογιώτατος λόγω της πλατειάς μορφώσεως του και της ποιητικής του ικανότητας. Διετέλεσε και προσωρινός δραγομάνος της Κύπρου επί τριετία (1805 -1808), η Ελένη, ο Μάρκος (που απέκτησε μεγάλη ισχύ και πολιτική δύναμη, ως συνεργάτης και βοηθός του αδελφού του Ανδρέα) και ο Χριστόδουλος (απογόνοι του οποίου ζουν μέχρι σήμερα στην Έμπα).

Ο Ανδρέας Σολομωνίδης πιθανώτατα γεννήθηκε στην 'Εμπα. Ο Ανδρεάς ήταν ευκατάστατος διότι ο πατέρας του είχε το τσιφλίκι "Βασιλικόν", αλλά επλούτησε κυρίως από τις οικονομικές του δραστηριότητες. Πάντως η καταγωγή του και οι εκείθεν σχέσεις του συνετέλεσαν στην ανάδειξήν του.'Εζησε στη Λάρνακα, όπου απέκτησε ισχύ ιδίως μετά το γάμο του με την κόρη του προκρίτου της Λάρνακας Πετράκη Καρύδη. Από τη Λάρνακα μετοίκησε το 1811 στη Λευκωσία, όταν διορίστηκε γραμματικός του σεραγίου. 'Οπως σημειώνει και ο Ε. Γ. Πρωτοψάλτης (Η Κύπρος εις τόν Αγώνα τού 1821, Αθήνα, 1971, σ. 101), η θέση του γραμματικού του σεραγίου στην πραγματικότητα σήμαινε το γραμματέα επί των φορολογικών υποθέσεων της Αρχιεπισκοπής, διότι η Αρχιεπισκοπή είχε την ευθύνη για τους φόρους και τις φορολογίες των ραγιάδων. Ο ίδιος μελετητής σημειώνει επίσης (ό π. π.) ότι μετά την πτώσιν τού δραγουμάνου [Χατζηγεωργάκη] Κορνεσίου (1809), και του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (1810), η επικράτησις τού αντιθέτου πρός αυτούς κόμματος τού [νέου] αρχιεπισκόπου Κυπριανού εστέρησε τούς Σολομωνίδας καί τούς συγγενείς αυτών Οικονομίδας τής ηγετικής θέσεως, ήν είχον πρότερον εις τά κοινά πράγματα καί περιήγαγεν αυτούς εις δευτέραν μοίραν. Τώρα τήν πρώτην θέσιν κατέλαβον οι ανεψιοί τού νέου αρχιεπισκόπου Κυπριανού, οι Θησείς. Εκ τούτου εδημιουργήθησαν μεταξύ τών δύο μερίδων ισχυρά πάθη, τά οποία απέβησαν εις βάρος τής κυπριακής ενότητος κατά τούς δυσκόλους εκείνους καιρούς.

Ωστόσο ο Ανδρέας Σολομωνίδης κατέλαβε, τον επόμενο χρόνο της αναρριχήσεως του Κυπριανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, το σημαντικό αξίωμα του γραμματικού του σεραγίου που τον έφερε - όπως κι ο Ε. Γ. Πρωτοψάλτης σημειώνει - σε θέση ισχύος, με άμεση ανάμιξή του στα κοινά και στενή επαφή προς τη διοικούσα Εκκλησία (δηλαδή με τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν και τον κύκλο του). Στα κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής ο Σολομωνίδης ανευρίσκεται συχνά, αναφερόμενος με τον τίτλο του γραμματικού του σεραγίου. Αλλού αναφέρεται ως κοτζάμπασης της Κύπρου, όπως σε επιστολή από τη Σάμο του ιερομονάχου Ιλαρίωνος του Κυπρίου (25 Μαρτίου 1820) προς το Νικόλαο Θησέα στην Τεργέστη, που αναφέρεται στην ίδρυση Ελληνικής Σχολής στη Λεμεσό. Στον παρατιθέμενο στην επιστολή μακρύ κατάλογο των όσων ενίσχυσαν τη Σχολή περιλαμβάνεται και ο φιλόμουσος καί μέχρις ενθουσιασμού φιλογενής κύριος Ανδρέας Σολομωνίδης ο Κοτζάμπασης τής Κύπρου γρ[όσια] 22. 500. Μάλιστα αναφέρεται δεύτερος στη σειρά, μετά τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν που εισέφερε μόνο 6. 000 γρόσια (Λ. Φιλίππου, Τα Ελληνικά Γράμματα εν Κύπρω, 1930, σ. 238).

