Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ (βιβλίο υπό συγγραφή)

ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Γεννήθηκα στη Χλώρακα ένα χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Θυμάμαι από μικρός τη θάλασσα να βρυχάται και με βια να κατατρώει τις ακτές, μα αυτές καθώς πέτρινες και στέρεες, δεν είχανκαταλυμό.

Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στην άκρια του χωριού και άκουα τις νύχτες το σάλαγο των κυμάτων και τον ρόχθο της άγριας θάλασσας που έσμιγε με τη βουή του ανέμου, και μαζί ο βρυχηθμός τους σαν θυμωμένο βουητό μου προκαλούσαν δέος και φόβο, συναισθήματα που με τον καιρό στη σκέψη μου έμειναν σαν τραγούδι Ειρηνίων, προπομπός αφανέρωτων αποκαλύψεων που θα ξέβραζε από τα βάθη της η θάλασσα.

Θυμάμαι όποτε είχε μεγάλες τρικυμίες, περπατούσα στην άκρη της θάλασσας και με έλουζαν οι υδρατμοί των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν με δίνη και με δυνατό υπόκωφο θόρυβο στα άγρια βράχια.

Και εγώ έστεκα στην άκρη της θάλασσας κι αγνάντευα τον σκοτεινό ορίζοντα που στο βάθος συναντιόταν με τον γκρίζο ουρανό, και σχημάτιζαν τον τέλειο απέραντο κύκλο, αυτόν του σχήματος της γης…

Και ήμουν ευχαριστημένος που μπορούσα και έβλεπα την άκρια της γης.

 

ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΛΑΤΙΑ

Στο μικρό μου το χωριό η θάλασσα της Μεσογείου έβρεχε ολόκληρη τη νοτιοδυτική μεριά. Συνήθως ήταν πολύ φουρτουνιασμένη, γιατί ήταν ένας τόπος ανοιχτός στους νοτιοδυτικούς ανέμους και κυρίως στον Πουνέντε που όποτε είχε κακοκαιρία στα Ελληνικά πελάγη, με ορμή τους μετέφερε στη περιοχή μας καθώς ο τόπος της Πάφου είναι στο διάβα του. Έβγαζε ορμητική τρικυμία που χτυπούσε τη στεριά από τις ακτές της χερσονήσου του Ακάμα, μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και βάλε.

Και το μικρό χωριό μου έστεκε στη μέση. Οι ακτές χειμώνα καλοκαίρι θαλασσοδαρμένες, από πάντα λούζονταν στους υδρατμούς των φοβερών κυμάτων που με μανία έσκαγαν στα άγρια βράχια που ακατάλυτα έστεκαν στην ακτή και σταματούσαν την ορμή τους.

Τα μεγάλα ρεύματα επικίνδυνα ανακάτευαν τα νερά. Σχημάτιζαν δίνες που τα έσπρωχναν και τα μετακινούσαν με ορμή. Μαζί με τα θεώρατα κύματα αποτελούσαν μια μεγάλη δύναμη, μια μεγάλη απειλή, που έκαναν τη θάλασσα της Χλώρακας πολύ επικίνδυνη. Από μικρός θυμάμαι, πολλοί έχασαν τη ζωή τους σ αυτήν, κυρίως  αυτοί που την αψηφούσαν ή που δεν την λογάριαζαν στα σοβαρά.

Είναι οι θάλασσες της Χλώρακας λοιπόν άγριες, και παρ όλο που είναι μικρό χωριό με λίγους κατοίκους, κάθε χρόνο δυστηχώς μέσα στις καλοκαιρινές καυτές μέρες χάνονται άνθρωποι, όταν βουτούν για να δροσιστούν. Οι πρωτινοί αλλά και οι σημερινοί λένε πως, καμιά φορά δεν προσπέρασε χρονιά χωρίς πνιγμένους. 

Σ αυτόν τον άγρια όμορφο τόπο γεννήθηκα πολλά χρόνια πριν, που όμως θυμάμαι με πολλή νοσταλγία εκείνους τους καιρούς τους δύσκολους και πέτρινους που μέσα σε μια μίζερη και πολύ φτωχή διαβίωση αναγειώθηκα και ανδρώθηκα.

Θυμάμαι πως δεν είχαμε φαί, ούτε καν τον επιούσιο. Ήμουν αδύνατος και σκελετωμένος, αλλά παρ όλη τη δυσχέρεια της φτωχής μου διαβίωσης, ποτέ μου δεν έκλαψα ή παραπονέθηκα.

Με παρηγοριά την απέραντη και πανέμορφη θέα της θάλασσας, ξεχνιόμουν στις αναπολήσεις

μου. Η βουή της και ο βρυχηθμός της έφταναν ως τα παραθύρια της μικρής παράγκας που κατοικούσα, και διαπερνόντας τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, γέμιζαν φόβο την παιδική μου καρδιά. Ένας φόβος όμως που ύστερα όσο μεγάλωνα, μου έγινε συνήθιο και η βουή του θαλασσινού ανέμου απαραίτητη σαν γλυκό νανούρισμα. Ένα φύσημα ανέμου που άλλοτε με δύναμη και θυμό βρυχοταν, και άλλοτε ήρεμα  και γαλήνια χάιδευε τα κύματα που απαλά έσκαγαν στις ακτές.

Και στη μεγάλη σχόλη της παιδικής μου ηλικίας πήγαινα και έστεκα στις πέτρινες ακτές και  κοίταζα ώρες ατέλειωτες τα άπλετα νερά. Και ο νους μου έτρεχε σε μύριες σκέψεις, χωρίς όμως να μπορεί να εννοήσει τα μεγάλα μυστήρια που φανερά έκρυβε στην επιφάνεια και στο βυθό της. Με έκσταση την παρακολουθούσα να απλώνεται εμπρός μου μεγαλόπρεπη, και στο βάθος να ενώνεται με τον ουρανό και να σχηματίζει τον κύκλο της γης. Και εγώ ο  καημένος που σαν παιδί λίγα γράμματα ακόμα γνώριζα, δεν δινόμουν να εννοήσω όλα τούτα τα μυστήρια. Νόμιζα πως έβλεπα την άκρη, εκεί που τελειώνει ο κόσμος...

Και ήμουν ευχαριστημένος που έβλεπα την άκρια της γης. 

Λένε οι άνθρωποι πως η φουρτουνιασμένη θάλασσα συμβολίζει προβλήματα και στενοχώριες. Λένε ακόμα πως, αν τα κύματα βγαίνουν στη στεριά, μέρες ευτυχίας και ευζωίας θα έρθουν στους ντόπιους κατοίκους. Στις παραλίες της Χλώρακας συνέβαιναν και τα δύο, ώστε επικρατούσε μια μέση κατάσταση, ούτε ανυπέρβλητη δυστυχία, ούτε όμως και ευτυχία. Τόπος ξερός από χώμα και νερό, οι κάτοικοι ησχολούντο σε χειρονακτικές εργασίες ως πετροκόποι, κτίστες και ξυλουργοί. Αυτά ήσαν τα συνήθη επαγγέλματα, και μόνο λίγοι γονείς μπόρεσαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι μόλις τελείωναν το δημοτικό σχολείο, αφού κάποιος για να φοιτήσει σε γυμνάσιο πλήρωνε δίδακτρα.

Σε αυτές τις καταστάσεις και τις δύσκολες συγκυρίες έζησα έως τα δεκαοκτώ μου, μια κακή εποχή που όλος ο πληθυσμός διαβιούσε δύσκολα, και εργασία για τους περισσότερους δεν υπήρχε.  Ούτε το φαγητό αρκούσε για να θρέψουν τα παιδιά τους καθώς η γη ήταν άγονη, ήταν σχεδόν ολόκληρη καυκάλα. Ένα τοπίο πέτρινο, αλλά καταπράσινο από σχοινιές και αρκόσσιηλλες που βλάσταιναν ανάμεσα στις άγριες ξερολιθιές. Και ανάμεσα τους πλούσια διάνθιζαν την πλάση κυκλάμινα και μαχαιράδες και άλλων λογιών άγρια όμορφα λουλούδια.

Ήταν ένας ωραίος τόπος που παρ όλα τα δύσκολα που πέρασα ένεκα των φτωχών καιρών, εντούτοις έμεινε στην καρδιά μου παντοτινά αγαπημένος.

Το μικρό σπιτάκι μας που άδειασε πολύ γρήγορα από τις παιδικές φωνές καθώς όλα τα μεγαλύτερα από μένα αδέρφια έφυγαν σε άλλες επαρχίας για αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, ήταν στην άκρη του χωριού μοναχικό και χωρίς καθόλου ανέσεις. Ούτε πόσιμο νερό, ούτε και ηλεκτρισμό. Πίναμε νερό από ένα βαθύ λάκκο εφτά οργιών που το βγάζαμε με ένα αλακάτι που είχαμε, και προσέχαμε να μην καταπιούμε τις βδέλλες που μπόλικες ήταν μέσα στο λάκκο. Και όταν η νύχτα ερχόταν, πέφταμε στα κρεβάτια ενωρίς, καθώς κάναμε οικονομία στο πετρέλαιο που άναβε τη λάμπα. Μια λάμπα φυτιλιού και μοναδική που μόλις φέγγιζε, και γι αυτό έπρεπε να διαβάζουμε τα μαθήματα μας από ενωρίς, πριν ο ήλιος δύσει.

Η μάνα μας φύτευε λίγα χορταρικά και πατάτες για να μας θρέψει. Και εμείς μετά το σχολείο, τη βοηθούσαμε μέσα στο μικρό χωραφάκι που ήταν στην αυλή. Βοτανίζαμε τα χόρτα και τσαπούσαμε τις τάβλες.

Και στην αρχή του καλοκαιριού όταν τα τρεμίθια ώριμα πλέον, τα μαζεύαμε και τα παίρναμε στο μήλο και τα αλέθαμε να βγάλουμε το λάδι τους. Ένα λάδι πικρό που μας έκαιε τον ουρανίσκο και τα σωθικά, και που χρησιμοποιούσαμε από ανάγκη αφού δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε από τον μπακάλη σπορέλαιο. Το ονομάζαμε τρεμιχόλαο και είχε μια σκληρή γεύση που μας πίκραινε κυριολεκτικά σαν φαρμάκι και δεν μας άρεσε, μα που τώρα μετά από τόσα χρόνια που έχουν παρέλθει, τη γεύση του πεθυμώ και νοσταλγώ.

Τις καλοκαιρινές ημέρες καθημερνώς περνούσε από το στενό δρομάκι έξω από την αυλή μας ένα μικρό φορτηγάκι με ανοιχτή την πίσω πόρτα, που αγκομαχώντας με πρώτη και δεύτερη ταχύτητα, κυλούσε σιγά στον κατήφορο.

Και όλα τα παιδιά της γειτονιάς τρέχοντας σκαρφαλώναμε πάνω και μας έπαιρνε στη θάλασσα. Ο σοφέρ ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που έπασχε από ρευματισμούς, καθυμερινά πήγαινε να χωστεί στη ζεστή άμμο για να του περάσουν οι πόνοι. Και όλους μας άφηνε να σκαρφαλώνουμε στο όχημα του και μας κουβαλούσε με ευχαρίστηση, το μόνο που ζητούσε, ήταν λίγη βοήθεια, τον θάβαμε μέχρι το λαιμό στην άμμο, μέσα σε ένα λάκκο που σκάβαμε. Και όσο άντεχε τη κάψα από τον άμμο, εμείς κολυμπούσαμε και πλατσουρίζαμε μέσα στα ήσυχα και γαλανά νερά της θάλασσας της Χλώρακας.

Και πριν τα χρόνια περάσουν ώστε να μάθω κολύμπι, έμπαινα στα ξέβαψα νερά,  χωρίς να τολμώ να πάω στα βαθιά. Αλλά όταν καμιά φορά κάποιος έφερνε μαζί του εσωτερικό λάστιχο αυτοκινήτου φουσκωμένο με αέρα, γεμάτοι χαρά κρεμιόμασταν πάνω όσοι χωρούσαμε, και ξανοιγόμασταν στα βαθιά.

Και από τα βαθιά έβλεπα έναν άλλο κόσμο, έβλεπα τη στεριά διαφορετική, ξερή και κίτρινη κάτω από τον ήλιο. Έβλεπα την καυτή αύρα να αιωρείται και να γεμίζει πούσι την ατμόσφαιρα, και εγώ μέσα στα δροσερά νερά της θάλασσας ένιωθα τη δροσιά της.

Καμιά φορά όμως δεν μου πέρασε τότες από το μυαλό πως ήθελα να γίνω ναυτικός, ή πως τη θάλασσα θα την αγαπούσα τόσο πολύ όπως τώρα αγαπώ. Γιατί σαν παιδί την αγάπησα καθώς έπαιζα μαζί της, μα τώρα την αγάπησα καθώς αυτή έπαιξε μαζί μου όταν η μοίρα με οδήγησε από πολύ ενωρίς να μπαρκάρω στα καράβια και να τη ζήσω και από την καλή και την κακή της.  

25 ΜΑΡΤΙΟΥ, ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Ήμουν μαθητής στην Α’ τάλη δημοτικού και ήμουν ευτυχής που το μυαλό μου έπαιρνε ευτύς τα γράμματα, χωρίς να χρειάζεται να μελετώ στο σπίτι. Στο σπίτι δεν ήθελα να διαβάζω και να γράφω εις το ψηλόν τετράγωνον τραπέζι που ήταν καταμεσής της κάμαρης, διότι καθώς πολυμελής οικογένεια, τα μεγαλύτερα αδέρφια μου καταλάμβαναν όλες τις θέσεις, και υπό το λιγοστό φώς μια λυχνίας πετρελαίου καθόντουσαν με τη σειρά για να μελετήσουν την διδαχτική ύλη του σχολείου, οπότε εγώ ως μικρότερος, αδυνατούσα να ζητήσω το δίκαιον μου. Εξ άλλου, αποστρεφόμουν το αμυδρόν φως, και προτιμούσα να σκουλίζουμαι το πάπλωμα πάνω στο στενό κρεββάτι στην άκρη της κάμαρης που μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφόν μου μοιραζόμασταν. Τέτοιες ώρες λοιπόν από ενωρίς ενόσω αυτός διάβαζε, απολάμβανα την απλωσιά μονάχος ανοίγοντας πόδια και χέρια σε ολόκληρο το στρώμα, και παρακαλούσα να μην περάσει η ώρα, να μην έρθει να ξαπλώσει, να μην μου διαταράξει την άνεση της ξαπλωσιάς μου. Σκεπασμένος στο σκοτάδι ένιωθα ελεύθερος μονάχος να αφήνουμε στις σκέψεις και στα ονείρατα μου, άφηνα το μυαλό μου να περιπλανιέται και να με ταξιδέυει. Με τη φαντασία μου έπλαθα παραμύθια και ιστορίες. Σκότωνα δράκους, ελευθέρωνα όμορφες κοπέλες, νικούσα τους κακούς, επέβαλλα το δίκαιο. Ήμουν τελοσπάντων ο πρωταγωνιστής, έστω στις δικές μου ιστορίες. Έτσι ένιωθα πολύ ευχαριστημένος, και με αγαλλίαση στη ψυχή αποκοιμόμουν συνεχίζοντας να βλέπω άλλα ονείρατα, εκείνα του ύπνου.

Αυτές οι στιγμές ήταν η διασκέδαση μου, καθώς φτωχή η οικογένεια μου, ολημερίς σκληρά εργαζόμασταν στα χωράφια για τον επιούσιο. Οι γονείς μας ταπεινοί αγρότες, από ενωρίς έως βραδύς, όλοι μαζί στη βιοπάλη μοχθούσαμε στα περβόλια, στα μποστάνια και στις ρέντες.

Μια κρύα νύχτα του Μάρτη θυμάμαι, άκουσα τον πιο μεγάλο απ όλους αδερφό μου να με φωνάζει και να μου λέει,

-Κυριάκο μην κοιμηθείς, στήσε αυτί, ότι πω ενδιαφέρει και εσένα. Και σεις οι άλλοι δώστε ακρόαση, ότι σας πω θέλω να τα βάλετε στο μυαλό και στην καρδιά σας. Να τα μάθετε καλά, να σας γίνουν οδηγός για όλη τη ζωή σας. Σήμερα παραμονή γιορτή της Παναγίας, είναι μαζί γιορτή και η ανάσταση του γένους. Σαν σήμερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα, και κήρυξε την επανάσταση εναντίον των Οθωμανών κατακτητών. Εμψύχωσε τους Έλληνες που με πατριωτισμό πολέμησαν τους Τούρκους, και παρά την άνιση αντιπαράθεση, κατάφεραν να ελευθερωθούν και να ξαναζήσουν Ελεύθεροι μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς. Είναι μέρα γιορτής λοιπόν, διότι η ιστορία μας διδάσκει ότι το δίκαιο θριαμβεύει όταν οι λαοί αντιστέκονται και το διεκδικούν. Οι Έλληνες αδερφωμένοι με πίστη στο δίκαιο τους, πολέμησαν αψηφώντας κακουχίες και θάνατο, και πάλεψαν υπερ πίστεως και πατρίδας.

Ο αδερφός μου μεγαλύτερος από εμένα οκτώ χρόνια, ήταν ο πρωτότοκος και με αυτό το δικαίωμα οι άλλοι τον υπακούαμε χωρίς διαμαρτυρία. Στην αρχή μια δυσφορία με κυρίεψε γιατί θα μου χαλούσε τις φανταστικές μου περιπέτειες, αλλά όσο τον άκουα με μάγευε η διήγηση του, και τέλος απορροφήθηκα από τα λόγια του καθώς έτρεχαν ροδάνι σαν χείμαρρος. Απλοϊκά και όμορφα μας εξιστόρησε το έπος του 1821. Μας είπε για το ανυπέρβλητο μεγαλείο των ηρώων, για την αγόγγυστη υπομονή στα μαρτυρία του θανάτου τους, για την ανδρεία τους και την αυτοθυσία τους, και την τελική δικαίωση τους. Μια ιστορία ενός μεγάλου λαού, ενός μεγάλου έθνους των Ελλήνων.

Μα τί ωραία τα έλεγε σκέφτηκα, αυτός πρέπει να γίνει δάσκαλος. Είχε μια ευφράδεια και ο λόγος του κυλούσε γάργαρα όπως το νερό της βρύσης που φτάνει στα αυτιά του ποσταμένου και στο λαρύγγι του διψασμένου.

Η ώρα πέρασε, και η διήγηση τέλειωσε. Μου κακοφάνηκε και τον παρακάλεσα να συνεχίσει. Μα αυτός μου είπε,

-χαίρομαι που σου άρεσε, αλλά είναι ώρα για ύπνο. Όμως σας υπόσχομαι αύριο όλοι μαζί, θα μπούμε στο λεωφορείο να πάμε στην πόλη να παρακολουθήσουμε την παρέλαση και τους εορτασμούς για την παλιγγενεσία. Κάθε χρόνο η μέρα γιορτάζεται για να ενθυμούμαστε την μεγάλη επανάσταση που έφερε την λευτεριά στον Ελληνικό λαό σε Ελλάδα και Κύπρο.

Γύρισα στο πλευρό να κοιμηθώ, αλλά ο ύπνος άργησε πολύ να έρθει. Ακίνητος σκεφτόμουν όσα θαυμαστά έμαθα εκείνο το βράδυ, και ο νους μου έτρεχε στην μακρινή πατρίδα Ελλάδα, σε όλους εκείνους τους ήρωες που πολέμησαν για να έχουμε σήμερα  ελευθερία.

Με μια ελπίδα στην καρδιά όταν μεγαλώσω να τους μοιάσω, αποκοιμήθηκα. Αλλά ο ύπνος μου σκιαζόταν από μάχες και ηρωικά κατορθώματα.

Συνήθως ο ύπνος μου ήταν βαρύς, και με δυσκολία τα αδέρφια μου με ξυπνούσαν το πρωϊ να πάω σχολείο. Εκείνη τη μέρα όμως ξύπνησα ενωρίς, με μόνη σκέψη την παρέλαση. Πετάχτηκα από το κρεββάτι και κοίταξα έξω την ημέρα που γλυκοχάραζε. Με αδημονία σκούντησα τον αδερφό μου να ξυπνήσει, να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Η χαρά μου ήταν διπλή γιατί πρώτη φορά θα πήγαινα στην πόλη, και γιατί θα παρακολουθούσα την μεγάλη γιορτή της 25ης Μαρτίου.

Θυμάμαι σαν χθες, όλοι μαζί στη σειρά μπήκαμε στο μικρό λεωφορείο και κινήσαμε για την πόλη. Καθισμένος δίπλα στο παράθυρο, κοιτούσα έξω και έβλεπα το τοπίο να τρέχει δίπλα μας στην αντίθετη φορά. Πρώτη μου φορά σε αυτοκίνητο μια καινούργια εμπειρία, όλα όμορφα και πρωτόγνωρα περνούσαν εμπρός μου σαν ταινία σινεμά.

Στην πόλη ο δρόμος γεμάτος κόσμο, με σημαιούλες στα χέρια πρόσμενε την παρέλαση. Εμβατήρια και ύμνοι ακούγονταν από μεγάλα μεγάφωνα και τα πλήθη με ανάταση γιόρταζαν τις χαρούμενες στιγμές. Σε κάθε τραγούδι που τέλειωνε, ο εκφωνητής απήγγελλε πατριωτικά συνθήματα, και τανα παλε η μουσική. Τα παιδιά με έξαψη φώναζαν και στεντόρεια τραγουδούσαν θέλοντας να ακουστούν περισσότερο από τα μεγάφωνα. Ήταν μια κινούμενη κοσμοσυρροή στην οποία όλο το πλήθος έσπρωχνε να πάρει πρώτες θέσεις. Οι χωροφύλακες αυστηροί προσπαθούσαν να βάλουν τάξη, μια δύσκολη αποστολή καθώς όλοι εμποτισμένοι με πατριωτικά αισθήματα ήθελαν άμεση επαφή με την παρέλαση.

