Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Το μπιρμπιρίνι

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον

Ο βοσκός και ο διάολος

Ο βασιλιάς και ο χωρικός

Ο Πτωχολέων και ο βασιλιάς

Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος

ΤΟ ΜΠΙΡΠΙΡΙΝΙ

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πολύ την βασίλισσα του και όταν αυτή πέθανε λυπήθηκε πολύ και ήταν απαρηγόρητος. Είχε και μια κόρη βασιλοπούλα που στεναχωριόταν βλέποντας το μεγάλο μαράζι του πατέρα της. Σκέφτηκε να του κτίσει μια όμορφη εκκλησιά για να προσεύχεται και να βρίσκει παρηγοριά.

Την έκτισε την εκκλησιά και ήταν ένας υπέρλαμπρος ναός που όσοι έμπαιναν μέσα έμεναν έκθαμβοι. Όλοι οι πιστοί μέσα στο κατανυκτικό της περιβάλλον έβρισκαν γαλήνη και ξεχνούσαν τα βάσανα τους.

Όμως ο βασιλιάς δεν έβρισκε παρηγοριά και μέσα στην κατάθλιψη του έβγαλε φιρμάνι όποιος βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από την μιζέρια του, να τον κάνει πλούσιο.

Ο μάγος της χώρας, αμέσως έσπευσε να συμβουλεύσει τον βασιλιά.

-Άρχοντα μου, η εκκλησία που έχτισες είναι πολύ ωραία, αλλά για να ημερέψει η ψυχή σου, πρέπει να φέρεις το μπιρπιρίνι να σου κελαηδά, και τότε θα βρεις ανάπαυση.

Το μπιρμπιρίνι ήταν ένα άγνωστο μικρό πουλί που κελαηδούσε καλύτερα από αηδόνι, αλλά ήταν άπιαστο. Όσοι προσπάθησαν να το αιχμαλωτίσουν με δίχτυα, με ξόβεργα, με τόξα, με παγίδες, με αρπαχτικά γεράκια, με δόλωμα, με κάλεσμα, κανένας δεν τα κατάφερνε.

Σκέφτηκε ο βασιλιάς αφού ήταν τόσο δύσκολο το έργο, να δώσει μεγάλη αμοιβή σε όποιον μπορέσει να το πιάσει.

Έβγαλε φιρμάνι και έταξε σε όποιον τα καταφέρει να του δώσει για σύζυγο την κόρη του και το μισό βασίλειο.

Από όλη τη χώρα, τρεις φίλοι γενναία παλικάρια, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.

Ξεκίνησαν να ψάξουν σε όλη την οικουμένη ώσπου να βρουν το μπιρμπιρίνι. Έκοψαν δρόμους πολλούς, ώσπου έφτασαν στο τέλος μιας στράτας που εκεί ξεκινούσαν τρεις δρόμοι που στον πρώτο έγραφε δρόμος με επιστροφή, στον άλλο δρόμος με δύσκολη επιστροφή, και στον τρίτο δρόμος χωρίς επιστροφή.

Εκεί χωρίστηκαν με τη συμφωνία στην επιστροφή στις τόσες μέρες, να συναντηθούν εκεί, στο ίδιο σημείο. Και ο καθένας πήρε από ένα δρόμο.

Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε σε επίπεδη γη χωρίς δυσκολίες, χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο δεύτερος δρόμος οδηγούσε σε μέρη κακοτράχαλα αλλά χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο τρίτος δρόμος οδηγούσε σε κακοτράχαλη γη με ληστές και πολλούς εχθρούς.

Όταν πέρασαν μέρες και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο κατά την επιστροφή τους, οι δύο πρώτοι γύρισαν άπραχτοι και στεναχωρεμένοι, ενώ ο τρίτος που κοπίασε περισσότερο και ευοδώθηκαν οι προσδοκίες του, στο χέρι κρατούσε ένα κλουβί που μέσα ήταν το μικρό μπιρμπιρίνι.

Οι φίλοι του ζήλεψαν και συνωμότησαν να του το πάρουν. Έτσι μια νύχτα που έπεσαν να κοιμηθούν, έκλεψαν το πουλί και ξεκίνησαν πρώτοι να παρουσιαστούν στο βασιλιά.

Όταν όμως του το πρόσφεραν, αυτό δεν έλεγε να κελαηδήσει. Και ύστερα από πολλές προσπάθειες και πολλή ώρα που δεν κελαηδούσε, νάσου μες την εκκλησιά μπαίνει το τρίτο παλικάρι και λέει στους παρευρισκόμενους τα καθέκαστα. Οι φίλοι του όμως αρνίστηκαν και ισχυρίστηκαν πως αυτός έλεγε ψέματα.

Ο βασιλιάς έμεινε λίγο σκεφτικός, και ύστερα πήρε το κλουβί από τα χέρια τους και το έδωσε στο τρίτο παλικάρι. Το μπιρμπιρίνι αμέσως άρχισε να κελαηδά και με τη γλυκύτατη φωνή του είπε με ανθρώπινη λαλιά στο βασιλιά την πάσα αλήθεια. Το κελάηδημα του ήταν τόσο γλυκό που ο βασιλιάς το ένιωσε σαν βάλσαμο και με ευχαρίστηση πάντρεψε την κόρη του με το νέο παλικάρι, ενώ τους άλλους δύο τους τιμώρησε με εξορία.

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟ 

Σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια φτωχή χηράτη με το μονάκριβο γιο της που με κόπο προσπαθούσε να τον αναγιώσει. Δεν γύρεψε άλλη παντρειά, έμεινε μαγκούφα με μόνο σκοπό να μην του λείψει τίποτα. Ξενοδούλευε στα χωράφια μέρα νύχτα για να τον μεγαλώσει και να τον μορφώσει. Τον αγαπούσε πολύ και με χίλιες δυο στερήσεις προσπαθούσε για λόγου του.

Και αυτός όμως την αγαπούσε πολύ και δεν της χαλούσε χατίρι. Την άκουε και την υπάκουε, γι αυτόν ο λόγος της ήταν προσταγή.

Μια Κυριακή που ο κανακάρης της έλειπε από το σπίτι και η χηράτη είχε σχόλη και έκανε τις δουλειές του σπιτιού, από τη στράτα έξω πέρασε μια ξένη γριά ακουμπώντας το ραβδί της και έδειχνε κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Της φώναξε να κοπιάσει να την φιλέψει και να ξεκουραστεί.

Η γριά αφού δροσίστηκε και ξεκουράστηκε, της πρότεινε για την καλοσύνη της να της πει τη μοίρα. Και η χηράτη που πίστευε πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο, δέχτηκε πρόθυμα.

Η γριά ξεκρέμασε από το λαιμό της ένα σταυρουδάκι και κρατώντας το από την αλυσιδίτσα, το κράτησε ψηλά ακίνητο. Το σταυρουδάκι άρχισε από μόνο του να κινείται πέρα δώθε, και ύστερα να κάνει μικρούς κύκλους που σιγά σιγά δυνάμωναν, και να κυλίεται τεθλασμένα.

Η χηράτη που την παρακολουθούσε, είδε απότομα το πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να αφήνει το σταυρό να της πέφτει χάμω.

-Τι συμβαίνει, τι έπαθες, τι είδες; Τη ρώτησε ανήσυχη η χηράτη.

-Καλή μου κοπέλα, μεγάλο κακό θα σε έβρει. Έχεις ένα γιο που όταν θα τον παντρέψεις, τη νύχτα του γάμου θα τον δαγκώσει ένα φίδι και θα αποθάνει, της απάντησε η γριά.

Η καημένη μάνα αναστατώθηκε γιατί πίστεψε τα λεγόμενα της, και στεναχωρεμένη για μέρες νηστική και φοβισμένη σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γλυτώσει το γιο της. Ήταν σίγουρη πως της έλεγε την αλήθεια, γιατί καθώς πίστευε πολύ στη μοίρα, ήταν επίσης απόδειξη πως η γριά έλεγε αλήθεια καθώς δεν ήξερε πως είχε γιο, αλλά το είδε διαβάζοντας τη μοίρα της.

Βάλθηκε από εκείνη τη μέρα να υποβάλει στο μυαλό του παιδιού της να γίνει μισογύνης και να μην θέλει να παντρευτεί καμιά γυναίκα όταν θα μεγάλωνε, αλλά να μείνει γεροντοπαλίκαρο. 

Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και δεν ήθελε να παντρευτεί. Μισούσε τις γυναίκες και τις θεωρούσε μπελά στη ζωή του. Η μάνα του πίστεψε πως είχε επιτύχει το σκοπό της και η ψυχή της επιτέλους ηρέμησε.

Αλλά άλλες οι βουλές του μυαλού, και άλλες της καρδιάς. Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που την αγάπησε κεραυνοβόλα, και μονομιάς αναθεώρησε τις αντιλήψεις του.

Η μάνα έκλαιγε και οδυρόταν και του εξηγούσε το κακό που θα γινόταν, αλλά αυτός ανένδοτος δεν την άκουσε, ήταν η πρώτη φορά που την παράκουσε.

Και ήρθε η μέρα του γάμου. Τέλειωσε το μυστήριο, διασκέδασαν οι καλεσμένοι, και το βράδυ αργά, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιο τους.