Το 1821, μετά την έναρξη της επανάστασης στην Ελλάδα και την κρίση στην Κύπρο, που οδήγησε τελικά στην εκτέλεση του αρχιεπισκόπου Κυπριανού τον Ιούλιο, των άλλων ιεραρχών και εκατοντάδων κληρικών και λαϊκών, αρκετοί 'Ελληνες Κύπριοι εξισλαμίσθηκαν προκειμένου να σώσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ανδρέας Σολομωνίδης που μετονομάστηκε σε Χουρσίτ αγά, κι ο αδερφός του Μάρκος που μετονομάστηκε σε Αχμέτ αγά. Ο κ. Γ. Παπαχαραλάμπους γράφει ότι ο Ανδρέας εξισλαμίσθη το 1821 δια να σώσει την ζωή του. Έπειτα οι Τούρκοι συνέλαβαν και τον Μάρκο, δια να τον αποκεφαλίσουν, αλλά τον είδεν ο Ανδρέας και τον έσωσεν, αφού ο Μάρκος εξισλαμίσθη. Δια το λόγον αυτόν εχάρισαν τους φόρους εις όλους τους κατοίκους της Έμπας επί Τουρκοκρατίας μετά το 1821. Είναι επίσης γνωστόν ότι επροστάτευσαν την εκκλησία του χωριού τους και δεν την άφησαν να καταστραφεί από τους Τούρκους.
Ο Ανδρέας Σολομωνίδης/Χουρσίτ αγάς κατόρθωσε να σώσει τη ζωή και τη μεγάλη περιουσία του. Το τίμημα όμως για την πράξη του να ασπασθεί τον ισλαμισμό και ν' απαρνηθεί (τυπικά έστω μόνο, όπως προκύπτει από τις μετέπειτα πράξεις του) τη χριστιανική του θρησκεία και την ελληνική εθνικότητά του, υπήρξε βαρύ. Η σύζυγός του, Μαρία, κόρη του Πετράκη Καρύδη, και οι δυο θυγατέρες τους, τον εγκατέλειψαν - προκειμένου ν' αποφύγουν οι ίδιες τον εξισλαμισμό ή και από ντροπή ίσως - και διέφυγαν εκτός Κύπρου. Κατέληξαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου ο Σολομωνίδης τους έστελλε κάθε μήνα χρήματα για να συντηρούνται. Υπάρχει αμφιβολία εάν τον εγκατέλειψαν ή εάν ο ίδιος τις έστειλε εκτός Κύπρου (Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, ό π. π., σ. 103) προκειμένου να τις προστατεύσει. Ο ίδιος, πάντως, σύντομα νυμφεύθηκε και δεύτερη φορά στην Κύπρο, παίρνοντας ως άλλη σύζυγό του την Κατερίνα Χάββα, πρώην μνηστή του αγωνιστή Νικολάου Θησέως. Ο γάμος έγινε εκβιαστικά, με απαίτηση του ιδίου του Σολομωνίδη, ο οποίος κι απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη δύναμη μετά τον εκτουρκισμό του. Ο Γ. Κηπιάδης, στα Απομνημονεύματα τον κατηγορεί ότι μετά τον εκτουρκισμό του και τη μετονομασία του σε Χουρσίτ αγά, καταδίωξε σφοδρά τους ομογενείς του, μάλιστα επωφεληθείς τής περιουσίας πολλών θυμάτων.
Από την άλλη όμως, ο Ανδρέας Σολομωνίδης δε φαίνεται να είχε προσχωρήσει στον Ισλαμισμό ειλικρινά και κατά συνείδησιν, αλλά μάλλον παρέμεινε κρυπτοχριστιανός. Σε επιστολή του προς τον κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, ημερομηνίας 19 Αυγούστου 1828 (που εστάλη μαζί με την επιστολή του αρχιεπισκόπου και των λοιπών παραγόντων, την οποία και αυτός είχε προσυπογράψει), ο Σολομωνίδης έγραφε και αυτά:. . . Εις τήν θέσιν μου δέν δύναμαι άλλο, ειμή νά παίξω τήν βαρβαρότητα πρός μικράν ελάφρωσιν τών μαστιζομένων, νά παρηγορώ καί νά συμπράττω πάντοτε πρός όφελος...
Ισχυρίζεται, δηλαδή, ότι υποκρινόταν μπροστά στους Τούρκους προκειμένου να βοηθά τους συμπατριώτες του. Στην ίδια επιστολή του ομιλεί για περιστάσεις δεινές που καί κατόρθωσαν νά αλλοιώσουν τα σώματα καί τά ονόματά τινων Κυπρίων, δέν ημπόρεσαν μολοντούτο νά βλάψουν τόν εσωτερικόν άνθρωπον. Υπονοεί, προφανώς, τον εαυτό του, που στα κρυφά παρέμεινε Χριστιανός. Είναι επίσης χαρακτηριστικό το ότι δεν απερρίφθη από τους ηγέτες των Ελλήνων της Κύπρου. Μάλιστα προσυπογράφει την επιστολή που εστάλη κρυφά εκ μέρους των ηγετών αυτών προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, ικετεύοντάς τον να βοηθήσει την Κύπρο. Η ομαδική εκείνη επιστολή είναι γραμμένη με το χέρι του Σολομωνίδη, πράγμα που φανερώνει ότι αυτός ήταν και ο συντάκτης της. Ταυτόχρονα ο ίδιος έστειλε και δική του προσωπική επιστολή στον Καποδίστρια, την ίδια ημερομηνία. Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής έχει ως εξής:
 Εξοχώτατε!
... Ως προς άνδρα προωρισμένον διά τό 'Εθνος καί όστις κατά μίμησιν τού πραοτάτου Ιησού δέχεται και παιδία προσερχόμενα, λαμβάνω τήν τόλμην νά παρρησιασθώ πρός τήν υμετέραν εξοχότητα.
Εν ώ συγχαίρω μέ τήν φιλτάτην [πατρίδα] απολαβούσαν τούς καρπούς τών αγώνων της διά τής ευλογίας τού μεγαλοδυνάμου Θεού, συγχαίρω και μέ τα τέκνα της, διότι υπό τό όνομα ανδρός εναρέτου απολαμβάνουν καί τούς γλυκυτέρους καρπούς τής ευνομίας (μόνον τούτο λυπούμαι λύπην ατελεύτητον, διότι έν τή νήσω τής Κύπρου βασιλεύουν ο αφανισμός καί η λύσσα.
Περιστάσεις δειναί, άν καί κατώρθωσαν νά αλλοιώσουν τά σώματα καί τά ονόματά τινων Κυπρίων, δέν ημπόρεσαν μολοντούτο νά βλάψουν τόν εσωτερικόν άνθρωπον (μάρτυρες τά εκδοθέντα έγγραφα εις τό έτος [1]825 υπέρ τού μαστιζομένου τούτου λαού καί ο πατριώτης κύριος Χ'' Μάλης, εις τού οποίου τήν εμπιστοσύνην αφιερώθηκαν καί σώζονται.
Τά πράγματα αυτά καθ' εαυτά, αντενεργήσαντα εις τό σκοπούμενον, ενέκρωσαν τάς ενεργείας καί ούτως έτι μένει η νήσος υποκείμενον τών στεναγμών. 'Ηδη δέ υψώσασα χείρας καί μέ δάκρυα εξαιτούσα το έλεος του Θεού, δοκιμάζει εκ νέου τήν τύχην της, έχουσα βεβαίαν ελπίδα εις τάς αρετάς καί ευσπλαχνίαν τής υμετέρας εξοχότητος. Κρούει καί ζητεί διά νά εύρη ανοικτάς αγκάλας(θέλει διά νά θελήση καί ο Θεός καί οι κρατούντες καί διανέμοντες τάς τύχας τών εθνών.
Εξοχώτατε! 'Εν μέσω πολλών κινδύνων επάσχισα νά εγκαρδιώσω τό Ιερατείον καί τούς Προκρίτους, διά νά προσφέρουν τάς ικεσίας τού λαού έμπροσθεν τού Ελληνικού βήματος καί νά ζητήσουν δι' αυτού τό έλεος τού θεού διότι εις τήν θέσιν μου δέν δύναμαι άλλο, ειμή νά παίξω τήν βαρβαρότητα πρός μικράν ελάφρωσιν τών μαστιζομένων, νά παρηγορώ καί νά συμπράττω πάντοτε πρός όφελος, ελπίζων μετά Θεόν τήν συνδρομήν τών δυνατών.
Λοιπόν, άν η πρόνοια τής Κυβερνήσεως εφεύρη τά μέσα τού νά ελευθερωθή τού ζυγού καί αύτη η νήσος, η οποία ήδη προστρέχει μέ δάκρυα εις τήν φιλανθρωπίαν τής ημετέρας εξοχότητος, επλήρωσε καί ο δούλος του υπό τό μυσαρόν πρόσχημα μέρος τών ιερωτέρων χρεών τού ανθρώπου πρός τήν πατρίδα του.
'Εχω τήν μεγαλυτέραν τιμήν νά υποσημειούμαι τής υμετέρας εξοχότητος ταπεινότατος δούλος,
Ανδρέας ο Σολομονίδης

'Εν Λευκωσία τής Κύπρου
τή 19 Αυγούστου 1828
Πρός τόν Εξοχώτατον Κυβερνήτην τής Ελλάδος
Κύριον Κύριον Ι. Α. Καποδίστριαν

Το έγγραφο του Σολομωνίδη/Χουρσίτ αγά φανερώνει ότι αυτός είχε, στα κρυφά, παραμείνει Χριστιανός και πατριώτης. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι 7 περίπου χρόνια μετά τον εξισλαμισμό του, στα εμπιστευτικά έγγραφα υπογράφει με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο. Επίσημα όμως δεν επανήλθε στους κόλπους της Εκκλησίας αλλά παρέμεινε ενταγμένος (έστω και τυπικά μόνο) στον Ισλαμισμό, μέχρι το τέλος της ζωής του που ήλθε μετά το 1847 (σύμφωνα προς εγγραφές στα κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής, όπου φαίνεται ότι ο Σολομωνίδης εξακολουθούσε μέχρι τότε να είναι σημαντικός παράγων και πρωτεύον πρόσωπο στη διαχείριση των κοινών στην Κύπρο.









Ευαγγέλιο του 1539 αφιερωμένο στην εκκλησία της Έμπας από την οικογένεια των Σολομωνίδων με την υπογραφή: Χ'' Σολομών Χ'' Χριστοδούλου παπά Σολομών.









Άγνωστα δίστιχα (τσιαττιστά) από το χωριό Έμπα της Πάφου

Ε... τζ' η Τζοίλη που να τζύλησε
τζ' η Τάλα που να χάθει
Μ' η Έμπα εν καλό χωρκό
να ζήσει να γεράσει.

Ε... κατατροσσίηζω το νερό
τζιαι πα στες πουρνελλούες
ίντα γλυτζιά φιλίματα
έχουν οι Εμπατούες.

Ε... στην Χώρα Χωραΐτισσες
στην Πέγεια Πεγειωτούες
τζιαι μεσ' την 'Εμπα που λαλούν
άσπρες τζιαι γιαλλουρούες.

Ε... την βρύση των Εμπάτισσων
έκαμά την μποστάνι
τζι' απόσιει πόνο στην καρκιάν
ας πα να πκει να γιάνει.

Ε.. μέσα στην Έμπα που λαλούν
ούλλον τρεμιθολόϊ
τζι' έσσιει κοπέλλες όμορφες
κότζιηνες σαν το ρόϊ.