Σε μια στιγμή τα εμβατήρια σταμάτησαν και μακριά ακούστηκε η μπάντα σημάδι έναρξης της παρέλασης, που παίζοντας ρυθμικά έδινε βηματισμό στους παρελαύνοντες. Φάνηκαν από μακριά σε φάλαγγες με λεβεντιά να βηματίζουν στους ήχους της μπάντας που παιάνιζε, και με τη σειρά παρέλασαν από μπροστά μας μαθητές, παλιοί πολεμιστές, πρόσκοποι και στρατιώτες. Με καμάρι έστεκα και τους καμάρωνα με ανατεταμένα τα αισθήματα, και σαν εμένα έβλεπα όλα τα πλήθη γύρω μου να νιώθουν το ίδιο. Να χαίρονται, να τους επευφημούν και να τους ζητωκραυγάζουν… 

Τα χρόνια πέρασαν, εγώ γέρασα, αλλά αυτή η πρώτη παρέλαση που παρακολούθησα έμεινε χαραγμένη παντοτινά στο μυαλό μου. Όταν μεγάλωσα έλαβα και εγώ μέρος σε παρελάσεις ως μαθητής και ως στρατιώτης, αλλά καμιά άλλη δεν ήταν σαν την πρώτη. Ήταν εποχές που οι δάσκαλοι δίδασκαν ιστορία και έκαναν τους μαθητές να νιώθουν περήφανοι που ήταν Έλληνες. Εμφυσούσαν πατριωτισμό στις ψυχές τους και εμψύχωναν τις καρδιές τους.

Τώρα με τον καιρό, σκέφτομαι πως όλα έχουν αλλάξει, πως η ιστορία παραχαράχτηκε και πως επιτήδειοι πολιτικοί και δάσκαλοι άλλαξαν μοτίβο, τώρα οδηγούν τον κόσμο να σκέφτεται περισσότερο υλιστικά και συμφεροντολογικά με λιγότερη αγάπη για την οικογένεια, και ακόμα λιγότερη για την πατρίδα.

Θυμάμαι εκείνη την παγερή νύχτα του Μάρτη κάτω από τα σκεπάσματα που άκουγα τον αδερφό μου να εξυμνεί τους πατέρες και τους ήρωες του γένους, θυμάμαι πόσο πολύ επηρέασαν και καθόρισαν την υπόλοιπη ζωή μου. 

Ήταν καιροί άλλοι που δοξαστικά μας γαλούχησαν με τα νάματα της Ορθοδοξίας και της αγάπης για την πατρίδα και την οικογένεια. Που μας έκαναν να θέλουμε να μαχόμαστε, να αντιστεκόμαστε και να αποζητούμε το δίκαιο.  

Σήμερα σε μια εποχή που η πατρίδα μας είναι ημικατεχόμενη, προδότες πολιτικοί και απάτριδες κεφαλαιοκράτες, τεχνηέντως ενσπείρουν στις καρδιές των νέων άλλα ντ’ άλλων εξών από την αγάπη και την αφοσίωση στα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Οι παρελάσεις υποβιβάστηκαν ή καταργήθηκαν, οι γιορτές σταμάτησαν, δεν άφησαν οτιδήποτε πατριωτικό να εμπνέει και να γαλουχεί τους νέους. Παραχάραξαν την ιστορία και παρουσιάζουν τους ήρωες το ΄21 ως κλέφτες και αρματολούς που οτιδήποτε άλλο γύρευαν παρά ελευθερία. Προσπαθούν να απαξιώσουν την εκκλησία, και με μένος πολεμούν την ορθοδοξία. Αυτήν που είναι η πιο ορθόδοξη και αληθινή απ όλες τις άλλες, αυτήν που ενέπνευσε τους Έλληνες και αποτίναξαν τον Τούρκικο ζυγό και την σκλαβιά τόσων αιώνων.

Ο ΣΙΑΗΛΟΣ

Μικρός οκτώ χρονώ θυμάμαι στο περβόλι με μια μεγάλη τσάπα στο χέρια προσπαθούσα να γυρίσω τις δυσιές, αλλά αδύναμος ακόμα για τέτοιες δουλειές, δυσκολευόμουν. Ήθελα να βοηθήσω τη μάνα μου που άρρωστη και εξασθενημένη από την κακή αρρώστεια δυσκολευόταν να κάνει τις βαριές δουλειές του χωραφιού.

Ήταν ένα μεγάλο περβόλι εύφορο και παραγωγικό που ρεντεύαμε ολοχρονίς. Ήταν καιροί δύσκολοι και φτωχικοί. Δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουμε προΪόντα από τον μπακάλη, γιαυτό φυτεύαμε ολονών τα είδη οπωρικά για ιδίαν χρήση προς το ζην.

Στην άκρια του χωραφιού είχε φυτεμένες θεώρατες λεμονιές που στον ίσκιο τους ξεκουραζόμασταν αλλά και παίζαμε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Και δίπλα ένα αλακάτι που το γύριζε ο γάϊδαρος χωρίς αναπαμό. Το νερό κρυστάλλινο έτρεχε μέσα στη λίμνη και πότιζε τις αυλακιές. Ο λάκκος ήταν ίσα με εφτά οργιές βαθύς και οι γειτόνισσες γέμιζαν τις κούζες από το δικό μας πηγάδι γιατί ήταν καθάριο και γλυκό.

Στην άλλη άκρια του χωραφιού ήταν ένας κακοτράχαλος αμαξιτός δρόμος που οδηγούσε στο Τούρκικο χωριό της Λέμπας. Τούρκοι δεν τον περνούσαν καθώς είχαν ξεκινήσει οι κοινοτικές διαταραχές, αλλά τους βλέπαμε απέναντι να οργώνουν τα χωράφια τους και να βόσκουν τα κοπάδια τους.

Είναι θύμισες παλιές που αναπολώντας τες κάθε φορά με κατακλύζει η νοσταλγία και μα θλιψη ελαφριά με κυριεύει για όσα πέρασαν και δεν ξαναγυρνάν. Θυμάμαι τον Σιάηλο που καθιμερινά περνούσε και κάθε φορά που έτρεχε το νερό, έσκυβε στην αυλακιά και ξεδιψούσε.

 

Ο Σιάηλος ήταν από το διπλανό χωριό της Έμπας, ένας γυρολόγος που μάζευε κυρίως άδεια ποτσιά από μπογιές παπουτσιών και τα μεταπωλούσε.

Γυρνούσε τις γειτονιές και φώναζε,

-ποτσιά της πογιάς αγοράζω κόρη κοπελλούες.

Πολλές κοπελλούες από λύπηση του έδιναν τα μεταχειρισμένα μπουκάλια και ποτσούθκια δωρεάν.

Ήταν ένας γραφικός τύπος καμπούρης με ένα ραβδί που χρησιμοποιούσε ως αποκούμπι για να στηρίζει το βάρος του σώματος του που έγερνε μπροστά. Πάντα σκυφτός με μια σακούλα στον ώμο φάνταζε φιγούρα από βιβλίο να ξεχωρίζει από μακριά μέσα σε ζέστη ή κρύο, καθημερινά να βαδίζει αργά ροβολώντας προς τη Χλώρακα.

Τα μικρά παιδιά έτρεχαν τριγύρω του και τον περίπαιζαν, αλλά αυτός μειλίχια τους μειδιούσε και τους μιλούσε.

Ήταν έσχατος της κοινωνίας μιας εποχής όπου οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε ανέχεια και ο καθένας προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα δεδομένα εκείνου του καιρού, έτσι και ο ίδιος ζώντας σε έναν εφιάλτη κοινωνικής απομόνωσης, προσπαθούσε να προστατευτεί με τον τρόπο του και να δημιουργήσει μια διαφορετική λογική επαφής με την πραγματικότητα.

Διαμορφώνοντας τοιουτοτρόπως έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα δικής του σοφίας, συνομιλούσε και αστειευόταν με τα μικρά παιδιά και τις νοικοκυρές, ενώ απέφευγε τους άλλους. Γύριζε με τη σακούλα στον ώμο και εμπορευόταν μεταχειρισμένα υαλικά προϊόντα. Με αδυναμία στις κοπελλούες, προσπαθούσε να πιάνει κουβέντα μαζί τους και να είναι πάντα υποψήφιος γαμπρός. Και οι κοπελλούες τον περίπαιζαν και έσπαγαν  πλάκα μαζί του. Και αυτός μωροπίστευτος προσδοκούσε πως κάποια από αυτές θα τον παντρευόταν.

Ώσπου στο τέλος αφού είδε και αποείδε, παντρεύτηκε μια γριά που του προξένεψαν.

Ήταν μια γριά γεροντοκόρη που είχε περάσει τα εξήντα η καημένη, αλλά δεν είχε παύσει να περιμένει έναν γαμπρό. Τον περίμενε με μια ελπίδα και κάθε βράδυ στην προσευχή της παρακαλούσε το θεό να της στείλει έναν, όποιον και νάναι. Είχε βάλει σκοπό της πριν πεθάνει να παντρευτεί. Ήξερε πως όπως ο νυμφίος ήρθε εν τω μέσω της νυχτός, μπορούσε και γι΄αυτήν να έρθει οποιαδήποτε στιγμή. Πρωί, μέρα μεσημέρι, νύχτα ή ξημερώματα.

Έτσι την καλή εκείνη μέρα που η προξενήτρα την επισκέφτηκε και της είπε πως

σκέφτηκε τον Σιάηλο για άντρα της, αυτή αμέσως δέχτηκε, και της έταξε μπαξίσι αν τέλειωνε τη δουλειά.

Την παντρεύτηκε ο Σιάηλος, αλλά για να τη ζήσει δεν αρκούσαν τα εισοδήματα από τα κέρδη του επαγγέλματος του. Έτσι καθώς γύριζε τα χωριά αγοράζοντας τα άδεια ποτσούθκια από τις μπογιές παπουτσιών ΣΤΕΜΜΑ για να τα μεταπωλήσει, από όποιο χωράφι περνούσε, έκοβε και λίγα οπωρικά.

Πολλοί περβολάρηδες όταν τον έβρισκαν μέσα στα χωράφια τους να κοκκολογά, δεν του θύμωναν γιατί ήξεραν την φτώχεια του.

 Μια φορά ενώ βάκλιζε καρύδια σε ένα ξένο χωράφι, πέρασε ένας περαστός και τον ρώτησε πως κατάφερε να είναι τόσο μεγάλα, και αν μπορούσε να δοκιμάσει ένα. Και ο αθεόφοβος του λέει,

-Ά φίλε μου, βάζω τους πολλήν κόπριν τζιαι νερό, γι’ αυτό είναι τόσο μεγάλα. Μάζεψε όσα θέλεις φίλε μου, πάρε τζι΄ έσσω να φαν τα μωρά. 

Ο ΠΥΡΚΟΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Μικρό, χαμηλό και φτωχικό το σπίτι μας, ένα χαμόσπιτο, μια παράγκα που κτίστηκε χορηγία της κυβέρνησης μετά το μεγάλο σεισμό του 1953. Δυό κάμαρες όλες, μέσα αναγιωθήκαμε έξι αδέρφια, τρεις κόρες και τρεις γιοί. Δεν είχαμε ηλεκτρισμό, μόνο μια λάμπα πετρελαίου που έφεγγε θαμπά και τη σβήναμε από ενωρίς για να μην καίμε την πολύτιμη καύσιμη ύλη την οποία περισσότερο χρειαζόμασταν για τη χάλκινη μηχανή μαγειρέματος.

Ήμουν μικρός ακόμα όταν το σπίτι άδειασε. Η μητέρα μου πέθανε ενωρίς, ο πατέρας μου όλο έλειπε για δουλειές, και τα μεγαλύτερα μου αδέρφια έφυγαν για δουλειά στη Χώρα. Απέμεινα εγώ 13 ετών με τις δυο μικρότερες μου αδερφές, αλλά αυτές καθώς έγνοια είχαν να παίζουν με τις φίλες τους, εγώ μοναχός γυρνούσα στα χωράφια εξερευνώντας την  άγρια βλάστηση που εν αφθονία υπήρχε σε όλη τη γύρω πλάση εκείνη την εποχή. Μεγάλα αιωνόβια δένδρα που σχημάτιζαν δάση, τρεμιθιές, βελανιδιές, μοσφυλιές. Φορτωμένες άγριους καρπούς που όταν στις περιδιαβάσεις μου πεινούσα, χόρταινα χωρίς να χρειάζεται να γυρίσω σπίτι για φαγητό. Τα τεράτσια παχουλά και ζουμερά γεμάτα μέλι που έσταζε στο στόμα μου σαν νέκταρ. Η πικράδα των ώριμων βελανιδιών καλούτσικη, η ξυνάδα των μοσφυλιών καλύτερη. Αλλά καλύτερα τα καλοτσάκιστα τρεμίθια που με ευχαρίστηση τρώγαμε άνθρωποι και ζώα. Οι καυκάλλες σπαρμένες με σιάγκουλα, μαχαιράδες, και όλων των ειδών άγρια λουλούδια. Και κάτω από μια τερατσιά ένα πηγάδι σκαμμένο μέσα σε σκληρή συμπαγή πέτρα, ξέφραγο και επικίνδυνο με έλκυε, και χωρίς αφοβιά έσκυβα πάνω του και έριχνα πέτρες να ακούσω το μπλούμ μέσα στο νερό κάτω στον πάτο.

Πιο κάτω σε μακρινή απόσταση, μια αρχαία πετρόχτιστη βρύση έτρεχε ολοχρονίς αστείρευτο νερό, δροσερό και γάργαρο. Ήταν ο Πύρκος που όμορφος σαν πύργος κτισμένος σε ύψωμα αγνάντευε τον θαλασσινό κάμπο που απλωνόταν κάτω και πότιζε τα χωράφια, αλλά επίσης ξεδιψούσε τους διαβάτες.

Ωραία χρόνια τα παλιά, νοσταλγικά και πεθυμιά. Το χωριό αραιοκατοικημένο με λίγα σπίτια κτισμένα σε καταπράσινες αυλές, και τριγύρω χωράφια και λαγκάδια καταπράσινα που το θρόισμα των φυλλωμάτων έσμιγε με το τιτίβισμα των πουλιών και το μονότονο κάλεσμα των τζιτζικιών.

Απέραντες καυκάλλες με άγρια βλάστηση, τόποι προσβάσιμοι για όλους, τόποι χλοεροί και σκιεροί. Περπατούσα ανέμελα και χωρίς να με ακούει κανείς, στεντόρεια τραγουδούσα Κυπριακούς σκοπούς και ψαλμωδίες. Τραγουδούσα και παρακαλούσα να είχα ένα μουσικό όργανο για συνοδεία, ένα άπιαστο όνειρο κατά τη κρίση μου καθώς εκείνα τα χρόνια ήταν φτωχικά και δύσκολα.

Όμως όταν καμιά φορά η πεθυμιά είναι μεγάλη και αβάσταχτη, ο καλός Θεός ίσως μεριμνά να πραγματοποιηθεί.

Έτσι έτυχε και σε εμένα, ένα μεσημέρι που τα βήματα μου με οδήγησαν στην άκρια του χωριού, στο χωράφι του Μούκκουρου, συνάντησα ένα ξάδερφο μου μεγάλο παλληκάρι πλέον αυτός, και με ένα σουγιά έφτιαχνε ένα πιθκιάβλι.

Όταν το τελείωσε και το δοκίμασε, εγώ σαν μαγεμένος τον παρακολουθούσα να παίζει ένα σκοπό τόσο ωραία και όμορφα που αυτός βλέποντας το ύφος μου, μου λέει,

-το θέλεις, είναι δικό σου.

Ήταν από τις στιγμές που δεν ξεχνιούνται εφ όρου ζωής, που τις θυμάμαι σαν να ήταν χθες παρ όλα τα πολλά χρόνια που πέρασαν.

Μέρες, νύχτες και εβδομάδες, δεν το αποχωριζόμουν, το είχα μαζί μου, το είχα στο προσκεφάλι μου. Μέρες, νύχτες και εβδομάδες παιδευόμουνα, προσπαθούσα να μάθω να το σφυρώ, να μάθω να σφυρίζω τραγούδια και σκοπούς.

Έτσι ξεκίνησε η παιδεία μου με τη μουσική, που με τον καιρό με επιμονή, έμαθα να παίζω σκοπούς που η μελωδία τους μάγευε εμένα μα και τους ανθρώπους γύρω μου.

Εκείνη τη μέρα καθισμένος πάνω στη χοντρή ρίζα της τερατσιάς στο βαθύ ίσκιο της με το δροσερό αεράκι να μου σκάφτει το πρόσωπο, ένιωθα πολύ ευχαριστημένος. Με το πιθκιάβλι κατάφερα ύστερα από πολλές ώρες να παίξω το τραγούδι του «βοσκού», και να το αποδώσω καλά, χωρίς λάθος. Η μελωδία έβγαινε τέλεια με τις υφέσεις και τις διέσεις σωστά πατημένες. Δύσκολο το τραγούδι με παίδεψε, με δυσκόλεψε, με κούρασε, αλλά ευτυχώς το τέλος καλό. 

Σταμάτησα να πάρω μια ανάσα, και σηκώθηκα να ξεμουδιάσω. Πήρα κάνα δυο πετρίτσες από χάμω, και είπα να τις ρίξω στο βαθύ πηγάδι να ακούσω τον γνωστό μπλούμ του νερού που με ευχαριστούσε ο ήχος του, και ύστερα να συνεχίσω τη μουσική μου. Ήταν δίπλα το πηγάδι, και έσκυψα από πάνω.

Αλλά ανάθεμα την ώρα σκύβοντας, μου έπεσε το πυθκιάβλι στο βαθύ πηγάδι. Λία τα τοιχώματα και πολύ βαθύ, ήταν αδύνατη η καταρρίχηση.

-Πάει το έχασα,

σκέφτηκα, και βαθιά θλίψη με κυρίευσε. Στεναχώρια αφάνταστη, πόνος βαθύς, ένα πλάκωμα στην καρδιά που με πονούσε.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ήμουν λυπημένος, χωρίς όρεξη για φαΐ και νερό μοιρολογούσα την κακή μου τύχη και έκλαιγα απαρηγόρητα.

Την Τρίτη νύχτα κουρασμένος, νηστικός και ξαγρυπνισμένος, αποκοιμήθηκα γερμένος πάνω στο τραπέζι.

Λαγοκοιμισμένος καθώς ήμουν, το ξημέρωμα ξύπνησα απότομα από μια ιδέα ή ίσως από ένα όνειρο που μου έστειλε ο Θεός, πετάχτηκα πάνω αλαφιασμένος.

Θυμήθηκα μια ιστορία που μας είπε ο δάσκαλος και αμέσως ήμουν σίγουρος πως το ίδιο έπρεπε να γενεί.

Σε ένα τόπο είχε ένα βαθύ πηγάδι που μέσα πέταξαν οι Τούρκοι την κεφαλή ενός βοσκού που είχαν δολοφονήσει. Η γυναίκα του τον περίμενε να επιστρέψει, αλλά τίποτα. Και όταν ύστερα από τρείς μέρες πήγε στη βρύση να γεμώσει, βρήκε την κεφαλή του άντρα της μέσα στη λίμνη που έτρεχε το νερό.

Το βαθύ πηγάδι ήταν φωτιστικό του λαγουμιού που συγκοινωνούσε και τροφοδοτούσε τη βρύση με νερό. Από εκείνο τον καιρό, ονόμασαν τη βρύση Κεφαλόβρυση. 

Αλαφιασμένος και σίγουρος ότι το ίδιο θα συνέβαινε, βγήκα έξω στο χάραμα του φου και γρήγορα όσο μου επέτρεπαν τα πνεμόνια μου έτρεξα κάτω στη βρύση.

Και ο τυχερός, μέσα στη μικρή λιμνούλα της βρύσης του Πύρκου, βρήκα το πιθκιάβλι μου να επιπλέει στο νερό. 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΑΒΕΡΩΦ

Με νάματα υπερ πίστεως και πατρίδος στη ψυχή μου μεγάλωσα, τέλειωσα το σχολείο και κατατάγηκα στην Εθνική φρουρά να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Δύσκολοι καιροί, αγγαρίες, ασκήσεις και σκοπιές. Τους τελευταίους έξι μήνες πριν απολυθώ, μετατέθηκα στο φυλάκιο της Λίμνης. Εκεί λούφα και παραλλαγή, μόνο σκοπιά και άραγμα. 

Και καθώς ο μισθός πολύ μικρός μόλις τεσσερισήμισι λίρες, ο διοικητής μας άφηνε να εργαζόμαστε στα χωράφια των περιοίκων για ένα έξτρα συμπλήρωμα των εξόδων μας.

Ο Πικής ένα γαιοκτήμονας της περιοχής, ερχόταν στο φυλάκιο πρωί πρωί και όποιος είχε όρεξη για δουλειά, ανεβαίναμε στην καρότσα και οδεύαμε για τους αγρούς. Ήταν ένας καλός άνθρωπος που καμιά φορά, μας φιλοξενούσε στο σπίτι του για φαγητό.

Ήταν μια περίοδος αναταραχών μεταξύ Γριβικών και Μακαριακών, όπου στην περιοχή υπερτερούσαν οι Μακαριακοί, οι οποίοι έβλεπαν τους στρατιώτες με μισό μάτι καθώς θεωρούσαν την Εθνική φρουρά υποχείριο της Χούντας και εχθρική στο Μακάριο. Οι προστριβές μεταξύ κατοίκων εναντίων των στρατιωτών ήταν αρκετές, γιατί εμείς αμούστακα παιδιά ακόμα που δεν κατείχαμε από πολιτική, δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε να εμπλακούμε εναντίον κάποιων κατοίκων που μας παρενοχλούσαν. Στο φυλάκιο απαγορευόταν να υπάρχουν πυρομαχικά, και βγάζαμε σκοπιές με όπλα άδεια από σφαίρες. Έτσι μια φορά κάτοικοι φανατικοί, με το ζόρι αρπάξαν τα όπλα από το φυλάκιο, οπότε όλοι οι στρατιώτες κινδυνεύαμε με στρατοδικείο. Με μεσολάβηση κάποιων ψυχραιμοτέρων επεστράφησαν, και γλυτώσαμε.

