ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Το μπιρμπιρίνι
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον
Ο βοσκός και ο διάολος
Ο βασιλιάς και ο
χωρικός
Ο Πτωχολέων και ο βασιλιάς
Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος
ΤΟ ΜΠΙΡΠΙΡΙΝΙ
Μια φορά ήταν
ένας βασιλιάς που αγαπούσε πολύ την βασίλισσα του και όταν αυτή πέθανε λυπήθηκε
πολύ και ήταν απαρηγόρητος. Είχε και μια κόρη βασιλοπούλα που στεναχωριόταν
βλέποντας το μεγάλο μαράζι του πατέρα της. Σκέφτηκε να του κτίσει μια όμορφη εκκλησιά
για να προσεύχεται και να βρίσκει παρηγοριά.
Την έκτισε την
εκκλησιά και ήταν ένας υπέρλαμπρος ναός που όσοι έμπαιναν μέσα έμεναν έκθαμβοι.
Όλοι οι πιστοί μέσα στο κατανυκτικό της περιβάλλον έβρισκαν γαλήνη και
ξεχνούσαν τα βάσανα τους.
Όμως ο βασιλιάς
δεν έβρισκε παρηγοριά και μέσα στην κατάθλιψη του έβγαλε φιρμάνι όποιος βρει
έναν τρόπο να ξεφύγει από την μιζέρια του, να τον κάνει πλούσιο.
Ο μάγος της
χώρας, αμέσως έσπευσε να συμβουλεύσει τον βασιλιά.
-Άρχοντα μου, η
εκκλησία που έχτισες είναι πολύ ωραία, αλλά για να ημερέψει η ψυχή σου, πρέπει
να φέρεις το μπιρπιρίνι να σου κελαηδά, και τότε θα βρεις ανάπαυση.
Το μπιρμπιρίνι
ήταν ένα άγνωστο μικρό πουλί που κελαηδούσε καλύτερα από αηδόνι, αλλά ήταν άπιαστο.
Όσοι προσπάθησαν να το αιχμαλωτίσουν με δίχτυα, με ξόβεργα, με τόξα, με
παγίδες, με αρπαχτικά γεράκια, με δόλωμα, με κάλεσμα, κανένας δεν τα κατάφερνε.
Σκέφτηκε ο
βασιλιάς αφού ήταν τόσο δύσκολο το έργο, να δώσει μεγάλη αμοιβή σε όποιον μπορέσει
να το πιάσει.
Έβγαλε φιρμάνι
και έταξε σε όποιον τα καταφέρει να του δώσει για σύζυγο την κόρη του και το
μισό βασίλειο.
Από όλη τη χώρα,
τρεις φίλοι γενναία παλικάρια, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.
Ξεκίνησαν να
ψάξουν σε όλη την οικουμένη ώσπου να βρουν το μπιρμπιρίνι. Έκοψαν δρόμους πολλούς,
ώσπου έφτασαν στο τέλος μιας στράτας που εκεί ξεκινούσαν τρεις δρόμοι που στον
πρώτο έγραφε δρόμος με επιστροφή, στον άλλο δρόμος με δύσκολη επιστροφή, και
στον τρίτο δρόμος χωρίς επιστροφή.
Εκεί χωρίστηκαν
με τη συμφωνία στην επιστροφή στις τόσες μέρες, να συναντηθούν εκεί, στο ίδιο
σημείο. Και ο καθένας πήρε από ένα δρόμο.
Ο πρώτος δρόμος
οδηγούσε σε επίπεδη γη χωρίς δυσκολίες, χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο δεύτερος
δρόμος οδηγούσε σε μέρη κακοτράχαλα αλλά χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο τρίτος
δρόμος οδηγούσε σε κακοτράχαλη γη με ληστές και πολλούς εχθρούς.
