Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ
Μια φορά ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του ήταν καθαρά και μέσα ζούσαν ψάρια και βάτραχοι. Επειδή ήταν αβαθής, οι άνθρωποι τον περνούσαν χωρίς να στήνουν γέφυρες, κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας δρόμους, έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και από αυτόν ποτίζονταν άμα διψούσαν. Ξεκινούσε ο ποταμός από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα , αλλά πριν τα γλυκά νερά σμίξουν με τα αλμυρά, ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, ενώ εκεί που έσμιγαν τα νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε μια μεγάλη ήρεμη και αβαθή λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού.

Δίπλα στον ποταμό τα χωράφια ήταν πέτρινα, ήταν καυκάλλες, δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν. Κάτω στην τέλειωση του ποταμού που άρχιζε η θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν μόνο χώμα, εκεί διάλεξε και έφτιαξε ένα μικρό περβόλι ένας φτωχός και ορφανός νέος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Με τα χέρια το καλλιεργούσε, με τα χέρια κουβαλούσε νερό και το πότιζε. Ήταν μια δύσκολη ζωή που περνούσε, αλλά κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Δεν είχε κανένα παράπονο από τα δύσκολα, γιατί του άρεσε μετά την κοπιαστική δουλειά να λούζεται στη λίμνη και ύστερα να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, να κάθεται και να συνομιλά με τον γέρο ποταμό, με αυτό τον τρόπο άφηνε πίσω του κόπους και στενοχώριες.

Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό, την ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά αυτός περιπαικτικά του απάντησε πως άμα κατάφερνε  να γίνει πλούσιος, να του την ξαναγυρέψει.

Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν μεγάλος, έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της, καθόταν και σκεφτόταν με παρέα τον ποταμό, τι να έκαμνε για να γίνει πλούσιος. Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό:

-Αν είχα ένα Μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.

Ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν μπορετό, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο. Όμως ο ποταμός του απάντησε,

-Εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…

Ξεκίνησε το παλικάρι να κτίζει το μύλο, οι χωριανοί τον έβλεπαν και τον περίπαιζαν. Μα ο νέος χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη, συνέχισε να κτίζει. Πέρασε ο καιρός, τέλειωσε το κτίσιμο, και ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος. Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…

Και μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ισα με τις όχτες.  Το ποτάμι κατέβασε νερό από τα βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες, σχεδόν ισα να ξεχειλίσουν. Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος έτρεξε σε αυτόν, ήθελε να αλέσει το σιτάρι.

Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος.

 ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Μέσα βουτούσαν οι μανάδες τα μικρά παιδιά γιατί πίστευαν πώς όσοι βαπτίζονταν μέσα, γίνονταν ανθεκτικοί στις ασθένειες. Αυτό γινόταν για χρόνια, ώσπου μια κακή μέρα ένα κακό εξώρκι ήρθε μέσα να λουστεί, και καθώς του άρεσε πολύ, εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν ένα Εξώρκι που είχε τη μορφή κακάσχημης γυναίκας-μάγισσας φοβερής, που σκόρπιζε τρόμο στους ανθρώπους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του, ούτε να καλλιεργήσει τα χωράφια. Οι μανάδες έπαυσαν να βαπτίζουν μέσα τα μωρά, και οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μην γιανίσκουν.

Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο ανίκητο θεριό.

Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να  διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του βασίλειο.

Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά, θέλοντας να τον φοβίσει.

Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.

Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος και έδιωξε το κακό Εξώρκι.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ

 Σε γραπτά κείμενα περί θρύλων και δοξασιών, δεν αναφέρεται οτηδήποτε για τη σπηλιά του δράκου στη Χλώρακα, αλλά οι γεροντότεροι την ενθυμούνται και ως πρότινος την γώριζαν ως ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, ενώ οι νεότεροι το γνωρίζαμε ως Αγίασμα του Αρχάγγελου, ή το νερό του Μαρτέζου. Ο Μαρτέζος ήταν ο ιδιοκτήτης της γης που μέσα ευρισκόταν το αγλιασμα. Το πρότερο όνομα ως σπηλιά του Δράκου, λέγεται πως ο πήρε από ένα δράκο φύλακα, φρουρό ενός αμύθητου θησαυρού που υπήρχε μέσα στη σπηλιά.

Η Σπηλιά του Δράκου ήταν στο βάθος ενός γκρεμμού σε απόσταση λίγων μέτρων νότια από το παρεκκλήσιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ήταν ένα υπόγειο λαγούμι που χανόταν στα βάθη της γης. Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη μέσα στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.

Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγη τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.

Μέσα σ αυτή την αναμπουμπούλα, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του, πως εκεί υπήρχε νερό. Έψαξαν εξωνυχιστικά ολη την περιοχη, και μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού, είδαν βλάστηση ολοπάσινη, σημάδι πως εκεί, σ αυτή τη γη, υπήρχε νερό. Στρώθηκαν στη δουλειά και με πολλή κόπο έσκαψαν ένα λαγούμι. Και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, οργανώθηκαν, φύτεψαν τη γη και με τον καιρο δημιουργησαν ένα μικρό συνικισμό.

Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.

Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, καθώς είχαν νερό και καλλιεργούσαν τα χωράφια που ήταν απλωμένα γύρω από το λαγούμι. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Ο γέρο φαμελιαρης οργάνωσε καλά τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να αντισταθούν σε περίπτωση επίθεσης. Οχύρωσαν τα σπίτια, και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας από εχθρούς.

Μια φορά όμως, κακοί ληστές που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο. Τους σκότωσαν όλους. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον γέρο αρχηγό σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Και τους άρεσε το τόπος τόσο πολύ, που αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.