Οι πολιτικές εντάσεις ήταν μεγάλες, και σάμπως να φταίγαμε εμείς οι απλοί στρατιώτες που υπηρετούσαμε μακριά από τα σπίτια μας, πληρώναμε το τίμημα. Δεν μας έπαιρναν για δουλειά, και μας λοξοκοιτούσαν. Και εμείς οι καημένοι, ούτε κατά διάνευα τολμούσαμε στην έξοδο μας να πάμε στο διπλανό χωριό της Αργάκας.

Όμως ο Πικής, ο μόνος από όλους, ερχόταν και μας έπαιρνε για δουλειά, και ήταν ο μόνος από όλους που μας πρόσφερε χέρι βοηθείας.

Ήταν μίζερες ημέρες που η διχόνοια ανάμεσα στον Κυπριακό λαό ήταν σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και σε οικογένειες υπήρχε μίσος και διαχωρισμός. Ήταν μια κατάσταση οπου οι Ελληνοκύπριοι μισούνταν αναμεταξύ τους, που ο φανατισμός υπεσκίαζε τα πάντα, που χώρισε το λαό και που στο τέλος έφερε την καταστροφή, προκάλεσε το πραξικόπημα και την εισβολή.

Στην καρότσα μαζί μας πάντα ήταν και ένα παιδάκι μικρό, ο γιος του αφεντικού, ο Αβέρωφ που μας ακολουθούσε στα χωράφια και μας βοηθούσε όσο μπορούσε για την ηλικία του, και κουβαλούσε πάντα στον ώμο την κούζα με το νερό για να ξεδιψούμε στις αφόρητες ζέστες του καλοκαιριού.

Μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν ένα πολύ έξυπνο παιδί, με μεστωμένο λόγο και σκέψη. Η ευφυΐα του ξεχώριζε, είχε μια νοημοσύνη πρωτόγνωρη με κατασταλαγμένες απόψεις δυσανάλογες για την ηλικία του. Αλλά αυτό που τον ξεχώριζε περισσότερο, ήταν η ηρεμία που εξέπεμπε και η πραότητα με την οποία συμπεριφερόταν. Για ότι δεν ξέραμε τον ρωτούσαμε, και τα ήξερε όλα.

Και εγώ από μέσα μου έλεγα, αυτό το παιδί όταν μεγαλώσει σίγουρα θα διαπρέψει και θα ξεχωρίσει.

Και ο καιρός επέρασε, τέλειωσα το στρατό και πήγα στα καράβια. Έλειψα πέντε χρόνια, και στο γυρισμό μου τα βρήκα όλα αλλιώς. Τα μίση καταστάλαξαν, η ζωή άλλαξε, οι άνθρωποι τα ξαναβρήκαν μεταξύ τους, οι οικογένειες συμφιλιώθηκαν, αλλά δυστυχώς, η Κύπρος ήταν μοιρασμένη. Ως ενεργός πολίτης και μέλος του ΔΗΣΥ, παρακολουθούσα τα πολιτικά πεπραγμένα, χωρίς να αναμιγνύομαι, και είδα τις ίντριγκες στα διάφορα κόμματα, είδα το ψέμα στο μεγαλείο του, και ευχόμουν να έρθει ένας καιρός να αλλάξουν όλα αυτά, να επέλθει κάθαρση και να αποκτήσουμε έντιμους πολιτικούς.

Και ενώ τα χρόνια περνούσαν, ξαφνικά παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ο Αβέρωφ Νεοφύτου. Εκ του μακρόθεν τον παρακολουθούσα, και καθόλου δεν εκπλάγηκα από τη γρήγορη ανέλιξη του. Τον γνώρισα ως παιδί, και αναγνώρισα τις εκπληχτικές του δυνατότητες, και ήμουν σίγουρος ότι θα έφτανε πολύ γρήγορα στα ύπατα αξιώματα.

Αυτού του είδους ανθρώπων χρειάζεται ο τόπος για να προχωρήσει, και η ευτυχία είναι μεγάλη σε όσους λαούς τυχαίνει να έχουν άξιους αι εμπνευσμένους ηγέτες.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ 

Καθώς από μικρός ένιωθα, σκεφτόμουν και συμπεριφερόμουν σαν μεγάλος, αναρωτιόμουν γιατί οι μεγαλύτεροι κάποιες φορές μούλεγαν πως όταν θα μεγάλωνα θα έπηζε το μυαλό μου. Απί μικρός δεν σκεφτόμουν σαν μικρός, παρά μόνο καταλάβαινα ότι ίσως οι μεγάλοι σκέφτονταν σαν μικροί.

Και καθώς μεγάλωσα και έζησα όλα τα παιδικά μου χρόνια φτωχικά χωρίς φαγητό τις περισσότερες μέρες, έμειναν οι θύμισες στο μυαλό μου βαθιά ριζομένες. Θυμάμαι τους κρύους χειμώνες χωρίς θέρμανση, τα κρύα μπάνια, ακόμη και το μαγείρεμα πανω στη νηστιά από ξύλα αφού δεν υπήρχε αέριο στο γκάζι. 

Απο τον μπακάλη του χωριού αγοράζαμε μονο ψωμί, πάντα βερεσέ που το ξοφλούσαμε με πολλη δυσκολία.

Ήσαν χρόνια παιδικά δύσκολα και φτωχικά, θυμάμαι τη μάνα μου άρρωστη να υποφέρει στο κρεβάτι του πόνου και να πεθαίνει νέα χωρίς να προλάβει να γεράσει.

Όταν πέρασαν τα χρόνια οι θύμισες έμειναν ανεξίτηλες, αλλά άντλησα μεγαλη έμπνευση και εμπειρίες από όσα έζησα σαν παιδί, ήταν εμπειρίες που με σημάδεψαν και με βοήθησαν να γίνω καρτερικός και υπομονετικός, κυριότερα έμαθα να βασίζομαι στον εαυτό του. Με τις δυστυχίες και τις κακουχίες και χωρίς τα ελέη Θεού, ήταν φτωχά παιδικά χρόνια που θα με ακολουθούσαν για πάντα στην υπόλοιπη μου ζωή  και θα επιδρούσαν  καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και θα επηρέαζαν την μετέπειτα εξέλιξή και συμπεριφορά μου.

Τέλειωσα το σχολείο, έμαθα γράμματα και Εγγλέζικα, και αποφάσισα να ξενιτευτώ, να πάω στα καράβια. Ένιωθα πως δεν με χωρούσε ο τόπος, ένιωθα γυρω μου τοίχους που με φυλάκιζαν και περιόριζαν τους ορίζοντες μου, τοίχους που ήταν όμως μικροί να με κρατήσουν, έτσι μια μέρα τους προσπέρασα και έφυγα μακριά τους. Αποτίναξα τα στενά δεσμά του περιβάλλοντος μου, πλάτυνα τη  στράτα που περπατούσα και ανοίχτηκα στα πέρατα του κόσμου. Έγινα διαβάτης και περπάτησα τη γη, έγινα θαλασσινός και έπλευσα τη θάλασσα, είδα και γνώρισα πόλεις και χωριά, καινούργιους τόπους και ανθρώπους, νέα ήθη και έθιμα, άλλες κουλτούρες και νέα πραγματα αληθινά μυστήρια.

Θυμάμαι πολύ έντονα τους τελευταίους μήνες στο στρατό, όταν υπηρετούσα στο φυλάκιο της Λίμνης στη βόρεια περιοχή της Πόλης και εργαζόμουν στα χωράφια των γαιοκτημόνων με πέντε σελίνια μεροκάματο. Ήταν σκληροτράχηλα τα αφεντικά, δεν μπορούσα ούτε ανάσα να πάρω και δούλευα σκληρά. Το μεροκάματο πολύ μικρό, αλλά καθόλου δεν με πείραζε, φτάνει που κάθε τόσες μέρες έβρισκα δουλειά. Φύλαγα τα πέντε σελίνια με ευλάβεια, όταν απολύθηκα είχα φυλαγμένες κάποιες λίρες. Κατάφερα και βρήκα δουλειά σε μια αποθήκη με είκοσι λίρες το μήνα. Ήταν όμως  πολύ προσωρινή, γιατί σε πολύ λίγο καιρό έφαγα πόρτα, μου έφαγε τη δουλειά κάποιος συγγενής του αφεντικού. Όμως εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί μέτρησα τις λίρες που με πολύ κόπο είχα μαζέψει και φυλάξει, και ήταν όσες αρκούσαν να αγοράσω ένα εισιτήριο στο πλοίο «Κνωσός».

Ανέβηκα στο βαπόρι και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε…

Και έστεκα στην πρύμνη και κοίταζα τους τόπους μου να μένουν πίσω. Το πλοίο που με έπαιρνε μακριά έμαθα πως έκανε το στερνό του ταξίδι και θα παροπλιζόταν. Ήταν γέρικο, το είχε φάει η θάλασσα. Το μόνο που έλπιζα ήταν το δικό μου ταξίδι να μην ήταν το τελευταίο από την πατρίδα μου, έλπιζα να με βοήθαγε ο Θεός και κάποτε να γύριζα πίσω με προκοπή.

Με ανήσυχες σκέψεις να μου γεμίζουν το μυαλό έστεκα και αποχαιρετούσα το νησί μου ώσπου η στεριά χάθηκε και έμεινε μονο η απέραντη θάλασσα.

Η ωρα πέρασε και το σούρουπο με βρήκε στην ίδια θέση ακουμπισμένο στα ρέλια. Το εισιτήριο που αγόρασα ήταν το φτηνό, θα την έβγαζα ξάγρυπνος στην κουβέρτα.

Στεκόμουν με τις σκέψεις να μου τριβελίζουν το νου κάνοντας σχέδια και σκέψεις για το άγνωστο μέλλον που με ανέμενε, με μια ελπίδα στην καρδιά να είναι καλύτερο από το μίζερο μου παρελθόν.

Ύστερα ήρθε το πρωί και το φως της ημέρας φανέρωσε το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που έσβηνε στις μακρινές αποστάσεις των οριζόντων. Ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν, έκατσα και έγειρα τη ράχη στον μπουλμέ του πλοίου και αποκοιμήθηκα με τον δροσερό αέρα της θάλασσας να μου σκάφτει δροσερά τα πρόσωπο.

Με τον παφλασμό του πλοίου στα κύματα για νανούρισμα, κοιμήθηκα κάμποση ωρα, ώσπου ο ήλιος με χτύπησε κατακούτελα και ξύπνησα. Έμεινα αγουροξυπνημένος να κοιτάζω τους επιβάτες να πηγαινοέρχονται μπροστά μου, ενώ στην ήρεμη  θάλασσα δελφίνια στα πλευρικά του πλοίου κολυμπούσαν και χοροπηδούσαν χαρούμενα.

Έμεινα ακουμπισμένος στα ρέλια να παρακολουθώ τα παιχνιδίσματα των κυμάτων, δεν είχα βιάση, όλος το χρόνος του θεού ήταν μαζί μου.

Πέρασε όλη η μέρα, ήρθε η νύχτα, ξανάρθε το πρωί και τότε άκουσα χαρούμενες φωνές που φώναζαν, «στεριά, στεριά». Σήκωσα το κεφάλι και αντίκρισα πέρα μακριά τη στεριά της Ελλάδας που σιγά οσο πλησέαζε, το λιμάνι του Πειραιά έπαιρνε τη μορφή του. Ένιωσα μια ανατριχίλα να με ριγά, σε λίγο θα πατούσα πανω στα ιερά χώματα της μάνας Πατρίδας, της Ελλάδας των Ελλήνων, της χώρας του πνεύματος και του φωτός.

17 ΝΟΕΜΒΡΗ 1973 

Κατέβηκα από το πλοίο «Κνωσός» και πάτησα τα χώματα της ιερής Ελλάδας, της μεγάλης πατρίδας της μάνας αιώνιας γης όλων των σοφών του κόσμου και των μεγάλων ηρώων. Της τιμημένης λεβεντομάνας που γέννησε τους προγόνους μου που έμαθα να αγαπώ από μικρό παιδί και να τιμώ, γι αυτήν που έδωσα όρκο στο στρατό να δώσω το αίμα μου άν μου το ζητούσε…

Αυτά σκεφτόμουν και αναρριγούσα από συγκίνηση καθώς έσκυβα και φιλούσα τα άγια χώματα της.

Έτσι έμαθα να σκέφτομαι, με αυτά τα νάματα αναγιώθηκα, ήταν το μεγάλο πιστεύω μου, ένα πιστεύω που στην πορεία θα ανακάλυπτα ότι ήταν κούφιες ιδέες που μου εμφύτευσαν στη ψυχή οι γονείς μου, οι χωριανοί μου και οι δάσκαλοι μου. Στη μεγάλη μου πορεία που άρχισα στα δεκαενιά μου χρόνια, θα ανακάλυπτα ότι την Ελλάδα του φωτός την κατάντησαν χώρα του σκότους, και από αγαπημένη μάνα πατρίδα, μια Μάνα που έτρωγε τα παιδιά της και που την έδεσαν χειροπόδαρα προδότες και απάτριδες, όρνια αρπακτικά, υπάλληλοι πολυεθνικών  και άβουλα ανθρωπάκια χειρότερα από κοράκια.

Στάθηκα στην προβλήτα του μεγάλου λιμανιού

την γεμάτη γερανούς που ξεφόρτωναν καλαμπόκι και σιτάρι απο τα φορτηγά πλοία που ήταν δεμένα στον ντόκο, και έριξα το βλέμμα μου ένα γυρω και είδα θεόρατες πολυκατοικίες να σκιάζουν όλο τον Πειραιά ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρωινές του ακτίνες ανάμεσα από τα πανύψηλα κτίρια.

Είχα ρωτήσει και ήξερα, εκεί που άραξε το πλοίο απέναντι ο μεγάλος δρόμος ήταν η ακτή Μιαούλη. Η χρυσή περιοχή του λιμανιού του Πειραιά που είχε ιστορία γραμμένη με χρυσό και πετρέλαιο. Που στα πολυώροφα κτίρια από γιαλί και τσιμέντο λειτουργούσαν χιλιάδες ναυτιλιακές εταιρείες με γραφεία πνιγμένα στην πολυτέλεια και

που απασχολούσαν χιλιάδες υπαλλήλους. Εκεί θα ρωτούσα, εκεί θα εύρισκα δουλειά στα πλοία, δεν ήταν δύσκολο μου είχαν πει. Ήμουν καθησυχασμένος με όσα ήξερα, γιατί άλλως πως, αλλοίμονο, ήμουν απένταρος, δεν θα ήξερα τι θα απογινόμουν μέσα στα άγνωστα μέρη και στους άγνωστους ανθρώπους.

Παρ όλα αυτά σκεφτόμουν, ότι και να συνέβαινε, αφου η γλώσσα ήταν κοινή, η Ελληνική εδώ στα ξένα, θα το πάλιωνα, ήμουν αποφασισμένος…

Έστεκα και κοίταζα τον ήλιο προσπαθώντας να προσανατολιστώ, να καταλάβω σε ποια μεριά έπεφτε η Αθήνα και ο Παρθενώνας, όταν ξάφνου άκουσα παραδίπλα μου κουβέντες με Κυπριακή λαλιά. Ήταν ένας νέος που κουβέντιαζε με ένα παπά. Με είδε που έστεκα και τον κοίταζα, με ρώτησε, γνωριστήκαμε, βρεθήκαμε κοντοχωριανοί. Ήταν ένας φοιτητής από την Κάτω Πάφο, ο Ανδρέας Παπάζωσιμας που σπούδαζε Οικονομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήρθε στο λιμάνι για να παραλάβει έναν δικό του άνθρωπο. Με προσκάλεσε για καφέ σε ένα καφενείο δίπλα στην ακτή Μιαούλη. Ήταν ένα μέρος που είχα ακούσει από την Κύπρο ότι σύχναζαν ναυτικοί, κυρίως Κύπριοι. Όταν είπαμε πολλά και γνωριστήκαμε καλά, ο Ανδρέας αποδείχτηκε ένας νέος με πολλή ευγένεια που με προσκάλεσε για οτιδήποτε δύσκολο να μην διστάσω να του γυρέψω βοήθεια. Ήταν μια πρόσκληση που εκ των υστέρων αποδείχτηκε πολύ βοηθητική και σωτήρια για μένα, διότι η εξεύρεση εργασίας στα καράβια δεν ήταν όπως περίμενα. Όταν άρχισα να ρωτώ για δουλειά απο γραφείο σε γραφείο, με απογοήτευση διαπίστωσα ότι υπήρχε μεγαλη κρίση στο επάγγελμα του ναυτικού. Ξεποδαριάστηκα ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες από πολυκατοικία σε πολυκατοικία προσπαθώντας να βρω μπάρκο. Η μέρα πέρασε όλη, ήρθε το δείλι, δεν είχα καταφέρει τίποτα. Έλπιζα ότι θα έβρισκα αμέσως δουλειά γιατί ήμουν απένταρος, δεν είχα χρήματα ούτε για φαγητό, ούτε για ξενοδοχείο.

Απελπισία με κυρίευσε, άλλως πως μου τα είπαν, άλλως πως τα βρήκα. Όμως μες την απελπισία μου, δόξασα το Θεό που βοήθησε και γνώρισα τον Ανδρέα, ήταν μια παρηγοριά μες τη πολλή σκοτούρα μου, έλπιζα να με φιλοξενούσε, εξ άλλου ο ίδιος από μόνος του είχε την καλοσύνη να μου προτείνει τη βοήθεια του. Μπήκα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και του τηλεφώνησα. Με ανακούφιση τον άκουσα στην άλλη γραμμή να λέει εμπρός. Του εξήγησα την δύσκολη κατάσταση στην οποία ευρισκόμουν, και αμέσως πρόθυμα, μου απάντησε να τον περιμένω στο καφενείο της Βοσκοπούλας, και σε μια ώρα περίπου, θα ερχόταν να με βρεί.

Πράγματι ήρθε, με είδε κατσουφιασμένο και στενοχωρημένο, και με ένα πλατύ χαμόγελο μου είπε να μην στενοχωριέμαι και όλα θα πάνε καλά.

Μπήκαμε στο ηλεκτρικό τρένο και ανεβήκαμε στην πλατεία Ομόνοιας. Περπατήσαμε κάμποση απόσταση ως την πλατεία Συντάγματος και μπήκαμε σε ένα λεωφορείο με κατεύθυνση του Ζωγράφου που ήταν το σπίτι του καινούργιου μου φίλου του Ανδρέα Παπάζωσιμα.

Με φιλοξένησε, με βοήθησε, με ταΐσε, με ξενάγησε, αν δεν ήταν αυτός δεν ξέρω τι θα απογινόμουν. Κάθε μέρα κατέβαινα στον Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά, όμως χωρίς αποτελεσμα. Στις πολλές μέρες, με μεγάλη δυσκολία και ένα φτηνό μεροκάματο σαράντα πέντε λιρών της Αγγλίας, κατάφερα να βρω μπάρκο. Ήταν ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων, ήταν το

"San Denis" της εταιρείας Φραγκίστας. Ήταν Παρασκευή 16 Νοεμβρίου σούρουπο, υπόγραψα συμβόλαιο εργασίας με τη πλοιοκτήτρια εταιρεία και πήρα το ηλεκτρικό να επιστρέψω στην Αθήνα.

Βγαίνοντας από τον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας έπεσα πανω σε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου που φώναζε και διαδήλωνε για ελευθερία. Ήταν ουρές φοιτητών που είχαν συναχτεί έξω από το Πολυτεχνείο, που μεγάλωσαν και κατέκλυσαν όλη την κεντρική Αθήνα. Μαζί τους εργάτες τραγούδαγαν «πότε θα κάνει ξαστεριά».

Ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εξέγερση των φοιτητών, της νεολαίας και ολόκληρου του ελληνικού λαού κατά της χουντικής τυραννίας. Εκείνη τη μέρα παραμονή του Σαββάτου 17 Νοέμβρη, άρχισαν οι συγκρούσεις με την αστυνομία. Όταν η μεγαλη διαδήλωση που σχηματίστηκε κατευθύνθηκε προς το Πολυτεχνείο, η αστυνομία άρχισε να κτυπά. Τεθωρακισμένα εμφανίστηκαν και ένα τανκ έριξε κάτω την πύλη παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο και καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο. Πυροβολισμοί έπεφταν και μάχες γίνονταν σώμα με σώμα. Τα δακρυγόνα γέμισαν την ατμόσφαιρα κάνοντας τα πλήθη να τρέχουν να γλυτώσουν.

Εγκλωβισμένος μέσα στο ανώνυμο πλήθος που επαναστατούσε και πολεμούσε για την Ελευθερία του, βρέθηκα εκείνο το βράδυ να παρακολουθώ τη βαναυσότητα των αστυνομικών και των στρατιωτών ενάντια στον Ελληνικό λαό που ζητούσε μόνο Δημοκρατία.

Με τίμημα μόνο την εισπνοή δακρυγόνων, κατάφερα απο τοίχο σε τοίχο και ξέφυγα από το πλήθος πρώτα τρέχοντας και ύστερα περπατώντας με γοργό βάδισμα στις σκιές των κτιρίων. Διάνυσα περπατητός την μακρινή απόσταση ως του Ζωγράφου ξεφεύγοντας από τον κίνδυνο της επανάστασης στην οποία όπως μάθαμε την άλλη μέρα από φοιτητές, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στα τυφλά στο ανώνυμο πλήθος που διαδήλωνε.

Εκείνη τη μέρα αποχαιρέτησα το φίλο μου, πήρα το λεωφορείο για την Ελευσίνα που στο λιμάνι της ήταν αγκυροβολημένο το φορτηγό πλοίο "San Denis". Θα ήταν το σπίτι μου για ολόκληρο σχεδόν τον επόμενο χρόνο. Ήταν ένα μικρό πλοίο που όταν σαλπάραμε το ένιωσα έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα κάνοντας τα σωθικά να βγαίνουν από το ανάποδο του ταρακούνημα, που όμως εκ των υστέρων είδα ότι όλη η ταλαιπωρία ήταν άξια κόπου, καθώς διαπίστωσα πως να είναι κάποιος ταξιδευτής και να βλέπει καινούργιες χώρες και μέρη εξωτικά, μα και ωραία πραγματα παράξενα, είναι μεγάλο ζήτημα.  