Ο θησαυρός του παπά-Κωνσταντή-
Μια αληθινή ιστορία από το χωριό Έμπα της Πάφου

Η Μαριάννα, η περβολάρισσα είναι τώρα γερόντισσα πια ενενήντα σχεδόν ετών. Τον περισσότερο χρόνο της ημέρας τον περνά στο μικρό της σπίτι ενασχολουμένη με διάφορα οικιακά ή ξαπλωμένη συλλογίζεται τα περασμένα. Κι όταν έλθει ξένος και μάλιστα είναι φιλομαθής έχει πολλές ιστορίες παλαιές να του λέγει.
Κάποτε, πάνω - κάτω, στα 1880 στο χωριό Έμπα ήσαν τρεις παπάδες. Οι δύο εκ των τριών ήσαν αδέλφια, ο παπά- Γιάννης και ο παπά- Κωνσταντής. Φαίνεται ότι τρεις παπάδες για ένα χωριό με μία εκκλησία ήσαν πολλοί. Ο ένας επερίσσευε και αυτός ήταν ο παπά- Κωνσταντής καθότι νεότερος. Αγαπούσε την παπαδική, αλλά δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να έλθει σε σύγκρουση με τους άλλους παπάδες και κυρίως με τον μεγαλύτερο αδελφό του. Από καιρό είχεν αποφασίσει να μετοικήσει γι΄αυτό και εξέλαβε ως θεόσταλτο δώρο την ακοή πως θέλουσι παπά σ΄ένα χωριό της ορεινής Πάφου, τον Στατό. Κι ο Στατός ευρίσκετο αρκετά μακριά από την Έμπα. Ήταν λοιπόν από τα πολύ δύσκολα να πηγαινοέρχεται μιαν απόσταση των τριάντα και πλέον μιλίων (50 χιλιόμετρα) αν και την εποχή εκείνη δεν ήταν παντελώς ασυνήθιστο. Ο παπά- Κωνσταντής όμως και η παπαδιά του ενόμιζαν χρυσή ευκαιρία την μετοίκηση έχοντας κρυφή την ελπίδα να μεταλλάξει κι η τύχη των. Διότι μαζί με τις άλλες δυσκολίες είχαν και τούτο το πρόβλημα - τα παιδιά που εγεννούσαν απέθνησκαν πρόωρα.
Αποχαιρέτησε λοιπόν , το λευιτικό ζεύγος, μιαν καλή πρωία συγγενείς και συγχωριανούς, οι οποίοι ομοθυμαδόν τους εξεπροβόδισαν ίσα μ΄ένα μίλι δρόμο. Απ΄εκεί συνέχισαν πεζοπορούντες με το υποζύγιό τους και τα λίγα υπάρχοντα τους επ' αυτού κι από τη χαμηλή Πάφο έφτασαν στην ορεινή, μετά μιας ημέρας δρόμο.

Παρελήφθηκαν από τους Στατιώτες και φιλοξενήθηκαν ως έπρεπε. Τους έδωσαν και σπίτι να μένουν. Σύντομα οικειώθησαν με το νέο τους χωριό. Αγαπήθησαν κι αγάπησαν. Και με τους ανθρώπους καλά και με τους αγίους καλύτερα, δηλαδή τον Ζηνόβιο και τη Ζηνοβία που τιμά το χωριό. Και τα χρόνια κυλούσαν ειρηνικά, πλην

όμως, αν και άλλαξαν τόπο και χωριό, κι απέκτησαν κτήματα και κτηνά και σπίτια
και χρυσά, η τύχη των δεν άλλαξε, παιδιά δεν απέκτησαν.
Κατ΄εκείνο τον καιρό ακούστηκε πως απέθαναν σύγκοντα κι ο πατέρας κι η μητέρα μιας οικογένειας στο χωριό Μεσόγη, διένειμαν οι συγγενείς τα ορφανά ώδε κακείσε. Τότε μήνυσε κι ο παπά - Κωνσταντής και του έφεραν ένα παιδί αρσενικό και το υιοθέτησε. Επέρασέν το από μανίκι του ράσου του, εδιάβασέν του και την σχετική ευχή περί υιοθεσίας και τον εκράτησε στο σπίτι του. Η παπαδιά τον εμεγάλωνε ως δικόν της κι ο παπάς τον εσπούδαζε στα γράμματα και τα λοιπά εκκλησιαστικά πράγματα.
Τα χρόνια επέρασαν, ο υιοθετημένος ενηλικιώθη, ενυμφεύθη, ετεκνοποίησε. Παρέλαβε και ανέλαβε τα υπάρχοντα του παπά όλα, κινιτά και ακίνητα κτηνά και κτήματα, τα σπίτια και τα χρήματα. Ο παπάς κι η παπαδιά εγέρασαν, εκληροδότησαν πάντα όσα είχαν μαζί και τις ελπίδες των για ειρηνική γηροκομία στον θετό υιό τους. Μάταια όμως, διότι ο μοναχογιός απεδείχθη ανεπρόκοπος και αχάριστος.
Μόλις και μετά βίας ανέχθηκε την παπαδιά, η οποία αφού έμεινε στο κρεβάτι για λίγο καιρό απέθανε. Αμέσως μετά την κηδεία της, κι ενώ ο παπάς ευρίσκετο σε ανημπόρια και θλίψη, ο θετός υιός τον ανέβασε σ΄ένα γέρικο γαϊδούρι και τον απέπεμψε έξω του χωριού.