Μα από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι μέσα σε ένα θάμνο, γεμάτοι φόβο παρακολούθησαν τις επαίσχυντες πράξεις των βάρβαρων λησών. Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν  ψηλά στο Μελισσόβουνο, εκεί που ύστερα από χρόνια, έκτισε την κατακόμβη του ο Άγιος Νεόφυτος. Έζησαν πολλά χρόνια μέα στον άγριο τόπο, ανάμεσα σε άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν. 

Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη ενός αδίστακτου ληστή.

Αλλά η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη.

Το μικρόν παιδί ποτέ του δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ένας πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Είδε εμπρός του να κατακρεουργούν τους γονείς του και τους φίλους του, και απάνθρωπα να τους σκοτώνουν, πως μπορούσε λοιπόν να ξεχάσει; Όσο ο καιρός περνούσε δεν μπορούσε καθόλου να ξεχάσει, παρά μόνον όλο και περισσότερο μέσα του θέριευε το μίσος. Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί, το είχε πάρει απόφαση, πως δεν θα άφηνε κανένα ζωντανό. Απλώς περίμενε καρτερικά να μεγαλώσει τόσο, όσο να δύναται να τους νικήσει…

Όταν ήρθε ο καιρός, κατέβηκε από το βουνό και την κρυψώνα του, και καθώς καλά γνώριζε την χαμηλή περιοχή αφού εκεί γεννήθηκε, στήνοντας καραούλι πότε εδώ, πότε εκει, ένα-ένα άρχισε να τους σκοτώνει. Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν να τον πολεμήσουν, δεν μπορούσαν να του αντισταθούν, καθώς τους σκότωνε καλά κρυμμένος και χωρίς κανείς να τον βλέπει.

Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδιά εν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά που έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.

Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.

Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…

Η ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ

Είναι κτισμένη στα νότια της Χλωρακας, δίπλα απο πυκνοκατοικημένη περιοχή. Απο αυτήν έπινε όλο το χωριό. Και επειδή χρησιμοποιοταν συνεχώς ο πιο πανω ο Όρος, της έμεινε και για όνομα.

Επίσης απο αυτήν πότιζαν και όλα τα χωράφια της περιοχής. Το νερό μαζευόταν σε λίμνη την ημέρα, και την νύχτα το έπαιρναν οι δικαιούχοι με ωράρια.
Λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία της κοινότητας στην πλευριά μεριά ενός χειμάρρου με πυκνή βλάστηση, σε ένα τόπο καταπράσινο από θεόρατους δρύες και άγρια πανίδα, ήταν οικοδομημενο το περίκαλλο κτίσμα που σώζεται περιποιημένο και συντηρημένο έως σήμερα, η «Βρύση» του χωριού.
Όπως σε πολλές περιοχές υπάρχουν έθιμα στα οποία πιστεύουν και τηρούν ευλαβικά οι άνθρωποι, στη Χλώρακα οι κάτοικοι για  να καλοπιάσουν τις καλές νεράιδες και τις κακές ανεράδες που θεωρούσαν ότι κατοικούσαν στις πηγές, προσέφεραν σπονδές όπως βασιλόπιττες και μελομακάρουνα για να γλυκάνουν αυτές και τα νερά τους.
Γεροντότεροι κάτοικοι μαρτυρούν πως στους παλαιούς καιρούς το πρωί της Πρωτοχρονιάς μετά την εκκλησία, οι κάτοικοι συνήθιζαν να πηγαίνουν στη «Βρύση» του χωριού για να γεμίσουν τις στάμνες τους με καινούριο αγιασμένο νερό, αφού πρώτα γινόταν δέηση από τον ιερέα που το ευλογούσε στο όνομα του πατρός, του υιού και τους Αγίου πνεύματος, και ύστερα τους ράντιζε την κεφαλή με ένα κλωνί από λασμαρί ή βασιλιτσιάς.
Σήμερα δίπλα στη παλιά πετρόκτιστη «Βρύση» έχουν κτίσει ένα ωραίο παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Υπάτιο δωρεάν ευεργέτου Γιαννάκη Αριστοδήμου, και ένα ωραιότατο αμφιθέατρο κτίσεως επί κοινοταρχίας Ανδρέα Μαυρέση, ενώ ο όλος περιφερειακός χώρος έχει μετατραπεί σε όμορφο πάρκο πλακοστρωμένο και τοιουτοτρόπως κατασκευασμένο, ώστε τέλεια συνάδει με την γύρω φύση και δένει με την παλιά εποχή.

ΤΑ ΜΗΛΑ
Τα μήλα είναι ο τόπος απέναντι του θεάτρου της Χλώρακας που εκτείνεται μέχρι τη περιοχή με την ονομασία Καπηρός. Είναι μια λαξιά ποταμού που ξεκινά από τις παρυφές του οροπεδίου της Χλώρακας. Το χειμώνα τεράστιες ποσότητες όμβριων υδάτων συναντούνται και πέφτουν από τον ψηλό γκρεμό σαν καταρράκτης πάνω στα μαλακά χώματα όπου με τον καιρό σχημάτισαν ποταμό που τα οδηγεί στη θάλασσα.
Ονομάστηκαν Μήλα εκ παραφθοράς, γιατί βλαστούν πολλές  κουρτουνιές που παράγουν στρογγύλους καρπούς όπως τα μήλα.
Είναι τόπος ανοιχτός προς τη θάλασσα, και πολλές ιστορίες υπάρχουν που διηγούνται για αερικά περάσματα ψυχών και φαντασμάτων που έχουν το διάβα τους από το μέρος. Υπάρχουν επίσης διηγήσεις ότι  έναν παλαιόν καιρό μέχρι πριν ένα αιώνα, ήταν τόπος καταραμένος όπου τα μεσάνυχτα ακούγονταν τα κογκήματα πεθαμένων, μέχρι που ένας καλόγερος περνώντας από το χωριό, έλυσε τα μάγια και ημέρεψε το μέρος.