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτώνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη πεθαίνει μαζί με το σώμα; 

Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Με είχε άχτι από καιρό και ήθελε να μου κάνει κακό. Ήταν ένας Νταβάριτς, ένας πελώριος Ρωσσοπόντιος ναύτης που διέμενε στο πλωριό ντεκ του πλοίου στα διαμερίσματα του καπετάνιου και της καπετάνισσας.

Ανάμεσα στο πλήρωμα διαδιδόταν ευρέως πως οι τρεις μεταξύ τους είχαν ερωτικό τρίγωνο. Ήταν λόγια της πρύμης που λέγονταν κάτω από το σκιάδι όταν συναπαντιόμασταν ναύτες και μηχανικοί να πιούμε τον καφέ μας και να ανταλλάξουμε καμιά κουβέντα.

Μια μέρα που ανέβηκα από το μηχανοστάσιο καταϊδρωμένος και ακούμπησα στα ρέλια πάνω από την προπέλα να δροσιστώ από το θαλασσινό αεράκι, νάσου την καπετάνισσα με νωχελικά βήματα όλο σκέρτα και χάρη, να με πλησιάζει και να με πιάνει κουβέντα. Ήμουν γυμνός από τη μέση και πάνω, και ο ιδρώτας έσταζε και σαν αυλάκι έτρεχε από το κορμί μου. Και πάνω στην κουβέντα η καπετάνισσα άπλωσε τις παλάμες πάνω στο γυμνό κορμί μου να με σκουπίσει.

Αυτό ήταν, κάποιος ρουφιάνος του το σφύρισε βάζοντας και λόγια δικά του, και έτσι εγώ ανίδεος και χωρίς να φταίω, υπέπεσα στην αντίληψη του ως αντίζηλος.

Πρωτόμπαρκος και ψαρομένος, ξένος ανάμεσα σε ξένους, βρέθηκα να ταξιδεύω στα αχανή πελάγη έχοντας αποκτήσει έναν επικίνδυνο εχθρό που τον όπλισε η ζήλεια και του θόλωσε το μυαλό.

Τέλειωσα τη βάρδια μου στη μηχανή νύχτα πλέον, και βγαίνοντας στο κατάστρωμα για να ανέβω τη σκάλα να πάω στην καμπίνα μου που ήταν δίπλα από το φουγάρο, νάσου αυτός, πετιέται μπροστά μου.

Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, μου όρμηξε και με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Ήταν πολύ χειροδύναμος, με σήκωσε σαν πούπουλο ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά τα μάτια μας είδα τα δικά του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα και με απάθεια, όπως να έκανε μια συνήθη εργασία και όχι ένα φόνο.

Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όση είχα, αλλά αυτός ακίνητος σαν ντουβάρι χωρίς να αισθάνεται τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο.

Τα δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν ώσπου να χάσω τις αισθήσεις μου έμοιαζαν αιώνες, και ήταν αγωνιώδη γεμάτα με το φόβο του θανάτου. Και όταν στις επιθανάτιες μου στιγμές, όταν κατάλαβα πως μου έφευγε η ζωή, όταν πλέε-
ον δεν είχα άλλη αναπνοή, ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος και να παραδίδεται στο θάνατο.
Πονούσα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγκωνε απελπιστικά το μυαλό μου.

 Και τα δευτερόλεπτα της επιθανάτιας αγωνίας μου που έγιναν αιώνες, ξαφνικά πέρασαν και πλέον δεν υπήρχε τίποτα, ούτε αναπνοή, ούτε ζωή. Αποδέχτηκα το θάνατο καθώς κατάλαβα πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα νιώθοντας την ηρεμία της ανυπαρξίας να με κυριεύει και να με κατακλύζει.

Βίωσα λοιπόν το θάνατο και τον αισθάνθηκα. Βίωσα την αίσθηση και την αγωνία του δικού μου θανάτου και ένα λέγω, πως την ώρα που εκπνέει η ψυχή δεν υπάρχουν σκέψεις, ούτε συνείδηση, υπάρχει ένα κενό, ένα μαύρο κενό.

Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο/λήθαργο χωρίς όνειρα καθώς με την αποδοχή και την παράδοση στο αναπόφευκτο, η ζωή φεύγοντας παρέδιδε την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και τη γαλήνη. 

Η νύχτα έπεσε βαριά και ο καθάριος ουρανός γέμισε με αστέρια. Ο παφλασμός από το κύμα που δημιουργούσε το πλοίο σκίζοντας το νερό ακουγόταν ανάλαφρος, καθώς η θάλασσα ήταν γαλήνια χωρίς κύματα και ρεύματα.

Και εγώ αφημένος στο κατάστρωμα σαν πεθαμένος χωρίς να με έχει πάρει χαμπάρι κανείς, ξαφνικά ξύπνησα από τη λιποθυμία του θανάτου μου.

Έμεινα εκεί ξαπλωτός γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τον ουρανό προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αν ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Ήμουν σίγουρος πως πέθανα, αλλά αφού τώρα ένιωθα ζωντανός, πίστεψα πως με ανάστησε ο Θεός καθώς ήμουν νέο παλικάρι, είκοσι χρονώ παιδί.

Και ζωντανός πλέον, αλλά καθώς ένιωσα το άγγιγμα του θανάτου, από εκείνο τον καιρό δεν με φοβίζει το τέλος. Δεν το επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, μακάρι να έρθει με έναν καλύτερο τρόπο. 

 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ

Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.

Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.

Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.

Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.

Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί, δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.

Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος. 

Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.

Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.

Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.

Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.

Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.

Η ίδια η ζωή όμως  δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει ο δικός μας. 

Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.

Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα του διαμερίσματος που νοίκαζε, όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.

Ήταν ένα γραφείο κηδειών που αναλάμβανε την περιποίηση των νεκρών πριν τη κηδεία και τον ενταφιασμό τους. Και χωρίς ντροπή, είχαν ανοικτή την πόρτα με το δυσάρεστο θέαμα να είναι σε κοινή θέα.

Πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι ο πεθαμενατζής σκυφτός συνέχιζε το μακάμβριο έργο του χωρίς αιδώ και καμιά έγνοια αν προκαλούσε ανατριχίλα σε όσους τον παρρακολουθούσαν.

Γι αυτό το λόγο μου εξήγησε ο φίλος μου τα γύρω διαμερίσματα και καταστήματα, είχαν χαμηλό ενοίκιο. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο το νοίκιασε

καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και στο κάτω κάτω το άσχημο θέαμα των πεθαμένων με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.

Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.

Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΝΑ ΜΟΙΡΑ ΚΙ’ ΑΓΑΠΗΤΙΚΙΑ

Ήταν η απεραντοσύνη της θάλασσας που είχα για συντροφιά μαζί με τις θύμισες τις στεριανές, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις για πειρατείες και πνιγμένους μέσα στα αμπάρια που άκουα. Ήταν που γλύτωσα από μεγάλες τρικυμίες και που ψάρεψα μεγαλα ψάρια θεριά της θάλασσας. Που έζησα γάμους συναδέλφων μου στις άλλες χώρες και είδα νέα ήθη, έθιμα και κουλτούρες. Που γνώρισα διαφορετικές εμπειρίες σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, στους παράδεισους της προστυχιάς, της απόλαυσης, των καταχρήσεων και των παραβάσεων πίσω από κουρτίνες που πρόσφεραν ότι δεν βάζει ο νους, καθώς και περιπέτειες επικίνδυνες για όποιον τις αποζητούσε.

Ήταν οι μνήμες μου ως ναυτικού που ίσως να φαντάζουν απίθανες και να προκαλούν δυσπιστία, ήταν μια περίοδος της ζωής μου που με σημάδεψε ανεξίτηλα και που άφησε πανω μου παντοτινή σφραγίδα. Όσοι έχουν βιώσει τις δύσκολες αλλά γλυκές αυτές καταστάσεις ξέρουν. Και συνεχίζουν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται καθημερινά και να της γνέφουν περιπαικτικά και να μην τη φοβούνται.

Όμως δεν ήταν αυτά κάθε αυτά που με σημάδεψαν μόνο, αλλά και η παρατήρηση μου της διαβίωσης των ναυτικών που μπαρκαρισμένοι στα μεγάλα γκαζάδικα με συντροφιά μονο την θάλασσα και τον ουρανό για μήνες δύο και τρείς, δεν είχαν συνηθισμένη συμπεριφορά, ήθελαν να σπάζουν τις μονότονες ημέρες τους με τις άλλες τις απαράλλακτες που ακολουθούσαν με τα ίδια βαρετά πραγματα εκείνα τα συνηθισμένα, έτσι που δημιουργούσαν ίντριγκες και ύστερα τις παρακολουθούσαν για να εχουν κάτι καινούργιο να ασχολούνται. Ήταν που έπρεπε πάντα να είμαι προσεκτικός τι να πιστεύω, που έπρεπε να μην εμπιστεύομαι κανένα, ήταν ίσως ο νόμος των Ναυτικών να μην αγαπιούνται αναμεταξύ τους, παρά μονο με τη θάλασσα.

Αγάπησα λοιπόν τη θάλασσα και μια δύναμη με τραβούσε να είμαι κοντά της.

Μπάρκαρα στο πρώτο πλοίο χωρίς να την αγαπώ, παιδεύτηκα μαζί της τον πρώτο καιρό σε ένα μικρό βαπόρι που έπλεε στη Μαύρη θάλασσα, αυτήν που την διέπλευσαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, που στα παραλια της κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί αλλά και σύγχρονες πόλεις, που στα σπλάχνα της τα αντίθετα ρεύματα μάχονται, συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα να κλυδωνίζουν το μικρό πλοίο και εμένα να μου ανακατώνεται το στομάχι και να μου βγαίνουν τα σωθικά.

Παρ όλες τις δυσκολίες της όμως η έλξη που έχει είναι μεγαλη που όποιος ζήσει μαζί της την ερωτεύεται και δίχα της δεν μπορεί.

Ταξίδεψα συνέχεια 5 χρόνια, όταν ξεμπάρκαρα άρχισε να μου βασανίζει το μυαλό η σκέψη να εγκαταλείψω τη θάλασσα. Αποφάσισα και παντρεύτηκα μια παλιά αγαπημένη, και είπα να γίνω νοικοκύρης και στεριανός. Τον πρώτο καιρό ήταν καλά και ευτυχισμένα, υπήρχε αγάπη και έρωτας, υπήρχαν όλα τα καλά. Ύστερα απο λίγο καιρό όμως η αγάπη για τη θάλασσα που δεν είχε χαθεί μέσα μου, μ έκανε να νοσταλγώ και να αναπολώ τις ατέλειωτες νύχτες της απόλυτης μοναξιάς στο κατάστρωμα, ή το βαρύ ντούκου της μηχανής του πλοίου στο μηχανοστάσιο στις ατέλειωτες βάρδιες που με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι πίνωντας γουλιά γουλιά, μου αρκούσε ώσπου να σκαντζάρει η βάρδια. 

Ώσπου μια νύχτα στο μικρο καφενείο του χωριού συναντήθηκα με έναν χωριανό ναυτικό που μόλις ηρθε από μπάρκο, κάτσαμε και τα είπιαμε και τα είπαμε για τη θάλασσα και τα λιμάνια. Ένιωσα πως η θάλασσα με τραβούσε ξανά κοντά της, ένιωσα ότι η ζωή μου στη στεριά δεν είχε νόημα. Ήξερα ότι αν έμενα στεριανός θα μαράζωνα, κατάλαβα ότι δεν θα άντεχα.

Με τις μνήμες μου να τρέχουν ολοζώντανα στις εποχές εκείνες, η νοσταλγία με έπνιξε και η θλίψη με κυρίευσε. Και μέσα στην παραζάλη του ποτού, ένιωσα η νοσταλγία να γίνεται μυτερό καρφί να μου τρυπά τα στήθια.

Έτσι λοιπόν στην παραζάλη του ποτού, πήρα μια μεγάλη απόφαση να ξαναμπαρκάρω. Ήξερα δεν ήταν εύκολο, όλοι θα έπεφταν να με σταματήσουν. Θα έφευγα λοιπόν σαν κλέφτης, δεν θα μιλούσα σε κανέναν, θα τους ειδοποιούσα όταν θα ήμουν μακριά…  

Δεν πήρα όμως την μεγάλη απόφαση και έμεινα για πάντα στεριανός. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τη θάλασσα, στέκω στην ακρογιαλιά και αγναντεύω τον ορίζοντα και σκέφτομαι αν μετάνιωσα που δεν έφυγα, αλλά δεν έχω απάντηση. Ξέρω μόνο ότι η Θάλασσα είναι τραγούδι, βίωμα, μάνα μοίρα κι αγαπητικιά, και όσοι την αγαπούν και μένουν μακριά της, δεν έχουν το γλυκό νανούρισμα της ούτε την απέραντη αγάπη της. 

ΩΣ ΠΡΑΤΗΣ 

Η Χλώρακα λοιπόν, την εποχή που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό και ήρεμο χωριό με μικρό πληθυσμό που οι κάτοικοι ασχολούντο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι γονείς μου ήταν φτωχοί και πολύτεκνοι. Ο πατέρας μου ήταν ο Χαράλαμπος και η μητέρα μου η Στασού, μια απλή ευλογημένη Χριστιανική γυναίκα που πέθανε  πολύ ενωρίς στα 43 της χρόνια χωρίς να προλάβει να γεράσει. Το 1971 αποφοίτησα από τη Τεχνική Σχολή Πάφου, το 1973 τέλειωσα τη στρατιωτική μου θητεία, και ακολούθως μπάρκαρα στα καράβια ως δόκιμος Μηχανικός.

Στα μακρινά  ταξίδια και στις ατέλειωτες ώρες της Ναυτικής μου μοναξιάς πάνω στα ποντοπόρα πλοία τάνκερ, ασχολήθηκα με το διάβασμα επιμελώς, καταφέρνοντας να αποκτήσω γνώσεις που αργότερα αποδείχτηκαν πολύ βοηθητικές. Ανάλαβα την εργασία του πατέρα μου καθώς αυτός είχε αυτοκινητικό δυστύχημα που του στέρησε για αρκετό καιρό την δυνατότητα εργασίας, μιας πολύ σκληρής εργασίας κυρίως χειρωνακτικής αλλά ταυτόχρονα μέγιστου εμπορικού δαιμονίου.

Ήταν το επάγγελμα του πράτη.

Ως πράτης με ένα καινούργιο φορτηγό αυτοκίνητο που αγόρασα από τις οικονομίες μου στη ξενιτιά, γυρνούσα από τόπο σε τόπο κυρίως στην Πάφο αλλά πολλές φορές σε όλη την Κύπρο και αγόραζα προϊόντα κυρίως φθαρτά σε απεριόριστες ποσότητες από τους χωρικούς, και ακολούθως τα μετέφερα στις κεντρικές αγορές της Κύπρου και τα μεταπωλούσα με διάφορο κέρδος.

Μεταφέροντας τα εμπορεύματα αυτά σε μεγάλα αστικά μέρη και αγορές μακριά από τον τόπο παραγωγής, τα πουλούσα χοντρικώς, εξασφαλίζοντας κέρδος ισότιμο ανάλογο με τη ζήτηση των προϊόντων. Η τέχνη του κέρδους μικρού ή μεγάλου, έγκειτο στις γνώσεις μου να συγκόφκω τις ελλείψεις του καθενός προϊόντος και να προσφέρω την ανάλογη τιμή για την αγορά τους, όχι κατά πως θα επιθυμούσα, αλλά ανάλογα με τον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στους διάφορους άλλους ανταγωνιστές εμπόρους.

Πρώτος πράτης από τη Χλώρακα ήταν ο Κωνσταντής Πενταράς που στις αρχές του 1900 φόρτωνε γαϊδούρια και μουλάρια με διάφορα προϊόντα όπως σταφίδες, σιουσιούκο, σησάμι, μετάξι και άλλα που άντεχαν στο χρόνο, και σχηματίζοντας κομβόι ταξίδευε μέχρι τη Λευκωσία όπου και τα μεταπουλούσε. Το κάθε ταξίδι του διαρκούσε ένα μήνα περίπου, και τις νύχτες κοιμόταν στο ύπαιθρο, ή σε διάφορα χάνια και πανδοχεία.

Άλλος περιβόητος πράτης ήταν ο Γιωρκής Κόμπος Ταπακούδης και κάποιοι απόγονοι του που συνέχισαν το επάγγελμα. Την σκυτάλη πήρε ο υιός Κώστας, ύστερα ο εγγονός Χαμπής, και τελευταίος ο δισέγγονος εγώ.

Ήμουν ο τελευταίος πράτης στη Χλώρακα, και από τους τελευταίους σε ολόκληρη την Κύπρο καθώς το 2004 μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και όλα τα προϊόντα εισάγονταν από χώρες φθηνού κόστους, με αποτέλεσμα οι γεωργοί να έχουν ζημία και να σταματήσουν την παραγωγή, οπότε η εργασία του πράτη σταμάτησε να έχει χρεία.

Ο Γιωρκής και ο υιός Κώστας Ταπακούδης, αγόραζαν από τους γεωργούς και τους χωρικούς προϊόντα τα οποία συγκέντρωναν στην αυλή τους, και όταν κατά που τέλειωνε η εβδομάδα η ποσότητα ήταν αρκετή, νοίκιαζαν φορτηγό αυτοκίνητο και τα μετέφεραν στις χοντρικές αγορές της Λευκωσίας. Αργότερα ο εγγονός Χαμπής συνέχισε το επάγγελμα με ιδιόκτητο φορτηγό αυτοκίνητο, καθιστώντας τοιουτοτρόπως την εργασία πιο ευκολόχριστη.

Και τέλος εγώ, έχοντας ξενιτευτεί και εργαστεί στα πλοία για ορισμένα χρόνια, επιστρέφοντας στη Χλώρακα και έχοντας στο χέρι ένα μικρό κεφάλαιο, επέκτεινα την εργασία του πράτη κτίζοντας ψυκτικούς θαλάμους, και αγοράζοντας φορτηγά αυτοκίνητα, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες που μετέφεραν μεγάλες ποσότητες προϊόντων σε όλες τις χοντρικές αγορές των πόλεων της Κύπρου. Ασχολήθηκα με αυτό το είδος εμπορίου είκοσι δυο συναπτά έτη, και έχοντας προβλέψει το τέλος του επαγγέλματος, ήμουν είδη έτοιμος και εξασφαλισμένος ως προς τον βιοπορισμό μου. 

ΖΗΛΟΦΘΟΝΙΑ 

Ζήλια ή φθόνος είναι η δυσάρεστη αίσθηση εμπάθειας, πικρίας και μίσους για τα αγαθά, την επιτυχία και την υπεροχή του άλλου. Πολλές οι ιστορίες που εξιστορούνται από γενέσεως κόσμου μέχρι τις σημερινές εποχές καθώς και που θα συμβαίνουν στις μελλοντικές.
Στη Γένεση τη συναντούμε στον Κάιν έναντι του Άβελ, στην αρχαία Ελλάδα ο Αριστοτέλης την όρισε ως τον πόνο που προκαλεί η τύχη των άλλων, και ο Μέγας Βασίλειος ως τίποτα ολεθριότερο από το πάθος που αναπτύσσεται στις ψυχές των ανθρώπων.

Τα αποτελέσματα της ζηλοφθόνου συμπεριφοράς τα υπομένουν τρίτα πρόσωπα, τα οποία συνήθως είναι ο αιτιοκρατικός παράγοντας που την προκαλεί.

Είναι ένα αρχέγονο δυσάρεστο ένστικτο που κυριαρχεί σε πολλούς ανθρώπους που αντί να τους προκαλεί θαυμασμό, τους επιφορτίζει με φθόνο και κακία και όπως η σκουριά τρώει το σίδερο, έτσι και τον φθονερό τον κατατρώγει το πάθος.  

Η θυμοσοφία του λαού λέει πως όσους βαδίζουν την επιτυχία τους ακολουθεί ο φθόνος και μάλλον ίσως είναι καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Όμως εγώ λέω πως κάποτε είναι καλύτερα καθώς κάνει τον επιτυχεμένο να αισθάνεται περήφανος, αλλά κάποτε δεν είναι, καθώς ο πολλής φθόνος κάνει τους ζηλόφθονους να προσπαθούν με διάφορους τρόπους που εφευρίσκουν να προκαλούν ζημιά στον κάθε καλύτερον τους. 

Μια ιστορία μικρή θα σας διηγηθώ, προσωπική και λίγο λυπητερή, για να ψέξω τοιουτοτρόπως την κακία των ανθρώπων όταν άνευ λόγου και αφορμής τους κυριεύει το αίσθημα του φθόνου που τους οδηγεί σε συμπεριφορές αχρείαστες και εκδικητικές. 

Το χωριό μου την εποχή που γεννήθηκα ήταν μικρό και ήρεμο με μικρό πληθυσμό που οι κάτοικοι ασχολούντο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι γονείς μου ήταν φτωχοί και πολύτεκνοι. Έτσι καθώς δεν είχαμε τα χρεία προς ζην, και καθώς η Κύπρος πολύ πτωχή, μόλις ανδρώθηκα πήρα των οματιών μου για ξένες χώρες όπου εργάστηκα σκληρά πάνω σε ποντοπόρα πλοία.

Μετά από χρόνια μόλις έκαμα ένα μικρό κομπόδεμα επέστρεψα. Αγόρασα ένα μικρό φορτηγάκι και ξεκίνησα το επάγγελμα του Πράτη μιας πολύ σκληρής εργασίας κυρίως χειρωνακτικής, αλλά που χρειαζόταν και εμπορικό δαιμόνιο.

Οδηγούσα από τόπο σε τόπο κυρίως στην Πάφο, αλλά πολλές φορές σε όλη την Κύπρο και αγόραζα προϊόντα φθαρτά σε απεριόριστες ποσότητες από τους χωρικούς, και ακολούθως τα μετέφερα στις κεντρικές αγορές της Κύπρου και τα μεταπωλούσα με διάφορο κέρδος.