Όταν πέρασαν
μέρες και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο κατά την επιστροφή τους, οι δύο πρώτοι
γύρισαν άπραχτοι και στεναχωρεμένοι, ενώ ο τρίτος που κοπίασε περισσότερο και
ευοδώθηκαν οι προσδοκίες του, στο χέρι κρατούσε ένα κλουβί που μέσα ήταν το
μικρό μπιρμπιρίνι.
Οι φίλοι του ζήλεψαν
και συνωμότησαν να του το πάρουν. Έτσι μια νύχτα που έπεσαν να κοιμηθούν,
έκλεψαν το πουλί και ξεκίνησαν πρώτοι να παρουσιαστούν στο βασιλιά.
Όταν όμως του το
πρόσφεραν, αυτό δεν έλεγε να κελαηδήσει. Και ύστερα από πολλές προσπάθειες και
πολλή ώρα που δεν κελαηδούσε, νάσου μες την εκκλησιά μπαίνει το τρίτο παλικάρι
και λέει στους παρευρισκόμενους τα καθέκαστα. Οι φίλοι του όμως αρνίστηκαν και
ισχυρίστηκαν πως αυτός έλεγε ψέματα.
Ο βασιλιάς έμεινε λίγο σκεφτικός, και ύστερα πήρε το κλουβί από τα χέρια τους και το έδωσε στο τρίτο παλικάρι. Το μπιρμπιρίνι αμέσως άρχισε να κελαηδά και με τη γλυκύτατη φωνή του είπε με ανθρώπινη λαλιά στο βασιλιά την πάσα αλήθεια. Το κελάηδημα του ήταν τόσο γλυκό που ο βασιλιάς το ένιωσε σαν βάλσαμο και με ευχαρίστηση πάντρεψε την κόρη του με το νέο παλικάρι, ενώ τους άλλους δύο τους τιμώρησε με εξορία.
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟ
Σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια φτωχή χηράτη με το
μονάκριβο γιο της που με κόπο προσπαθούσε να τον αναγιώσει. Δεν γύρεψε άλλη
παντρειά, έμεινε μαγκούφα με μόνο σκοπό να μην του λείψει τίποτα. Ξενοδούλευε
στα χωράφια μέρα νύχτα για να τον μεγαλώσει και να τον μορφώσει. Τον αγαπούσε
πολύ και με χίλιες δυο στερήσεις προσπαθούσε για λόγου του.
Και αυτός όμως την αγαπούσε πολύ και δεν της
χαλούσε χατίρι. Την άκουε και την υπάκουε, γι αυτόν ο λόγος της ήταν προσταγή.
Μια Κυριακή που ο κανακάρης της έλειπε από το σπίτι
και η χηράτη είχε σχόλη και έκανε τις δουλειές του σπιτιού, από τη στράτα έξω
πέρασε μια ξένη γριά ακουμπώντας το ραβδί της και έδειχνε κουρασμένη και
ταλαιπωρημένη. Της φώναξε να κοπιάσει να την φιλέψει και να ξεκουραστεί.
Η γριά αφού δροσίστηκε και ξεκουράστηκε, της
πρότεινε για την καλοσύνη της να της πει τη μοίρα. Και η χηράτη που πίστευε
πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο, δέχτηκε πρόθυμα.
Η γριά ξεκρέμασε από το λαιμό της ένα σταυρουδάκι
και κρατώντας το από την αλυσιδίτσα, το κράτησε ψηλά ακίνητο. Το σταυρουδάκι
άρχισε από μόνο του να κινείται πέρα δώθε, και ύστερα να κάνει μικρούς κύκλους
που σιγά σιγά δυνάμωναν, και να κυλίεται τεθλασμένα.
Η χηράτη που την παρακολουθούσε, είδε απότομα το
πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να αφήνει το σταυρό να της πέφτει χάμω.
-Τι συμβαίνει, τι έπαθες, τι είδες; Τη ρώτησε ανήσυχη
η χηράτη.
-Καλή μου κοπέλα, μεγάλο κακό θα σε έβρει. Έχεις
ένα γιο που όταν θα τον παντρέψεις, τη νύχτα του γάμου θα τον δαγκώσει ένα φίδι
και θα αποθάνει, της απάντησε η γριά.