Μόνος, γέρος, ασθενής και τελείως ακτήμων ευρέθηκε ο παπά- Κωσταντής καβάλα στο γέρικο ζώο να οδεύει το δρόμο της επιστροφής από την ορεινή Πάφο στη χαμηλή. Κατάκοπος αυτός και το ζώο έφτασε στο πρώτο του χωριό, στη γενέτειρά του Έμπα, μνημονεύοντας τον λόγον «γυμνός εξήλθον... γυμνός και απελεύσομαι (Ιώβ α΄ 21)!!» κι ευχαριστώντας την Χρυσελεούσα της Έμπας τέλος πάντων και ένεκεν πάντων.
Οι Εμπάτες που είδαν τον γέρο παπά έσπευσαν να τον βοηθήσουν, να τον κατεβάσουν από το ζώο, εκαπαλιάζοντο να τον φιλοξενήσουν, μα ουδείς τον εγνώρισε. Αυτός τους εζήτησε και τον επήραν στο σπίτι της Ελένης του παπά - Γιάννη, της αδελφότεκνής του. Αυτή τον εδέχθηκε με συγκίνηση και με κλάματα και τον εκράτησε στο σπίτι της.
Πολλά λόγια δεν εχρειάζοντο, κατάλαβαν όλοι στο σπίτι της Ελένης τι έγινε. Έδωσαν φαΐ και πιοτό στον γέροντα και ρούχα καθαρά και κλίνη να κοιμάται. Για την περιουσία του δεν είπαν τίποτε, για χρήματα δεν μίλησαν καθόλου, μόνο που πρόσεξαν όλοι πως ο παπά - Κωνσταντής κρατούσε σφικτά στον κόρφο του ένα κουτί. Κι όταν επλάγιασε το τοποθέτησε δίπλα στο προσκέφαλο του. Τον έβλεπαν να το προσέχει, να το προσκυνεί που και που και να μην απομακρύνεται από αυτό. Άλλωστε, η ηλικία του πια δεν του επέτρεπε ν΄απομακρυνθεί πολύ από το κρεβάτι.
Ήταν πια πολύ κουρασμένος κι από τις ταλαιπωρίες αποκαμωμένος. Έτσι τον ενθυμάται η κόρη της Ελένης, η Μαριάννα, που ήταν, λέγει, παρούσα όταν ο παπάς κάλεσε τη μητέρα της, την αδελφότεκνή του, λίγες μέρες πριν πεθάνει και της παρέδωσε το κουτί. Στο κουτί αυτό φυλαγόταν όλος ο θησαυρός του παπά, ότι του απέμεινε από την παρελθούσα ζωή του, ότι δεν του πήραν, ότι ήταν αχρείαστο στους κοσμικούς ανθρώπους. Της το παρέδωσε ψάλλοντας με αδύνατη, πλην μελωδική φωνή : «ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού και λύχνος αείφωτος της οικουμένης, σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπε...» Διότι, ακριβώς αυτός ήτο ο κρυφός θησαυρός του ψυχορραγούντος παπά, μικρή εικόνα και τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου ιερομάρτυρος Χαραλάμπους.
Μετά από λίγες ημέρες ο παπά - Κωνσταντής εκοιμήθη εν ειρήνη. Έφεραν τότε τους παπάδες του χωριού να τον μιζαρώσουν, μα δεν εύρισκαν φελόνι να του φορέσουν όπως πρέπει στους ιερείς. Ο μακαρίτης δεν είχε άλλο ιερατικό ένδυμα πλην ενός τετριμμένου αντεριού. Έμεινε τότε ο παπά- Ευαγόρας να του διαβάζει το ψαλτήρι κι ο παπά- Γεώργιος επήγε στη Μητρόπολη κι είπεν του Δεσπότη, το και το. Έδωκεν του ο Δεσπότης - ήταν τότε ο κυρ Ιάκωβος ο Αντζουλάτος - ένα φελόνι και το έφερε και το εφόρεσε στον κεκοιμησμένο. 'Υστερα ήλθε κι ο ίδιος ο Δεσπότης και τον εκήδευσαν.
Έτσι περιήλθε ο πολύτιμος θησαυρός στα χέρια της Ελένης, η οποία τον εφύλαξε καλά μέσα σ΄ένα εντοιχισμένο ερμαράκι στο σπίτι της. Συχνά - πυκνά άνοιγε το ερμαράκι κι εθυμίαζε το ιερό λείψανο κι όταν είχε θλίψεις εκεί μπροστά στο ερμάρι εστέκετο και προσεύχετο. Κι όταν κι αυτής ήλθε η σειρά της να φύγει από τα παρόντα, παρέδωσε το ιερό κουτί στην κόρη της, την Μαριάννα. Κι αυτή συνέχισε να το φυλάγει στο ίδιο ερμαράκι.
Μια φορά, ένα απόγευμα, δύο από τις κόρες της Μαριάννας, η Ναυσικά και η Ευαγγελία, ενώ έπαιζαν στο σπίτι μόνες των - ήσαν οκτώ, δέκα χρονών - ήλθαν σε καυγά κι εβλαστήμησαν. Τότε, μόλις ξεστόμισε τη βλαστημιά - το θυμάται σήμερα η Ναυσικά σα να έγινε τώρα- ακούστηκε κρότος δυνατός κι αυτομάτως άνοιξε η θύρα του ερμαριού. Το σιδεράκι που την έκλεινε, έφυγε και πετάχτηκε μέχρι την εξώπορτα, η ξύλινη θύρα κτύπησε στον τοίχο και το κουτί με το ιερό λείψανο έπεσε έξω, χαμαί.
Έντρομες οι κορούδες άρχισαν να κλαίουν κι έφυγαν έξω, όπου βρήκαν την μάνα τους και της απήγγειλαν το γεγονός. Σίγουρα οι μικρές υπήρξαν μάρτυρες του ορατού μέρους αοράτου συγκρούσεως των ακαθάρτων πνευμάτων και της ιεράς παρουσίας του ιερομάτυρος και διώκτη τούτων.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια, οι μικρές αδελφές ενηλικιώθηκαν και δεν εβλαστήμησαν έκτοτε, η μητέρα των η Μαριάννα εγέρασε. Στο μεταξύ ανηγέρθη ναός του Αγίου Χαραλάμπους έξω του χωριού. Εκεί ανέκαθεν ευρίσκετο μια μεγάλη πέτρα που ήταν η Αγία Τράπεζα, ως λέγουν οι παλαιοί, το μοναδικό απομεινάρι του αρχαίου ναού. Έκτισαν λοιπόν εκεί ένα μικρό αρχικά παρεκκλήσι και ύστερα προσέθεσαν άλλα δυο κλίτη και αξωνάρθηκα. Έκτισαν μάλιστα και αρχονταρίκι πλησίον, ώστε να λαμβάνουν οι εκκλησιαζόμενοι ένα κέρασμα μετά το πέρας των ακολουθιών.
Με ευχαρίστηση παρακολουθούσε την ανέγερση και εξωραϊσμό του παρεκκλησίου η γερόντισσα Μαριάννα. Τελευταίως εσκέπτετο «το σπίτι του Αγίου είναι εκεί και είναι ωραίον κι εγώ τον έχω μέσα στο ερμάρι, στο φτωχό μου το σπίτι...».
Εκάλεσε λοιπόν μια μέρα τον τωρινό ιερέα της Έμπας, τον παπά - Μάριο, στο σπίτι της και του παρέδωσε το Άγιο λείψανο. Αυτός το παρέλαβε ιεροπρεπώς και σιγοψάλλοντας το τρισάγιο και το Απολυτίκιο του Αγίου Χαραλάμπους, το μετέφερε στην εκκλησία, όπου το ετοποθέτησε σε αργυρή λειψανοθήκη επί της Αγίας Τραπέζης.
Η δε γερόντισσα Μαριάννα παραμένει έγκλειστη στο σπιτάκι της. Οσάκις την επισκεφθεί κανείς ανακάθεται απί της μονής οκλαδόν και διηγείται αυτήν, μα και πολλές άλλες ιστορίες σ΄όσους έχουν αυτιά που ακούουν.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1999. Λίγους μήνες μετά την ιστόρηση του, η γερόντισσα Μαριάννα εκοιμήθη εν ειρήνη. Αιωνία της η μνήμη και να είναι ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει.