Μεταφέροντας τα εμπορεύματα σε μεγάλα αστικά μέρη και αγορές μακριά από τον τόπο παραγωγής, τα πουλούσα χοντρικώς, εξασφαλίζοντας κέρδος ισότιμο ανάλογο με τη ζήτηση των προϊόντων. Η τέχνη του κέρδους μικρού ή μεγάλου, έγκειτο στις γνώσεις μου να συγκόφκω τις ελλείψεις του καθενός προϊόντος και να προσφέρω την ανάλογη τιμή για την αγορά τους, όχι κατά πως θα επιθυμούσα, αλλά ανάλογα με τον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στους διάφορους άλλους ανταγωνιστές εμπόρους.

Ήταν πολύ σκληρή εργασία επι καθημερινής βάσης με λίγη ξεκούραση και λιγότερο ύπνο καθώς όλη νύχτα έπρεπε να οδηγώ και να μεταφέρω τα προϊόντα. Όλοι οι χωριανοί με παίνευαν για την εργατικότητα μου καθώς έβλεπαν πόσο σκληρά δούλευα, και με υποστήριζαν με ευχαρίστηση πουλώντας μου όσα οπωροκηπευτικά παρήγαγαν.

Πέρασε καιρός, προόδευσα και έκαμα ένα καλό κομπόδεμα. Αποφάσισα πως μπορούσα πλέον να εκπληρώσω ένα παιδικό μου όνειρο, να αγοράσω μια κούρσα, ένα ΜΒΕ ΜΒΕ που λογαριαζόταν αυτοκίνητο πολυτελείας, και που από πάντα είχα επιθυμία και λαχτάρα να αποκτήσω.

Μου δόθηκε μια καταπληχτική ευκαιρία όταν ένας γνωστός μου που είχε το αυτοκίνητο των ονείρων μου, αποφάσισε να πουλήσει σε τιμή ευκαιρίας. Το αγόρασα έξι χιλιάδες λίρες, πολύ φτηνή τιμή για την αξία του. Το οδηγούσα με καμάρι στις ελεύθερες μου ώρες, και ένιωθα περηφάνια και πολλή αγαλλίαση πλημμύριζε το είναι μου όταν λίγο πατώντας το πεντάλ, ανέπτυσσε περισσή ταχύτητα σε χρόνο μηδέν. Οδηγούσα και ένιωθα ολονών τα βλέμματα τα θαυμαστικά να με παρακολουθούν. Και ένιωθα χαρά και ευτυχία.

 Όμως αχ, τι κακό, τελικά ανακάλυψα πως δεν ήταν βλέμματα θαυμαστικά, αλλά βλέμματα ζήλειας και φθόνου. Σταμάτησαν να συνεργάζονται μαζί μου και με διάφορες προφάσεις πωλούσαν αλλού τα προϊόντας τους.

Σκέφτηκα πως με τον καιρό θα τους περάσει και χρειαζόταν μόνο να κάνω λίγη υπομονή. Δεν ήθελα να δώσω το αυτοκίνητο γιατί πολύ το αγάπησα και δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο ώστε να τους περάσει και να με ξαναδούν με άλλο μάτι…

Αλλά ο καιρός περνούσε, και η κατάσταση χειροτέρευε. Ώσπου μετα μεγάλης μου στεναχωρίας αποφάσισα πως έπρεπε να το ξηλώσω. Το έδωσα και αγόρασα ένα LANCIA πολύ ακριβότερο, αλλά που φαινόταν φτωχικό καθώς δεν λογαριαζόταν πολυτελείας, και ήταν αυτοκίνητο εκείνης της εποχής που αγόραζαν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες.

Έτσι με είδαν οι ζηλόφθονοι χωρικοί ως ισότιμο τους και όχι καλύτερο τους και σιγά σιγά άρχισαν ξανά να συνεργάζονται μαζί μου. 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΟΔΟΣ

Ήμουν αναγιωμένος με Χριστιανικές καταβολές και τηρούσα πολλές από τις δέκα εντολές. Κυρίως τιμούσα την εντολή «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», έτσι καθώς γέρων πλέον ο πατέρας μου, τον συνταξιοδότησα και τον έβαλα σε ένα γραφείο να ασχολείται με τη γραφική εργασία, αλλά ταυτόχρονα να δέχομαι τις συμβουλές του, και να του έχω ίσο μερίδιο στα κέρδη.

Ξεκίνησα μια μοναχική εργασία γυρνώντας ολημερίς στους αγρούς όπου συναλλαττόμουν με τους γεωργούς. Το παζάρι σκληρό, αλλά και η εργασία σκληρότερη. Φόρτωνα τα εκατοντάδες γεμάτα πολύ βαριά κιβώτια από φθαρτά, ένα είδος εργασίας χαμάλη που απαιτούσε πολύ σωματική ρώμη την οποίαν ευτυχώς είχα, αλλά που στα πολλά χρόνια σκληρής εργασίας εξελίχθηκε περισσότερο.

Ήταν εργασία καθημερινή πολλών ωρών, από το χάραμα του φου, έως το δείλι. Και κατακουρασμένος πλέον και νηστικός, πήγαινα σπίτι όπου δειπνούσα και ακολούθως ξεκινούσα για το μεγάλο ταξίδι για τις άλλες επαρχίες όπου μετέφερα τα προϊόντα προς πώληση. 

Τα χρόνια πέρασαν, ο πατέρας μου ακόμα νέος στα 60 του απεβίωσε, και μόνος πλέον χωρίς να λογοδοτώ σε κανένα, προχώρησα σε δύσκολες αποφάσεις, ξανοίχτηκα στο εμπόριο, έκτισα αποθήκες, αγόρασα φορτηγά, προσέλαβα προσωπικό και με λίγα λόγια κατέστησα την επιχείρηση μου πολύ επιτυχημένη. Όμως η μεγάλη μου επιτυχία ήταν η πρόβλεψη μου από ενωρίς, ότι το είδος εργασίας μου πλησίαζε στο τέλος καθώς η Κύπρος εντάχθηκε στην Ενωμένη Ευρώπη και κατά συνέπεια η Γεωργία στην Κύπρο σιγά σιγά θα έφθινε και θα παρήκμαζε. Έτσι από πολύ ενωρίτερα φρόντισα να επεκταθώ σε άλλους τομείς ώστε να έχω άλλα έσοδα από αυτά του εμπορίου των φθαρτών. 

ΟΤΑΝ ΘΕΛΕΙ Η ΠΕΘΘΕΡΑ 

Μετά την Τούρκικη εισβολή και τον πόλεμο του 1974 η οικονομία της Κύπρου όπως ήταν φυσικό καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Πολλοί άνθρωποι ξενιτεύτηκαν άλλοι δια παντός, πολλοί για να δουλέψουν σε ξένες χώρες κυρίως στις Αραβικές, και άλλοι στα καράβια.

Αλλά η πλειονότης του πληθυσμού στράφηκε στο πρωτογενή τομέα εργασίας. Τα πρώτα χρόνια όλα δύσκολα, πολλοί καταστηματάρχες έκλειναν τις επιχειρήσεις τους καθώς ο κόσμος ψώνιζε μόνο τα προς το ζην, ο τουρισμός ήταν ελάχιστος από το φόβο εχθροπραξιών, και η προσπάθεια επιβίωσης και ανάκαμψης πολύ σκληρή.

Αλλά το αγωνιστικό πνεύμα των Κυπρίων και η εγκαρτέρηση στα δεινά τους, βοήθησε σιγά σιγά η οικονομία να αναπτυχθεί με ραγδαίο τρόπο. Ξοδεύοντας μόνο για τα απαραίτητα καθώς οι δουλειές λιγοστές και τα χρήματα λιγότερα, προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν και να ορθοποδήσουν.

Έτσι έκαναν τη συμφορά πρόκληση για επανάκτηση των χαμένων κόπων τους, και επιδόθηκαν κυρίως στη Γεωργία, στο πατροπαράδοτο αυτό επάγγελμα των προγόνων τους. Με το θερμό κλίμα του τόπου και τα εύφορα εδάφη, κατάφεραν οι παραγωγοί να παράξουν πρώιμα προϊόντα για την ντόπια αγορά καθώς και για εξαγωγή.

Έτσι εγώ τυχερός, ερχόμενος από τα καράβια και έχοντας κάποιες οικονομίες, μαζί με τον πατέρα μου ασχολήθηκα με το επάγγελμα του πράτη. Αγόραζα τα Γεωργικά προϊόντα και τα μεταπωλούσα στις άλλες επαρχίες. Η δουλειά πολλή, αλλά και εξ ίσου σκληρή.

Ολημερίς φόρτωνα καθημερινά εκτός Σαββάτου και ολονυχτίς ταξίδευα στη Λευκωσία για να μεταφέρω τα προϊόντα. Κάθε Σάββατο φρόντιζα να ξεκινώ ενωρίς το ταξίδι της επιστροφής, και φτάνοντας στο Κτήμα την άραζα στο καφενείο – σουβλατζίδικο του Μωυσή. Ευρισκόταν δίπλα στο παζάρι, στην οδό Πάφου Χρυσάνθου ενός κεντρικού δρόμου που ήταν στεγασμένα τα πλείστα καταστήματα όλων των λογιών της εποχής εκείνης.

Κάθε Σάββατο ο δρόμος γέμιζε κόσμο από όλα τα χωριά, γιατί οι χωρικοί πάντα αυτή τη μέρα άφηναν τις δουλειές τους, έβαζαν τα καλά τους και με τα λεωφορεία κατέβαιναν είτε για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, είτε για να ψωνίσουν. Στο δρόμο αυτό που συνόρευε με το παζάρι, κάθε τέτοια φορά γινόταν το αδιαχώρητο. Έτσι μου άρεσε να κάθομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο του Μωυσή ο οποίος έβαζε μια μεγάλη σειρά καρέκλες απέναντι που είχε το μαγαζί, ένα μικρούτσικο μαγαζί που αυτός έψηνε σουβλάκια και η καλή γυναίκα του σέρβιρε καφέδες, αναψυκτικά, λεμονάδες, τριαντάφυλλα και μουχαλλεπιά.

Εκεί συναντιόμουν με φίλους και τρώγοντας ή πίνοντας, χαζεύαμε και φλερτάραμε τα νεαρά κορίτσια που πήγαινε-έλα, ήθελαν να εκθέσουν την ομορφιά τους και τα κομψά φορέματα που ντύνονταν εκείνη τη μέρα. Τα φλερτ γίνονταν διακριτικά χωρίς οι νέοι να ενοχλούν τις νέες παρα μόνο παίζοντας με τις ματιές, καθώς εκείνες τις εποχές συνήθως πίσω ακολουθούσε και κάποιος αδερφός για να τις προσέχει. Έτσι όταν σε κάποιων νεαρών τα κορίτσια ενέδειναν εξ αποστάσεως, τα παντρολογήματα γίνονταν με προξενιό. Πολλοί γνωστοί μου παντρεύτηκαν δι αυτού του τρόπου, το ίδιο έλαχε και σε μένα παρ΄ όλο που ταξίδευσα σε πολλές χώρες όπου αυτά τα ήθη ήταν ξεπερασμένα. 

Δίπλα από το σουβλατζίδικο ήταν ένα μικρό κατάστημα που πουλούσε παπούτσια. Ένα Σάββατο είδα μέσα να στέκει μια πανέμορφη κοπέλα που αμέσως με εντυπωσίασε. Ήταν μελαχρινή με κατάμαυρα μακριά μαλλιά και συνεσταλμένο ύφος. Αμέσως ρώτησα τους φίλους μου και μου είπαν πως ήταν η κόρη του μαγαζάτορα και πως τώρα που τέλειωσε το γυμνάσιο ερχόταν και βοηθούσε τους γονείς της. Αλλά να μην ελπίζω μου συμπλήρωσαν, γιατί ήταν πολύφερνη νύφη, και οι γονείς της θα ενδιαφέρονταν μόνο για μια καλή τύχη.

Σκέφτηκα μέσα μου να μην ασχοληθώ αφού δεν θα είχα την τύχη, όμως το ενδιαφέρον μου ήταν μεγάλο, έτσι την κοίταζα επίμονα. Αυτή η επιμονή μου την έκανε να με προσέξει. Στα επίμονα μου κοιτάγματα, άρχισε να ενδίδει, και κάθε λίγο, έστρεφε και αυτή το βλέμμα της πάνω μου.

Από εκείνη τη μέρα έγινα τακτικός θαμώνας του Μωυσή. Από ενωρίς μόλις άνοιγαν τα καταστήματα, ευρισκόμουν καθισμένος απέναντι και έπινα τον καφέ μου.

Το απόμακρο φλερτ κράτησε μέρες, και όταν πίστεψα πως ήθελε και αυτή, και ότι υπήρχε ανταπόκριση, έστειλα προξενητάδες. 

Οι μέρες περνούσαν όμως, και απάντηση δεν είχα. Έτσι παρακάλεσα ένα ξάδερφο μου μεγάλο στην ηλικία, να πάει στα ίσα να τους ρωτήσει.

Δυστυχώς τα μαντάτα δεν ήταν καλά, δεν με ήθελαν για γαμπρό τους με τη δικαιολογία ότι ο πατέρας μου ήταν χαρτοπαίκτης, και ο θείος μου το ίδιο, αλλά επιπλέον ο θείος μου ήταν και ξακουστός γυναικάς, έτσι θα μπορούσα να είμαι και εγώ το ίδιο, και στα χέρια μου η κόρη τους να μην περνούσε καλά.

Αυτή την εξήγηση έδωσε η μάνα της κοπέλας, και εγώ πληγώθηκα συναισθηματικά, αλλά περισσότερο θείκτικε το εγώ μου.

Έτσι νευριασμένος αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια.

Σταμάτησα να πηγαίνω στο καφενεδάκι, και είπα να τους προσπεράσω. Για μια βδομάδα στα μακρινά ταξίδια μου σκυφτός στο τιμόνι οδηγώντας, προσπαθούσα να ξεδιαλύνω μέσα μου αν ήμουν περισσότερο νευριασμένος, ή ερωτευμένος.

Στην εβδομάδα επάνω ακριβώς μια Δευτέρα, έφθασα στη Πάφο κατά τις μεσημεριανές ώρες. Είχα καθυστερήσει στο παζάρι γιατί κάθε Δευτέρα εισέπραττα από τους μεσητεμπόρους το αντίτιμο της πώλησης των προϊόντων μου όλης της προηγούμενης εβδομάδας. Ασυναίσθητα αντί να πάω στη δουλειά μου, πάρκαρα το φορτηγό και πήγα στο γνωστό στέκι να πιώ ένα καφέ. Παράγγειλα και έγειρα πίσω στην καρέκλα με το βλέμμα μου να στρέφεται που αλλού;

Είδα την όμορφη κόρη που μόλις με πρόσεξε βγήκε έξω, στάθηκε στο πεζοδρόμιο και ένιωσα πως με κοίταζε με προσμονή.

Της χαμογέλασα πλατιά, και το ίδιο χαμογέλασε και αυτή.

Έχω ένα καλό, σε όλα τα ξαφνικά και δύσκολα ο νους μου κατεβάζει φαεινές ιδέες. Έτσι πριν να μου φέρουν τον καφέ, σηκώθηκα και πήγα ολόισια στο μαγαζί. Χαιρέτησα την κόρη, με χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο, και της είπα θέλω να αγοράσω παπούτσια. Μπήκαμε μέσα και με ορθάνοιχτο στόμα οι γονείς της έμειναν να με κοιτάζουν. Εγώ θέλοντας να εντυπωσιάσω τη μάνα καθώς κατάλαβα πως αυτή έκανε κουμάντο, την έπιασα κουβέντα, και μαζί με τη κόρη της με βοήθησαν να βρω τα παπούτσια που ήθελα. Μου τα έβαλαν σε ένα σακούλι, και αποτεινόμενος στη μάνα, τη ρώτησα πόσα χρωστάω.  

Έβαλα το χέρι στη μια τσέπη και έβγαλα ένα χοντρό μάτσο χαρτονομισμάτων αξίας πολλών χιλιάδων λιρών, ύστερα τα έβαλα πίσω και από την άλλη τσέπη έβγαλα ένα άλλο χοντρό μάτσο μικρότερων χαρτονομισμάτων αλλά και αυτά αξίας πολλών χιλιάδων, για να πληρώσω. Και με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την αντίδραση της μάνας, έχοντας μια ελπίδα να την εντυπωσιάσω και να μου δώσει την κόρη της.

Την ίδια εβδομάδα έγιναν τα λογιάσματα και την επόμενη τα χαρτώματα

 ΤΟ ΔΥΣΤΗΧΗΜΑ 

Μόλις είχα αγοράσει ένα καινούργιο φορτηγάκι μάρκας TOYTA Ιαπωνικής προελεύσεως δυόμιση τόνων, το οποίον αποδείχτηκε πολύ μικρό για τα φορτία μου, έτσι αναγκαστικά το υπερφόρτωνα διπλά και πλέον, με αποτέλεσμα να θέλω διπλάσια ώρα για το ταξίδι μου καθώς οι δρόμοι ήταν παλιοί από τον καιρό τους Εγγλέζους, όλο ανήφορα και κούρβες. Εκείνο τον καιρό ένα κανονικό δρομολόγιο Χλώρακας – Λευκωσίας διαρκούσε δυόμιση ώρες. Εγώ χρειαζόμουν με διάφορες στάσεις για καφέ, περισσότερο από τέσσερις. Έτσι ξεκινούσα από ενωρίς τη νύχτα για να φτάσω άνετα στον προορισμό μου στο παζάρι, που άνοιγε τις πύλες η ώρα 2:30 μετά τα μεσάνυχτα. Ξάπλωνα στις μαξιλάρες και κοιμόμουνα μια δυο ώρες, ούτε προλάβαινα να ξεκουραστώ ή να χορτάσω ύπνο, και ακολούθως ξεφόρτωνα διανέμοντας τα κιβώτια με τα εμπορεύματα στους διάφορους μεσιτεμπόρους με τους οποίους συνεργαζόμουν. Περίμενα ως τις 5:00 η ώρα να ανοίξει η αγορά, καθόριζα τις τιμές και αφού φόρτωνα άδεια κιβώτια ξεκινούσα για την επιστροφή να φτάσω στη Πάφο, στα χωράφια και να διανέμω τα κιβώτια στους Αγρότες για να τα γεμίσουν με τη συγκομιδή τους.

Ύστερα ώσπου να τελειώσουν, παρκάριζα κάτω από κάποιο ίσκιο το καλοκαίρι ή κάτω από τον ήλιο το χειμώνα και ξανακοιμόμουν λίγο έως ότου τελειώσουν τη δουλειά τους.

Ήταν μια σκληρή δουλειά καθημερινή που έσπαζε κόκκαλα, αλλά το χειρότερο ήταν ο λίγος ύπνος που είχα καιρό να απολαύσω γιαι να ξαποστάσω κανονικά και φυσιολογικά. Το παζάρι ήταν κάθε μέρα ανοιχτό εκτός από τις Κυριακές, έτσι νύχτα στο κρεββάτι μόνο κάθε Σάββατο κοιμόμουνα. Ξέρω ότι αδίκησα τη σύζυγο μου, αλλά της έλεγα πως αυτό δεν θα πήγαινε πολύ, όταν θα έκανα την καλή θα σταματούσα. Δυστυχώς αυτή η εργασία κράτησε δύο δεκαετίες. Η σύζυγος μου με καρτερία υπέμενε, και πολλές φορές με συνόδευε στα ταξίδια μου για παρέα, αλλά περισσότερο να με προσέχει να μην κοιμηθώ στο τιμόνι από την μεγάλη κούραση και από την πολλή έλλειψη ύπνου που είχα.

Το φορτηγάκι ήταν καινούργιο με υδραυλικό τιμόνι και το οδήγημα μαλακό και εύκολο. Το μαγνητόφωνο έπαιζε μουσική με τα καλύτερες λαϊκέ επιτυχίες που είχα διαλέξει και γράψει σε κασέτες, ενώ τα μεγάφωνα εξαιρετικής πιστότητας, μετέδιδαν μουσική σε ήχους στερεοφωνικούς.

Με λίγα λόγια το ταξίδι με το καινούργιο αυτοκίνητο ήταν ευχάριστο και το απολάμβανα. Ήταν πολύ καινούργιο για να το βαρεθώ, έτσι με την ευχαρίστηση που είχα να το οδηγώ, πολλές φορές ξεχνούσα την κούραση και τις αϋπνίες.

Όμως εκείνη τη μέρα ήμουν πολύ κουρασμένος και ξαγρυπνημένος, και ένιωθα τα μάτια μου να βαραίνουν, και στο δρομολόγιο έπιασα κάποιες φορές σε κάποιες στιγμές, τον εαυτό μου να λαγοκοιμιέται στο τιμόνι. Σε τέτοιες περιπτώσεις σταματούσα το αυτοκίνητο σε μια άκρη και κοιμόμουνα λίγο.

Έτσι θα έκανα και εκείνη τη φορά, αλλά αποφάσισα να οδηγήσω ακόμα λίγα μίλια για να σταθμεύσω σε ένα πλατό γεμάτο δένδρα και δίπλα στη θάλασσα, για να ξεκουραστώ στο βαθύ ίσκιο και στη δροσιά του θαλασσινού αγέρα.

Αλλά όταν είναι να γίνει ένα κακό, γίνεται αναπάντεχα και ανεξάρτητα από τη θέληση του καθενός. Ενώ ένιωθα τα μάτια μου τόσο βαριά, πενήντα μέτρα πριν το αλσύλλιο, για απειροελάχιστα δευτερόλεπτα έκλεισαν μόνα τους, και όταν τα άνοιξα είδα μπροστά μου ένα αμάξι σταματημένο. Ήταν στο αλτ που ξεκινούσε δεξιά ο δρόμος για την Παρεκλησιά, και είχε σταματήσει ένα λεωφορείο για να στρίψει, και πίσω από αυτό, ένα αμάξι ενοικιάσεως.

Πάτησα τα φρένα με δύναμη, και παρακαλούσα το Θεό να στήσουν το φορτηγάκι μου καθώς η απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο ήταν πολύ μικρή.