Η καημένη μάνα αναστατώθηκε γιατί πίστεψε τα
λεγόμενα της, και στεναχωρεμένη για μέρες νηστική και φοβισμένη σκεφτόταν με ποιο
τρόπο θα μπορούσε να γλυτώσει το γιο της. Ήταν σίγουρη πως της έλεγε την
αλήθεια, γιατί καθώς πίστευε πολύ στη μοίρα, ήταν επίσης απόδειξη πως η γριά
έλεγε αλήθεια καθώς δεν ήξερε πως είχε γιο, αλλά το είδε διαβάζοντας τη μοίρα
της.
Βάλθηκε από εκείνη τη μέρα να υποβάλει στο μυαλό
του παιδιού της να γίνει μισογύνης και να μην θέλει να παντρευτεί καμιά γυναίκα
όταν θα μεγάλωνε, αλλά να μείνει γεροντοπαλίκαρο.
Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και δεν ήθελε
να παντρευτεί. Μισούσε τις γυναίκες και τις θεωρούσε μπελά στη ζωή του. Η μάνα
του πίστεψε πως είχε επιτύχει το σκοπό της και η ψυχή της επιτέλους ηρέμησε.
Αλλά άλλες οι βουλές του μυαλού, και άλλες της
καρδιάς. Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που την αγάπησε κεραυνοβόλα, και
μονομιάς αναθεώρησε τις αντιλήψεις του.
Η μάνα έκλαιγε και οδυρόταν και του εξηγούσε το
κακό που θα γινόταν, αλλά αυτός ανένδοτος δεν την άκουσε, ήταν η πρώτη φορά που
την παράκουσε.
Και ήρθε η μέρα του γάμου. Τέλειωσε το μυστήριο,
διασκέδασαν οι καλεσμένοι, και το βράδυ αργά, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στο
δωμάτιο τους.
Όλοι διασκέδασαν και χόρεψαν, εξόν από τη μάνα που
ανήσυχη και φοβισμένη, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι, πήρε μια τσάπα και κρύφτηκε
πίσω από το ερμάρι περιμένοντας να σκοτώσει το φίδι.
Όταν αργά το πρωί άκουσε το σύρσιμο του φιδιού που
ερχόταν, με μίσος σήκωσε ψηλά τη τσάπα και έκοψε την κεφαλή της κουφής που με
δύναμη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και πετάχτηκε μακριά. Ύστερα
ανακουφισμένη έφυγε αθόρυβα χωρίς να την πάρουν χαμπάρι.
Αλλά ώ τι δυστυχία, το ξημέρωμα όταν ο γαμπρός σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, το κεφάλι του φιδιού που εκσφενδονίστηκε ήταν μέσα και πατώντας το τα δηλητηριώδη δόντια του τον δάγκωσαν και τον άφησαν στον τόπο.
Ήταν ένας βοσκός που ζούσε μέσα στα λαόνια, και σπάνια κατέβαινε στο
χωριό. Μια φορά κατέβηκε στο χωριό, και γιά πρώτη φορά μπήκε μες την εκκλησιά.
Μέσα είδε πολλές εικόνες που είχαν μπροστά τους καντήλια και κεριά αναμμένα. Πρόσεξε
όμως πως μια εικόνα μαύρη με έναν μαύρο που είχε κέρατα στην κεφαλή, δεν είχε
μήτε καντήλι, μήτε κερί αναμμένο. Πήγε στον παπά και του ζήτησε να ανάψει ένα
κερί, και αυτός θα το πλερώσει.
-Όχι του λέγει ο παπάς, δεν του ανάβω κερί γιατί είναι ο διάβολος.
Ο βοσκός πήγε στο παγκάρι, έβαλε μια πακίρα και πήρε ένα κερί το οποίον άναψε
και τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του διαβόλου.