ΤΟ ΠΕΡΒΟΛΙ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ

Ο Χρυσοχός είναι ένα μικρό χωραφάκι ισα με μια βραχτη. Είναι πανωθεν της παλιάς Βρύσης, στην βορειοδυτική της μεριά. Εκεί τα παλιά χρόνια είχε το εργαστήρι του ένας τεχνίτης Χρυσοχόος. Παρ όλο που το χωριό ήταν μικρό μια σταλιά, εντούτοις προτίμησε τούτο τον τόπο και εγκαταστάθηκε, καθώς στην περιοχή μέσα στα χωράφια ανακατωμένα με το χώμα, υπήρχαν ψήγματα χρυσού που όταν οι αγρότες κάτοικοι όργωναν, κολλούσαν ανακατωμένα με χώματα πάνω στα ηνία των αρότρων, που ακολούθως πουλούσαν στον χρυσοχόο ο οποίος και τα επεξεργαζόταν.  
Λέγεται πως στο μεγάλο σεισμό του 1443 το εργαστήρι χάλασε και μια μεγάλη πέτρα κύλησε και έκατσε εκεί που είναι σήμερα κτισμένο το εκκλησάκι του ο Αγίου Υπατίου, στην οποία οι κάτοικοι βαλαν ένα σιδερένιο κουτί όπου μέσα άναβαν ένα καντήλι και υμνούσαν τον Άγιο τον θεραπευτή των μικρών παιδιών που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Έδεναν στα πόδια του μωρού ένα ελαφρύ μικρού μήκους νήμα, και βαστώντας το από τα χέρια το βοηθούσαν να περπατά γύρω-γύρω ώσπου να σπάσει η κλωστή, οπότε και πίστευαν πώς το θαύμα θα γινόταν. 
Παλιοί κάτοικοι μαρτυρούν πως μέσα στον μεγάλο βράχο ήταν σκαμμένο ένα κούφωμα που έκλεινε με μια εφαρμοστή πέτρινη θύρα χωρίς να αφήνει σημάδια πως ήταν ένα ξένο σώμα, αλλά πως ήταν απλά ένα σχέδιο σκαλιστό στο βράχο. Πίσω από τη θύρα μέσα στο κούφωμα, ο χρυσοχόος φύλαγε τα χρυσάφια του, που όταν πέθανε έμειναν μέσα φλεγμένα, χωρίς κανείς να γνωρίζει το μυστικό. Όταν λοιπόν στο μεγάλο σεισμό η πέτρα κύλησε και στάθηκε δίπλα στην παλιά βρύση, ο Χατζηφίλιπος ο Τοκογλύφος νεαρός ακόμα, ανακάλυψε τυχαία τη μυστική θύρα και τα χρυσάφια που ήταν μέσα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έγινε πλούσιος, και αργότερα πλουσιότερος, αφού χρησιμοποιώντας αυτά τα πλούτη έγινε ο τοκογλύφος του χωριού
Μια ιστορία λέει πως,
μια φορά ένας Κύπριος αλχημιστής που ζούσε στην Βενετιά, επισκέφτηκε το μικρό εργαστήριο, και ο ιδιοκτήτης του το παραχώρησε για λίγες μέρες. Έμεινε μοναχός μέσα κλεισμένος χωρίς να βγαίνει έξω καθόλου, παρά μόνο έδωσε μήνυμα στους ζευγολάτες να του φέρνουν όσα χώματα κολλούσαν στα ηνία όταν όργωναν στην περιοχή εκείνη.

Όταν πέρασαν μέρες, έπαυσε να δίνει σημεία ζωής, οπότε κάποιοι χωριανοί δειλά, άνοιξαν την πόρτα να δουν μήπως έπαθε κάτι. Το καμαράκι ήταν άδειο, αλλά πάνω στο τραπέζι βρήκαν αφημένο ένα ψωμί από χρυσάφι. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί φεύγοντας μυστικά άφησε το χρυσό ψωμί. Κάποιοι είπαν πως ίσως το άφησε ως παρακαταθήκη για να θαυμάσουν οι κάτοικοι τη δόξα του, καθώς ως σπουδαίος Αλχημιστής, ζύμωνε ψωμιά από πηλό, και ακολούθως τα μετέβαλλε σε χρυσάφι.   