Από την αγωνία η καρδιά μου ντεραπάρισε, και είπα μέσα μου -αμάν δυστύχημα, και ένιωθα τους τροχούς να τσουλάνε με ένα τσιριχτό ήχο, και εκείνα τα απειροελάχιστα του δευτερολέπτου που νόμισα αιώνες, το μυαλό μου μάγκωσε και η σκέψη μου θόλωσε, και το στόμα μου άνοιξε και ψιθύρισε, -Θεέ μου βοήθα με.

Το φορτηγάκι σταμάτησε και η καρδιά μου αγαλλίασε καθώς μόλις ακούμπησε το άλλο αυτοκίνητο, και λέω μέσα μου, ευτυχώς δεν έγινε δυστύχημα.

Όμως τι δυστυχία, είδα το άλλο αμάξι να ξεκινά απότομα και να τρυπώνει κάτω από το προπορευόμενο λεωφορείο. Θόρυβοι και τριγμοί μετάλλων που τρίβονταν βίαια ακούστηκαν, λαμαρίνες να σχίζονται με συριγμούς, και το μικρό αυτοκίνητο μετατράπηκε σε άμορφη μάζα. Την ίδια στιγμή και πριν οι ανατριχιαστικοί θόρυβοι από το τρακάρισμα ακουστούν, το λεωφορείο ξεκίνησε σέρνοντας πίσω του το σφηνωμένο αμάξι.

Όταν δε λίγα μέτρα σταμάτησε, από άλλα αυτοκίνητα που σταμάτησαν πίσω μου μαζί και εγώ, σπεύσαμε στο διαλυμένο αμάξι.

Με την αγωνία να μου σφίγγει το μυαλό και τη καρδιά να χτυπά γοργά, σίγουρος ότι οι επιβαίνοντες είχαν αναχωρήσει για ουρανούς, το άγχος και οι ενοχές με κυρίευσαν και δεν μπορούσα να σκεφτώ από μια παγωμάρα που ένιωσα να με κατακλύζει.

Στάθηκα δίπλα από τη σωρό τα παλιοσίδερα άπραγος για να κάνω άλλη κίνηση, και κοίταζα αμήχανα…

Ξάφνου η τσαλακωμένη πόρτα άνοιξε, και βγήκε έξω ένας καταματωμένος Οηές, και πίσω του άλλος ένας. Ολοκόκκινοι από το αίμα τους, έμοιαζαν μόλις να είχαν βγει από λίμνη κόκκινη.

Τα πρόσωπα τους ολογαίματα, και τα ρούχα τους βρεγμένα από αυτό, αλλά παρ’ όλα αυτά, έστεκαν γεροί στα πόδια τους. Η θέα τους τραγική, αλλά παρ’ όλα αυτά, μια μεγάλη ανακούφιση ένιωσα καθώς ο μεγάλος φόβος που με έπιασε ότι προκάλεσα θανατηφόρο, μου ξεμάγκωσε το μυαλό.

Με αγωνία τους ρώτησα στα Αγγλικά πως ένιωθαν, και αυτοί κουνώντας τα κεφάλα μου έλεγαν -καλά, καλά.

Μετά που μια άμπουλα πήρε τους τραυματίες και ύστερα από πολλή ώρα διαδικασιών και ταλαιπωρίας από την τροχαία αστυνομία, πήρα το φορτηγάκι μου που ευτυχώς δεν είχε ζημιά, και ξεκίνησα για την Πάφο.

Και ύστερα από χρόνια στη δίκη, οι Οηέδες δεν είχαν παράπονο, παραδέχτηκαν ότι έφταιγαν και αυτοί. Ο δικηγόρος μου ήταν σπουδαίος και θείος μου, έτσι τη γλύτωσα με 200 λίρες πρόστιμο για αμελές οδήγημα. 

ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΣΟΠΑΖ

Στη Χλώρακα και στην Αχέλεια όπου ήταν τόποι μεγάλης παραγωγής αγγουριών, εκείνη τη μέρα η προσφορά στο είδος ήταν χαμηλότερη από τη ζήτηση των εμπόρων, έτσι στο μεγάλο παζάρεμα με τους παραγωγούς, το κόστος αγοράς ανέβηκε σε ασύμφορη τιμή σε σχέση τις προβλέψεις μου για την τιμή που θα τα πωλούσα την επόμενη μέρα στη μεγάλη αγορά του ΣΟΠΑΖ στη Λευκωσία. Αναγκαστικά όμως πρόσφερα τις τιμές που διαμορφώθηκαν, καθώς είχα παραγγελίες και καθώς δεν ήθελα να διακινδυνεύσω τη συνεργασία μου με τους Γεωργούς.

Την άλλη μέρα στο παζάρι προσπάθησα να συνεννοηθώ με τον πωλητή του Συνδέσμου του Παραλιμνιού, να ανοίξουμε μια τιμή προς πώληση του είδους ώστε τουλάχιστον να μην ζημιώσω πολύ. Δυστυχώς όμως ο πωλητής ήταν ένας νέος εγωιστής που περιφρονούσε τους άλλους συναδέλφους του και καθώς μετέφερε τις μεγαλύτερες ποσότητες, μπορούσε να διαμορφώνει τις τιμές. Μη λαμβάνοντας υπ όψιν κανένα, συνήθως έκανε της κεφαλής του και άνοιγε τιμές ανάλογα με τα κέφια του και ανάλογα με τα συμφέροντα των εξαγωγέων φθαρτών, καθώς όπως ψιθυριζόταν έκανε υπόγειες συμφωνίες μαζί τους να ανοίγει χαμηλότερες τιμές προς όφελος τους, με το αζημίωτο και για τον ίδιο.

Εκείνες τις μέρες στη Πάφο παρουσιάστηκαν νέοι φθαρτέμποροι, και στη προσπάθεια τους να κάνουν πελάτες Γεωργούς, προσέφεραν τιμές ψηλότερες από τις τρέχουσες. Ήταν ένας ανταγωνισμός που έπρεπε να διαχειριστώ με την ελάχιστη ζημιά, έως ότου μία και άλλη μία, θα τους απέβαλλε η αγορά.

Αυτό κράτησε για αρκετές μέρες. Στη προσπάθεια μου να συνεργαστώ με τον πωλητή του Παραλιμνιού απέτυχα και έτσι σε λίγες μέρες είχα μια τεράστια ζημιά την οποία όμως άντεξα έως ότου παρήλθε ο καιρός και τους καινούργιους φθαρτέμπορους τους απέβαλε το ίδιο το σύστημα της προσφοράς και της ζήτησης.

Μέσα μου είχα άχτι τον εγωιστή πωλητή που δεν συνεργάστηκε μαζί μου και είχα σκοπό να τον τιμωρήσω, αλλά και να τον αναγκάσω στο μέλλον να ζητά τη γνώμη μου για τον καθορισμό στις τιμές. Θα περίμενα λοιπόν, και στην κατάλληλη συγκυρία θα έστρεφα το ίδιο το παζάρι εναντίον του.

Ήμουν ένας φθαρτέμπορος που απέκτησε φήμη ότι μπορούσα να συγκόφκω και να καθορίζω τις τιμές των προϊόντων ανάλογα με τη ζήτηση πριν αυτή διαφανεί από τις αγορές, έτσι όλοι οι παλαιοί εμπόροι ανεξάρτητα από τη νεαρή ηλικία μου, ζητούσαν τη γνώμη μου.

Τη φήμη αυτή δεν την απέκτησα τυχαίως, αλλά ήταν μια έμφυτη διαίσθηση, ίσως κληρονομική, αλλά και γιατί μάθαινα γρήγορα, έτσι προέβλεπα τη ζήτηση και την προσφορά του παζαριού για πολλές επόμενες μέρες. Βάση αυτής εμπορεύθηκα για χρόνια, και βάση αυτής, έκανα τις αγοραπωλησίες μου οι οποίες σχεδόν πάντα ήταν συμφέρουσες και δι αυτού του τρόπου, εκ του μηδενός απέκτησα περιουσία.

Εντούτοις λοιπόν, και παρ όλα αυτά, ο εν λόγω πωλητής έκανε της κεφαλής του και όλοι οι υπόλοιποι εξ ανάγκης τον ακολουθούσαμε. Αλλά όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή με τις συνθήκες να το επιτρέπουν, θυμάμαι ήταν Σάββατο, τα αγγούρια έμειναν αδιάθετα στοιβαγμένα στις παράγκες. Μεσολάβησε η Κυριακή που το παζάρι ήταν κλειστό, και τη Δευτέρα πλέον είχαν μαραθεί και ήταν ακατάλληλα να πωληθούν. Επειδή οι τιμές ήταν χαμηλές, οι εξαγωγείς είχαν αγοράσει τεράστιες ποσότητες σε τιμή που θα καθοριζόταν τη Δευτέρα ανάλογα με τη ζήτηση στο παζάρι. Έτσι λοιπόν, στο παζάρι ήρθαν λιγότερες ποσότητες, και θα μπορούσαμε να ανοίξουμε την πώληση με αρκετά υψηλή τιμή. Παρ όλα αυτά, ο πωλητής του Παραλιμνιού άνοιξε την πολύ χαμηλή τιμή των δύο σελινιών, σε σημείο που η πράξη του παρέπεμπε σε δοσοληψίες. Όσο και αν προσπαθήσαμε να τον μεταπείσουμε, έμεινε ανένδοτος και καθώς είχε τις μεγαλύτερες ποσότητες, έκανε το δικό του.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν που η τιμή για τα αγγούρια ανοίχτηκε χαμηλή, εγώ έδωσα διαταγή στους μεσιτεμπόρους μου να μην πωλήσουν τα δικά μου. Περίμενα λίγη ώρα, και όταν τα υπόλοιπα στο παζάρι εξαντλήθηκαν γρήγορα όπως είχα προβλέψει, άρχισα να πουλώ τα δικά μου, αλλά σε πενταπλάσια τιμή.

Λίγο καιρό πριν, το νεοσύστατο τρίτο πρόγραμμα του ΡΙΚ ξεκίνησε κάθε πρωί να ανακοινώνει τις τιμές των φθαρτών προϊόντων, έτσι οι παραγωγοί που με ενδιαφέρον τις παρακολουθούσαν, ήξεραν περίπου πόσο θα εισέπρατταν οι ίδιοι.

Έτσι το ραδιόφωνο το πρωί εκείνο ανήγγειλε την χαμηλή και την υψηλή τιμή. Την πρώτη τιμή των δύο σελινιών, και την τιμή των δέκα σελινιών.

Ήταν μια τεράστια διαφορά, που έκανε τον πωλητή του Παραλιμνιού να μην πιστεύει στα μάτια του ότι συνέβηκε, αλλά πλέον ήταν αργά. Ένας μεγάλος φόβος είχε κουρνιάσει μέσα του, γιατί ήταν υπόλογος στους παραγωγούς του οι οποίοι σίγουρα θα ήθελαν το αίμα του.

Από την επόμενη μέρα λοιπόν, ερχόταν στο παζάρι συνοδευόμενος από έναν παρατηρητή, ώστε να μην κάνει του κεφαλιού του, και από εκείνη τη μέρα ρωτούσε εμένα για τις τιμές που θα καθορίζαμε στα προϊόντα.

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά ένεκα των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, έτσι συνήθιζα αυτές τις εποχές να πηγαίνω στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνω αμπελίσιμα σταφύλια.

Μια φορά στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς Κοίλης μεριά, ανακάλυψα ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος χωμάτινος, στενός, και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό άδειο από φορτίο τον διάβηκε εύκολα, και εκ της ωραότητας των σταφυλιών, αποφάσισα πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψω ένα τέτοιο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.

Καθώς το μικρό φορτηγάκι ΤΟΥΤΑ δεν χωρούσε τα μεγάλα φορτία που εμπορευόμουνα, μόλις το είχα πουλήσει και το είχα αντικαταστήσει με ένα BEDFORD που σήκωνε διπλάσιο φορτίο. Η καρότσα χωρούσε εφτά κιβώτια πλάτος και εφτά μάκρος. Όταν φόρτωνα έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό βάση των προδιαγραφών του εργοστασίου.

Όταν όμως αντίκρυσα τα τσαμπιά να κρέμονται από τα κλήματα, αποφάσισα πως έπρεπε να τα αγοράσω όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά, σελλινωτά και αραιά. Ωραιότατα σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε γεύση. Ήμουν σίγουρος πως θα τα πωλούσα όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι αντί για το κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, έδωσα κιβώτια για διπλάσιο και πλέον φορτίο. Φόρτωσα δώδεκα στο ύψος, ακόμα έβαλα στη πόρτα της καρότσας που βασταζόταν από αλύσους άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια. Τα έδεσα γερά με σχοινιά για να μην έχουν φόβο να γείρουν και να πέσουν στο χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο δρόμο, και πήρα τον ανήφορο της επιστροφής.

Αλλά δυστυχώς, ώ τί συμφορά, στην επιστροφή με το βαρύ και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλά και με το μεγάλο φορτίο στην καρότσα το οδήγημα ήταν δύσκολο.

Ο στενός κακοφτιαγμένος χωματένιος δρόμος σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Και εγώ τώρα να παίζω τη ζωή μου για να μεταφέρω τα σταφύλια στη κορφή.

Στο δρομολόγιο ένιωθα ανατρίχιασμα και πατούσα συνέχεια φρένο ώστε να εξετάζω τον δρόμο με το μάτι.

-Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα,

Σκέφτηκα, και έλεγα μέσα μου,

-γιατί ήρθα σε δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωνόμουν τι θα γινόταν; Είχα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα έμεναν ορφανά. 

Καθώς αναμετρώντας την απόσταση και τον κίνδυνο και φοβούμενος ότι ο δρόμος δεν θ’ αντέξει, άκουγα το δρόμο να τρίζει από το βάρος του μεγάλου φορτίου, αλλά προχωρούσα μέτρο με μέτρο. Και από τη θέση του οδηγού έβλεπα το βάθος του γκρεμού και σε κάθε στροφή άκουγα τους τριγμούς των αναρτήσεων.

Κρακ, κρακ άκουσα σε μια στιμή κάτω απ’ τα πόδια μου το διάζωμα του δρόμου.

-Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν, ψιθύρισα. Θα σκοτωθώ εδώ πάνω,

βλαστήμησα.

Αλλά αμέσως μετάνιωσα και είπα μέσα μου οι βλασφημίες είναι του διαβόλου και παρακάλεσα το Θεό να με βοηθήσει καθώς κάτωχρος σκεφτόμουν πως θάταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθώ πριν της ώρας μου, θα ήταν αμαρτία σκέφτηκα.

-Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νοιώθω την παρουσία του, είπα φωναχτά.

Κκαι κάθε λίγο τράβαγα χειρόφρενο, έγερνα έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγιζα τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά απ το χείλος του γκρεμού που απλωνόταν κάτω, οδηγούσα πόντο πόντο.

Είχα φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινα στο μεγάλο δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί μου, και σε ένα σημείο διαπίστωσα πως ο δρόμος ήταν στενότερος, και αν τον περνούσα ο μισός τροχός θα ήταν στον αέρα. Αν το φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα είχα πρόβλημα, αλλά ήταν πολύ ψηλό και επειδή ο δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να με κατακρήμνιζε.

Ήμουν σε μεγάλο δίλημμα, η ώρα περνούσε και άρχιζε να σουρουπώνει. Το μυαλό μου έσπαγε τι απόφαση να πάρω. Να μείνω εκεί στις ερημιές να νυχτωθώ έως ότου με γυρέψουν; Ή να πάρω την απόφαση και να διακινδυνέψω μήπως με χωρέσει ο δρόμος.

-Θα περάσω με την βοήθεια του Θεού,

αποφάσισα

Έτσι ξεκίνησα και πόντο πόντο προχώρησα, Πόντο στο πόντο πατούσε ο τροχός στην άκρια του γκρεμού με το μισό λάστιχο να είναι σε κενό, και το φορτηγό να γέρνει επικίνδυνα. Με τη ψυχή στο στόμα προχωρούσα, και την απόσταση των πεντέξι μέτρων μου χρειάστηκε ώρα πολλή να τη διανύσω. Πέτρες και χώματα που συνθλίβονταν από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό, έκαναν την αγωνία μου και το φόβο μου να είναι σε μέγιστο βαθμό καθώς άκουγα τους ανατριχιαστικούς θορύβους της κατωλίσθησης.

Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Με το αμάξι να γέρνει επικίνδυνα από το ψηλό φορτίο και με τη ψυχή στο στόμα, κατάφερα επιτέλους να περάσω το επικίνδυνο σημείο και να βρεθώ σε ασφαλές σημείο.

-Ευτυχώς τα κατάφερα, σε ευχαριστώ Θεέ μου,

είπα φωναχτά, και έσβησα το αμάξι. Έγειρα στο τιμόνι με ανακούφιση για ώρα πολλή έως η καρδιά μου πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκα και περπάτησα πάνω κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες μου που είχαν μουδιάσει από το σφίξιμο της μεγάλης αγωνίας.

Ανέβηκα πάλι στο φορτηγό, έβαλα πρώτη ταχύτητα, δεύτερη, τρίτη και έπιασα το μεγάλο δρόμο. Έβαλα Τετάρτη και ανέπτυξα ταχύτητα. Η καρδιά μου φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχα καταφέρει.

Καθώς οδηγούσα σκέφτηκα αν άξιζε τον κόπο για το κέρδος να διακινδυνέψω τόσο πολύ. Τόλμησα το εγχείρημα καθώς τα σταφύλια που φόρτωσα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήμουν σίγουρος ότι θα τα πωλούσα εύκολα στο παζάρι. Αλλά τι να έκανα τέτοια κέρδη με τέτοιο αντίτιμο; Κάλιο λιγότερα και σίγουρα σκέφτηκα. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην επιχειρούσα ξανά τέτοιο ρίσκο. 

Την άλλη μέρα στο παζάρι πούλησα τα σταφύλια με μεγάλο κέρδος. Στην επιστροφή σε όλο το δρομολόγιο και εκ του ασφαλούς πλέον, το μυαλό μου ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνες του κινδύνου που διέτρεξα και αποφάσισα πως ο Θεός σίγουρα με αγαπούσε και με πρόσεχε και με γλίτωσε από εκείνο τον μεγάλο κίνδυνο. 

Ο ΤΡΙΜΜΑΤΟΣ

Το Bedford βαρυφορτωμένο κάθε δείλι ανέβαινε το απότομο ανηφόρι βαρυγκοβοώντας και έγνοια μου είχα την ενόχληση των χωριανών από τη βουή της μηχανής που καθώς με πρώτη ταχύτητα αντιλαλούσε πολλαπλασιασμένη από τον αντίλαλο πάνω στα πυκνοκατοικημένα σπίτια στις μεριές του δρόμου, ήταν διαπεραστική που έσπαγε αυτιά.

Μόλις είχα αρραβωνιαστεί και κατοικούσα με τη χαρτωμένη μου στα πεθερικά μου στο χωριό τους. Έτσι κάθε που φόρτωνα το φορτηγό, στο τέλος της ημέρας ανέβαινα το απότομο ανηφόρι που οδηγούσε στο παλιό σπίτι στην άκρια του χωριού. Ξεκουραζόμουν, κοιμόμουνα λίγο, και μεσάνυχτα ξεκινούσα για το παζάρι στη μεγάλη πρωτεύουσα.

Οι πεθερά μου η Δήμητρα μια αξιαγάπητη γυναίκα και η μνηστή μου η Λούλλα η μελαχροινή καλλονή της καρδιάς μου, με περίμεναν με αγάπη. Μαζί καθόμασταν να φάμε, να πιούμε καφέ, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, να κουβεντιάσουμε, να συζητήσουμε, να κουτσομπολέψουμε. Ήταν ευχάριστες μέρες που ακόμα αναπολώ και νοσταλγώ. Λέγαμε πολλά, κάναμε όνειρα. Ήταν χαρούμενες στιγμές που κρατούσαν ώρες καθώς ταιριάξαμε και πέραν από σώγαμπρος, μνηστή και πεθερά, γίναμε φίλοι με κοινές αντιλήψεις σκέψεις και όνειρα. Ήταν ευχάριστοι άνθρωποι με λεπτό χιούμορ και έξω καρδιά. Οι περίοικοι τις αγαπούσαν αυτές ιδιαίτερα από όλη την οικογένεια, και σχεδόν καθημερινά οι γειτόνισσες συναγόντουσαν στη μικρή αυλή να τις βοηθήσουν στο ξεφλούδισμα των αχασιών, στο βάκλισμα των τερατσιών, στο μάζεμα των σταφυλιών, των ελιών και άλλων καρπών που εν αφθονία σε ένα μεγάλο χωράφι συνέχεια της αυλής, ο πεθερός μου είχε φυτέψει και καλλιεργούσε με πολλή αγάπη.

Αλλά οι καλύτερες στιγμές ήταν τα δειλινά όπου ερχόμενος εγώ, μαζευόντουσαν όλες στην αυλή και παρέα πίναμε τον καφέ μας λέγοντας κουβέντες και ιστορίες. Άρεσαν σε όλες οι εξιστορήσεις μου από τις περιπέτειες μου ως ναυτικός, και εγώ καθώς καλός συνομιλητής, με αφηγηματικό οίστρο τους διηγόμουνα όσα θαυμαστά μου έκαναν εντύπωση στα μακρινά ταξίδια μου στις άλλες χώρες.

Αλλά και σε μένα άρεσαν πολλά από τα κουτσομπολιά τους για τους άλλους χωριανούς καθώς ήταν ιστορίες του σήμερα και του παρελθόντος, άλλες πολύ ενδιαφέρουσες και άλλες λιγότερο. Αλλά πολλή εντύπωση μου έκανε η συνεχής αναφορά τους στο γέρο Νικολή και που παθιασμένα καθημερινά με συμβούλευαν να τον αποφεύγω γιατί ήταν τρίμματος. 

Τρίμματος είναι ο άνθρωπος ο φθονερός, που όπως ο διάβολος βλέποντας κάτι καλό στον άλλο ζηλεύει και υποφέρει. Και με διαβολική βοήθεια ως αγωγός, διοχετεύει την κακία τους στους ανθρώπους και δηλητηριάζει τις ψυχές τους, τις γεμίζει βάσανα και φορτώνει τις ζωές τους εμπόδια και ατυχίες.