Την νύχτα στον ύπνο του τον επισκέφτηκε ο διάβολος και του λέει,
-Σε ευχαριστώ που μου άναψες ένα κερί, γι αυτό θέλω να σου κάνω
μια χάρη, τι χάρη επιθυμείς;
-Τίποτα απαντάει ο βοσκός, δεν χρειάζομαι τίποτα.
-Καλά, όμως πάμε έξω να κουβεντιάσουμε λίγο, του ζήτησε ο διάβολος.
Πήγαν έξω να κουβεντιάσουν, αλλά ο βοσκός κατουρήθηκε και κατούρησε στην
αυλή.
Το πρωί που ξύπνησε ήταν κατουρημένος πάνω του και ντρεπόταν να σηκωθεί.
Η γυναίκα του τον ρώτησε γιατί δεν σηκώνεται να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή,
και αυτός της εξήγησε ψέματα πως τη νύχτα ήπιε λίγο παραπάνω και κατουρήθηκε
πάνω του.
Την επόμενη νύχτα πάλι του κατέβηκε ο διάβολος και του είπε ξανά τι χάρη
θέλει να του κάμει.
-Τίποτα δεν θέλω από σένα, εψές με έβαλες και εκατούρησα πάνω μου.
-Μα δεν γίνεται, πρέπει οπωσδήποτε να σου κάμω ένα θέλημα, είσαι ο μόνος
που μου άναψες ένα κερί, πρέπει να σου το ανταποδώσω.
Στα πολλά που επέμενε ο διάβολος, ο βοσκός του λέει,
-Άτε φέρμου λίγα ριάλια.
Τον πήρε ο διάβολος από το χέρι και τον κατέβασε στο υπόγειο
θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του χρυσάφια και
ριάλια, όταν ξαφνικά τους πήραν είδηση οι φρουροί του βασιλιά.
-Πάμε να φύγουμε, μας πήραν χαπάρι.
Το έβαλαν στα πόδια μπροστά ο διάβολος, πίσω ο βοσκός. Σε μια στιγμή
όμως, οι φρουροί τον έφτασαν και τον άρπαξαν από τα πόδια.
-Βοήθα με να ξεφύγω, φώναξε ο βοσκός.
-Χέσε να τους λούσεις, για να σε αφήσουν, του απαντά ο διάβολος.
Τους χέζει και τους λούζει για να βρωμίσουν και να τον αφήσουν, και
απότομα ξύπνησε χεσμένος στο κρεββάτι με την ατμόσφαιρα να βρωμά και την γυναίκα
του να ξυπνά και να φωνάζει.
Πρωί πρωί ο βοσκός παίρνει τη μαγκούρα του και πάει κάτω στο χωριό,
βρίσκει τον παπά και αφού του εξιστόρησε τα γεγονότα, του ζήτησε να ξεκλειδώσει
την εκκλησιά.
Μπαίνει μέσα, αρπάζει την εικόνα του διαβόλου, την έκανε κομμάτια με την
μαγκούρα του και την τσαλαπάτησε χαμαί.
Από εκείνη τη στιγμή, ο διάβολος δεν τον ξαναεπισκέφτηκε στον ύπνο του.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ
Ένας βασιλιάς βγήκε περίπατο εις το βασίλειον του.
Σε έναν αγρό συνάντησε έναν γνωστόν υπήκοο του να παίζει με τον μικρόν υιόν
του. Τον ερώτησε αν είναι συγγενής του, και ο χωρικός απάντησε,
-εν ο μασκαράς ο γιος μου.
Μετά από λίγα έτη, πάλιν ο βασιλιάς εβγήκε περίπατο,
και ξανασυνάντησε τον χωρικό να εργάζεται στα χωράφια βοηθούμενος από τον δεκάχρονον
πλέον υιόν του. Τον ηρώτησε και πάλιν αν είναι συγγενής του.
-Εν ο πουμουσιάρης μου.