Όλοι διασκέδασαν και χόρεψαν, εξόν από τη μάνα που ανήσυχη και φοβισμένη, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι, πήρε μια τσάπα και κρύφτηκε πίσω από το ερμάρι περιμένοντας να σκοτώσει το φίδι.

Όταν αργά το πρωί άκουσε το σύρσιμο του φιδιού που ερχόταν, με μίσος σήκωσε ψηλά τη τσάπα και έκοψε την κεφαλή της κουφής που με δύναμη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και πετάχτηκε μακριά. Ύστερα ανακουφισμένη έφυγε αθόρυβα χωρίς να την πάρουν χαμπάρι.

Αλλά ώ τι δυστυχία, το ξημέρωμα όταν ο γαμπρός σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, το κεφάλι του φιδιού που εκσφενδονίστηκε ήταν μέσα και πατώντας το τα δηλητηριώδη δόντια του τον δάγκωσαν και τον άφησαν στον τόπο.

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ

Ήταν ένας βοσκός που ζούσε μέσα στα λαόνια, και σπάνια κατέβαινε στο χωριό. Μια φορά κατέβηκε στο χωριό, και γιά πρώτη φορά μπήκε μες την εκκλησιά. Μέσα είδε πολλές εικόνες που είχαν μπροστά τους καντήλια και κεριά αναμμένα. Πρόσεξε όμως πως μια εικόνα μαύρη με έναν μαύρο που είχε κέρατα στην κεφαλή, δεν είχε μήτε καντήλι, μήτε κερί αναμμένο. Πήγε στον παπά και του ζήτησε να ανάψει ένα κερί, και αυτός θα το πλερώσει.

 -Όχι του λέγει ο παπάς, δεν του ανάβω κερί γιατί είναι ο διάβολος. Ο βοσκός πήγε στο παγκάρι, έβαλε μια πακίρα και πήρε ένα κερί το οποίον άναψε και τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του διαβόλου.

Την νύχτα στον ύπνο του τον επισκέφτηκε ο διάβολος και του λέει,

 -Σε ευχαριστώ που μου άναψες ένα κερί, γι αυτό θέλω να σου κάνω μια χάρη, τι χάρη επιθυμείς;

-Τίποτα απαντάει ο βοσκός, δεν χρειάζομαι τίποτα.

-Καλά, όμως πάμε έξω να κουβεντιάσουμε λίγο, του ζήτησε ο διάβολος.

Πήγαν έξω να κουβεντιάσουν, αλλά ο βοσκός κατουρήθηκε και κατούρησε στην αυλή.

Το πρωί που ξύπνησε ήταν κατουρημένος πάνω του και ντρεπόταν να σηκωθεί. Η γυναίκα του τον ρώτησε γιατί δεν σηκώνεται να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή, και αυτός της εξήγησε ψέματα πως τη νύχτα ήπιε λίγο παραπάνω και κατουρήθηκε πάνω του.

Την επόμενη νύχτα πάλι του κατέβηκε ο διάβολος και του είπε ξανά τι χάρη θέλει να του κάμει.

 -Τίποτα δεν θέλω από σένα, εψές με έβαλες και εκατούρησα πάνω μου.

-Μα δεν γίνεται, πρέπει οπωσδήποτε να σου κάμω ένα θέλημα, είσαι ο μόνος που μου άναψες ένα κερί, πρέπει να σου το ανταποδώσω.

Στα πολλά που επέμενε ο διάβολος, ο βοσκός του λέει,

-Άτε φέρμου λίγα ριάλια.

Τον πήρε ο διάβολος από το χέρι και τον κατέβασε στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του χρυσάφια και ριάλια, όταν ξαφνικά τους πήραν είδηση οι φρουροί του βασιλιά.

 -Πάμε να φύγουμε, μας πήραν χαπάρι.

Το έβαλαν στα πόδια μπροστά ο διάβολος, πίσω ο βοσκός. Σε μια στιγμή όμως, οι φρουροί τον έφτασαν και τον άρπαξαν από τα πόδια.

-Βοήθα με να ξεφύγω, φώναξε ο βοσκός.

-Χέσε να τους λούσεις, για να σε αφήσουν, του απαντά ο διάβολος.

Τους χέζει και τους λούζει για να βρωμίσουν και να τον αφήσουν, και απότομα ξύπνησε χεσμένος στο κρεββάτι με την ατμόσφαιρα να βρωμά και την γυναίκα του να ξυπνά και να φωνάζει.

 

Πρωί πρωί ο βοσκός παίρνει τη μαγκούρα του και πάει κάτω στο χωριό, βρίσκει τον παπά και αφού του εξιστόρησε τα γεγονότα, του ζήτησε να ξεκλειδώσει την εκκλησιά.

Μπαίνει μέσα, αρπάζει την εικόνα του διαβόλου, την έκανε κομμάτια με την μαγκούρα του και την τσαλαπάτησε χαμαί.

Από εκείνη τη στιγμή, ο διάβολος δεν τον ξαναεπισκέφτηκε στον ύπνο του.  

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ

Ένας βασιλιάς βγήκε περίπατο εις το βασίλειον του. Σε έναν αγρό συνάντησε έναν γνωστόν υπήκοο του να παίζει με τον μικρόν υιόν του. Τον ερώτησε αν είναι συγγενής του, και ο χωρικός απάντησε,

-εν ο μασκαράς ο γιος μου.

Μετά από λίγα έτη, πάλιν ο βασιλιάς εβγήκε περίπατο, και ξανασυνάντησε τον χωρικό να εργάζεται στα χωράφια βοηθούμενος από τον δεκάχρονον πλέον υιόν του. Τον ηρώτησε και πάλιν αν είναι συγγενής του.

-Εν ο πουμουσιάρης μου.

Παρήλθαν κάμποσα χρόνια ακόμα, και ξαναβγήκε περίπατο στον ίδιον τόπο. Και πάλιν συνάντησε τον χωρικό με έναν νέο να εργάζεται αντ αυτού.

-ποιος είναι ο νέος; Τον ερώτησε.

-Είναι ο χειρότερος μου εχθρός απάντησε ο χωρικός.

-Γιατί είναι ο υιός σου ο χειρότερος εχθρός σου; Αρώτησεν ο βασιλιάς.

-Διότι όταν ήταν μασκαράς με τα καμώματα του με έκανε να διασκεδάζω και να τον αγαπώ. Όταν ήταν φουμουτσιάρης μου, με εβοήθαν στην εργασίαν μου. Τώρα που μεγάλωσε και εγώ γέρασα, εύχεται  να αποθάνω για να κληρονομήσει την περιουσία μου.

Ο ΠΤΩΧΟΛΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο Κύπριος χρονικογράφος των Μεσαιωνικών χρόνων Λεόντιος Μαχαιράς. κατέγραψε την ιστορία του Πτωχολέοντα τον 14ο  αιώνα σε έμμετρο λόγο.

Ο Πτωχολέων ήταν άρχοντας κτηματίας, που όμως δεν άντεξε τις καταστροφικές επιδρομές των Σαρακηνών και καταστράφηκε οικονομικά. Μαραζωμένος από την καταστροφή και μη υποφέροντας τα παιδιά του να είναι πτωχά, τα διέταξε να τον πωλήσουν σκλάβο στο βασιλιά ώστε με τα χρήματα να έχει η φαμελιά πόρους για να ζήσει.

Έτσι και εγίνει. Εκείνες τις ημέρες έφτασε στον τόπο ένας πραματευτής έχοντας στην κατοχή του ένα όμορφο πετράδι που το είχε για πούλημα. Πήγε στο βασιλιά και του είπε πως είχε ένα ωραίο μαργαριτάρι που ταίριαζε με το στέμμα. Ο βασιλέας έφερε 

επαγγελματίες τεχνίτες πολύτιμων λίθων για να εκτιμήσουν την αξία του. Αφού το εκτίμησαν πως είχε μεγάλη αξία, ο βασιλιάς έδωσε στον έμπορο πολλά χρυσά και αργυρά νομίσματα και το αγόρασε. Τα χρήματα όμως ήταν πολλά, και τη νύχτα που έπεσε να κοιμηθεί θυμήθηκε τον καινούργιο του σκλάβο τον Πτωχολέοντα που είχε φήμη πως ήταν σοφός, και σκέφτηκε να πάρει τη γνώμη του.

Το πρωί έπεψε και του φέρανε τον πτωχό σκλάβο. Τον κάθισαν δίπλα στο τζάκι πάνω στη στάχτη, και τον ρώτησαν πόσο αξίζει το πετράδι. Οι προύχοντες του βασιλιά περιγελώντας τον του έδειξαν τον πολύτιμο λίθο. Και είδε ο γέρων τούτο το καλό πράγμα κατά τους προύχοντες, και τους είπε,

- Τρία κουφά καρύδια αξίζει.