Κύπριος Επίσκοπος Ειρηνουπόλεως (Βαγδάτης) Άνθιμος και η Διαθήκη του
Ο επίσκοπος Ειρηνουπόλεως Άνθιμος καταγόταν από το χωριό Έμπα της επαρχίας Πάφου της Κύπρου και έζησε κατά τον 18ον αιώνα. Για τον επίσκοπο Ειρηνουπόλεως Άνθιμο ήσαν μέχρι σήμερα λίγα γνωστά. Απ' ότι γνωρίζομε έχει γράψει γι αυτόν μόνον ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ο οποίος έφερε στο φως τέσσερα έγγραφα του Κύπριου Πατριάρχη Αντιοχείας Σιλβέστρου, στα οποία γίνεται μια σχετικά εκτενή αναφορά για τον επίσκοπον αυτόν.
Ο Κύπριος Πατριάρχης Αντιοχείας Σίλβεστρος είχε δράσει ενεργά υπέρ της Ορθοδοξίας κατά τους χρόνους της Πατριαρχείας του (1724 - 66) και κατέβαλε πολλές προσπάθειες για την εξουδετέρωση της λατινικής εκκλησιαστικής προπαγάνδας η οποία επιτελείτο τότε μεταξύ των Αράβων Ορθοδόξων για την προσηλύτιση τους στο λατινικό δόγμα. Για το έργο του αυτό, ο Πατριάρχης Σίλβεστρος χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του πρώην Αρχιμανδρίτου του θρόνου Αντειχείας Άνθιμου, τον οποίο χειροτόνησε ο ίδιος σε τιτουλάριον επίσκοπον Ειρηνουπόλεως κατά το 1765, λίγο πριν από τον θάνατό του. Η Ειρηνούπολης όπως αναφέρει το δεύτερο από τα εν λόγω έγγραφα βρισκόταν στην Ανατολή, κοντά στον Ευφράτη ποταμό. (σημερινή Βαγδάτη). Όμως, κατά τον 18 αιώνα δεν υπήρχε πλέον Μητρόπολης εκεί, και η δε πόλης εξουσιαζόταν, όπως αναφέρει ο Πατριάρχης Σίλβεστρος στο έγγραφο αυτό, από Άραβες της ερήμου. Έτσι, στην ουσία ο Άνθιμος δεν έχει ούτε εκκλησιαστική περιφέρεια να ηγείται αλλά και ούτε ποίμνιον να ποιμαίνει ως επίσκοπός του. Το μόνο που κατείχε ήταν ο τίτλος ενός επισκοπικού θρόνου που στην πραγματικότητα δεν υφίσταντο πλέον και για αυτό ήταν τιτουλάριος επίσκοπος.
Ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος ήταν, όπως μας πληροφορεί το πρώτον έγγραφο του Πατριάρχη Σιλβέστρου, «Ανήρ θεοσεβής και τα θεία καλώς πεπαιδευμένος» και συνεχίζει να τον επαινεί ότι είναι σεμνός και ότι προάγει τη νουθεσία και την ωφέλεια των ορθοδόξων. Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται ο Πατριάρχης Σίλβεστρος και στο δεύτερο του έγγραφο και γράφει ότι ήταν « πιστός και θεοφόρος» ενώ μας πληροφορεί ότι επέδειξεν άκραν υποταγή και κατ' εντολή του Πατριάρχη «εσύναζεν ελεημοσύνην από τους φιλελεήμονας χριστιανούς» την οποία και έδωσε σε αυτόν. Φαίνεται ότι το Πατριαρχείο Αντιοχείας αντιμετώπιζε τότε δεινές οικονομικές συνθήκες, γι αυτό οι ελεημοσύνες των χριστιανών ήταν πολύ ευπρόσδεκτες. Άλλωστε ήταν πολλές οι φορές που οι Πατριάρχες της Αντιοχείας επλανώντο με το σάκκο της ελεημοσύνης σε μακρινές χώρες εν μέσω πολλών κινδύνων και κακουχιών για να μαζέψουν χρήματα για τα χρέη του θρόνου. Στο δε τέταρτο έγγραφο του, ο Πατριάρχης Σίλβεστρος αναφέρει ότι ο Άνθιμος ήταν «ανήρ τίμιος και ευλαβής, ευσχήμων και σεμνοπρεπής και παντοία αρετή κεκοσμημένος». Για τις αρετές του αυτές τον συνιστά στο ποίμνιον του Πατριαρχείου του ως ικανό να ωφελήσει μέσω του λόγου του αλλά και μέσω του παραδείγματος της αρετής του.
Αφορμή για τη χειροτονία του Αρχιμανδρίτου Άνθιμου σε επίσκοπον Ειρηνουπόλεως εδόθη από τον ίδιο αφού έκαμε αίτηση στον Πατριάρχη να τον χειροτονίσει σε επίσκοπο για να μπορεί να πηγαίνει και να εφησυχάζει όπου ήθελε. Η χειτοτονεία του σε επίσκοπο του παρείχε την ευκαιρία να πηγαίνει όπου ήθελε ενώ η χειροτονεία το δόθηκε για να έχει «μόνιμον διηνεκή ασφάλεια» όπως αναφέρει ο Πατριάρχης Σίλβεστρος στο πρώτο του έγγραφο. Φαίνεται ότι τον Αρχιμανδρίτη και έπειτα επίσκοπον Άνθιμον τον κατέτρεχαν οικονομικές δυσχέρειες αφού ο Πατριάρχης Σίλβεστρος συνεχίζει να γράφει στο ίδιο έγγραφο ότι ο Άνθιμος «διετέλει εν ενδεία και στερήσει των προς ζωάρκειαν αναγκαίων». Για αυτό συνιστά ο ίδιος σε εγκύκλιό του προς τους χριστιανούς της επαρχίας του να τον συνδράμουν γενναιόδωρα για να εύρει «πόρον και τρόπον των αναγκαίων αυτού». Και όχι μόνον αυτό, αλλά αμέσως και χωρίς περιστροφές, ο Πατριάρχης Σίλβεστρος ενώ ευρίσκετο στην Κωνσταντινούπολη για εξεύρεση τρόπου καταπολέμησης της λατινινής προπαγάνδας πάνω στους Ορθοδόξους Άραβες, απέστειλε από μέρους του εγκύκλιο η οποία απευθυνόταν προς τους επιτρόπους, κληρικούς, ιερείς, ιερομονάχους και τους χριστιανούς της επαρχίας του και συνιστούσε να δεχθούν τον Άνθιμον «μετά της προσηκούσης τιμής και ευλαβείας και αγάπης προσηκούσης τω αρχιερατικώ αυτού επαγγέλματι, και να τον προσκαλούν εις τας οικίας των, δια να ψάλλη αγιασμούς, να λειτουργήση εις την εκκλησίαν περιερχόμενος όλην την επαρχίαν» και σινεχίζει να τους συνιστά να τον αμείβουν γενναιόδωρα «Και υμείς, λέγει, να τον φιλοδωρήσητε πλούσια χειρί εκ των ων ευπορείτε παρά θεού αγαθών, δια να σας εύχεται θερμότερον και να μνημονεύη των ονομάτων εις τας προς θεόν εντεύξεις του».
Η χειροτονία του Άνθιμου σε τιτουλάριον επίσκοπον Ειρηνουπόλεως έγινε στη Δαμασκό κατά τον μήνα Φεβρουάριο του 1765 μετεχόντων της τελετής της χειροτονίας, πλην του Πατριάρχου Σιλβέστρου, και των επισκόπων Τύρου και Σιδώνος Μακαρίου και του Σαϊδανάγιας Ιεροθέου (ολόκληρη η πράξη της εκλογής και χειροτονίας του επισκόπου Ανθίμου περιέχεται στο πρώτο έγγραφο του Πατριάρχη Σιλβέστρου).
Είναι άξιον προσοχής ότι ο Ειρηνουπόλεως Άνθιμος απέλαυε τόση εκτίμηση από τον Πατριάρχη Σίλβεστρο, ώστε όχι μόνο τον εγκωμιάζει στα επίσημα έγγραφά του, όπως είδαμε πιο πάνω, αλλά και τον χρησιμοποίησε ως αντιπρόσωπό του, στην επαρχία του, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Φαίνεται επίσης ότι το 1766 ο Ειρηνουπόλεως Άνθιμος ευρίσκετο στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Πατριάρχη Σίλβεστρο για το ζήτημα της λατινικής προπαγάνδας ανάμεσα στους Άραβες Ορθοδόξους.
Αν και τα έγγραφα του Πατριάρχη Σιλβέστρου δεν αναφέρουν τίποτα για την πατρίδα του Άνθιμου, είναι δυνατόν να εικάσει κανείς ότι για να υπάρχει τόσος στενός δεσμός μεταξύ του Πατριάρχη και αυτού συνέλαβε το γεγονός ότι ήταν και οι δύο Κύπριοι. Είναι γνωστόν ότι και άλλοι επίσκοποι από την Κύπρο υπηρετούσαν κατά τα χρόνια αυτά στον θρόνο της Αντιοχείας. Περί τούτου μας βεβαιούν έγγραφα κατακεχωρισμένα στον κώδικα Α της Αρχιεπισκοπής Κύπρου (σελ 128 κ. ε.). Εκεί είναι επίσης κατακεχωρισμένη και η διαθήκη του επισκόπου Άνθιμου συνημμένη μαζί με την εισαγωγή και της σημειώσεις της.
Ο επίσκοπος Ειρηνουπόλεως 'Ανθιμος συνέταξε την διαθήκη του το 1784, στο χωριό του την Έμπα, ευρισκόμενος σε βαθύ γήρας. Παρ΄όλον ότι προησθάνετο τον θάνατό του, εμελέτα τότε αποδημίαν στη βασιλεύουσα. Αλλ΄εθέλησε πριν την αποδημία του να αφήσει διαθήκη στη πατρίδα του, την οποία αφού σύγγραψε, την παράδωσε στον εξ ανεψιάς (αδελφότεχνης) γαμβρό του Παπασολομών, ο οποίος κατήγετο και αυτός από το χωριό Έμπα. Η διαθήκη εσφραγίσθη με την ίδια τη σφραγίδα του και παραδόθηκε μετά της ρητής διαταγής να μη ανοιχθεί μέχρι της επιστροφής του εις την πατρίδα του, πλην βεβαίως σε περίπτωση θανάτου του και μόνον. Μαζί με την εντολή αυτή παρέδωσε και τρεις ομολογίες οι οποίες βεβαιούσαν για χρήματα που δάνεισε σε ιερά ιδρύματα στην Κύπρο. Το γεγονός αυτό δεικνύει ότι ο επίσκοπος Άνθιμος, ο οποίος ζούσε προηγουμένως σε μεγάλη φτώχεια, κατόρθωσε να εξοικονομήσει χρήματα - ίσως από τις ελεημοσύνες των χριστιανών, για τις οποίες αναφέραμε πιο πάνω- τα οποία κατάθεσε έναντι γραμματίων και με τόκους στη Μονή Κύκκου και τη Μονή Χρυσορροϊάτισσας. Από τις ομολογίες αυτές η μία στη Μονή Χρυσορροϊάτισσας ήταν στο όνομα του ανεψιού του (υιού του Παπασολομού) Νικολάου Λογιωτάτου για 1000 γρόσια, η άλλη στην ίδια Μονή ήταν στ΄όνομα του ιδίου του Άνθιμου για 500 γρόσια, ενώ η τρίτη ομολογία που ήταν στην Μονή Κύκκου και πάλι στ΄όνομά του ήταν δια του ποσού των 2000 γροσίων.
Από τον απολογισμό της διαθήκης προκύπτει ότι η μία ομολογία στην Μονή Χρυσορροϊάτισσας είχε συναφθεί έξι χρόνια πριν το άνοιγμα της διαθήκης διότι επληρώθησαν σε αυτή τόκοι για έξι χρόνια οι οποίοι ανήλθαν σε 600 γρόσια, πράγμα το οποίο δεικνύει ότι το επιτόκιο ήταν 10%. Η άλλη ομολογία που ήταν κατατεθειμένη στη Μονή Κύκκου απέφερε τόκους των 700 γροσίων. Αυτή πρέπει να είχε μικρότερο επιτόκιο από το 10%. Μαζί με τους τόκους, το συνολικό ποσό που άφησε στη διαθήκη του ο Άνθιμος ήταν 4800 γρόσια.
Η διαθήκη ανοίχθηκε μετά τον θάνατο του επισκόπου Άνθιμου που συνέβηκε τον Αύγουστο του 1791. Οι εκτελεστές της ωρίζοντο ο Πάφου Πανάρετος, συγγενής του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου (αλλά φαίνεται ότι ήταν και συγγενής του Άνθιμου) και ο γαμβρός εξ ανεψιάς (αδελφότεχνης) του Επισκόπου Άνθιμου Παπασολομών. Ο Πάφου Πανάρετος είχε πεθάνει λίγο πριν από τον θάνατο του Άνθιμου και γι αυτό η εκτέλεσης της διαθήκης έγινε από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Την εκτέλεση της διαθήκης επόπτευσε αυτοπροσώπως και ο ανεψιός (αδελφότεχνος) του επισκόπου Ανθίμου, Νικόλαος ο Λογιώτατος, υιού του Παπασολομού. Από τη διαθήκη μαθαίνουμε ότι η ανεψιά του επισκόπου Ανθίμου, η πρεσβυτέρα Μαρία και ο γαμβρός του Παπασολομών, είχαν εκτός από τον Νικόλαον και άλλους τρεις υιούς, τον Μάρκον, Χριστόδουλον και Ανδρέαν, και μια κόρη με τ' όνομα Ελένη. Η οικογένεια αυτή των Παπασολομονίδων από το χωριό Έμπα, προέκυψε να αναδειχθεί κατά τον 19ον αιώνα ως μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες του νησιού, διαδραματίζοντας μεγάλο ρόλο στα πολιτικά, θρησκευτικά, αλλά και οικονομικά δρώμενα της Κύπρου κατά την εποχή εκείνη. Απόγονοι της οικογένειας των Παπασολομονίδων ακόμη ζουν στο χωριό Έμπα μέχρι σήμερα.
Από την διαθήκη του επισκόπου Ανθίμου, οι ανεψιοί του αυτοί έλαβαν τα εξής ποσά: Ο Νικόλαος ο Λογιότατος γρ. 1000, η Ελένη γρ. 150, ο Μάρκος γρ. 150, ο Χριστόδουλος γρ. 150, και ο Ανδρέας γρ. 150.
Περαιτέρω ποσά άφησε δια της διαθήκης του στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και στους λοιπούς αρχιερείς, στην Μονή Μαχαιρά και στη Μονή του Σταυρού της Μίθθας (κοντά στο χωριό Τσάδα της Πάφου), στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Νικοξυλίτη (κοντά στο χωριό Δρούσια της Πάφου) στην εκκλησία του χωριού του, Έμπα, σε διάφορες Μονές και Σκήτες του Αγίου Όρους, στον Άγιο Τάφο, σε διάφορες εκκλησίες της Κύπρου και σε μια φτωχή γυναίκα από το χωριό Σύσκληπον. Άξιον ιδιαίτερης σημειώσεως είναι το επιδειχθέν ενδιαφέρον του επισκόπου Ανθίμου προς τις Μονές και τις Σκήτες του Αγίου Όρους, αλλά είναι γνωστό ότι και από άλλες περιπτώσεις βεβαιούνται η σχέση της Κύπρου με αυτές. Και ο Πατριάρχης Αντιοχείας Σίλβεστρος είχε μεταβεί πριν από την ανάρτησή του στο θρόνο για προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Δεν θα είναι απίθανο να έκανε το ίδιο προσκύνημα και ο Ειρηνουπόλεως Άνθιμος. Επίσης είναι αξιοπαρατήρητο ότι αφήνει διάφορα ποσά και για την οικοδόμηση ναών στην Κύπρο.
Εξ όσων γνωρίζομε, αυτή η διαθήκη είναι η μόνη γνωστή διαθήκη Κυπρίου Επισκόπου του 18ου αιώνα. Δεν μας πληροφορεί μόνο για τη ζωή αυτού το επισκόπου, αλλά και μας δεικνύει τα χριστιανικά αισθήματα που κατείχε. Επίσης αποδεικνύει την Αγάπη του προς την πατρίδα του Κύπρο και τη κατανόηση που είχε για τις ανάγκες διάφορων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων στη Κύπρο και στο Άγιο Όρος. Είναι πιθανόν ότι πριν τη τελευταία του αποδημία ο επίσκοπος Άνθιμος είχε μείνει αρκετό χρόνο στη Κύπρο και γνώριζε τις ανάγκες των ναών της. Πιθανόν να ήλθε στη Κύπρο μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Σιλβέστρου το 1766.