Εγώ γελούσα και τις περίπαιζα γιατί θεωρώντας τον εαυτό μου ως πέραν του δέοντος λογικό, δεν πίστευα σε παραδοξολογίες και απόκοσμα πράγματα.

Αλλά αυτές επιμένοντας μου έλεγαν ιστορίες για πράγματα και θαύματα που συνέβησαν στις ίδιες αλλά και σε άλλους όταν είχαν την ατυχία να συναπαντηθούν με τον Τρίμματο τον Νικολή.

-Είχα μια όμορφη κατσίκα που γεννούσε πάντα δυο ρίφια, και την αγαπούσα πολύ. Την είδε ο φθονερός, και η αίγια δεν άντεξε το μάτι και ψόφησε την ίδια μέρα.

Αυτά μου είπε η θεια Αλισαβού, αλλά εγώ της είπα ήταν τυχαίο γεγονός.

-Όποτε τον συναντώ, δεν μπαίνει πελάτης στο μαγαζί.

Μου έλεγε η πεθερά μου, και εγώ της απαντούσα πως όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες.

Και έλεγαν και έλεγαν, όλο έλεγαν παραδείγματα… 

Τακτικά οδηγώντας στο στενό ανηφορικό δρομάκι με πολύ αργή ταχύτητα, συναπαντιόμουν με τον γέρο Νικολή, που κούτσα κούτσα ακουμπώντας στο μπαστούνι του ανέβαινε και αυτός αργά στο δρομάκι. Μόλις άκουγε τη βουή του φορτηγού, ανέβαινε σε ένα σκαλοπάτι καποιανής αυλής, για να μου δώσει χώρο να περάσω. Στεκόταν από μακριά και μου κουνούσε το χέρι, και όταν ενώ τον προσπερνούσα, έβγαζα το κεφάλι έξω και λέγαμε καμιά κουβέντα. Ήταν πάντα ευπροσήγορος, το μόνο που μου έκανε εντύπωση, ποτές δεν είδα ένα χαμογέλιο στο πρόσωπο του. Πάντα είχε θλίψη στα μάτια και ύφος κατσούφικο. Αλλά τον δικαιολογούσα σκεπτόμενος ότι καθώς γέρος και μόνος στη ζωή, δεν είχε όρεξη για χαρές και γέλια. Η γυναίκα του είχε αποδημήσει εις Κύριον και τα παιδιά του εις εργασίαν στη μακρινή Αυστραλία, έτσι αυτός έμεινε έρημος, μόνος και  μαγκούφης

Μου φαινόταν ένας συμπαθής γέρων μισότυφλος ερείπιο του χρόνου, που κατοικούσε σε μια καμαρούλα εκεί στη γειτονιά. Όλη τη μέρα αθκιασερός στο καφενείο του Μαζαράκη, και από ενωρίς το δείλις κλεισμένος στο μικρό του σπιτάκι στο χαμηλό φως με λιγοστό ύπνο να περνά τις ατελείωτες νύχτες με παρέα τα φαντάσματα του.

Σκεφτόμουν ότι ήταν ένας απελπισμένος γέρων μονάχος που πάλευε την αιώνια μοναξιά του έως ότου έρθει η λύτρωση της άχαρης εναπομείνασας ζωής του.

Και εγώ γαλουχημένος με οικογενειακές αξίες που θεωρούσα τους γεροντότερους σεβάσμιους και πρόσωπα ιερά, είχα μια συμπάθεια για λόγου του.

Όσα λοιπόν μου λέγανε τα άκουγα βερεσιέ. Και αν καμιά φορά συνέβαιναν πράγματα μικρά και άτυχα, καθόλου δεν τα συνδύαζα με ένα κακό συναπάντημα μας. 

Αυτά κάποιες φορές εξηγούσα στις γυναίκες, αλλά αυτές επέμεναν και μου έλεγαν,

-όμως όπως και να έχει, χρειάζεται προσοχή. Θα πρέπει να λες προσευχές εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος για να εξορκίζεται πάσα κακό και βασκανία.

Και μέσα μου σκεφτόμουν με ποιο δικαίωμα σταυρώνουν ένα γεροντάκι που έδειχνε τόσο φιλήσυχο και πράο;

Και να ήταν μόνο αυτό; Όποτε τον έβλεπαν άλλαζαν δρόμο, ή αν τυχαία έπεφταν πάνω του γύριζαν από την άλλη μεριά και έφτυναν στον κόρφο τους για να μην ματιαστούν, και στα σπίτια τους άναβαν το καπνιστήρι για να τον εξορκίσουν.

Όσο καλοπροαίρετος και να ήμουν όμως, σε λίγο καιρό άρχισα να αλλάζω γνώμη. Όλα άρχισαν όταν μια φορά παραμονή Χριστουγέννων ενώ παρακολουθούσαμε την ακολουθία στη μικρή εκκλησία του χωριού, ξαφνικά ένοιωσα ζάλη. Θόλωσε το μυαλό μου. Έβλεπα το εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά μου. Ταυτόχρονα με έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξα. Βγήκα έξω στην αυλή.

Πίσω μου η χαρτωμένη μου και η πεθερά μου, και ξοπίσω μια χωριανή που ξεμάτιαζε η οποία με πλησίασε και μου είπε:

-Τί έπαθες, σε μάτιασε ο Νικολής; Τον είδα να σε κοιτάζει και το κατάλαβα.

Και άρχισε να με ξεματιάζει λέγοντας κάτι παράξενες ευχές και ξόρκια.

Στο τέλος έβγαλε από το λαιμό της ένα φυλακτό,

-Πάρτο μου είπε, φόρεσέ το και δεν θα το ξαναπάθεις.

Με τις επικλήσεις και τους εξορκισμούς της για τον εξαποδό ευτυχώς έγινα καλά, αλλά δυστυχώς μόνο προσωρινά… 

Στις μέρες που ακολούθησαν πολλά συνέβαιναν όποτε τον συναντούσα στο διάβα μου, που κάθε φορά έτειναν να με πείθουν όλο και περισσότερο πως πράγματι ο γέρο Νικολής ήταν τρίμματος.

Μια φορά μέσα στο καταχείμωνο με φοβερή παγωνιά όταν μεσάνυχτα δοκίμασα να ξεκινήσω το ΤΟΥΤΑ για να πάω στο παζάρι, δεν έπαιρνε μπρος. Το αυτοκίνητο είχε θερμάστρες που ζέσταιναν το πετρέλαιο για να πάρει μπρος όταν σε περιπτώσεις παγετού πάγωνε ακόμα και το καύσιμο, και εκείνη τη φορά ήταν χαλασμένες. Έως ότου καταφέρω να τις φτιάξω, πήγε η ώρα και στο παζάρι έφτασα πολύ καθυστερημένα. 

Μια νύχτα πολύ παγερή με βαθμούς που άγγιξαν το μηδέν, το πετρελαιο πάγωσε -μάλλον ο πρατιριούχος έκλευε και ανεμίγνιε νερό στα καύσιμα-, και η πόμπα δεν δούλευε. Μέσα στα ξημερώματα με ένα κρύο που έσπαζε κόκκαλα, και χωρίς θέρμανση ώσπου να τα καταφέρω να κάνω εξαέρωση και να βάλω εμπρός, το κορμί μου πάγωσε και ιδίως τα χέρια μου σε βαθμό που δεν μπορούσα να τα κινήσω και έβγαλα κρυοπαγήματα που με πονούσν πολλές μέρες 

Μια επόμενη φορά βρήκα ένα ελαστικό καθισμένο. Έως ότου καταφέρω να το αλλάξω καθώς το φορτηγάκι ήταν βαρυφορτωμένο, πάλι πήρε ώρα πολλή.

Μια άλλη φορά μόλις είχα αγοράσει το BEDFORD ένα μεγάλο φορτηγό και με λίγο φορτίο, στο δρόμο μου έσπασε λάστιχο.

Μια άλλη φορά, δεν άκουσα το ξυπνητήρι και πάλιν αργοπόρησα.

Ακόμα και το γάμο μου τη μέρα που τον προγραμμάτισα, τον είχα συναντήσει, και έκανα λάθος, και τον όρισα στις 15 Αυγούστου ημέρα Θρησκευτική που απαγορευόταν να γίνει.

Τέτοια και άλλα πολλά συνέβαιναν κάθε φορά, έως την ημέρα που παντρεύτηκα και άλλαξα σπίτι και έπαυσα να τον συναντώ, και τοιουτοτρόπως όλα επανήλθαν στη κανονικότητα.

Πέρασαν χρόνια, αλλά δεν τον ξεχνούσα. Μου έμεινε μια έγνοια στο μυαλό, και όταν άκουγα για τρίμματος, πάντα τους απέφευγα και δεν συναλλαττόμουνα μαζί τους καθώς -ίσως ακούσια-  είχα  αποχτήσει μια  αυτοπεποίθηση πως ήταν δυνατό να επηρεαστώ αρνητικά εξαιτίας του φθόνου τους ή ακόμα και ενός βλέμματος τους.

Ύστερα από καιρό μια μέρα, έλαβα ένα τηλεφώνημα,

-πέθανε ο φίλος σου ο Νικολής. Τον βρήκαν στο σπίτι του σε κατάσταση σήψης Πέθανε μόνος δίχως κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Μόνο όταν η δυσοσμία άρχισε να ενοχλεί τους γειτόνους, άνδρες της αστυνομίας μετέβησαν στο σπίτι του και τον βρήκαν νεκρό.

Στεναχώρέθηκα γιατί παρ΄ όλα όσα εν τέλει πίστεψα για λόγου του, εντούτοις τον είχα στη καρδιά μου και του έτρεφα μια συμπάθεια.

Και όταν το βράδυ οδηγούσα το φορτηγό στον έρημο δρόμο για το παζάρι, οι σκέψεις μου φιλοσοφώντας τη κατάσταση, κόλλησαν στη κακή του μοίρα που του έλαχε να πεθάνει μόνος χωρίς κανείς να του σφαλώσει τα μάτια, και σαν σκυλί έμεινε στο νεκρικό κρεββάτι άθαφτος για μέρες πολλές.

Έρημος μόνος και θλιμμένος τράβηξε τον δρόμο το μακρύ τον αιώνιο. Ίσως καλύτερα που πέθανε μια φορά παρά που υπέφερε όλες τις μέρες, συνέχισα να σκέφτομαι. Διότι όταν η ζωή γίνεται ανυπόφορη, ο θάνατος είναι προτιμότερος. Έφυγε από την κόλαση της ζωής και πήγε στο Παράδεισο του θανάτου.

Ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια λέγει ένα γνωμικό, έτσι και ο γέρο Νικολής καθώς εκοιμήθει εν Κυρίω, μετέβει σε ένα τόπο όπου για τους πεθαμένους δεν υπάρχουν βάσανα και όπου ο δρόμος στον Άδη είναι εύκολος γιατί ο αποθνήσκων παύει να στεναχωριέται.

Και συνεχίζοντας να φιλοσοφώ τη ζωή, το θάνατο, και το κακό μάτι, κατέληξα στο συμπέρασμα πως τώρα ως πεθαμένος δεν θα μπορούσε να ματιάζει κανένα, και ίσως έτσι έπαυαν οι χωριανοί να τον οικτίρουν και να τον λοιδορούν καθώς συνηθίζεται να επαινούν όλοι αυτόν που δεν βρίσκεται πια στη ζωή. 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΗΧΑΗΛ Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ

Το βαφτιστικό όνομα της γυναίκας μου ήταν Μαρινέλλα αλλά όλοι την φωνάζαμε εν συντομία Λούλλα. Είχαμε τέσσερα χρόνια παντρεμένοι και δύο παιδιά τριών και δύο ετών, τον Πάμπο και την Αγγελική, ονόματα που τους δώσαμε τιμής ένεκεν του πατέρα μου Χαράλαμπου και του πεθερού μου Αγαθάγγελου.

Και τα δύο τα γεννήσαμε στη Γεροσκήπου σε ένα σπίτι που της το έδωσαν προίκα οι γονείς της. Ήταν κτισμένο καινούργιο, αλλά σε κακή κατάσταση καθώς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του ήταν κακής ποιότητας. Το χειμώνα έβαζε νερά από παντού, από τους τοίχους και από την ταράτσα. Ξόδεψα πολλά χρήματα να το επισκευάζω, αλλά η κατάσταση δεν διορθωνόταν. Υπήρχε πολλή υγρασία και τα μικρά παιδιά υπέφεραν και αρρωστούσαν.

Έτσι αποφάσισα να κτίσω καινούργιο σπίτι στο χωριό μου, στη Χλώρακα. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, είχα χρήματα στη τράπεζα, έτσι αγόρασα ένα οικόπεδο το οποίον ήταν σε περιουσία που άνηκε στη μητέρα μου αλλά ο πατέρας μου το είχε πουλήσει μιαν παλαιότερη εποχή.

Έκτισα λοιπόν το πρώτο συγκρότημα κτιρίων σε ανώγι και κατώγι όπου το σπίτι ήταν στο ανώγι και στο κατώγι μεγάλες αποθήκες και μεγάλα ψυγεία για φύλαξη των φθαρτών, καθώς να ωριμάζω και πράσινες μπανάνες. Επικέντρωσα τη δουλειά και έκανα τις αποθήκες χώρο συγκέντρωσης των οπωρικών όπου έκανα αγοραπωλησίες με παραγωγούς και εμπόρους, και τα βράδια όσα περίσσευαν τα φόρτωνα σε φορτηγά και οι οδηγοί μου τα μετέφεραν στις μεγάλες αγορές των Επαρχιών,

Οι δουλειές πήγαιναν καλά, δεν χρωστούσα στις τράπεζες, αλλά ακόμα είχα κάποια κεφάλαια δικά μου. Ένεκα αυτής μου της οικονομικής άνεσης αγόρασα ακόμα δύο φορτηγά, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες και έστρωσα μια δουλειά ρολόι. Αγόρασα και μια κούρσα Vauxhall Cavalier, την οποία κυρίως οδηγούσε η σύζυγος μου. Ήταν ένα ωραιότατο μπλε αμάξι 20 ίππων, πλατύ και μακρύ, άνετο με πολυθρόνες πολυτελείας. Την είχα εκπαιδεύσει στο μικρό φορτηγάκι και έμαθε να οδηγά καλά. Ήταν όμορφη, και μέσα στο ωραίο Cavalier έδειχνε ομορφότερη.

Όμως ήταν εποχές που η πλειονότης του πληθυσμού δεν είχε συνέλθει ακόμα από τις πληγές του πολέμου, και υπήρχε πολύς κόσμος που δυστυχούσε. Έτσι ίσως κάποιοι ζηλόφθονες τρίμματοι τη ζήλεψαν και τη μάτιασαν και της προκάλεσαν δεινά. Αλλά από την άλλη επειδή ο Θεός με αγαπά και με προστατεύει -έτσι πίστευα και ακόμα πιστεύω για λόγου μου-, προστάτευσε την οικογένεια μου από το μεγάλο κακό που ίσως της προκάλεσαν οι τρίμματοι. 

Στη γειτονιά λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι μου είναι κτισμένο ένα παλιό μικρό ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μηχαήλ στο οποίο συνήθιζα κάθε Σάββατο να επισκέπτομαι να προσκυνώ και να προσεύχομαι να έχει καλά την οικογένεια μου και όλους τους ανθρώπους.

Έτσι μια επόμενη μέρα ενός Σαββάτου όταν η δουλειά ήταν πολλή και χρειάστηκε η σύζυγος μου να βοηθήσει τις εργάτριες στη συσκευασία μπανανών, και επειδή τα παιδιά έκλαιγαν ασταμάτητα, σκέφτηκε να τα μεταφέρει στη Μεσόγη, στη μάνα της, να τα προσέχει.   

Οι εργάτριες έφθασαν πρωί, και ξεκίνησαν δουλειά να κόβουν και να συσκευάζουν τις μπανάνες. Κάθε φορά συσκευάζαμε 400 κιβώτια και βάλε, ήταν μια εργασία σκληρή και επίπονη, αλλά τις πλήρωνα καλά και έτσι αυτές με όρεξη εργάζονταν σαν μέλισσες. Τα κιβώτια στοίβες στην αποθήκη, οι παραγωγοί έφθαναν με προϊόντα τα οποία παραλαμβάνοντο και στοιβάζονταν σε μεγάλες σειρές, ενώ ταυτόχρονα οι εμπόροι κατέφθαναν και άρχιζε το αλίσι βερίσι.

Στη φούρια της δουλειάς δεν πρόσεξα ότι η σύζυγος μου αργούσε να επιστρέψει. Όταν σε μια στιγμή αργά κοντά μεσημέρι το διαπίστωσα, άρχισα να ανησυχώ. Όμως ήταν μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, έτσι δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω να μάθω τι συμβαίνει.

Την ίδια στιγμή όμως, ένα ταξί σταμάτησε και από μέσα κατέβηκαν η σύζυγος μου με τα παιδιά και την πεθερά μου. Ο νους μου πήρε στροφές και κατάλαβα ότι είχαν κάποιο δυστύχημα, αλλά η χαρά μου ήταν μεγαλύτερη από την ανησυχία καθώς τους είδα όλους σώους και καλά στην υγεία τους. Έτρεξα κοντά τους γεμάτος ταραχή και έμαθα ότι πράγματι είχαν αυτοκινητικό δυστύχημα.

Οδηγούσαν στη πλατιά κατηφορική λεωφόρο προς τη Πάφο όταν σε κάποιο σημείο φρενάροντας ελαφριά, δυστυχώς το αυτοκίνητο πατώντας σε χυμούς σταφυλιών που υπήρχαν πάνω στο οδόστρωμα γλίστρησε, και πηγαίνοντας ζιγκ ζαγκ ξέφυγε από το δρόμο, αναποδογυρίστηκε και γυρνώντας τούμπες ακινητοποιήθηκε σε παρακείμενο χωράφι. Όλοι βρέθηκαν πεσμένοι στο φρεσκοοργωμένο χωράφι ευτυχώς χωρίς κανείς να έχει πάθει απολύτως τίποτα. Στις πολλές ανατροπές του αυτοκινήτου, σε κάθε ντεραπάρισμα οι επιβαίνοντες πετιόνταν με φόρα από τις πόρτες και τα παράθυρα πέφτοντας πάνω στο μαλακό χώμα.

Κανείς δεν τους πήρε είδηση καθώς τροχαία κίνηση δεν υπήρχε εκείνη την ώρα, έτσι όλοι υγιείς αφού συνήλθαν από το σοκ σταμάτησαν ένα περαστικό ταξί και εγκαταλείποντας το αναποδογυρισμένο cavalier, επέστρεψαν.

Μες τη πολλή χαρά μου που τους είδα όλους σώους χωρίς καμιά γρατσουνιά, ο νους μου αμέσως πήγε στον γείτονα μου Άγιο Αρχάγγελο που τους προστάτεψε.

Και όταν ύστερα πήγα στο τόπο του δυστυχήματος αντικρύζοντας το αυτοκίνητο ως μια άμορφη μάζα παλιοσίδερων, κατάλαβα πόσο σοβαρό ήταν το δυστύχημα. Σίγουρα όποιος περαστικός το αντίκρυζε, αμέσως θα υπέθετε με σιγουριά πώς κανείς επιβάτης δεν θα είχε γλυτώσει.

Αλλά σε εμένα και στην οικογένεια μου, έλαχε να έχουμε τύχη βουνό και τον Άγιο Μηχαήλ προστάτη. Ένα Αρχάγγελο που τον όρισε ο Θεός να παίρνει τις ψυχές, αλλά που σε εμάς χαρίστηκε και προστάτευσε τις ζωές μας. Διότι αν πάθαιναν κακό οι δικοί μου, σίγουρα θα καταστρεφόταν και η δική μου ζωή καθώς δεν θα άντεχα τόσο μεγάλο πόνο.

Αμέσως έκαμα τάμα στον Άγιο, και την άλλη μέρα παράγγειλα ιερά άμφια για την Αγία τράπεζα και την ιερή πύλη του μικρού ναού.

Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, και ακόμα μέχρι σήμερα, αυτά τα ιερά άμφια σκεπάζουν την Αγία τράπεζα και την ιερά πύλη.  

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Ήταν ημέρα Σάββατο και ξύπνησα αργά πρωί, γιατί  ο ύπνος το βράδυ άργησε να με πάρει, καθώς είχα σκέψεις που δεν έλεγαν να με αφήσουν.

Ξύπνησα καλά, χωρίς τη μαστούρα του ύπνου καθόλου να με βαραίνει. Έφτιαξα τον καφέ μου και κάθισα στον υπολογιστή μου. Αφού είδα στο φατσοβιβλίο όσους με επισκέφτηκαν, διάβασα τις τρέχουσες ειδήσεις. Δεν είχε κάτι νέο, μόνο για πολέμους, για κλέφτες πολιτικούς και τραπεζίτες, και για θανατηφόρα δυστυχήματα που τον τελευταίο καιρό έχουν πληθύνει.

Καμιά χαρμόσυνη είδηση. Όλες θλιβερές για να χαλούν το κέφια. Έκλεισα λοιπόν τον υπολογιστή, πήρα το μηχανάκι μου και οδήγησα ως την παραλία.

Μου αρέσει να επισκέπτομαι την παραλία και να αγναντεύω τη θάλασσα πέρα βαθιά, και να βλέπω τα βαπόρια να ταξιδεύουν στα πελάγη. Ηρεμεί το πνεύμα μου και η καρδιά μου. Μου φεύγουν οι κακές σκέψεις και πολλά από τα βάσανα μου. Είναι κάτι που μου μεταδίδει η απεραντοσύνη της, που όταν τη σκέφτομαι, καταλαβαίνω πόσο μικρά, ασήμαντα και μάταια είναι όσα μας συμβαίνουν σε σύγκριση με το μεγαλείο της και όσα κρύβει μέσα στα βαθιά νερά της.