Τον άκουσε ο βασιλιάς και αι εγίνην του θανάτου. Πως ξεγελάστηκε και πλήρωσε χιλιάδες χρυσάφια και ασήμια; Αυτός ένας βασιλιάς με τόσους σοφούς συμβουλάτορες γελάστηκε από έναν γυρολόγο πραματευτή;

Τον είδε ο Πτωχολέων που εφουρκίστει, και ήρεμα του είπε,:

-Τι θυμώνεις, γιατί στεναχωριέσαι Τόσα βασιλέα μου αξίζει και σου λέω την αλήθειαν. Γροίκα, αφέντη βασιλέα, το λιθάριν που χουμίζουν, έχει σκώληκαν αππέσω και όταν έλθει το θέρος και βράσουν οι μέρες, το σκουλούκιν θα αρχίσει να κατατρυπά τον λίθον. Και όσα λέγω αν δεν πιστεύεις, όρισε τον κοσμηματοποιό σου, όρισε τον χρυσοχόν σου, και ας σκίσουν το λιθάριν, και να δεις αν είμαι ψεύτης.

Τότε όρισεν ο βασιλέας και ήλθεν ο κοσμηματοπώλης ο μέγας, ο οποίος έσκισε το λιθάριν, και ηύρεν σκώληκαν αππέσω, πού έτρωγεν τον λίθον.

Και βασιλέας εξέστηκε και υπερθαυμάστηκεν πώς ο γέρων εκατάλαβε ότι το λιθάρι είχεν σκώληκαν αππέσω.

Και όταν πήραν τον γέροντα πάλιν στη φυλακή την μαύρην, ο βασιλέας όρισε στον κελάρη να του δίνει διπλό φαγητό και νερό.

Υ.Γ. Η εξυπνάδα και οι γνώσεις του Πτωχολέοντα τον ανέδειξαν στα μάτια του βασιλιά και έτσι όποτε ήθελε συμβουλές τον καλούσε και άκουε τη γνώμη του. Στο τέλος αφού αποδείχτηκε σοφός και αναντικατάστατος, τον ελευθέρωσε, του πρόσφερε κτήματα και περιουσίες ως αποζήμίωση για τη σκλαβιά του, και τον ώρισε αρχισυμβουλάτορα του.

Ο ΚΑΛΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

Η Διήγησις Απολλωνίου της Τύρου είναι μια δημώδης και περιπετειώδης έμμετρη Μυθιστορία σε έμμετρο λόγο του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.˙ 

Ο αντριωμένος πρίγκιπας Απολλώνιος εξέχων πολίτης της Τύρου τίμιος και ηθικός άνθρωπος, ζούσε χρηστά κατά το πρέπον ως όριζαν οι παρακαταθήκες της Αγίας εκκλησίας.

Καθώς ως πρίγκιπας ζούσε κοντά στο παλάτι παρακολουθούσε τις ακολασίες του βασιλέως και εξανίστατο, αλλά κυρίως δεν άντεχε την μέγιστη αμαρτία της αισχρής αιμομιξίας που διέπραττε. Για να τον αναγκάσει να συνετιστεί, αποκάλυψε στο λαό τις ακολασίες του.

Ο αμαρτωλός βασιλιάς θύμωσε και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Διέταξε τους φύλακες να τον συλλάβουν και να τον φυλακώσουν. Πριν φτάσουν όμως οι στρατιώτες στο σπίτι του, ο Απολλώνιος πληροφορήθηκε τις προθέσεις του βασιλιά, και έτσι διωκόμενος μπήκε σε ένα πλοίο να δραπετεύσει.

Στη θάλασσα της Λιβύης δυστυχώς ξέσπασε μεγάλη φουρτούνα και βούλιαξε το πλοίο. Τυχερός ο Απολλώνιος γλύτωσε και βγαίνοντας στη στεριά, με ρούχα ζητιάνου παρουσιάστηκε στο βασιλιά Αρχίστρατο της Τρίπολης ο οποίος τον δέχτηκε στη δούλεψη του ως μουσικό διδάσκαλο.

Με την ευγένεια και τη μόρφωση που τον διακατείχε, κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια του βασιλέως ο οποίος του ανέθεσε τη μουσική διδασκαλία της κόρης του Αρχιστρατούσας. Η όμορφη κόρη ερωτεύτηκε τον δάσκαλο της, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας έρωτας παράφορος. Και ο καλός βασιλιάς καθώς είχε πολύ συμπαθήσει τον Απολλώνιο, και καθώς αγαπούσε πολύ την κόρη του, δεν της χάλασε χατίρι και αποφάσισε και τους πάντρεψε.

Ως άνθρωπος με τιμή και μόρφωση, αλλά ένεκα και της καλής του συμπεριφοράς προς όλους τους ανθρώπους, ο Απολλώνιος έγινε πολύ συμπαθής και αγαπητός στο λαό ο οποίος ζήτησε από τον βασιλέα να τον διορίσει να αναλάβει την βασιλεία της πόλεως της Αντιόχειας.

Έτσι έγινε, και όταν ήρθε ο καιρός επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο να πάνε στη μεγάλη πόλη.

Στο ταξίδι όμως μεσοπέλαγα ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή και από την ταλαιπωρία την Αρχιστρατούσα έπιασαν οι κοιλόπονοι με αποτέλεσμα να γεννήσει πρόωρα και η ίδια έπεσε σε νεκροφάνεια.

Απαρηγόρητος ο Απολλώνιος νομίζοντας την πεθαμένη, τοποθέτησε το σώμα της σε φέρετρο και το άφησε στη θάλασσα, ενώ την κόρη του που τη βάφτισε στον αέρα Ταρσία, την εμπιστεύτηκε σε ένα ζευγάρι από την Ταρσό της Κιλικίας. Ο ίδιος γεμάτος θλίψη ρίχτηκε σε πολύχρονα ταξίδια μήπως βρει παρηγοριά και μπορέσει να απαλύνει τον πόνο του για το χαμό της αγαπημένης του.

Το φέρετρο της Αρχιστρατούσας από τα ρεύματα ξεβράστηκε στις ακτές της Εφέσου όπου με τη βοήθεια καλογριών συνήρθε από τη νεκροφάνεια και ζωντάνεψε. Και αυτή απαρηγόρητη, εγκλείστηκε σε μοναστήρι όπου παρελθόντων των χρόνων έγινε ηγουμένη.

Η Ταρσία μεγάλωσε με πολλά βάσανα και ταλαιπωρίες, και τέλος πουλήθηκε ως σκλάβα σε πειρατές από τη Μυτιλήνη. Συμπωματικά σε ένα ταξίδι των πειρατών στην Τρίπολη την έστειλαν στο παλάτι να παρηγορήσει τον πικραμένο Αρχίστρατο με τη μουσική της που ως κόρη του Απολλώνιου είχε στις φλέβες την τέχνη των Μουσών.

Και ο Αρχίστρατος βλέποντας την αμέσως κατάλαβε ποια ήταν. Χαρές, γιορτές και πανηγύρια ακολούθησαν την συνεύρεση τους, και η Στασία έμεινε στο παλάτι να ζήσει με τον παππού της ο οποίος όταν ήρθε ο καιρός την πάντρεψε με τον Δαγόρα τον μεγάλο άρχοντα της Μυτιλήνης, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 

Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος περιπλανήθηκε σε λιμάνια και χώρες και έζησε πολλές περιπέτειες επικίνδυνες προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του. Αλλά αυτός δεν λιγόστευε και του κατέτρωγε τα σωθικά. Ήταν πάντα θλιμμένος και μαραζωμένος.

Με όσα δύσκολα έζησε, με όσα είδε και γνώρισε, θα έπρεπε η καρδιά του να σκληρύνει και να γίνει πέτρα. Παρ όλα αυτά έμεινε αγνός και πιστός στο μεγαλοδύναμο Θεό και καλός βοηθός των ανθρώπων.

Και ήρθε καιρός που ο Θεός τον αντάμειψε. Του έστειλε προφητικό όνειρο που τον οδήγησε στο μοναστήρι της Αρχιστρατούσας.

Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που ξανάσμιξαν, μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής όπου ο λαός της Αντιόχειας έστησε μεγάλη γιορτή προς τιμήν τους, και ακολούθως τους αναγόρευσαν βασιλείς.

 






Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ





Σάββας Νικολαϊδης, ο πρώτος κτήτορας και μεγάλος δωρητής της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου στους κατοίκους της Χλώρακας και των άλλων ορθόδοξων Χριστιανών καθώς και των αλλόθρησκων που ήθελαν να πιστεύουν και να δοξάζουν τον Άγιο Στέφανο.


Το μήνα Ιούνιο του 2011 περατώθηκε το κτίσιμο της ωραιότατης εκκλησίας του  Αγίου Στεφάνου σε αντικατάσταση της παλαιάς που ήταν μικρός και πρόχειρος ναός και ήταν αφιερωμένος στον Πρωτομάρτυρα  σε ένδειξη παραλιρισμού της μαρτυρίας του δια λιθοβολισμού, που πανόμοια δεινά και μαρτύρια υπέφεραν οι Έλληνες Χριστιανοί από τους Τούρκους τον 18ο αιώνα.
Εκτός από ένα μικρό παρεκκλήσιο που ευρίσκεται στη περιοχή Πάχνας, η Ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα που είναι αφιερωμένη στον Πρωτομάρτυρα, είναι  η μοναδική στην Κύπρο.

Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου λαμπρός ναός, πέρα από την λατρευτική του σημερινή λειτουργία  που ξανακτίστηκε μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ώστε να χωρεί περισσότερους πιστούς, έχει να επιδείξει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από την κατασκευή του ως πρόχειρου υποστέγου μέχρι την σημερινή μορφή την μεγαλόπρεπη και πανθαύμαστη.
Μεταξύ 1850 και 1880, ο μεγάλος τσιφλικάς της περιοχής Σάββας  Νικολαϊδης είχε μεγαλη περιουσία στην περιοχή της Λέμπας και μέσα σ αυτήν υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Αυτόν το χώρο διάφοροι περαστικοί και ντόπιοι πιστοί το χρησιμοποιούσαν ως λατρευτικό χώρο για να τιμούν τον Άγιο Στέφανο, οπότε αυτός σε μια κρίση πίστεως το έκτισε και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι και το δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.
Με την πάροδο των χρόνων, ύστερα από την εγκατάλειψη του χωριού από τους Τούρκους και την εγκατάσταση σ αυτό Χριστιανών Ελλήνων, το εκκλησάκι λειτούργησε πλήρως ως εκκλησία των πιστών. Στους σημερινούς καιρούς που ο κόσμος στράφηκε ξανά προς τη θρησκεία θέλοντας ίσως αποκούμπι στους δύσκολους καιρούς που διερχόμεθα, δεν χωρούσε το μικρό εκκλησάκι όλους τους πιστούς, οπότε μερικοί προοδευτικοί άνθρωποι κάτοικοι της Λέμπας πρόσφυγες που έτυχε να είναι επίτροποι τους καιρούς που χρειάστηκε να μεγαλώσει η εκκλησία, δεν δίστασαν να προβούν στο μεγάλο εγχείρημα, να ξανακτίσουν εκ βάθρων, και να θεμελιώσουν την μεγαλύτερη σε μέγεθος εκκλησία στην σημερινή της μορφή. Πρόκειται για τους Παπαχαράλαμπο Παπαντωνίου (Παπάχαμπης) από τη Χλώρακα, Ανδρέα Λ. Καμπανέλα, Λοϊζο Λοϊζου, Μωϋση Σεραφείμ αμφότεροι από το Πατρίκι Αμμοχώστου, Νεκτάριο Σιδηρόπουλο από την Ελλάδα και τον Βαρνάβα Α. Βαρνάβα από τα Κάτω Βαρώσια. Με πενιχρά οικονομικά μέσα σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, η σημερινή εκκλησιαστική επιτροπή υπό των Παπασταύρου Λεωνίδα, Λοϊζου Λοϊζου, Μωυσή Σεραφείμ, Νίκου και Κούλλας Όψιμου, Νεόφυτου Χαραλάμπους, κατάφεραν να μαζέψουν μεγάλο μέρος από το ποσό των χρημάτων που χρειάστηκε, καθώς και δάνειο  που σύναψαν για την περάτωση ναού του θαυματουργού Αγίου.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ο Άγιος Στέφανος είχε επιλεγεί ως διάκονος, ήταν δηλαδή ένας από αυτούς που βοηθούσαν στις αγάπες, στα κοινά τραπέζια των πρώτων Χριστιανών. Λέγεται
μάλιστα και Άγιος Στέφανος ο Αρχιδιάκονος επειδή στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται ότι ήταν ο πρώτος που επιλέχτηκε ως διάκονος.
Οι  επτά διάκονοι ήταν ο Στέφανος, ο Φίλιππος, ο Πρόχορος, ο Νικάνωρ, ο Τίμωνας, ο Παρμενάς και ο Νικόλαος, τους είχε διαλέξει ο λαός και τους είχαν μεταδώσει τη χάρη του θεού οι Απόστολοι. Ετσι ο λόγος του θεού έφτανε σε όλο και περισσότερους, το πλήθος των μαθητών αυξανόταν και πάρα πολλοί Ιουδαίοι βαπτίζονταν Χριστιανοί.
Ο Άγιος Στέφανος ήταν γεμάτος πίστη και με τη δύναμη του θεού έκανε μεγάλα θαύματα και κήρυττε τον θείο λόγο. Γινόταν συζήτηση για τον Ιησού Χριστό και διαφωνούσαν οι Ιουδαίοι, οι Σαδδουκαίοι, οι Φαρισαϊοι και οι Ελληνιστές (Ελληνιστές ονομαζόντουσαν είτε οι Χριστιανοί που προέρχονταν από τους Εθνικούς, είτε οι Χριστιανοί που δέχονταν την Αγία Γραφή των Εβδομήκοντα). Άλλοι έλεγαν τον Ιησού Χριστό πλάνο, άλλοι προφήτη κι άλλοι Υιό θεού. Τότε ο Άγιος Στέφανος ανέβηκε κάπου ψηλά και κήρυξε λέγοντας "Γιατί αυξήθηκαν τόσο οι κακίες σας αδελφοί και είναι όλη η Ιερουσαλήμ ταραγμένη; Μακάριοι είναι οι άνθρωποι που δεν έβαλαν ποτέ δισταγμό στην καρδιά τους για τον Ιησού Χριστό επειδή αυτός κατέβηκε από τους Ουρανούς για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία".
Αλλά οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία του επειδή ο Άγιος Στέφανος είχε την φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι έφεραν ψευδομάρτυρες οι οποίοι είπαν ότι ο Άγιος Στέφανος βλασφήμησε κατά της Ιερουσαλήμ και κατά του θεϊκού νόμου και συνέλαβαν τον Άγιο Στέφανο και τον οδήγησαν στους ιερείς για να δικαστεί.
Στο δικαστήριο είδαν ότι το πρόσωπο του Αγίου Στεφάνου ήταν λαμπρό και φωτεινό σαν αγγέλου και ο αρχιερέας τον ρώτησε αν αληθεύουν οι καταγγελίες εναντίον του. Ολόκληρο το έβδομο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων έχει την απολογία του Αγίου Στεφάνου. Ο Άγιος Στέφανος κάνει μια σύντομη αναδρομή σε γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης που φανέρωναν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν πράγματι ο Μεσσίας που περίμεναν.
Τους είπε σκληροτράχηλους, επειδή δεν έσκυψαν το κεφάλι τους μπροστά στο θεό, τους έκρινε διότι δεν είχαν διώξει την κακία από τις καρδιές του και τους είπε ότι έκλειναν τα αυτιά τους και δεν άκουγαν το λόγο του θεού, Συνέχεια φέρονταν ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, όπως οι προγονοί τους οι οποίοι δεν είχαν αφήσει ούτε έναν προφήτη που να μην τον είχαν καταδιώξει και σκότωσαν όλους όσους είχαν προαναγγείλει την έλευση του Δικαίου. Και οι Ιδιοι, όπως οι προγονοί τους, όταν ήρθε ο Δίκαιος Ιησούς Χριστός έγιναν προδότες και φονείς του, και δεν φύλαξαν τις εντολές και τον νόμο που τους είχε δώσει ο θεός.
Όσο άκουγαν τα λόγια του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα, οι Ιουδαίοι εξοργίζονταν όλο και περισσότερο. Ο Άγιος Στέφανος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, κοίταξε στον ουρανό και είδε τη δόξα του θεού και τον Ιησού Χριστό να στέκεται στα δεξιά του Πατρός. Οι Ιουδαίοι δεν άντεξαν και μέσα στην κακία τους πήραν πέτρες και λιθοβόλησαν τον Άγιο Στέφανο μέχρι θανάτου.
Καθώς πέθαινε ο πρωτομάρτυρας του Χριστιανισμού Άγιος Στέφανος, τους συγχώρεσε και παρακάλεσε τον θεό, στην τελευταία του προσευχή, "Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτία ταύτην". Ο Άγιος Στέφανος μαρτύρησε 3 χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, το 36 μΧ.
Κάποιοι πιστοί κι ευλαβείς άνδρες πήραν το σώμα του Αγίου Στεφάνου, το έβαλαν μέσα σε ένα σεντούκι από ξύλο περσέας (δηλ. ροδακινιά) και το απέθεσαν στο πλαϊνό μέρος του Ναού. Τότε πίστεψαν στο Χριστό ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς και τους βάπτισαν οι Απόστολοι.
Ο Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Αποστόλου Παύλου, ήταν και συγγενής του Αγίου Στεφάνου. Ήξερε τον ενάρετο βίου του Αγίου Στεφάνου και παρακάλεσε τους Αποστόλους και του έδωσαν το ιερό λείψανο και το έθαψε σε κοιμητήριο στο χωριό του σε απόσταση 20 μίλια από τα Ιεροσόλυμα, τον οποίο χώρο προόριζε για την προσωπική του ταφή. Οι Απόστολοι τον συνόδευσαν και ενταφίασαν το λείψανο του Αγίου Στεφάνου.
Ο Νικόδημος, που είχε πάει την νύχτα στον Ιησού, και ήταν συγγενής του Γαμαλιήλ, παρακάλεσε τον Απόστολο Πέτρο και τον βάπτισε Χριστιανό. Οι Ιουδαίοι εξοργίστηκαν όταν το έμαθαν αυτό και αναθεμάτισαν τον Νικόδημο, πήραν τα υπάρχοντα του και τον έδειραν πολύ. Ο Γαμαλιήλ πήρε στο σπίτι του τον ανιψιό του Νικόδημο, αλλά τελικά παρά τις φροντίδες ο Νικόδημος απεβίωσε απ' τις πληγές του κι έγινε κι αυτός Μάρτυρας του Χριστού. Ο Γαμαλιήλ ενταφίασε τον Νικόδημο κοντά στον Άγιο Στέφανο και κατόπιν βαπτίστηκε και ο ίδιος.
Μετά το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου εξαπολύθηκε μεγάλος διωγμός στα Ιεροσόλυμα κατά των Χριστιανών. Επικεφαλής των διωκτών των Χριστιανών ήταν ο Σαούλ (ή Σάυλος), ο οποίος ήταν παρών και στο μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου. Αλλά με θαυματουργικό τρόπο κι ενώ ο Σαύλος κατευθυνόταν προς τη Δαμασκό, οπό διώκτης γίνεται πιστός, ο γνωστός σε όλους μας Απόστολος Παύλος - ο Απόστολος των Εθνών.
Τη μνήμη του Αγίου Στεφάνου την τιμούμε στις 27 Δεκεμβρίου, δυο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα και την ανακομοιδή των λειψάνων του στις 2 Αυγούστου.