Ο ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ 1865

Ο Παπασάββας έζησε τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Τουρκικής κατοχής και τα πρώτα της Αγγλικής, καθώς το 1871 η Κύπρος παρεδώθηκε στους Άγγλους μετά την συνθήκη που υπέγραψαν οι δύο χώρες για υπεράσπιση της πρώτης από τη δεύτερη σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας.

Εκείνους τους καιρούς οι κάτοικοι ζούσαν υπό την σκιά της καταπίεσης και του κατατρεγμού από τους βάρβαρους Μωαμεθανούς κατακτητές πρώτα, και στη συνέχεια των Άγγλων που ενώ οι Χριστιανοί Κύπριοι πανυγήρησαν και τους δέχτηκαν ως ελευθερωτές, αποδείχτηκαν και αυτοί στυγνοί καταπιεστές και εκμεταλλευτές. 
Στις εποχές εκείνες της σκλαβιάς έως και πρόσφατα στα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, οι παπάδες δεν έπαιρναν μισθό. Η πληρωμή τους ήσαν όσα οι πιστοί έβαζαν στο παγκάρι της εκκλησιάς για να ανάψουν κερί του Αγίου, καθώς και όσα ελάχιστα κατά το δοκούν έδιναν οι φτωχοί χωρικοί, για την τέλεση των διαφόρων Χριστιανικών μυστηρίων.
Γι αυτό το λόγο παπάδες γίνονταν όσοι αγαπούσαν την ψαλτική κυρίως, ή είχαν κλίση στο Θεό. Δεν ήταν επάγγελμα που μπορούσε να θεωρηθεί βιοποριστικό, αφού δεν άφηνε αρκετά χρήματα για να μπορέσει κάποιος να ζήσει την οικογένεια του.  Γι αυτό όλοι οι παπάδες είχαν άλλη κύρια ασχολία για να μπορούν να επιβιώνουν οικονομικά. Κυρίως ασχολούνταν με την τέχνη του σκαρπάρη για να μπορούν να είναι πάντα στη διάθεση των ενοριτών τους, αφού όλη τη μέρα την έβγαζαν στο εργαστήρι τους που συνήθως το είχαν στημένο στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Ο παπασάββας ήταν ένας λιγόκορμος γεμάτος νεύρο ανθρωπάκος, που πάντα με θυμώδη και αυστηρή συμπεριφορά, επέβαλλε τη γνώμη του χωρίς να δέχεται αντίρρηση. Καθώς ήταν παπάς, αλλά και δάσκαλος αφού ήξερε γράμματα, όλοι οι χωριανοί δεχόντουσαν τον λόγο του ως προσταγή. Για αυτή του τη συμπεριφορά, του κόλλησαν το παρατσούκλι του αντάρτη. Εκτός από την παπαδική, είχε για κύριο επάγγελμα την περβολαρική, αλλά ταυτόχρονα ήταν δάσκαλος, ψαράς, ήταν άνθρωπος για όλες τις δουλειές.
Είχε δυνατή θέληση, ήταν πολυμήχανος και αεικίνητος, ήταν πάντα μπροστάρης και αρχηγός. Οι κάτοικοι για τα δύσκολα τους προσέτρεχαν σε αυτόν. Καβαλίκευε ένα ψηλό άλογο που το έλεγε άππαρο, ενώ οι χωριανοί λένε ότι ήταν μούλα, και φάνταζε μια λεπτή επιβλητική φιγούρα να ιππεύει καμαρωτός και κορτωτός.
Αντάρτης είναι ο άνθρωπος ο μοναχός  πολεμιστής που πολεμά για ιδέες και ιδεώδη, είναι ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος και αδύνατον να του επιβληθεί κάποιος. Αυτή είναι η ετυμολογία του αντάρτη, τέτοιος ήταν ο Παπασάββας, το παρατσούκλι που του κόλλησαν του πήγαινε επ ακριβώς.
Δεν ανεχόταν από κανέναν το άδικο, και επέβαλλε την τάξη στους ανθρώπους πολλές φορές με τον θυμό και τη βία.
Μια φορά που είχε συνοριακές διαφορές με έναν Τούρκο ο οποίος εκμεταλλευόμενος την Τουρκική κατοχή και το δίκιο του κατακτητή ήθελε να καταπατήσει την περιουσία του, έδρασε  χωρίς να σκεφτεί συνέπειες ως εκ του μικρού του αναστήματος, ή το φόβο του υπόδουλου και της τιμωρίας από τον κατακτητή.
Στα «Πιρομάσια» μια παράλια περιοχή κοντά στη Τούρκικη συνοικία του Μουττάλλου, είχε ένα χωράφι που γειτόνευε με ένα άλλο Τούρκικο, που ο άπιστος ιδιοκτήτης του, ήθελε να ταράξει τα σύνορα και να του καταπατήσει την περιουσία.
Ο σκληροτράχηλος παπάς προσπάθησε πρώτα με καλό τρόπο και καλοπιάσμα να τον αποτρέψει από τις παράνομες και παράλογες βλέψεις του, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει ότι δεν θα το δεχόταν και θα γίνονταν από καλοί γείτονες κακοί εχθροί,  αλλά ο άπιστος δεν άκουγε.
Μια φορά που καβάλλα στο άλογο του τον έκοψε να ταράσσει τους στύλους του ττελιάσματος, φουρκίστηκε και θόλωσε το μυαλό του από οργή. Βίτσισε τον άππαρο, και διπλοκαλπάζοντας όρμηξε πάνω του και τον έριξε χάμω. Ξεκαβαλίκεψε, και σαν ήταν χαμαί πεσμένος και πληγωμένος, του έδωσε ένα μπερντάχι ξύλο τόσο, που ο άπιστος το θυμόταν μετά φόβου στην υπόλοιπη του ζωή.