Ο ΚΑΠΥΡΟΣ
Ο Καπυρός είναι ένας τόπος νοτιοδυτικά της Χλώρακας μετά τις Τρεμιθιές της Ζήνας, στα ριζά των υψωμάτων που συνορεύουν με τα Μήλα, αποτελώντας μια συνέχεια συμπεριλαμβανομένων των χωραφιών Χρυσοχός και παλιά Βρύση. Είναι τρεις τοποθεσίες τις οποίες καλύπτει κάποιο μυστήριο πέπλο, καθώς παλιά οι γονείς έλεγαν στα παιδιά ιστορίες που συνέβησαν παράξενες και φοβερές, άλλοτε φοβίζοντας τα να μην κάνουν αταξίες, και άλλοτε εξάπτοντας τη φαντασία τους ώστε να δημιουργούν παραμύθια ως αποτέλεσμα συμβάντων που έγιναν μιαν παλαιότερη εποχή, ή για πράγματα που ακόμα συνέβαιναν κάποιες σκοτεινές νύχτες όταν το φεγγάρι χανόταν και η σκοτεινιά τύλιγε το σύμπαν με τα άστρα πολύ ψηλά έτσι που το λίγο φως που αντανακλούσαν, να φέγγει ελάχιστα έως τη γης.  
Ονομάστηκε Καπυρός από τη λέξη πυρά, ένεκα του ότι ο ψηλός γκρεμός που έστεκε στην άκρια, αποτελείτο από πετρώματα που όταν ο ήλιος έγερνε να δύσει, αντανακλούσαν τις ακτίνες του δημιουργώντας αφόρητη πυρά. Και ενώ ήταν γεμάτος βλάστηση ένεκα πηγής που ανέβλυζε ολοχρονίς νερό και πότιζε το χώμα δημιουργώντας παραδεισένιο τοπίο, όταν τα απογεύματα ο ήλιος βουτούσε στη θάλασσα, οριζόντια οι ακτίνες του κτυπούσαν στα βράχια των γκρεμών που τις αντανακλούσαν, και κυριολεκτικά πύρωναν την ατμόσφαιρα που σκέπαζε τον Καπυρό.

Οι ιστορίες που έλεγαν ήταν πολλές, ανάλογα με τις ηλικίες των ανθρώπων που τις εξιστορούσαν και σε ποιους απευθύνονταν. Μια ιστορία ενθυμούμαι καλά που μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν πως εκεί κατοικούσαν πάουλλοι που έπαιρναν τα άτακτα παιδιά, καθώς και μια λόττα με τα κούνια που έβγαινε τις σκοτεινιασμένες χειμωνιάτικες νύχτες και άρπαζε τα μικρά παιδιά που δεν έπεφταν ενωρίς να κοιμηθούν, και τα έπαιρνε τροφή για τα παιδιά της. Όταν τα μωρά δεν κοιμόντουσαν και ο αγέρας σφύριζε παράξενα δημιουργώντας διάφορους ήχους, τους έλεγαν οι μαμάδες κι οι γιαγιαδες πως ηταν ο θόρυβος από τις κουδούνες που κρέμμοναταν στο λαιμό της λόττας και κουδούνιζαν όταν εβγαινε για να βρει τροφή, και πως έπρεπε τα μικρά παιδιά να σκουλληστούν το πάπλωμα και να κοιμηθούν, ώστε να μην τα βρει και τα πάρει μαζί της. Έτσι λοιπόν τα παιδιά σκεπαζόντουσαν και σιωπηλά προσπαθούσαν ενωρίς να αποκοιμηθούν, ώστε να μην τα ανακαλύψει το μεγάλο θεριό.

ΟΙ ΤΡΕΜΙΘΙΕΣ ΤΗΣΣ ΖΗΝΑΣ
Οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα σκότη της γης κάθε Χριστούγεννα, και γυρίζουν τα σπίτια των χωρικών ψάχνοντας να βρουν χοιρινό κρέας που πολύ τους αρέσει.
Μια φορά ένας καλικάντζαρος που δεν έβρισκε κρέας να φάει, Ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός ένας σκληροτράχηλος χειροδύναμος γεωργός δεν του έδινε, αλλά και ο καλικάντζαρος δεν έφευγε και με πολλή θράσος ζητούσε κρέας χοιρινό να φάει. Οπότε ο χωρικός θυμωμένος πολύ από την επιμονή του, τον άρπαξε και τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο. Ο καλικάντζαρος θέλοντας να τον εκδικηθεί, τον ρώτησε το όνομα του, ώστε αργότερα να επιστρέψει με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε πως τον λένε Κανένας.
Πάει λοιπόν ο καλικάντζαρος και βρίσκει τους άλλους καλικαντζάρους, και τους είπε πως τον έδειρε ο κανένας και να πάνε όλοι μαζί να πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί και μέθυσε. Αυτός όμως επέμεινε τόσο πολύ, που τους νευρίασε, και για να ησυχάσουν τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου.
Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι, δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι νοικοκυρές να τους κάνει τις σκληρές δουλειές.
Αυτά μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας πως συνέβαιναν τα παλιά χρόνια, και πως ο καημένος καλικάντζαρος έμεινε για αιώνες εκεί δεμένος, να κάνει τις δουλειές των χωρικών και να τον περιγελούν τα παιδιά.

Στον τόπο εκείνο βλάσταιναν πολλές θεόρατες τρεμιθιές πολλών χιλιάδων χρόνων, ώσπου τον τόπο τον αγόρασε η Ζήνα Κάνθερ και τον δώρισε σε Χλωρακιώτες, οι οποίοι όμως τις έκοψαν για να κτίσουν διαμερίσματα και να ανοίξουν δρόμους. Όμως η μεγάλη τρεμιθιά που σε αυτήν ξέχασαν δεμένο τον σύντροφο τους οι καλικάντζαροι, στέκει εκεί να θυμίζει την παλιά ιστορία, αλλά και το μένος των ανθρώπων που για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους δεν δίστασαν παράνομα να κόψουν τα αιωνόβια δένδρα. Η περιοχή από τότε ονομάζεται οι τρεμιθιές της Ζήνας.