Απολυτίκιο του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα: βασίλειον διάδημα, εστέφθη ση κορυφή, εξ άθλων ων υπέμεινας, υπέρ Χρίστου του θεού, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε συ γαρ την Ιουδαίων απέλεγξας μανίαν, είδες σου τον Σωτήρα, του Πατρός δεξιόθεν. Αυόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιο του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα: Ο Δεσπότης χθες ημϊν, δια σαρκός επεδήμει και ο δούλος σήμερον, από σαρκός εξεδήμει, χθες μεν γαρ, ο βασιλεύων σαρκί ετέχθει, σήμερον δε ο οικέτης λιθοβολείται, δια αυτόν και τελειούται ο Πρωτομάρτυρας και θείος Στέφανος.

Γεννήθηκε στη Χλωρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς λάτρεις της Χριστιανοσύνης που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά του την ίδια αγάπη. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αφού αγαπούσε τα θεία και συνεπαιρνόταν από τη μυσταγωγία που ένιωθε όποτε από μικρός με τον πατέρα του κάθε Κυριακή πήγαιναν να λειτουργηθούν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας.
Όταν μεγάλωσε έγινε ένας ήρεμος άνθρωπος χαμηλών τόνων που κοίταζε την οικογένεια του και την εργασία του, αλλά που ακόμα είχε μέσα του την επιθυμία της ιεροσύνης. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε, και όταν τα χρόνια πέρασαν, πήρε απόφαση ότι θα έμενε παντοτινά απλός πολίτης, ένας απλός πιστός Χριστιανός. Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε στη Γεροσκήπου. Έκαμε κάμποσα παιδιά, που για να τα ζήσει έκαμνε διάφορες εργασίες δουλεύοντας σκληρά νύχτα και μέρα, αφοσιωθηκε εξ ολοκλήρου να τα αναγειώσει, να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει. Κάθε Κυριακή τους στοίβαζε όλους, σύζυγο και μωρά μέσα στο μικρό του αυτοκίνητο και πήγαιναν στην εκκλησιά της Παναγίας στη Χλώρακα όπου συναπαντιόνταν όλοι οι στενοί συγγενείς, γονείς, παιδιά και εγγόνια.
Αυτή η κατάσταση η ίδια ακριβώς, διαρκούσε για χρόνια και δεκαετίες, ήταν μια ρουτίνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί διαφορετικά. Ήταν μια συνήθεια που τον ευχαριστούσε, ήταν με αυτό τον τρόπο που ερχόταν σε άμεση επαφή με το Θεό όπως ο ίδιος πίστευε, έτσι αναπλήρωνε το κενό της μη πραγμάτωσης του ευγενούς ονείρου του. 

Αυτά μου έλεγε ένα βράδυ καθισμένοι στο καφενείο του χωριού, και εγώ τον παρηγορούσα λέγοντας του ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, και αν μέσα του ένιωθε καλός Χριστιανός και ενεργούσε Χριστιανικά, σίγουρα πνευματικά ήταν ανώτερος από πολλούς παπάδες.

Ο καιρός περνούσε, μια άλλη μέρα που συναντηθήκαμε και κάτσαμε να τα πούμε, τον άκουσα ξαφνιασμένος να μου λέει,
-αποφάσισα να πάω παπάς.
Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη, δεν πίστευα αυτό που άκουγα, διότι είχε στη ράχη του 50 χρόνια ηλικίας, μεγάλα παιδιά και εγγόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατι πήρε αυτή την απόφαση, δηλαδή τώρα που ξεκινούσε η τρίτη του ηλικία, αποφάσισε να ιερωθει, να αρχίσει το διάβασμα για να μάθει να λειτουργεί, να ψάλλει και να ιερουργεί.
-Άκουσε μου, μου λέγει. Ήμουν στην εργασία μου και φύλαγα νυχτοφύλακας. Τις πρωινές ώρες περίπου ένα βράδυ, άκουσα πατημασιές να με πλησιάζουν. Υπέθεσα ότι ίσως να ήταν κάποιος κλέφτης, και του φώναξα να σταματήσει.
Αλλά πάλι τα βήματα ακούγονταν και με πλησίαζαν. Για δεύτερη φορά φώναξα σταμάτα, καμία απάντηση πάλι δεν έλαβα. Σήκωσα τον ασύρματο για να καλέσω βοήθεια, και αυτός έδειχνε να μην λειτουργεί.
Ξαφνικά, αντί για κλέφτη, βλέπω μπροστά μου να στεκει μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε λάμψη φωτός. Όπως τον είδα, δεν φοβήθηκα, γιατι αναγνώρισα στο πρόσωπο του την μορφή του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας που απεικονίζεται σε ένα εικόνισμα στο τέμπλο του ιερού στο παλιό ξωκλήσι του. Με ήρεμη φωνή με ρώτησε γιατι φοβάμαι να γίνω παπάς, αφού αυτό είναι το όνειρο της ζωης μου. Χωρίς να συνειδητοποιώ ποιον είχα απέναντι μου, του απάντησα ότι πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μου ήταν τόσα πολλά, που δεν θα ήταν συνετή μια τέτοια απόφαση.
Μου είπε να μην φοβάμαι τα χρόνια, και με ρώτησε πόσα χρόνια θέλω ακόμα να ζήσω για να υπηρετήσω τα θεία τα οποία πρεσβεύω.
Γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περίελουζε, τον άκουσα να με παροτρύνει να γίνω τώρα παπάς, και να κυρηξω σε όλους να μετανοήσουν.
Όταν σε λίγο κατάλαβα ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη και δακρυσμένος από χαρά και ευτυχία, σήκωσα τον ασύρματο για να βεβαιωθώ, και τον είδα να είναι σε λειτουργία. Είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Τώρα ήταν εντάξει, ήταν ένα σημάδι απόδειξη πώς η Άγια φανέρωση συνέβηκε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μου ή στο όνειρο μου. Πήρα την μεγάλη απόφαση τώρα, σ αυτή την ηλικία να ιερωθω, να αρχίσω το διάβασμα για να μάθω να λειτουργώ, να ψάλλω και να ιερουργώ.

Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΛΕΜΠΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΘΑΥΜΑ

Ο Άγιος Του Θεού Πρωτομάρτυρας Στέφανος να πρεσβεύει για εμάς τους αμαρτωλούς, με την Αγιότητα και τη Μεγάλη του Χάρη  να βοηθά όλο τον κόσμο. Να μην στεναχωριόμαστε για ότι μας συμβαίνει. Είτε αρρώστιες είτε στεναχώριες. Μόνο έτσι αγιαζόμαστε. Όλα έχουν τον λόγο τους…

Αμήν, Μαρκέλλα από Λευκωσία

ΣΕ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ:

Ήταν 23/12/2017 όταν ο Ιωάννης 50 ετών, είχε λιποθυμικό επεισόδιο ένεκα νεφρικής ανεπάρκειας. Από τους ιατρούς συστήθηκε και ακολουθήθηκε φαρμακευτική αγωγή και παρακολούθηση, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε, έτσι άρχισε αιμοκάθαρση, η λεγόμενη περιτοναϊκή κάθαρση.

Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, και ο ασθενής καθώς υποφέροντας ζούσε ένα Γολγοθά που τον κατέθλιβε και τον έκανε να μην έχει πλέον όρεξη να συνεχίσει να ζει, αλλά το χειρότερο μαρτύριο ήταν που έβλεπε την οικογένεια του να συμπάσχει μαζί του, υπέφεραν και αυτοί, και τους έβλεπε πόση στεναχώρια είχαν όσο και αν προσπαθούσαν να το κρύψουν θέλοντας να του δώσουν κουράγιο και ελπίδα.