Πέρασε λίγος καιρός, ο Τούρκος δεν ξαναφάνηκε στο χωράφι. Το είχε μέσα του όμως άχτι μεγάλο, σκέφτηκε και πλέρωσε τα Χασαμπουλιά να τιμωρήσουν τον παπά παραδειγματικά και με τρόπο που να το μάθει όλη η κοινωνία Τούρκοι και Ρωμιοί, έτσι που να αποκατασταθεί η τιμή του.

Τα Χασαμπουλιά ήταν Τούρκοι ληστές παράνομοι, που ζούσαν κλέβοντας και σκοτώνοντας τους αδύνατους χωρικούς και η δράση τους ήταν σε όλη την επαρχία της Πάφου και της Λεμεσού.
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και τα πρώτα της Αγγλοκρατίας (1870-1945) το έγκλημα είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις και ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήταν μια κατάσταση που συναίβενε διότι οι αστυνομικές Αρχές δεν μπορούσαν να επιβάλουν τον νόμο, ή να διαλύσουν τις διάφορες συμμορίες, γιατί οι εγκληματίες που συνήθως ήταν τα πρωτοπαλίκαρα της κάθε περιοχής, ετύγχαναν βοήθειας από τους απλοϊκούς χωρικούς που από φόβο δεν ήθελαν να τα βάλουν μαζί τους.
Η οικογένεια τους καταγόταν από την Επισκοπή Λεμεσού και με την αγγλική επικράτεια μετοίκησαν στο χωριό Μαμώνια της επαρχίας Πάφου. Η οικογένεια είχε τρία αγόρια και ένα κορίτσι.
Το αμαρτωλό έργο ξεκίνησε το 1887, όταν ο μεγαλύτερος υιός, ο Χασάν Αχμέτ Πολίς γνωστός ως Γέρο-Χασαμπουλλής, έκλεψε ένα κοπάδι πρόβατα και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκιση. Όταν οδηγώντας τον στη φυλακή οι αστυνομικοί, κατάφερε να δραπετεύσει και έγινε έτσι φυγάς και καταζητούμενος. Μαζί με τα δύο μικρότερα του αδέλφια, άρχισαν τις ληστείες,  διέπραξαν φόνους, έκαναν βιασμούς, ακόμα και απαγωγές.
Οι αστυνομικές αρχές κατάφεραν να συλλάβουν τον Χασάν όταν αρρώστησε από μαλάρια. Τα δυο του αδέρφια με την συμμορία τους, κατάφεραν να τους συλλάβουν ύστερα που τους πρόδωσε ένας φίλος τους. Ενώ διανυχτέρευαν σε ένα σπίτι στο Κιδάσι, αστυνομικοί τους περικύκλωσαν και τους ζήτησαν να παραδοθούν. Αυτοί αρνήθηκαν και αρχίνησαν να πυροβολούν με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο ένας αδερφός ο Καβούλης και να συλληφθεί ο άλλος ο Καϊμακάμ που καταδικάστηκε σε θάνατο. Μαθαίνοντας τα καθέκαστα ο Γέρο Χασαμπουλλής που ήταν φυλακισμένος, προσπάθησε να αποδράσει για να πάρει εκδίκηση, αλλά σκοτώθηκε από τους αστυνομικούς στην προσπάθεια του αυτή.
Τα Χασαμπουλιά έδρασαν σε σαράντα χωριά της Πάφου και της Λεμεσού, και σε όλα διέπραξαν εγκλήματα.

Σε λίγες μέρες, όταν ο παπάς συναπαντήθηκε με ένα Τούρκο φιλο του, εμαθε για τη επικυρηξη του και ότι ισως να τον έψαχναν τα Χασαμπουλιά.
Αγέρωχα και με στόμφο μεγάλο, γύρισε και του είπε ο παπάς,
-Εν το αγγούρι μου που ννα πκιάσουν,
μια έκφραση που δήλωνε με μιλλωμένο και απαξιωτικό τρόπο τι θα έπιαναν οι Τούρκοι. Ήταν μια φράση που σήμερα λέγεται τόσο συχνά από όλους και έχει καταντήσει αστεΐζουσα έκφραση και δεν παρεξηγείται πλέον, αλλά που έχει την ίδια σημασία. Ήταν μια περιώνυμος κουβέντα που πρωτοειπώθηκε από τα χείλη του Παπάσαββα και που έμεινε παρακαταθήκη να την χρησιμοποιούν σήμερα όλοι οι Κύπριοι.
Ευτυχώς για λόγου του, τα Χασαμπουλιά δεν θέλησαν να ασχοληθούν μαζί του, εκείνους τους καιρούς είχαν μεγάλα προβλήματα και κρύβονταν, γιατί είχε εξαπολυθεί από τις αστυνομικές αρχές άγριο κυνηγητό για να τους συλλάβουν

Εκείνους τους καιρούς, πριν της Αγγλικής επικυριαρχίας, υπήρχαν διάφορα έθιμα που κυρίως οι κάτοικοι τα τηρούσαν και τα εφάρμοζαν ώστε να κρατηθεί η Κυπριακή Χριστιανική παράδοση κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό των κατακτητών. Ένα από τα έθιμα, ήταν η επιβολή του ανδρός συζύγου στην νύφη πριν το γάμο, με τρόπο που να επιβάλλει την αδιαμφισβήτητη  κυριαρχία του.

Ήταν μια φορά λοιπόν να κάμει ένα γάμο ο Παπάσαββας, όπου ο γαμπρός θα ερχόταν από το γειτονικό χωριό της Έμπας καβαλικεμένος σε άλογο, ως όριζε το έθιμο, που τα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας, ο ξενοχωρίτης γαμπρός ερχόταν καβάλα σε άλογο υπό συνοδεία συγγενών, κουμπάρων και φίλων.

Ήταν ένα κακό έθιμο που συνήθως κατέληγε σε μακελειό, και που οι Τούρκοι κατακτητές το επέτρεπαν και έβλεπαν με ευχαρίστηση τους Χριστιανούς να συγκρούονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους.
Το έθιμο ήθελε τον ξενοχωρίτη γαμπρό να εισέρχεται στο χωριό της νύφης καβάλλα σε άλογο συνοδευόμενος  με ένα στρατό από κουμπάρους που τον συνόδευαν για να τον βοηθήσουν να πάρει με το ζόρι τη νύφη για την τελετή του γάμου στο δικό του χωριό.
Το ίδιο γινόταν και στο χωριό της νύφης,  όπου μαζεύονταν πολλοί συγγενείς της και ανέμεναν την είσοδο του γαμπρού στο χωριό ώστε να τον αναγκάσουν να ξεκαβαλικεύσει από το άλογο του και υποταγμένος στη δύναμη τους να πάει περπατητός στο σπίτι της νύφης και να δεχτεί να γίνει η τελετή στην εκκλησιά του χωριού της.
Η είσοδος του γαμπρού στο ξένο χωριό της νύφης και η άρνηση του να κατεβεί από το άλογο, εθεωρείτο σαν προσβολή. Πολλές φορές ο γαμπρός όταν ένιωθε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αρνιόταν να ξεκαβαλικεύσει, για να δείξει έτσι ότι μετά το γάμο, αυτός θα ήταν ο αφέντης του σπιτιού και διαχειριστής της προίκας, και όχι η νύφη με τα πεθερικά.
Αν δεν κατέβαινε με τη θέληση του  από το άλογο, έπρεπε να τον κατεβάσουν με το ζόρι.
Το αποτέλεσμα ήταν μια αιματηρή σύγκρουση και σφαγή με ρόπαλα και μαχαίρια που μετέφεραν μαζί τους γι αυτό το σκοπό. Πιάνονταν στα χέρια, μάλωναν, πάλιωναν και δέρνονταν.