ΠΥΡΟΜΑΣΙΑ

Τα Πυρομάσια είναι μια έκταση γης στους πρόποδες του Τουρκοκυπριακού λόφου της φάπρικας στην δυτική τέλειωση του Μουττάλου. Είναι μια περιοχή που περιβάλλει τον μικρό λοφίσκο, όπου τα χώματα της γης είναι μαυριδερά και καψερά, και το νερό λιγοστό. Γι αυτούς τους λόγους τα εδάφη ήσαν μη καρπερά, και οι γεωργοί φύτευαν καλλιέργειες που άντεχαν στην καψερή γη, όπως κρεμμύδια και άλλα παρεμφερή.  Γι αυτό το λόγο λοιπόν, ονομάστηκε η περιοχή Πυρομάσια, μια σύνθετη λέξη προερχόμενη από τις λέξεις πυρ και μάχομαι, δηλαδή η πυρά μάχεται τη γη.
Σε ένα από τα χωράφια, για αιώνες υπήρχε φυτεμένη στα χώματα μια τεράστια τσιόνενη κολώνα όπου στην κορυφή της είχε μια μεγάλη στρογγυλή σφαίρα, την οποία ο λαός ονόμαζε αδράχτι της Ρήγαινας, και για το οποίον ο αστικός μύθος αναφέρει πως,

Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.
Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.
Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας κατ αρχάς ζαχαροκάλαμα, και μετά τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.
Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.
Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.
Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται μέσα στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 
Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.
Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.
Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ αυλάκι και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλιακή πεδιάδα.
Σκέφτηκε τι να κάμει η Ρήγαινα να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.
Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του διγενλη, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.
 Μα η αντρειωμένη  Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε και αυτή να τον σκοτώσει. Έπεσε κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλα Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Υπήρχε φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣ
Μια φορά τον παλαιό καιρό κοντά στην πόλη της Πάφου ήταν η κοινότητα της Χλώρακας που είχε τα σπίτια κτισμένα στα ψηλώματα του χωριού λίγο μακρύτερα από την εύφορη παραλιακή πεδιάδα. Τα καλοκαίρια οι κάτοικοι έστηναν πρόχειρα καταλύματα και έστρωναν κάτω από τα δένδρα και κοιμόντουσαν εκεί στην ύπαιθρο την εύφορη γη, ώστε με το χάραμα του φού να ποτίζουν τα χωράφια τους πριν αρχίσει η κάψα του πρωινού.
Ένα χωράφι στην τέλειωση του χωριού που αρχινά η Κάτω Πάφος, ονομάζεται το χωράφι της Φιλόξενης. Η Φιλόξενη ένα παλαιό καλοκαίρι έστησε το πρόχειρο υποστατικό της  για να καλλιεργήσει και να ρεντέψει (φυτέψει).
Στην άκρη του χωραφιού της ήταν κτισμένο το Καμαρούϊ, μια αρχαία βρύση που έβγαζε κρυστάλλινο νερό και πότιζε σχεδόν όλα τα χωράφια του κάμπου. Μπροστά από τη βρύση περνούσε ένας στενός αμαξιτός δρόμος που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο. Όλοι οι περαστοί διαβάτες από τα δυτικά χωριά σταματούσαν εκεί να ξεδιψάσουν και να ξαποστάσουν. Η Φιλόξενη τους φιλοξενούσε, ήταν μια ευγενική γυναίκα, ήταν γι αυτό που της κόλλησαν το ομώνυμο όνομα.
Εκείνη την ημέρα ένα μικρό καραβάνι σταμάτησε στη βρύση. Η Φιλόξενη τους καλωσόρισε και τους κάλεσε  να τους φιλέψει. Τους τράταρε καφέ με γλυκό, και αφού οι διαβάτες ξαπόστασαν, συνέχισαν τον δρόμο τους.
Μαζί με τα άλλα ζώα της η Φιλόξενη είχε ένα μικρό μουλούι (μουλάρι από διασταύρωση αλόγου και γαϊδάρας) που ύστερα από κάμποση ώρα που έφυγαν, παρατήρησε ότι έλειπε. Νόμισε η άμοιρη, ότι ακολούθησε τα ζώα του καραβανιού και έτρεξε στο κατόπι τους ώσπου τους πρόλαβε και γύρεψε το ζώο της. Δεν το βρήκε, δεν ήταν μαζί τους, και κάποιος από τους διαβάτες που την είδε μαραζωμένη, της είπε να μην απελπίζεται, και να στραφεί πίσω να ψάξει στα φωτιστικά της περιοχής γιατί μπορεί να έπεσε μέσα και να το προλάβει ζωντανό.
«Μα πως είναι δυνατόν να έπεσε σε φωτιστικό και να είναι ακόμα ζωντανό;» είπε η Φιλόξενη.
Ευχαριστημένη έμεινε και η Φιλόξενη που πιστεύοντας ότι το μουλούι της βρίσκεται εν ζωή, στράφηκε τρεχάτη πίσω να ψάξει σε όλους στους λάκκους να το βρει.  Όταν έφτασε στον τόπο της καθώς ήταν ποσταμένη (κουρασμένη) και διψασμένη,  έσκυψε στη Βρύση, ήπιε νερό, και τι άδικο, για ένα μουλάρι, έσκασε από το νερό και πέθανε…
Το μικρό ζώο είχε πέσει σε φωτιστικό (λάκκο) του λαγουμιού της Βρύσης, και πνίγηκε. Ύστερα από 40 χρόνια όταν ένας χωριανός κατέβητε να καθαρίσει το φωτιστικό, βρήκε τα κόκαλα του μικρού ζώου, που ακόμα μύριζε άσχημα, δεν είχε λιώσει μέσα στο νερό που βρισκόταν.