Παρήλθαν κάμποσα χρόνια ακόμα, και ξαναβγήκε
περίπατο στον ίδιον τόπο. Και πάλιν συνάντησε τον χωρικό με έναν νέο να
εργάζεται αντ αυτού.
-ποιος είναι ο νέος; Τον ερώτησε.
-Είναι ο χειρότερος μου εχθρός απάντησε ο χωρικός.
-Γιατί είναι ο υιός σου ο χειρότερος εχθρός σου;
Αρώτησεν ο βασιλιάς.
-Διότι όταν ήταν μασκαράς με τα καμώματα του με έκανε να διασκεδάζω και να τον αγαπώ. Όταν ήταν φουμουτσιάρης μου, με εβοήθαν στην εργασίαν μου. Τώρα που μεγάλωσε και εγώ γέρασα, εύχεται να αποθάνω για να κληρονομήσει την περιουσία μου.
Ο ΠΤΩΧΟΛΕΩΝ ΚΑΙ
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Κύπριος χρονικογράφος των Μεσαιωνικών χρόνων Λεόντιος Μαχαιράς. κατέγραψε την ιστορία του Πτωχολέοντα τον 14ο αιώνα σε έμμετρο λόγο.
Ο Πτωχολέων ήταν
άρχοντας κτηματίας, που όμως δεν άντεξε τις καταστροφικές επιδρομές των
Σαρακηνών και καταστράφηκε οικονομικά. Μαραζωμένος από την καταστροφή και μη
υποφέροντας τα παιδιά του να είναι πτωχά, τα διέταξε να τον πωλήσουν σκλάβο στο
βασιλιά ώστε με τα χρήματα να έχει η φαμελιά πόρους για να ζήσει.
Έτσι και εγίνει.
Εκείνες τις ημέρες έφτασε στον τόπο ένας πραματευτής έχοντας στην κατοχή του ένα
όμορφο πετράδι που το είχε για πούλημα. Πήγε στο βασιλιά και του είπε πως είχε
ένα ωραίο μαργαριτάρι που ταίριαζε με το στέμμα. Ο βασιλέας έφερε
επαγγελματίες
τεχνίτες πολύτιμων λίθων για να εκτιμήσουν την αξία του. Αφού το εκτίμησαν πως
είχε μεγάλη αξία, ο βασιλιάς έδωσε στον έμπορο πολλά χρυσά και αργυρά νομίσματα
και το αγόρασε. Τα χρήματα όμως ήταν πολλά, και τη νύχτα που έπεσε να κοιμηθεί
θυμήθηκε τον καινούργιο του σκλάβο τον Πτωχολέοντα που είχε φήμη πως ήταν
σοφός, και σκέφτηκε να πάρει τη γνώμη του.
Το πρωί έπεψε
και του φέρανε τον πτωχό σκλάβο. Τον κάθισαν δίπλα στο τζάκι πάνω στη στάχτη,
και τον ρώτησαν πόσο αξίζει το πετράδι. Οι προύχοντες του βασιλιά περιγελώντας
τον του έδειξαν τον πολύτιμο λίθο. Και είδε ο γέρων τούτο το καλό πράγμα κατά
τους προύχοντες, και τους είπε,
- Τρία κουφά
καρύδια αξίζει.
Τον άκουσε ο
βασιλιάς και αι εγίνην του θανάτου. Πως ξεγελάστηκε και πλήρωσε χιλιάδες χρυσάφια
και ασήμια; Αυτός ένας βασιλιάς με τόσους σοφούς συμβουλάτορες γελάστηκε από
έναν γυρολόγο πραματευτή;
Τον είδε ο Πτωχολέων
που εφουρκίστει, και ήρεμα του είπε,:
-Τι θυμώνεις,
γιατί στεναχωριέσαι Τόσα βασιλέα μου αξίζει και σου λέω την αλήθειαν. Γροίκα,
αφέντη βασιλέα, το λιθάριν που χουμίζουν, έχει σκώληκαν αππέσω και όταν έλθει
το θέρος και βράσουν οι μέρες, το σκουλούκιν θα αρχίσει να κατατρυπά τον λίθον.