Ήταν μια νύχτα τέλος του Φθινοπώρου θυμάται η σύζυγος του, στη μέση της νύχτας, της ζήτησε να αλλάξουν πλευρά στο κρεββάτι. Η Μαρκέλλα παραξενεύτηκε καθώς για 25 χρόνια συζυγικού βίου, ήταν η πρώτη φορά, αλλά δεν είπε τίποτα, απλώς του έκανε το χατίρι. -Αργότερα μελετώντας ερμηνείες Πατέρων, αντιλήφθηκε ότι το «εκ δεξιών» στις γραφές, αναφέρεται συνέχεια στο βίο του Αγίου-. 

Το επόμενο πρωί την ρώτησε τι γνωρίζει για τον Άγιο Στέφανο, καθώς ενώ κοιμόταν μια εσωτερική επιθυμία τον ώθησε να αλλάξει πλευρά στο κρεββάτι, και ακολούθως στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να ονοματίζει τον Άγιο και να τον ξυπνά. Και στον ξύπνιο του βλέπει απέναντι του, μπροστά στο κρεβάτι, καθισμένο σε καρέκλα της κουζίνας τους, ένα αμούστακο νεαρό με μαύρα μαλλιά πιο πάνω από τον ώμο, να τον κοιτάζει γαλήνια, ήρεμα και επίμονα. Φορούσε κόκκινο ωράριο τη στενόμακρη λωρίδα υφάσματος που φέρουν οι διάκονοι στον αριστερό τους ώμο, και άσπρο στιχάριο, το  μακρύ ποδήρη χιτώνα με τα φαρδιά μανίκια.

Της Μαρκέλλας το μυαλό αμέσως πίστεψε πως ο Άγιος του φανερώθηκε και πως θα έπρεπε να ψάξει το θέμα. Η ίδια είχε επισκεφτεί τη Μονή του Αγίου στη Γεσθημανή και τον τόπο λιθοβολισμού επτά μήνες προηγουμένως. Αμέσως έσκυψε στον υπολογιστή της και διεξοδικά έψαξε στο διαδίχτυο όσες αναφορές υπήρχαν περί του θέματος. Διάβασε ότι ήταν Άγιος προστάτης και θεραπευτής των ασθενών με λιθιάσεις νεφρών, κύστης και χολής, καθώς και του γάμου(στέφανα).

Με ελπίδες αναπτερωμένες φώναξε τον άνδρα της και του έδειξε τη φωτογραφία του Πρωτομάρτυρα. Και γεμάτη χαρά τον άκουσε να αναφωνεί, «Αυτός είναι, Αυτός είναι».

Σίγουροι πλέον ότι ένα θαύμα θα συντελείτο, άρχισαν να ψάχνουν τις εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου. Σε όλη την Κύπρο ανακάλυψαν δύο, στην Πάχνα και στη Λέμπα. Επισκέφθηκαν και τις δύο. Στη Λέμπα γνώρισαν τον καλό ιερέα τον Παπάσταυρο ο οποίος τους έταξε μια εικόνα του Πρωτομάρτυρα.

Από εκείνο τον καιρό έχοντας την εικόνα προσκεφάλι ο ασθενής με θάρρος και μια πρωτόγνωρη εσωτερική πνευματική δύναμη, άρχισε να αντιμετωπίζει την ασθένεια με απόλυτη πίστη πως δίπλα του σε όλη τη διαδρομή, είχε τον Άγιο και μαζί βάδισαν τον Γολγοθά. 

Για την Εκκλησία δεν υπάρχει τύχη, το γνώριζαν καλά. Δεν υπάρχει μοίρα, δεν υπάρχει κισμέτ. Σε όλη την αγιογραφική και αγιοπατερική διδασκαλία πουθενά δεν αναφέρεται η πίστη στην τύχη.

Όμως οι συμπτώσεις ήταν πολλές για να τις αγνοήσουν, ώστε απόλυτα σίγουροι πως συνέβαινε ένα θαύμα, τις ακολούθησαν πιστεύοντας πως είσαν όλα του Αγίου που τους έδειχνε ποιο δρόμο να ακολουθήσουν.

 

Όταν ο Παπάσταυρος ήρθε από τη μακρινή Πάφο να φέρει την εικόνα, χωρίς να γνωρίζει το αυτοκίνητο του, -το ραντεβού τους ήταν σε ένα μεγάλο πάρκινγκ της πρωτεύουσας-, ο Ιωάννης στάθμευσε το ποδήλατο του δίπλα του ακριβώς.

Όταν εισήλθε στο νοσοκομείο ο νοσοκόμος που τον φρόντιζε, ονομαζόταν Στέφανος.

Όταν αποφάσισαν να αγιογραφήσουν τον Άγιο, ο Ιωάννης είχε ένα μικρό ατύχημα και η ασφάλεια τον αποζημίωσε το ισόποσο της Αγιογραφίας. Το έμβασμα έγινε κατά θαυμαστό τρόπο την ίδια μέρα με την παράδοση της Αγιογραφίας. 

Και το αντρόγυνο συνέχιζε να μαρτυρεί όλα τα θαυμαστά και τις συμπτώσεις που τους συνέβαιναν. Είσαν σίγουροι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Πως ήταν όλα του Αγίου που τους έδειχνε το δρόμο της υπομονής και της εγκαρτέρησης.

Και βλέποντας όλα αυτά και άλλα πολλά, αποφάσισαν να ταξιδεύσουν στη Γεσθημανή, στον τόπο του λιθοβολισμού και να προσκυνήσουν.

Οι συμπτώσεις συνέχιζαν, είσαν απόλυτοι σίγουροι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο.

Οι αεροπορικές πτήσεις για τους Αγίους τόπους καθώς πλήρεις, την τελευταία στιγμή ακυρώθηκαν δύο θέσεις και τις πήραν αυτοί.

Στη Γεσθημανή η Μονή θα ήταν κλειστή γιατί ο Αρχιμανδρίτης θα λειτουργούσε στη Βηθανία, κατά θαυμαστό τρόπο την βρήκαν ανοικτή. Και ο Ιωάννης νιώθοντας ρίγος εισήλθε εντός, και έσκυψε και προσευχήθηκε και προσκύνησε την Άγια εικόνα. Και ώ του θαύματος μια απόλυτη ηρεμία τον κυριάρχησε και ένιωσε τους πόνους που τον ταλαιπωρούσαν να λιγοστεύουν. 

Ο Παπάσταυρος τους είχε ζητήσει να του φέρουν μέρος λίθου από τον πετροβολισμό που φυλάττονταν στους Άγιους τόπους. Έτσι έκαναν διευθετήσεις με τον αρχιμανδρίτη Επιφάνιο να τους παραδώσει ένα λίθο που θα τοποθετείτο προς δόξαν του Αγίου στην ομώνυμη εκκλησία στη Λέμπα. Και ώ του θαύματος και πάλιν, μόλις παρέλαβαν τον λίθο, οι αφόρητοι πόνοι που ταλαιπωρούσαν τον Ιωάννη τον τελευταίο καιρό, όλες οι αγρυπνίες και οι αϋπνίες, όλες οι αγωνίες και το άγχος, με μιας χάθηκαν, έφυγαν, και ένιωσε πως ξαναγεννήθηκε, πως ήταν καλά όπως και πριν.

Με ο λίθο στη βαλίτσα που ως κόρη οφθαλμού πρόσεχαν, στην επιστροφή τους περιμένοντας σειρά να επιβιβαστούν, πίσω τους στεκόταν ένα αγόρι, και πάλι ώ του θαύματος, τι σύμπτωση, άκουσαν την μητέρα του να τον καλεί Στέφανο. Ήταν από τις συμπτώσεις εκείνες τις μικρές, που όμως στο αντρόγυνο δεν φάνηκε τυχαία, αλλά ως καθαρό μήνυμα πως ο Άγιος  συνεχώς ήταν κοντά και τους παραστεκόταν.

Χίλιες δόξες λοιπόν, στον Άγιο που από την πρώτη στιγμή  που τον επικαλέστηκαν η παρουσία του ήταν έντονη και με τις μικρές συμπτώσεις απλώς τους το υπενθύμιζε συνεχώς. 

Όσο να δεήσει ο καιρός για την παράδοση του λίθου στον Παπάσταυρο, χρειάστηκε μια βδομάδα. Έχοντας τόση πίστη μέσα της η Μαρκέλλα, δεν έμεινε άπραχτη, παρα όσους γνωστούς είχε με ασθένειες, τους περιέφερε το λίθο οι οποίοι προσκύνησαν, και μόνο με αυτό, δηλαδή με την τόση πίστη στην καρδιά και αυτοί, ένιωσαν αγαλλίαση, δυνατότεροι, και έτοιμοι με περισσότερο θάρρος να αντιμετωπίσουν το πεπρωμένο τους. 

Υ.Γ.

Και με τις τόσες εμπειρίες η Μαρκέλλα σκεφτόταν τι είναι σωστότερο, ότι η πίστη πηγάζει από το θαύμα, ή το θαύμα από την πίστη.

 ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Μια οικογένεια από τη Λάρνακα που είχαν ένα μικρό γιο με σοβαρό πρόβλημα υγείας από γεννησιμιού του, δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά αλλά μασσά, μη βρίσκοντας γιατρειά στους γιατρούς, στράφηκαν προς το Θεό και ζήτησαν τη βοήθεια του Αγίου Στεφάνου τον οποίο ονειρεύτηκε τη μορφή του στον ύπνο του ο μικρός ασθενής. Από την περιγραφή με νοήματα, τους έδειξε και κατάλαβαν ότι εννοούσε τον Άγιο Στέφανο, έτσι με μεγαλη πίστη οι γονείς ρώτησαν τους επιτρόπους της εκκλησιαστικής τους ενορίας πού υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Στέφανο. Κάποιος από τους επιτρόπους έτυχε να ξέρει, και τους εξήγησε ότι μονο στην Πάφο υπάρχει.

Ξεκίνησαν για την Πάφο, και φτάνοντας πήραν  τον παραλιακό δρόμο προς στον Κόλπο των Κοραλλίων. Έτυχε και δεν συνάντησαν κάποιον να τους εξηγήσει, ίσως γιατί ήταν αργία, έτσι έτυχε, έτσι αυτοί τριγυρνώντας προσπάθησαν να το βρουν μόνοι τους. Ύστερα από κάμποση ωρα μη μπορώντας να το ανακαλύψουν, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Λάρνακα παίρνοντας ένα άλλο δρόμο. Αφου προχώρησαν, προσπέρασαν το ξωκλήσι χωρίς να το δουν, οπότε ο μικρός βρίσκοντας τη ξαφνικά τη μιλιά του, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα και να τους λέει, μπαμπά, μαμά, είδα την εκκλησία, είναι πιο πίσω μας. Ο πατέρας που οδηγούσε, ξαφνιασμένος και χαρούμενος παρ ολίγο να τρακάρει, πάτησε φρένα, σταμάτησε στη μεση του δρόμου, και κλαίγοντας αγκάλιασε το γιο του, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί, και έκλαιγαν από χαρά. Αφου συνήρθαν, έβαλαν όπισθεν και στράφηκαν πίσω, βρήκαν το ξωκλήσι και προσκύνησαν εκστασιασμένοι από το μεγάλο θαύμα. Από εκείνον τον καιρό, έγιναν τακτικοί επισκέπτες προσκυνητές του Αγίου της Λέμπας. Το περιστατικό συνέβηκε αρχές της δεκαετίας του 1990. Τώρα το παιδί που γιατρεύτηκε είναι μεγάλος, και αυτός όπως και οι γονείς του, επισκέπτεται την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου σε κάθε γιορτή του Αγίου.

ΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Ήταν αργά βράδυ 26 Δεκεμβρίου 1998 όταν  η τότε οκτάχρονη κόρη μου καθόταν στον καναπέ και μου είπε «Παπά νομίζω ότι κατάπια  5 cent» . Αμέσως εμείς πήραμε την παιδίατρο μας  και μας είπε «Μην φοβάστε το μωρό μέχρι αύριο το πρωί  θα τα αποβάλει». Μετά πήγαμε για ύπνο αλλά χωρίς βέβαια να κοιμηθούμε από την ανησυχία μας και το πρωί  στις  27 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, ξεκινήσαμε από Λευκωσία για την Λάρνακα για να επισκεφτούμε  φίλο μας γιατρό  τον οποίο ενημερώσαμε για το πρόβλημα και ήθελε να την δει προσωπικά. Μέχρι να φτάσουμε στην λάρνακα ο γιατρός διευθέτησε  ραντεβού με ακτινολόγο  για  ακτινογραφίες. Οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι το κέρμα βρισκόταν σε τρομερά επικίνδυνο σημείο  και μπορούσε να προκαλέσει απόφραξη. Αμέσως  άρχισε ο γιατρός  τα τηλεφωνήματα για να βρεθεί κατάλληλος γιατρός  γαστρεντερολόγος, πράγμα δύσκολο λόγο εορτών και αργιών. Μετά από αρκετές προσπάθειες βρέθηκε γιατρός σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας. Στο νοσοκομείο ο γιατρός μας εξήγησε ότι  θα κατέβαζε από το στόμα ιδικό σύρμα με δίκτυ με το οποίο θα έβγαζε  το κέρμα τραβώντας το  προς τα έξω. Μας ενημέρωσε ότι η διαδικασία αυτή κρατά απο 20 λεπτά μέχρι  το αργότερο μισή ώρα. ’Έτσι, περιμέναμε έξω από το χειρουργείο με αγωνία. Τα λεπτά περνούσαν, ξεπεράσαμε την μισή ώρα. Τα 45 λεπτά, την 1 ώρα, και η ανησυχία και η αγωνία μας ολοένα  και μεγάλωνε. Στην 1 ώρα και 10 λεπτά βγαίνει μια νοσοκόμα από το χειρουργείο κάνοντας το σταυρό της. Αμέσως πήγα προς το μέρος της και μου είπε ότι το κέρμα γλιστρά και δεν τραβιέται και ότι θα δοκιμάσει ακόμα μια φορά και αν δεν βγει θα προχωρήσουμε με μεγαλη εγχείρηση στο θώρακα για να βγει χειρουργικώς. Μου είπε σήμερα είναι του Αγίου Στεφάνου και βαλε και εσύ το σταυρό σου και παρακάλεσε τον Άγιο να βοηθήσει το γιατρό να το βγάλει χωρίς  να χρειαστεί εγχείρηση.  Έβαλα το σταυρό μου, παρακάλεσα το Άγιο και αμέσως μετά άκουσα το γιατρό να φωνάζει ότι το έβγαλε.  Τότε όλοι μας στην οικογένεια βάλαμε το σταυρό μας και ευχαριστήσαμε το Άγιο Στέφανο που βοήθησε το γιατρό και το μωρό μας.
Τις επόμενες μέρες ψάχναμε να βρούμε εκκλησία του Αγίου Στεφάνου για να πάμε για προσκύνημα. Μάθαμε ότι η μόνη εκκλησία που υπάρχει στην Κύπρο ήταν στο χωριό Λέμπα της Πάφου  για το οποίο χωριό πρώτη φορά ακούαμε. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα πηγαίναμε αμέσως μετά την επιστροφή μου από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βιέννη. Στη Βιέννη είχα κλείσει ξενοδοχείο με μονο κριτήριο να είναι κεντρικό.  Έφτασα στη Βιέννη αργά το βράδυ πήγα αμέσως στο ξενοδοχείο για ύπνο και το επόμενο πρωί ανακάλυψα με μεγάλη έκπληξη ότι  το ξενοδοχείο  βρισκόταν λιγότερο  από 100 μέτρα μακριά από μια μεγάλη και επιβλητική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου .
Επιστρέφοντας στην Κύπρο πήγα στην Πάφο για επαγγελματικούς  λόγους  και για να ψάξω να βρω την Λέμπα και την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Στο πρώτο μου επαγγελματικό ραντεβού σε  γνωστό ξενοδοχείο της πόλης ρώτησα τον διευθυντή αν ξέρει που είναι  η Λέμπα και η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Αυτός χαμογέλασε και πήρε τηλέφωνο να φωνάξουν στο γραφείο του τον Πάτερ Χαράλαμπο ο οποίος ήταν ο ιερέας της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου και ο οποίος βρισκόταν εκεί λόγο κάποιας συνεργασίας του με το ξενοδοχείο.

Ήταν η δεύτερη συγκυρία που με οδήγησε χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να βρω εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Από τότε αρχές του 1999 και κάθε χρόνο στην ημέρα του Αγίου βρισκόμαστε στη Λέμπα για να δοξάσουμε τον Άγιο… (Χάρης)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Δεν ήταν ένας παράνομος ληστής, αλλά χειρότερος. Νευρικός, αιμοβόρος, έλεγαν ήταν τρελός και πολλοί τον φοβούνταν.
Ήταν τοσο μπαμπέσης ψεύτης και πανούργος, που άλλος ληστής δεν τον εμπιστευόταν, ήταν ο λόγος που δεν ειχε φτιάξει συμμορία…
Ήταν μέτριος στο ανάστημα, αλλά στα χαρακτηριστικά του φαινόταν η μεγάλη σκληράδα του. Γεννήθηκε στο χωριό της Λέμπας κατά το 1850 και ήταν στα άλμπουρα της νιότης του την εποχή που οι Μωαμεθανοί Τούρκοι παρέδωσαν την Κύπρο στους Άγγλους. Ισχυριζόταν ότι ο προπάππους του ήταν Καδής και έλεγε πολλές ιστορίες όταν οι πρόγονοι του ήταν αφέντες των Ελλήνων. Χαιρόταν που ήταν κατακτητής και ευχαριστιόταν να καταπιέζει τους αδύνατους και ανυπεράσπιστους Χριστιανούς χωρικούς που σαν υπόδουλοι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το ανάστημα τους και να του αντισταθούν.
Υπό την ανοχή των νέων κατακτητών συνέχισε να τους ενοχλεί και  προέβαινε σε κακές ενέργειες εναντίον τους, τους καταπίεζε και τους λήστευε.
Αυτό συνέβαινε για χρόνια ώσπου γέρασε, δεν μπορούσε πλέον να κάμνει τον καμπόσο. Έκατσε στα βραστά του, αλλά όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά. Οι διηγήσεις ανάμεσα των Ελλήνων για την κακία του, ήταν καθημερινές κουβέντες μέσα στα καφενεια. Ήταν ιστορίες που έδειχναν το μεγάλο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς, και πόσο ήταν σκληρή η καρδιά του. Τις διηγιόντουσαν, και ήσαν σίγουροι ότι καποια φορά σε αυτή τη ζωή, ή την άλλη, θα τον εύρισκε τιμωρία από τον Θεό…