Χωρίς να σκεφτώ, οδήγησα στη θάλασσα δίπλα στην Αλυκή, στον τεχνητό όρμο του ξενοδοχείου ΛΑΟΥΡΑ. Εκεί, παλαιόθεν με τη σύζυγο μου τα καλοκαίρια πηγαίναμε για μπάνιο. Ήταν μια ήρεμη κρυστάλλινη ακρογιαλιά περίκλειστη μέσα σε μεγάλα βράχια, και η άμμος ξανθή και καθαρή που σκέπαζε όλη την ακρογιαλιά.

Στάθηκα πάνω σε μια πέτρα που την έβρεχε το κύμα στις τρεις μεριές, αλλά το μάτι μου δεν αγνάντεψε βαθιά τον ορίζοντα, παρα το βλέμμα μου έπεσε κάτω στα πόδια μου εκεί που αρχινούσε η θάλασσα.

Εκεί ακριβώς σ’ αυτό το βράχο πριν καιρό, είχε χάσει η γυναίκα μου, ένα θεσπέσιο χρυσόδετο θαλασσινό μαργαριτάρι που ήταν κρεμιόταν από το λαιμό της, δώρο από μένα όταν γνωριστήκαμε.

Το είχα αγοράσει σε κάποια χώρα μακρινή στο λιμάνι της Σεούλ, όταν όντας νέος ήμουν μπαρκαρισμένος στα καράβια και το ποντοπόρο πλοίο που ταξίδευα έδεσε εκεί, ράδα στο λιμάνι. Αμέσως κατέφθασαν με τις βάρκες τους μικρέμποροι με όλων των ειδών πραμάτειες και με σπαστά Ελληνικά προσπαθούσαν να μας πείσουν να αγοράσουμε. Πουλούσαν από ρούχα, ρολόγια, χρυσαφικά, και ότι άλλο βάνει ο νους. Ένας πιτσιρικάς σχιζομάτης δεν είχε πραμάτειες, παρά μόνο μέσα σε ένα ρούχο τυλιγμένα, τρία άγρια μαργαριτάρια. Ήταν πανέμορφα και καθώς εγώ λάτρης των όμορφων πραγμάτων, τον πλησίασα. Με σκληρό παζάρι τα αγόρασα και τα φύλαξα καλά στην καμπίνα μου να μην τα χάσω.

Όταν ξεμπάρκαρα μετά από λίγο καιρό, γνώρισα μια πανέμορφη κοπέλα την Μαρινέλλα την οποία και αργότερα παντρεύτηκα. Ως δώρο γνωριμίας, της χάρισα ένα από τα μαργαριτάρια το οποίο πρώτα πήρα σε ένα κοσμηματοπώλη που το χρυσόδεσε και με μια χρυσή αλυσίδα, το φορούσε συνέχεια στο λαιμό.

Το αγάπησε πολύ και δεν το αποχωριζόταν, ώσπου δυστυχώς μια κακιά μέρα, εκεί ακριβώς στο βράχο που σήμερα στεκόμουν, κόπηκε η καδένα, και έπεσε το κόσμημα μέσα στα νερά, μέσα στην άμμο της θάλασσας. Το ψάξαμε, μα όσο κι’ αν ψάξαμε δεν το βρήκαμε. Μαζί μας και άλλοι λουόμενοι ήρθαν να μας βοηθήσουν, αλλά μάταια.

Πολύ στεναχωρηθήκαμε, όχι γιατί ήταν κόσμημα αξίας, αλλά γιατί κουβαλούσε μια ιστορία πολλών συναισθημάτων, μια ιστορία αγάπης και έρωτος.

Με αυτές τι σκέψεις να με κυριεύουν, έμεινα συλλογισμένος και θλιμμένος να στέκω στον βράχο και να ενθυμούμαι τις μέρες τις παλιές, τις καλές, τις χαρούμενες, στις καλές στιγμές που με τη σύζυγο μου τακτικά περνούσαμε σ’ αυτά τα μέρη, και που τώρα δυστυχώς  είχε αποβιώσει νέα και όμορφη, πριν τόσο καιρό στα 53 της χρόνια.

Την είχε πεθάνει η κακιά ασθένεια. Η αδηφάγος αρρώστια της σύγχρονης εποχής που κατατρώγει τον κόσμο χωρίς να λυπάται κανένα, ούτε νιο, ούτε γέρο.

Με τις σκέψεις βαριές και στενοχωρημένος από τις θύμισες, καβαλίκεψα το μηχανάκι και ο δρόμος με οδήγησε στο νεκροταφείο. Ένιωσα την ανάγκη να την επισκεφτώ, και να της πω να μην στεναχωριέται που έχασε το μαργαριτάρι, καθώς για πολλή καιρό είχε μια στεναχώρια για την απώλεια αυτή. Ένιωσα την ανάγκη να τη ανάψω ένα κερί, να τη θυμιατίσω και να της κάνω δέση για ανάπαυση της ψυχής της.

Η ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ, διήγηση σκωπτική

Όταν ο άνθρωπος αποχαιρετά τον κόσμο, οι ζωντανοί τον κηδεύουν και τον αποχαιρετούν με μια υπέρτατη θρησκευτική τελετή όπου όμως πολλές φορές τα πράγματα οδηγούνται σε μια υπέρτατη υποβίβαση της αξίας της τελετής, καθώς καταντά μια κοσμική τελετή με κατάθεση στεφάνων από προύχοντες και εκφώνηση επικήδειων λόγων με τους οποίους κάποιοι πονεμένοι πολιτικοί ή και συγγενείς εξαίρουν τη ζωή, τη δράση και την προ­σφορά του αποδημήσαντος.

Και οι τεθλιμμένοι συγγενείς νιώθουν ευχαριστημένοι που ανώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας τους έκαναν την τιμή να τους τιμήσουν, αλλά το ίδιο ευχαριστημένοι και οι λυπημένοι πολιτικοί που έτοιμοι να εκφωνήσουν έναν επικήδειο, ελπίζουν στις επόμενες εκλογές να έχουν τη ψήφο τους.

Και με το πέρας της τελετής αναγγέλλονται τα ονόματα, οι τίτλοι και οι ιδιότητες των ομιλητών, που ένας ένας πλησιάζουν στο μικρόφωνο και αρχίζουν, με το νεκρό στο σεντούκι να μην αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις κοινοτοπίες και τυπικότητες και τα μεγάλα λόγια.

Ναι, όλοι οι άνθρωποι στη γη άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έχει φέρει στο νου του την δική του κηδεία. Άν θα τον κλάψουν πολύ, άν θα τον τιμήσουν, αν θα παρευρεθούν όσοι τον γνωρίζουν, αν θα τον ξεχάσουν γρήγορα… , και κάποιοι υστερόφημοι, αν θα τους γράψει η ιστορία. 

Και εγώ σαν άνθρωπος λοιπόν, έχω σκεφτεί όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Έχω ψάξει το ζήτημα, έχω διαβάσει περί αυτού, όσο όμως και αν το γνώρισα το ζήτημα και όσο και αν το έχω φιλοσοφήσει, το μυστήριο του θανάτου παραμένει ανεξήγητο στις σκέψεις μου και μου δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Υπάρχει μετα θάνατον ζωή; Όλα τα κατευόδια στη κηδεία βοηθούν ώστε να πάει η ψυχή του τεθνεώτος εν τόπο χλοερό; Χρειάζονται τόσες φανφάρες και έξοδα για τη μνήμη του; Ή μήπως όλα γίνονται γι’ αυτούς που μένουν, και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν;

Μια ευκαιρία σπουδαία να ασχοληθώ με τη δική μου κηδεία, μου έδωσε η Ντάνα η οικονόμος του σπιτιού μου όταν μου διηγήθηκε ένα όνειρο της που με είδε πεθαμένο και παρακολούθησε την κηδεία μου, όλα στο όνειρο της φυσικά.

Συγύριζε λέει το γραφείο μου, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μοναχή χωρίς εμένα η Ελένη η κοπέλα μου, που μαζί προηγουμένως είχαμε φύγει για μια εκδρομή.

-Πού είναι ο Κυριάκος,

-ο  Κυριάκος πέθανε,

απάντησε αυτή…

Το κακό μαντάτο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλο το χωριό, σε όλη την επαρχία, σε όλο το νησί καθώς ήμουν ένας γνωστός επιχειρηματίας, καθώς επίσης και ένας καλός δημοσιογράφος και συγγραφέας -όπως πίστευα-.

Και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να μαζεύεται και να ερωτά πώς πέθανα στα καλά καθούμενα.

Ήρθε και η γειτόνισσα μου η Κίτσα με την κόρη της μαυροφορεμένες, και η μάνα έβγαλε την μαύρη πλερέζα της και την κρέμασε έξω, πάνω την πόρτα του σπιτιού μου σημάδι πένθους και λύπης.

Και όλοι θρηνούσαν οι φίλοι μου και οι συγγενείς στη γειτονιά και στον καφενέ, και λέγανε,

-Ήταν καλός, δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ήταν άγιος άνθρωπος.

Και την άλλη μέρα στο δρόμο για την εκκλησία, η νεκροφόρα πέρασε πρώτα από το σπίτι μου όπου μέγα πλήθος κόσμου περίμεναν. Έβαλαν το φέρετρο πάνω στο γραφείο μου, αφαίρεσαν το καπάκι από το σεντούκι και ο Παπανδρέας άρχισε να ψέλνει ευχές συγχωρητικές για καλό Παράδεισο και τα τοιαύτα.

Κι όλοι κλαίγανε, και κλαίγανε, και σαν μοιρολογήτρες λέγανε λόγια,

-άχ τον καημένο ήταν καλός ο μακαρίτης.

Και σαβανωμένος εγώ μέσα στο σεντούκι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα και την ωχράδα την κίτρινη του θανάτου στο πρόσωπο μου που δεν καλυπτόταν από τη βαφή του μακιγιάζ, αναπαμένος πλέον από τα εγκόσμια, έτοιμος να με κηδεύσουν και να με θάψουν μέσα στη γη, μέσα σε δύο μέτρα γης.

Ύστερα έκλεισαν το καπάκι, και τέσσερις νεαροί με φορτώθηκαν στους ώμους με τα πόδια μπροστά, και εν πομπή ξεκίνησαν για την εκκλησία. Οι δρόμοι στο διάβα μας ήταν γεμάτοι κόσμο, η μεγάλη πλατέα της εκκλησίας και αυτή γεμάτη, ήταν μια εντυπωσιακή μάζωξη κόσμου που ήρθαν να με αποχαιρετίσουν, όπως ισχυρίστηκε η οικονόμος μου.

-Άλλη κηδεία σαν και αυτήν, δεν έχουμε ματαδεί,

Έλεγαν πολλοί.

-Τόσο κόσμο σε άλλη κηδεία δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή,

Είπε ένας γέρος.

Τα μεγάφωνα έξω πάνω τους τοίχους της εκκλησιάς κρεμασμένα μετέδιδαν την νεκρική ακολουθία, και οι ψαλμωδίες έσμιγαν με τα λόγια του κόσμου που μιλούσαν για τις χάρες που είχα όλες όσο ήμουν ζωντανός.

 Και ύστερα πριν ο παπάς ψάλλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι», βγήκε έξω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας όπου έστησαν από ενωρίτερα ένα μικρόφωνο η Αναστασία για να διαβάσει έναν επικήδειο.
Η Αναστασία ήταν μια χωριανή που σε μεγάλη ηλικία στα καλά καθούμενα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα, και τα κατάφερε να γίνει μια σπουδαία ποιήτρια. Έτσι ίσως εξ αυτής της ιδιότητας της, αποφάσισε να εκφωνήσει τον επικήδειο μου.
Και έλεγε η Αναστασία με στόμφο τονίζοντας τις λέξεις πόσο ήμουν καλός, και πόσο πετυχεμένος. Πόσα πολλά πρόσφερα στην κοινωνία με το πνευματικό μου έργο, και πως θα με γράψει η ιστορία.
Και έλεγε, και έλεγε, και ο κόσμος άκουε και χειροκροτούσε.
Και ύστερα όταν τέλειωσαν όλα, ανοίχτηκε δρόμος μέσα στο πλήθος για να περάσει η νεκροφόρα να με παραλάβει και να με οδηγήσει στα ψηλά κυπαρισσάκια…

Όταν τέλειωσε το διήγημα του ονείρου της η οικονόμος μου, γεμάτος περηφάνεια εγώ για την αγάπη που μου είχε ο κόσμος, σκέφτηκα πως ήμουν ένας ματαιόδοξος όπως όλοι οι άνθρωποι που ακόμα και στον θάνατο θέλουμε να ξεχωρίζουμε. 


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αποφάσισα να ασχοληθώ με το γράψιμο τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν στα πενήντα πέντε μου χρόνια είδα την ψυχική και πνευματική κακομοιριά στην οποία περιέπεσαν πολλοί συνάνθρωποι μου ύστερα από την απότομη μεγάλη ευμάρεια που τους προέκυψε με το ξεπούλημα των περιουσιών τους αντί χρημάτων. Καταλαβαίνοντας ότι δεν θα τους έβγαινε σε καλό, προσπάθησα να επηρεάσω το χαρακτήρα τους θέλοντας να βελτιώσω με τον τρόπο μου τις συνθήκες και την ποιότητα της ζωής τους κάνοντας τους να σκέφτονται με τη λογική και τη θετική γνώση η οποία πηγάζει μέσα από παρατήρηση και ανάλυση.

Η Χλώρακα την εποχή που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό και ήρεμο χωριό της επαρχίας Πάφου με μικρό πληθυσμό που οι κάτοικοι ασχολούντο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Μετά το έτος 1980 αναπτύχθηκε οικοδομικά ραγδαία και ο πληθυσμός πλήθυνε καταντώντας τη μικρη Κοινότητα σε μεγαλη κωμόπολη. Οι κάτοικοι κατ’ αρχάς άρχισαν να ξεπουλούν τις περιουσίες τους για να κτίσουν σπίτια στις κόρες τους ως όριζε το έθιμο, ή και να τις υποθηκεύουν κάνοντας υλιστικά δάνεια και κινδυνεύοντας τοιουτοτρόπως να χάσουν τα χωράφια τα οποία ήταν η ζήση τους.

Βλέποντας τον κίνδυνο να καραδοκεί καθώς επιτήδιοι τραπεζίτες και έμποροι της γης βάλθηκαν να υποθηκεύουν ή να εξαγοράζουν τις περιουσίες των κατοίκων, προσπάθησα με τη διδακτική μου αρθρογραφία να εξεγείρω τις ψυχές και το πνευματικό τους φρόνημα ώστε να αντισταθούν στον απότομο επιφανειακό πλουτισμό τους.

Και εγώ άνθρωπος με προβλήματα, προτερήματα και ελαττώματα, αλλά από τη φύση μου πνεύμα ανήσυχο, υπήρξα έντονα καυστικός και σταθερός στις απόψεις μου, ώστε με τον λόγο μου ερχόμουν σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις των, και χωρίς δισταγμό, εξέφραζα ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις μου, στηλιτεύοντας κυρίως την βλακεία, την υποκρισία και την αχαριστία, προσπαθώντας τοιουτοτρόπως να βάλω έστω ένα μικρό λιθαράκι στην αναμόρφωση τους.   

ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ:

Οι γονείς μου ήσαν φτωχοί και πολύτεκνοι. Ο πατέρας μου ήταν ο Χαράλαμπος και η μητέρα μου η Στασού, μια απλή ευλογημένη Χριστιανική γυναίκα που πέθανε  πολύ ενωρίς στα 43 της χρόνια χωρίς να προλάβει να γεράσει. Το 1971 αποφοίτησα από τη Τεχνική Σχολή Πάφου, το 1973 τέλειωσα τη στρατιωτική μου θητεία, και ακολούθως μπάρκαρα στα καράβια ως δόκιμος Μηχανικός.

Στα μακρινά  ταξίδια και στις ατέλειωτες ώρες της Ναυτικής μου μοναξιάς πάνω στα ποντοπόρα πλοία τάνκερ, ασχολήθηκα με το διάβασμα επιμελώς, καταφέρνοντας να αποκτήσω γνώσεις που αργότερα αποδείχτηκαν πολύ βοηθητικές ώστε να καταφέρω να γίνω συγγραφέας, συντάκτης, δημοσιογράφος και εκδότης δικής μου εφημερίδας.

Το 2008 εξέδωσα την «εφημερίδα της Χλώρακας» σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, την οποία έγραφα, επιμελούμουν και εκτύπωνα, ενώ ταυτόχρονα ασχολούμουν συστηματικά με τη συγγραφή και έκδοση περιοδικών, και βιβλιων.

Υπηρέτησα  τη δημοσιογραφία  από τη θέση του ιδιοκτήτη, του συγγραφέα,  του συντάκτη και του δημοσιογράφου για πέντε περίπου χρόνια εκδίδοντας την εφημερίδα σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, και ακολούθως συνέχισα να την εκδίδω ηλεκτρονικά, καθώς η μεγάλη οικονομική κρίση το 2013 που έπληξε τον τόπο, δεν μου άφησε δυνατότητες να συνεχίσω την έντυπη κυκλοφορία της.

Εκτός από τη δημοσιογραφία και την αρθογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας, ασχολήθηκα  με τη συγγραφή διηγημάτων και ιστοριών που αφορούν την παράδοση, που μέσα από τη διήγηση τους καταγράφεται ο τρόπος ζωής της παλαιάς εποχής και ο τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων με όλες τις δυσκολίες της φτώχειας και της καταδυνάστευσης τους από τους Τούρκους και Άγγλους κατακτητές, καθώς και την καταγραφή της ιστορίας της γενέτειρας μου Χλώρακας και ότι σχετικό με αυτήν.

Επιχείρησα ένα δύσκολο ενγχείρημα καθώς δεν γνώριζα τίποτα επί του αντικειμένου, ούτε και τη σύγχρονη τεχνολογία των κομπιούτερς και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων που ήταν απαραίτητα για την έκδοση της εφημερίδας. Όμως ενέσκηψα του θέματος και κατόρθωσα να γνωρίσω γενικά την διαδικασία και να την εφαρμόσω. Έμαθα να χειρίζομαι τον υπολογιστή με τον οποίο διεκπεραίωνα όλη την εργασία από γράψιμο έως σελιδοποίηση και εκτύπωση, έμαθα να χειρίζομαι τα μηχανήματα εκτύπωσης, αλλά το κυριότερο κατόρθωσα να μπορώ γράφω τα κείμενα, τα άρθρα και τις μικρές ιστορίες μου με επιτυχία, χωρίς προηγουμένως στη ζωή μου να έχω ασχοληθεί με το γράψιμο. 

Στο χρόνο που ακολούθησε σπούδασα δημοσιογραφία ένα όνειρο ζωής το οποίο κατάφερα να πραγματοποιήσω στην ηλικία των 57 ετών, αποδεικνύοντας έτσι στη πράξη την δια βίου μάθηση.  

ΩΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ:

Έχω γράψει και εκδώσει βιβλία που περιέχουν ιστορίες της παράδοσης που μέσα από τη διήγηση τους καταγράφεται ο τρόπος ζωής της παλαιάς εποχής και ο τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων με όλες τις δυσκολίες της φτώχειας και της καταδυνάστευσης τους από τους Τούρκους και Άγγλους κατακτητές. 
Είναι διηγήματά που δεσπόζουν στη συγγραφική μου δημιουργία και όταν τα διαβάζει κανείς, μεταφέρεται νοερά σε χαρακτήρες του λαού. Το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής μου έμπνευσης το άντλησα από παλιές ιστορίες διηγήσεις των γερόντων και μέσα από τη χριστιανική παράδοση.
 
Ορισμένες από τις ιστορίες περιέχουν μερική μυθολογία, και είναι αποτέλεσμα των παραλογών που δημιουργούνται όταν μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Σημασία έχει ότι είναι όλες αποτέλεσμα από αυτούσιες διηγήσεις.
Πέραν από τα βιωματικά μου διηγήματα, τα υπόλοιπα είναι παρμένα από την καθημερινή ζωή και τα ήθη και έθιμα του τόπου. Με το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου να είναι κατασκευασμένο και παντρεμένο με την πραγματικότητα και την αλήθεια των ιστορήσεων αυτών, αλλά και αντλώντας από τον πλούτο των θρύλων και των δοξασιών, απ όσα είδα και συγκινήθηκα, απ όσα άκουσα και ταράχτηκα,
  απ όσα με άγγιξαν πραγματικά και με ταρακούνησαν, τα πήρα όλα και τα μεταμόρφωσα και τα έπλασα και τα έγραψα με έναν τρόπο γραφής δικό μου με προσήλωση στη θρησκευτική πίστη, αλλά αναδεικνύοντας περισσότερο τις δεισιδαιμονικές φοβίες των ανθρώπων. 
Φτιάχνοντας μ αυτό τον τρόπο ιστορίες-διηγήματα που προκαλούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, κατάφερα στη σύντομη συγγραφική μου εργασία να αποκτήσω πολλούς αναγνώστες που περίμεναν με αδημονία την κυκλοφορία των τοπικών εφημερίδων που φιλοξενούσαν τα διηγήματα μου.
Στα διηγήματα μου προσπάθεια μου ήταν να καταγράψω όσες διηγήσεις και ιστορήσεις πρόλαβα και συνέλεξα από αφηγήσεις κυρίως γεροντότερων ανθρώπων τους οποίους πρόλαβα εν ζωή. Ήταν ένα δυσκολο έργο διότι οι περισσότεροι, ή δεν ενθυμούντο λόγω γήρατος, ή οι πλείστοι είχαν ήδη πεθάνει.
 
Συνταίριαξα όσο καλύτερα μπορούσα με δικό μου τρόπο διήγησης τις ιστορίες, άλλες με συγγραφικό οίστρο και αλλες σε συνήθη καθομιλουμένη, έτσι που να αρέσουν πρώτα σε μένα,
  ελπίζοντας ύστερα και στους αναγνώστες.

Ορισμένες από τις ιστορίες εμπεριέχουν μερική μυθολογία, και άλλες  μοιάζουν με ιστορίες άλλων περιστατικών από άλλους τόπους, σημασία όμως έχει ότι είναι όλες αποτέλεσμα από αυτούσιες διηγήσεις γεροντότερων ανθρώπων που έζησαν εκείνες τες εποχές.