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΑΛΗ ΠΑΤΟΥΣ
Ήταν μια φορά στη Χλώρακα μια μικρή ορφανή που την έλεγαν Πατού και ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπιτάκι κτισμένο σ ένα μικρό χωραφάκι όπου μέσα είχε βλαστημένες τρεμιθιές, τερατσιές, και βελανιδιές.
Ήταν 15 χρονών και για να ζήσει μάζευε τεράτσια και έφτιαχνε τερατσόμελο, τρεμίθια και έφτιαχνε τρεμιχόλαδο, καθώς και βελανίδια ως τροφή για τα ζώα. Φύτευε και λίγα χόρτα και οπωρικά που τα πότιζε από την βρύση του χωριού, και όλα αυτά, τα πωλούσε στις καλές γειτόνισσες που με ευχαρίστηση τα αγόραζαν, ώστε τοιουτοτρόπως τη βοηθούσαν να ανταπεξέρχεται λίγο τη μεγάλη της φτώχεια. Διαβιούσε φτωχικά και με δυσκολία, αλλά ήταν τίμια και καλή χριστιανή. Ήταν πολύ όμορφη και όλοι την συμπαθούσαν, όμως είχε και αυτή σεβασμό στους μεγαλυτέρους της και τιμούσε όλους τους χωριανούς. Στον εύκαιρο της καιρό επισκεπτόταν τις χωριανές νοικοκυρές, και πρόθυμα προσφερόταν να τις βοηθήσει στις οικιακές τους εργασίες. και αυτές όμως την βοηθούσαν καθώς πολύ την αγαπούσαν, και επιπλέον την συμβούλευαν. Την συμπαθούσαν, ήθελαν γι αυτήν μια καλύτερη μοίρα και της εύχονταν να βρει ένα καλό παλικάρι να παντρευτεί, και έτσι να νοικοκυρευτεί.

Ήταν και ένας μικρέμπορας, που τον έλεγαν Αλή. Είχε μαυριδερό πρόσωπο και ήταν φανερό πως ήταν Άραβας. Είχε έρθει μια μέρα με ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Κάτω Πάφου, και εγκαταστάθηκε για πάντα στη πόλη του Κτημάτου. Έφερε μαζί του ψιλικά λογιών ειδών, και έκαμε το επάγγελμα του Γυρολόγου.
Με τον καιρό κέρδισε πολλά χρήματα, και καθώς ήταν καλός νοικοκύρης, τα επένδυε αγοράζοντας γην εις το χωρίον της Γεροσκήπους δημιουργώντας αργά και με τον καιρό, ένα μεγάλο τσιφλίκι. Ύστερα προσέλαβε πολλούς μισταρκούς, εφύτευσε φυτείες και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης. Με αυτό τον τρόπο πρόκοψε και έγινε εύπορος και νοικοκύρης.
Μα πριν γίνει άρχοντας, όταν ακόμα γυρολογούσε και περνούσε από την Χλώρακα, μέσα στην καρδιά του έβαλε την όμορφη φτωχή κόρη. Όμως, καθώς και αυτός πολύ φτωχός, δεν τόλμησε καμιά φορά να της φανερώσει την αγάπη του.
Μα ύστερα από κάμποσο καιρό, μια Κυριακή που τέλειωσε η λειτουργία στην εκκλησιά και πολλοί χωριανοί κάθονταν στον καφενέ, από μακριά στη στράτα φάνηκε ένα ψηλό άλογο που το καβαλίκευε ένας νεαρός με την καλή του φορεσιά που έδειχνε αρχοντιά, να έρχεται προς το χωριό.
Οι φτωχοί χωρικοί το αντίκρισαν με περιέργεια να έρχεται και να ξεπεζεύει, να δένει το ζώο και να κατευθύνεται στον καφενέ και εγκάρδια να τους χαιρετά.
Έκπληκτοι αναγνώρισαν τον παλιό πραματευτή τον Αλή έναν άρχοντα πλέον καθώς φαινόταν, και που ήρθε να τους επισκευθεί.
Όμως για να μην τα πολυλογούμε, ο άρχοντας Αλής, είχε έρθει στο χωριό για να γυρέψει γυναίκα του την όμορφη Πατού. Και έγιναν οι γάμοι, στρώθηκαν τρικούβερτα τραπέζια, και γιόρτασαν όλοι, και χάρηκαν όλοι για την καλή τύχη της ορφανής.
Ύστερα η Πατού έφυγε με τον άντρα της και έμεινε το χωράφι της έρημο, ακαλλιέργητο, τα τρεμίθια και τα τεράτσια έμειναν πάνω στα δένδρα, όμως μέχρι σήμερα έμεινε το όνομα ως «χωράφι της ΑληΠατούς. Είναι αληθινή ιστορία, και το χωράφι της Αληπατούς, ευρίσκεται στην οδό Νικόλα Πενταρά και Αντώνη Χ΄Αχχιλλέα, 200 μέτρα από την παλιά βρύση του χωριού.  