Και όσα λέγω αν δεν πιστεύεις, όρισε τον κοσμηματοποιό σου, όρισε τον χρυσοχόν
σου, και ας σκίσουν το λιθάριν, και να δεις αν είμαι ψεύτης.
Τότε όρισεν ο
βασιλέας και ήλθεν ο κοσμηματοπώλης ο μέγας, ο οποίος έσκισε το λιθάριν, και ηύρεν
σκώληκαν αππέσω, πού έτρωγεν τον λίθον.
Και βασιλέας
εξέστηκε και υπερθαυμάστηκεν πώς ο γέρων εκατάλαβε ότι το λιθάρι είχεν σκώληκαν
αππέσω.
Και όταν πήραν
τον γέροντα πάλιν στη φυλακή την μαύρην, ο βασιλέας όρισε στον κελάρη να του
δίνει διπλό φαγητό και νερό.
Υ.Γ. Η εξυπνάδα και οι γνώσεις του Πτωχολέοντα τον ανέδειξαν στα μάτια του βασιλιά και έτσι όποτε ήθελε συμβουλές τον καλούσε και άκουε τη γνώμη του. Στο τέλος αφού αποδείχτηκε σοφός και αναντικατάστατος, τον ελευθέρωσε, του πρόσφερε κτήματα και περιουσίες ως αποζήμίωση για τη σκλαβιά του, και τον ώρισε αρχισυμβουλάτορα του.
Ο ΚΑΛΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Η Διήγησις Απολλωνίου της Τύρου είναι μια δημώδης και περιπετειώδης έμμετρη Μυθιστορία σε έμμετρο λόγο του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.˙
Ο αντριωμένος πρίγκιπας Απολλώνιος
εξέχων πολίτης της Τύρου τίμιος και ηθικός άνθρωπος, ζούσε χρηστά κατά το
πρέπον ως όριζαν οι παρακαταθήκες της Αγίας εκκλησίας.
Καθώς ως πρίγκιπας ζούσε κοντά στο
παλάτι παρακολουθούσε τις ακολασίες του βασιλέως και εξανίστατο, αλλά κυρίως
δεν άντεχε την μέγιστη αμαρτία της αισχρής αιμομιξίας που διέπραττε. Για να τον
αναγκάσει να συνετιστεί, αποκάλυψε στο λαό τις ακολασίες του.
Ο αμαρτωλός βασιλιάς θύμωσε και αποφάσισε
να τον τιμωρήσει. Διέταξε τους φύλακες να τον συλλάβουν και να τον φυλακώσουν. Πριν
φτάσουν όμως οι στρατιώτες στο σπίτι του, ο Απολλώνιος πληροφορήθηκε τις προθέσεις
του βασιλιά, και έτσι διωκόμενος μπήκε σε ένα πλοίο να δραπετεύσει.
Στη θάλασσα της Λιβύης δυστυχώς
ξέσπασε μεγάλη φουρτούνα και βούλιαξε το πλοίο. Τυχερός ο Απολλώνιος γλύτωσε
και βγαίνοντας στη στεριά, με ρούχα ζητιάνου παρουσιάστηκε στο βασιλιά Αρχίστρατο
της Τρίπολης ο οποίος τον δέχτηκε στη δούλεψη του ως μουσικό διδάσκαλο.
Με την ευγένεια και τη μόρφωση που τον
διακατείχε, κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια του βασιλέως ο οποίος του ανέθεσε
τη μουσική διδασκαλία της κόρης του Αρχιστρατούσας. Η όμορφη κόρη ερωτεύτηκε
τον δάσκαλο της, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας έρωτας παράφορος. Και ο καλός
βασιλιάς καθώς είχε πολύ συμπαθήσει τον Απολλώνιο, και καθώς αγαπούσε πολύ την
κόρη του, δεν της χάλασε χατίρι και αποφάσισε και τους πάντρεψε.