Πολλές φορές για να καταφέρουν τον γαμπρό να ξεπεζέψει με τη θέληση του και να αποφευχθεί η σύγκρουση, κάποιοι που είχαν μάλια και χρήματα, έτασσαν στον γαμπρό περισσότερη προίκα, έτσι λυνόταν το πρόβλημα.
Όταν η επιμονή των δυο πλευρών να εξέλθουν νικητές ήταν μεγάλη, κάποιες φορές κάποιος σκοτωνόταν και αντί για γάμους και χαρές, είχαν κηδείες και οδυρμούς  με επακόλουθο να ξεκινήσουν άλλες βεντέτες και σκοτωμοί μεταξύ των δύο χωριών.
Εάν εκέρδιζε η ομάδα από το ξένο χωριό, προχωρούσαν ως νικητές, έπαιρναν τη νύφη, την ανέβαζαν στο άλογο, και αφού έβαζαν τα χέρια της γύρω από το γαμπρό, τα έδεναν γύρω του με μεταξωτά μαντήλια, και αυτός την έπαιρνε και έφευγε για την εκκλησία του χωριού του.
Αν κέρδιζαν οι χωριανοί, τότε ο γαμπρός κατέβαινε από το άλογο του δαρμένος, ματωμένος, κτυπημένος, και έπρεπε περπατητός να παει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της νύφης, και χλευασμένος από τους νικητές, να ζητήσει την νύφη για να την πάρει στην εκκλησιά του δικού της χωριού, για το γάμο.
Οι Τούρκοι διοικούντες δεν επενέβαιναν σε αυτές τις καταστάσεις, παρά μόνον άφηναν τους Χριστιανούς να εξοντώνονται αναμεταξύ τους, και αυτοί παρακολουθούσαν ως θεατές.
Το εθιμο συνέχισε εις όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και σταμάτησε τον καιρό της αγγλικής κατοχής, επειδή τα αγγλικά δικαστήρια τιμωρούσαν με μεγάλα πρόστιμα κάθε απόπειρα τέτοιας εμπλοκής.

Ήταν ένα προξενιό που  κανονίστηκε να γινεί από δυο μεγάλες οικογένειες, να παντρέψουν τα παιδιά τους, έναν νέο από την Έμπα με μια νέα από τη Χλώρακα. Ήταν ο γαμπρός ο Σπύρος απόγονος της πιο παλιάς και μεγάλης οικογένειας που έφεραν το επίθετο Έλληνας, ήταν η νύφη η Ελεγγού, κόρη του Τσιυπρη Χ’ Τσιυρκακού Σιαμμά, επίσης μεγάλο και τρανό σόι.
Κανονιστηκαν και συμφωνηθηκαν όλα, και ορισαν την ημερομηνια του γαμου.
Ο πονηρός παπάς για να τους παντρέψει, έβαλε όρο να μην τηρηθεί το έθιμο, γιατί δεν ήθελε ο γάμος να μετατραπεί σε καυγά και μακελειό.
Γι αυτό εκ των προτέρων συμφώνησε με τον γαμπρό και έλαβε διαβεβαιώσεις από το σόι του, ότι θα ξεκαβαλίκευε και θα ερχόταν εν ειρήνη στο σπίτι της νύφης, ώστε να γίνει μια ήσυχη και χαρούμενη τελετή γάμου.

Ήρθε η μέρα του γάμου, ο παπάς με το πετραχήλι στη μασχάλη και τον ασημένιο σταυρό στο χέρι, ερχόμενος από έναν αγιασμό, κάθισε στον καφενέ να πιει καφέ.
Έγειρε την καρέκλα πίσω στον τοίχο, έτσι που γερμένος και αναπαυμένος, απολάμβανε την ζεστασιά από τις ακτίνες του καυτερού ήλιου που τον χτυπούσαν κατακούτελα κάνοντας τον να νυστάζει και να λαγοκοιμάται.
Ξάφνου, μια φωνή τον ξίππασε, αναστατωμένος άνοιξε τα μάτια του. Είδε μπροστά του ένα μικρό παιδί, να του λέει αλαφιασμένα να τρέξει γιατί ο γαμπρός δεν ξεπέζευε από το άλογο, και οι συγγενείς της νύφης δεν τον άφηναν να περάσει.
Σηκώθηκε ο παπάς, και χωρίς να πληρώσει τον καφέ από τη βιασύνη του, καβαλίκεψε τον άππαρο του, τον κέντησε δυνατά, τον διπλοκάλπασε, και ευρέθει ευτύς μπροστά στον νταή γαμπρό. Χωρίς να χάσει καιρό, τράβηξε τον σταυρό που είχε στην κόξα, και του τον έσυρε στο κεφάλι. Περασε ξυστα από το αυτι του, που τον εκαψε και του προκαλεσε μεγαλο πονο.
Ηταν ενας ασημένιος σταυρός που ακόμα υπάρχει και χρησιμοποιείται στην εκκλησιά μέχρι σήμερα. Είναι μεγάλος και βαρύς, που αν τον πετυχαινε, ίσως να γινόταν κηδεία αντί στεφάνωμα. Τον πήρε ξώφαλτσα, και πέφτοντας στο έδαφος έσπασε και στράβωσε. Μέχρι σήμερα φαίνονται τα καρφιά με τα οποία ύστερα εδιορθώθηκε.
Τη φήμη του Παπασαββα άμα αγρίευε την ήξεραν όλοι, έτσι αφήνοντας το νταϊλικι κατά μέρος, ξεπέζεψαν και περπάτησαν ως το σπίτι της νύφης.
Τους πάντρεψαν με τάξη και ησυχία, ύστερα πήρε ο γαμπρός τη νύφη στο χωριό του όπου κατοίκησαν και έζησαν ευτυχισμένοι. Συνέχισαν και πλήθηναν την οικογένεια και κατά πολλούς καιρούς κατέλαβαν διοικητικές και εκκλησιαστικές θέσεις, πόστα και αξιώματα ως προεστοί μουχατάρηδες και παράγοντες της κοινότητας της Έμπας. Από εκείνους τον καιρούς, οι κοινοτάρχες που εκλέχτηκαν, σχεδόν όλοι είναι εκ της οικογενείας αυτής. Ο Γεώργιος Έλληνας υπηρέτησε ως κοινοτάρχης για πέντε συνεχόμενες θητείες, ο Αντώνης Έλληνας για δυο θητείες, ενώ ο σημερινός κοινοτάρχης ο Αντώνης Νικηφόρος (συγγενής εκ μητρογονίας), εκλέχτηκε για τρεις συνεχόμενες θητείες, και κατά τα φαινόμενα ίσως καταστεί ισόβιος κοινοτάρχης Έμπας.

Ήταν η τελευταία φορά που επεχηρείθη από γαμπρό ξενομερίτη να τηρήσει αυτό το έθιμο. Δεν ξανασυνέβηκε, γιατί λίγο καιρό πρίν, το 1871, όταν στην Κύπρο ανέλαβαν την διοίκηση οι Άγγλοι αποικιοκράτες, είχαν απαγορεύσει αυτό το έθιμο, και με τις αυστηρές τιμωρίες που επέβαλλαν στους παραβάτες, σιγά σιγά σταμάτησαν να το εφαρμόζουν.

Υ.Γ. Ο Παπασάββας απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Απόγονος του ήταν ο Αλέξανδρος, πατέρας της παπαδιάς Ελένης Παπακώστα. Η γυναίκα του ξαναπαντρεύτηκε και έκαμε απογόνους τον Λεωνή τον Λιόνταρο το γνωστό γεροντοπαλίκαρο της Χλώρακας, και την Ελεγγού του Ρωτόκλειτου.
Κατά πολύ αργοτερα, ενας  δισεγγονος του αντρογυνου, παντρευτηκε μια δισεγγονη του ιερεως.

Πηγές:
Ανδρέας, Νικόλαος, Χριστόδολος και Μάρκος Σολομονίδαι
Κώστας Π. Κύρρης
Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΛΓ' , 1969
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Ιστολόγιο NOCTOC
Εφημερίδα της Χλώρακας