ΜΕΛΑΝΟΣ
Είναι ένας υπερυψωμένος τόπος στα νότια σύνορα της Χλώρακας προς τη μεριά της Κάτω Πάφου. Τα πετρώματα του είναι στο σύνολο τους από μέλανο, εξ ου και το τοπωνύμιο του.
Όμως μια παλιά ιστορία λέει πώς όταν τα χρόνια εκείνα που η δουλεία υπήρχε ως θεσμός σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου, και πήγαζε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, καθώς και άλλων αναγκών, και η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι αντιμετωπίζονταν ως αντικείμενα και η μεταχείριση τους στη σκληρή εργασία ήταν μέχρι θανάτου, έτσι και η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε του κανόνος, και κατά τη διάρκεια των αιώνων, ο φτωχός πληθυσμός ως υπόδουλοι κάτοικοι, υπήρξαν σκλάβοι. Καθώς όμως μικρός ο πληθυσμός, οι τσιφλικάδες και οι ιδιοκτήτες των λατομείων του χαλκού, χρησιμοποιούσαν νέγρους σκλάβους τους οποίους εφοδιάζονταν από δουλέμπορους που τους έφερναν με τα πλοία.
Στην Πάφο το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε να συμβαίνει εις μεγάλο βαθμό κατά τον 12ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι κατακτητές μοίρασαν τη γη σε φεουδάρχες, οι οποίοι ησχολήθησαν με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων και τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης την οποίαν εξήγαγαν στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης.
Στη Πάφο η περιοχή της Μάας έως την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν μια απέραντη πεδιάδα την οποίαν καλλιεργούσαν και έσπερναν με τεύτλα μέχρι την εποχή των Ρηγάδων. Απόδειξη περί τούτου, αποτελεί το αυλάκι της Ρήγαινας που τα απομεινάρια του ακόμα ευρίσκονται στη Χλώρακα, και το οποίο χρησίμευε για να φέρνει νερό από τα λουτρά του Άδωνη, και να ποτίζεται ο κάμπος από τη Χλώρακα μέχρι το κάστρο της Πάφου.
Στη Χλώρακα λοιπόν μια παλιά εποχή, οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν να δραπετεύσουν μη αντέχοντας άλλο τη σκληρή δουλεία. Γνωρίζοντας πώς θα βρουν το θάνατο με την εξέγερση τους, εντούτοις προτίμησαν αυτού του είδους τη λύτρωση από την απάνθρωπη μεταχείριση που τύχαιναν από τον αφέντη τους ο οποίος ήταν ένας πολύ σκληρός φεουδάρχης.

Τους κυνήγησε μέχρι το ύψωμα που δεσπόζει πέρα από τον κάμπο, και εκεί τους κατάσφαξε όλους, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δώσει ένα παράδειγμα. Το αίμα έτρεξε ποτάμι και πότισε όλη τη γη, και συνέχισε να ρέει μέχρι τη θάλασσα η οποία βάφτηκε με μελανί χρώμα όπως και η γη που ποτίστηκε και χρωματίστηκε παίρνοντας όψη μελανή. Από τότε ο χερσαίος τόπος της άγριας σφαγής, ονομάστηκε από τους ντόπιους Μέλανος και η θάλασσα Μελανούθκια, καθώς η γη στη στεριά και στη θάλασσα, έμεινε βαμμένη σε χρώμα μελανί από το αίμα των σκλάβων με το οποίο ποτίστηκε. 

ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ
Η Κύπρος είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μέρος με σπάνια χλωρίδα και πανίδα, που ως νησί κοντά στην Ασία, καλύπτεται από άνυδρους και άγονους ξερότοπους κατοικημένους από είδη ερπετών, αλλά και από τόπους χλοερούς γεμάτους δάση που  φιλοξενούν έναν τεράστιο αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας.
Παλιότερα πρίν η οικοδομική ανάπτυξη καταστρέψει τους πλείστους άγριους τόπους, η φύση ήταν γεμάτη από βιότοπους μοναδικούς που μόνο βοσκοί και φυσιολάτρες τους γνώριζαν, αλλά αυτό συνεβαινε μια φορά και έναν καιρό, ώσπου δυστυχώς η πρόοδος και η απληστία του σύγχρονου ανθρώπου τους κατάστρεψε και τους μετέτρεψε σε σύγχρονες οικιστικές μονάδες ξεχερσώνοντας όλους τους ποταμούς και τες ρεματιές, και σκεπάζοντας τη γη με μπετόν και ψηλά κτίρια.

Στη Χλώρακα ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ήταν ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης  τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από  άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.
Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.
Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.
Ήταν  ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Όμως ήρθαν οι άνθρωποι και τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί. Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.
Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.
Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και  όλης σχεδόν  της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.
Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.

Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.


ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ (βιβλίο))

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (όλο το έργο)

Η Χλώρακα είναι κτισμένη στα βορειοδυτικά της πόλεως της Πάφου σε υψόμετρο 50 μέτρων από το γιαλό. Είναι τοποθετημένη σε οροπέδιο ως σε μπαλκόνι με απεριόριστη θέα όλο τον ορίζοντα της θάλασσας που χάνεται στα βάθη του πελάγου της Μεσογείου. Κάθε δείλι η θέα του ήλιου που χρυσίζει τα γαλανά νερά της θάλασσας την ωρα που γέρνει να δύσει, είναι εξαιρετική και μοναδική.

Στην άλλη πλευρά έχει ολόκληρη βουνοσειρά που στα ριζά της έκτισαν οι άνθρωποι από ανατολής μέχρι δύσης τα χωριά της Έμπας, της Λέμπας και της Κισσόνεργας, ενώ από την γραφική πλατεία με το μπόλικο πράσινο και τα γραφικά καφενεδάκια φαίνονται τα βαπόρια πανω στη γραμμή του ορίζοντα που πλέουν και ταξιδεύουν πανω στην άκρη της θάλασσας.

Είναι ένας τόπος με όμορφες παραλίες και έντονες αντιθέσεις. Με παλιά και μοντέρνα κτίρια, με φυσικό περιβάλλον,  με κουλτούρα που συνδυάζει Ελλάδα, Ευρώπη και Ανατολή, με πολλά ξενοδοχεία, εστιατόρια, μπυραρίες, καφενεία, αλλά και με φιλόξενους κατοίκους. Έχει για κύρια χαρακτηριστικά τις  παραλίες με τους απόκρημνους βράχους, τα κρυστάλλινα καταγάλανα νερά, και τις χρυσές αμμουδιές.  Όλο το χωριό είναι ένα μπαλκόνι στη Μεσόγειο με βραχώδεις πλαγιές, τρεμιθιές, δρύες, και καταπράσινες λαγκαδιές. Είναι μια τέλεια τοποθεσία που ποτέ δε χάνει τη γοητεία και τη θελκτικότατα της. Κουρνιασμένη στην δυτική γωνιά της Κύπρου είναι ένα  στολίδι με πολή ιστορία και φημισμένους ανθρώπους.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ

Διερωτήθηκε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, «Μα, εσένα θα βαπτίσω;» Και του απάντησε ο Χριστός, «Άφες άρτι, πρέπει να πληρώσω με πάσαν δικαιοσύνην και πάσαν ταπείνωση.