Ως άνθρωπος με τιμή και μόρφωση, αλλά
ένεκα και της καλής του συμπεριφοράς προς όλους τους ανθρώπους, ο Απολλώνιος έγινε
πολύ συμπαθής και αγαπητός στο λαό ο οποίος ζήτησε από τον βασιλέα να τον
διορίσει να αναλάβει την βασιλεία της πόλεως της Αντιόχειας.
Έτσι έγινε, και όταν ήρθε ο καιρός
επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο να πάνε στη μεγάλη πόλη.
Στο ταξίδι όμως μεσοπέλαγα ξέσπασε
μεγάλη θαλασσοταραχή και από την ταλαιπωρία την Αρχιστρατούσα έπιασαν οι
κοιλόπονοι με αποτέλεσμα να γεννήσει πρόωρα και η ίδια έπεσε σε νεκροφάνεια.
Απαρηγόρητος ο Απολλώνιος νομίζοντας
την πεθαμένη, τοποθέτησε το σώμα της σε φέρετρο και το άφησε στη θάλασσα, ενώ την
κόρη του που τη βάφτισε στον αέρα Ταρσία, την εμπιστεύτηκε σε ένα ζευγάρι από
την Ταρσό της Κιλικίας. Ο ίδιος γεμάτος θλίψη ρίχτηκε σε πολύχρονα ταξίδια
μήπως βρει παρηγοριά και μπορέσει να απαλύνει τον πόνο του για το χαμό της αγαπημένης
του.
Το φέρετρο της Αρχιστρατούσας από τα
ρεύματα ξεβράστηκε στις ακτές της Εφέσου όπου με τη βοήθεια καλογριών συνήρθε
από τη νεκροφάνεια και ζωντάνεψε. Και αυτή απαρηγόρητη, εγκλείστηκε σε
μοναστήρι όπου παρελθόντων των χρόνων έγινε ηγουμένη.
Η Ταρσία μεγάλωσε με πολλά βάσανα
και ταλαιπωρίες, και τέλος πουλήθηκε ως σκλάβα σε πειρατές από τη Μυτιλήνη. Συμπωματικά
σε ένα ταξίδι των πειρατών στην Τρίπολη την έστειλαν στο παλάτι να παρηγορήσει τον
πικραμένο Αρχίστρατο με τη μουσική της που ως κόρη του Απολλώνιου είχε στις φλέβες
την τέχνη των Μουσών.
Και ο Αρχίστρατος βλέποντας την αμέσως κατάλαβε ποια ήταν. Χαρές, γιορτές και πανηγύρια ακολούθησαν την συνεύρεση τους, και η Στασία έμεινε στο παλάτι να ζήσει με τον παππού της ο οποίος όταν ήρθε ο καιρός την πάντρεψε με τον Δαγόρα τον μεγάλο άρχοντα της Μυτιλήνης, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος
περιπλανήθηκε σε λιμάνια και χώρες και έζησε πολλές περιπέτειες επικίνδυνες
προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του. Αλλά αυτός δεν λιγόστευε και του
κατέτρωγε τα σωθικά. Ήταν πάντα θλιμμένος και μαραζωμένος.
Με όσα δύσκολα έζησε, με όσα είδε
και γνώρισε, θα έπρεπε η καρδιά του να σκληρύνει και να γίνει πέτρα. Παρ όλα
αυτά έμεινε αγνός και πιστός στο μεγαλοδύναμο Θεό και καλός βοηθός των ανθρώπων.
Και ήρθε καιρός που ο Θεός τον
αντάμειψε. Του έστειλε προφητικό όνειρο που τον οδήγησε στο μοναστήρι της Αρχιστρατούσας.
Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που
ξανάσμιξαν, μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής όπου ο λαός της Αντιόχειας
έστησε μεγάλη γιορτή προς τιμήν τους, και ακολούθως τους αναγόρευσαν βασιλείς.