Στα τέλη του αιώνα ορισμένοι Έλληνες Χριστιανοί μπόρεσαν και προόδευσαν, απέκτησαν πλούτη και περιουσίες, ένας από αυτους κατοίκησε στα ανατολικά της Λέμπας, είχε εκεί ένα τσιφλίκι και είχε κτισμένο σ αυτό το εξοχικό του καθώς και  αλλά υποστατικά, όπως αποθήκες και διάφορα κτίρια. Ήταν ένα αγρόκτημα που είχε εκταση 140 σκάλες, είχε 300 τερατσιές, αμέτρητες αθασιές και κάμποσες συκαμινιές. Ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Σάββα Νικολαίδη που κατοικούσαν στην πόλη της Πάφου. Ήσαν εύποροι, είχαν πολλά ιδιόκτητα καταστήματα  που  νοίκιαζαν σε άλλους έχοντας με αυτό τον τρόπο μεγάλο εισόδημα. Είχαν επίσης μεγάλο εισόδημα από το αγρόκτημα το οποιον εκμίσθωσαν σε μια φτωχή οικογένεια από την Εμπα, του Σπύρου Χριστόδουλου Φαρφαρά, που είχε σύζυγο την Πολυξένη, και έκαμαν παιδιά τους Γεώργιο Σπύρου Οξεία, τον Χριστόδουλο, την Σοφία (αργότερα Τριανταφίλλη), τον Σάββα Σπύρου, και την Βαρβαρού (αργότερα Χαραλάμπους Μαύρου). Η συμφωνία τους ηταν όλα τα έξοδα και κόπους να τα επιβαρύνεται αυτή η οικογένεια και τα έσοδα να τα μοιράζονται. Υπήρχαν στο αγρόκτημα δυο λάκκοι με ξύλινα αλακάτια, υπήρχε και ένας μεγάλος ανεμόμυλος έτσι  που το νερό ήταν μπόλικο ωστε να ποτίζονται όλα τα χωράφια στο αγρόκτημα .
Σε μια άκρια του τσιφλικιού που περνούσε ο αμαξητός δρόμος, ήταν μια αποθήκη με ξύλινη σκεπή, όπου καμιά φορά σταματούσαν οι περαστικοί να προφυλαχτούν σαν έβρεχε. Ένας διαβάτης κάποτε, είπε ότι είδε στο όραμα του τον Άγιο Στέφανο να του λέει ότι ήθελε την μικρη αποθήκη για εκκλησιά του, αυτό διεδώθη, έτσι αρχίνισαν και πήγαιναν πολλοι προσκυνητές Τούρκοι και Ρωμιοί, να προσευχηθούν και να ανάψουν και κανένα κερί. Κατά το 1900 περίπου, ο Σάββας Νικολαίδης ο ιδιοκτήτης, έκτισε ένα μικρό ιερό και μια αγία τράπεζα στην αποθήκη, κατασκεύασε έτσι το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου.
Πάντα οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να εχουν ένα στήριγμα και πολύ περισσότερο όταν εχουν δυσκολίες, έτσι βρίσκουν πάντα αποκούμπι στο Θεό. Τες εποχές που οι Κύπριοι ήσαν υπόδουλοι στους Τούρκους και ύστερα των Άγγλων, η ζωή τους ήταν δύσκολη και ανυπόφορη, η καταπίεση μεγαλη, έβρισκαν μονο στήριγμα στο Θεό. Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας Μάρτυρας που μαρτύρησε υπέρ του Θεού με τον χειρότερο θάνατο του λιθοβολισμού, ήταν γι αυτό που οι κάτοικοι της περιοχής της Χλώρακας, της Έμπας, και όλων των άλλων παρακείμενων χωριών, ένιωθαν τη πίστη τους να τους οδηγεί σ αυτόν, είχαν και αυτοί μια μαρτυρική και υστερημένη ζωή ένεκα της υποδούλωσης τους. Έτσι θεωρούσαν το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου πιο δικό τους παρά άλλες εκκλησιές, ένιωθαν να υπάρχει μια σύνδεση αναμεταξύ τους και του Αγίου. Έλπιζαν σε αυτόν, εύρισκαν παρηγοριά σε αυτόν, ώστε να αντέχουν και να καρτερούν για καλύτερες ημέρες. Έλπιζαν ακόμα ο άπιστος Τούρκος που όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά, να έβρισκε μεγαλη τιμωρία από τον ίδιο τον Άγιο Στέφανο.
Άγνωσται όμως αι βουλαί του Θεού, όταν τα χρόνια πέρασαν, ο άπιστος γέρασε και κανείς πλέον δεν έλπιζε να τιμωρηθεί, η μεγαλη κακία και το απύθμενο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς τον οδήγησαν μια μέρα σε μια αποτρόπαιη πράξη, πήγε μες την εκκλησιά του Αγίου Στεφάνου και με ένα μυτερό μαχαίρι έβγαλε τα μάτια του Αγίου. Κανένας δεν τον είδε, πολλοί σκέφτηκαν ότι ήταν αυτός, αλλά δεν υπήρχαν μαρτυρίες για να τιμωρηθεί. Είναι όμως περιστατικά που συμβαίνουν κάποτε που οδηγούν τους πιστους να πιστεύουν περισσότερο στο Θεό,  είναι τα Θαύματα που γίνονται, κάποτε για επιβράβευση του δίκαιου, κάποτε για τιμωρία του άδικου…
… Ύστερα από λίγες μέρες ο άπιστος χάθηκε από πρόσωπου γης, οι συγγενείς του κατήγγειλαν το γεγονός στην αστυνομία η οποία άρχισε ανακρίσεις μεταξύ των Ελλήνων για να βρουν τους ενόχους για την εξαφάνιση του.
Ύστερα από κάμποσες μέρες βρέθηκε το πτώμα του από Τούρκο βοσκό στον Ακόμα, στην περιοχή που βρίσκεται το χωριό Ινια. Κανείς δεν ήξερε πως ευρέθη εκεί, τον έπιασε η καρδιά του είπαν μερικοί, άφησε την τελευταία του πνοή εκεί. Ήταν ένα κουφάρι πεθαμένου με φρικιαστικό πρόσωπο που φάνταζε ανατριχιαστικό, με δυο μεγάλες μαύρες τρύπες αντί για μάτια. Δεν είχε μάτια, τα είχαν φάει τα μυρμήγκια και οι σφήκες, ήταν σίγουρο ότι τον σημάδεψε ο Άγιος Στέφανος.

Υ.Γ. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, το 1963 ήταν η χρονιά που αρχίνισαν οι φασαρίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, που είχαν τελική κατάληξη την κατάληψη της μισής μας πατρίδας από τους Τούρκους. Ήταν φασαρίες που τις δημιουργούσαν οι Τουρκοκύπριοι επί σκοπού θέλοντας να δημιουργήσουν αντιπαραθέσεις αναμεταξύ των δυο λαών, ώστε να έχει δικαιολογία η Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Δίπλα στον Άγιο Στέφανο ήταν κτισμένη μια παράγκα που κατοικούσε μια οικογένεια Τούρκων με τρία αρσενικά παιδιά. Συνήθιζαν τα Τουρκάκια αυτά πολύ συχνά να μπαίνουν στο μικρό εκκλησάκι και να κάνουν ασχημίες. Μια τέτοια φορά, αφου λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας τους με το σουγιά του έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ωρα μπήκαν από την πόρτα Έλληνες προσκυνητές και τους είδαν επ αυτοφώρω, αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν έξω. Υπήρχε ένας πετρότοιχος που χώριζε την αυλή του Αγίου και τον αμαξητό δρόμο που ήταν στην νια μεριά του ξωκλησιού. Πετάχτηκαν τα Τουρκιά τον τοίχο, εκείνη την στιγμή περνούσε αυτοκίνητο, πάτησε τον έναν και τον άφησε νεκρό στον τόπο. Στες τέσσερις πέντε μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πανω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Ύστερα από άλλες τόσες περίπου μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό πήγε για μπάνιο στη θάλασσα σ ένα μέρος κάτω της Λέμπας, στην περιοχή Κοτσιάς. Ήρθε το Βράδυ, νύχτωσε καλά, δεν φάνηκε να γυρίζει πίσω. Ανήσυχοι οι γονιοί του, άρχισαν να τον ψάχνουν, ειδοποιήθηκε η αστυνομία, όλοι οι Τούρκοι κάτοικοι της Λέμπας και όλοι οι Χριστιανοί από την Χλώρακα, βγήκαν σε αναζήτηση του. Ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκε το πτώμα του ξεβρασμένο στην θάλασσα του Ακάμα, ήταν πνιγμένος, και χωρίς το ένα του μάτι. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας και τα κοράκια. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου Στεφάνου.