Η δημόσια Βάπτιση του Χριστού ως εναρκτήρια πράξη πριν από το δημόσιο έργο του συμβολίζει κατά πρώτον την απαλοιφή των μέχρι την ημέρα της βαπτίσεως αμαρτημάτων, και δεύτερον, την απαλλαγή από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος.

Ο Χριστός όμως ως αναμάρτητος υιός του Θεού, δεν χρειαζόταν να απαλλαγεί από αμαρτίες, οπότε η βάπτιση του έγινε ως συγκατάβαση σε όλα τα ανθρώπινα για να καταδείξει «τι πρέπει ο άνθρωπος πράττει».

Περι της βαπτίσεως λοιπόν, βλέπουμε εικονογραφημένες αγιογραφίες σε πολλές εκκλησίες να παριστάνουν την πρώτη ύψιστη πράξη και ταπείνωση του Χριστού, την εικόνα της βαπτίσεως και την φανέρωση της Αγίας Τριάδας. Μέσα στο ύδωρ ευρίσκεται ο Χριστός και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έρχεται ωσεί (ως) περιστερά, ενώ ταυτοχρόνως ακούγεται η φωνή του αφανέρωτου Πατρός που ουδέποτε αγιογραφείται, να μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού ονομάζοντας τον  «αγαπητόν Του Υιόν».

Σε όλες τις Αγιογραφήσεις ο Χριστός βαπτίζεται φέροντας συνήθως κάποιο άσπρο ρούχο στη μέση ενώ το δεξί ή και τα δύο του χέρια ευρίσκονται ανατεταμενα σε θέση ευλογίας.

Στις εκκλησίες συνηθίζουν κατά τη βάπτιση, συμβολικά να φορούν στους βαπτισμένους ρούχα λευκά, ίδιο χρώμα με το ένδυμα που φορούσε ο χριστός κατά τη βάπτιση του, «όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε»

Ενώ λοιπόν κατά τους συνηθέστερους εικονογραφικούς τύπους, έχουμε τον Χριστό συνήθως να βαπτίζεται ενδεδυμένος με λευκό ρούχο στη μέση, κάποιες φορές τον ευρίσκουμε κατά τα παλαιά πρότυπα εντελώς γυμνό.

Μια σπάνια Αγιογραφία με το Χριστό να βαπτίζεται εντελώς γυμνός, ευρίσκεται στο μικρό αρχαίο ναό της Παναγίας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα.

Είναι Βυζαντινού ρυθμού και κτίστηκε τον 12ο ή 13ο αιώνα, και ευρίσκεται στην κεντρική πλατεία της κοινότητας. Στον τρούλο και σε διάφορα μέρη των τοίχων, αλλά ιδιαίτερα μέσα στο ιερό του ναού, ευρίσκονται σπάνιες αγιογραφίες, και ανάμεσα τους σώζεται  η μοναδική ίσως εικονογραφία στον κόσμο που κατά τα παλαιά πρότυπα ο Χριστός βρίσκεται στον Ιορδάνη ποταμό  εντελώς γυμνός,  έχοντας λίγο διασταυρωμένα τα πόδια του  με σκοπό να καλύψει το φύλο με ελαφριά στροφή.

Εξέχουσα απο τις άλλες Αγιογραφίες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία, παριστά το Χριστό να στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα, αποδίδοντας τοιουτοτρόπως το ένδοξο ένδυμά του Παραδείσου με το οποίο θα έπρεπε να ενδύεται η ανθρωπότητα. Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του να βαπτιστεί από το Ιωάννη, αλλα και για να κρυψει την γυμνια του η οποια αισχύνει ίσως τις σκέψεις των αμαρτολών.

Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα, ο Χριστός είναι γυμνός, εντελώς γυμνός. Ενώ αλλού του φορούν λευκό ρούχο, σ αυτή την Αγιογραφία ο ζωγράφος χωρίς ηθικολογικές φοβίες και ενδοιασμούς για το γυμνό, σε μια ύψιστη παράσταση του υιού του Θεού, αναπαραστά τη γύμνια της ανθρωπότητας χωρίς η δική του γυμνότητα να προκαλεί, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως πως δεν είναι προκλητικοί οι δρόμοι που χαράσσει η Εκκλησία μας.

Είναι η ασκητική γυμνή παρουσίαση του σώματος του Θεανθρώπου που ζωγραφισμένος με κατανυκτικές γραμμές, αποτελεί την γυμνή αγιογράφηση της αναβάπτισης του ανθρώπου. 

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΕΛΕΟΥΣΗΣ

Ο ναος της «Παναγίας της Χρυσελεούσας» ευρίσκεται στην κεντρική πλατεία της Χλώρακας, είναι Βυζαντινού ρυθμού, και κτίστηκε τον 11ο ή 12ο αιώνα. Σ αυτήν  υπάρχει  η μοναδική ίσως εικονογραφία στον κόσμο που κατά τα παλαιά πρότυπα ο Χριστός βρίσκεται στον Ιορδάνη ποταμό  εντελώς γυμνός,  έχοντας λίγο διασταυρωμένα τα πόδια του  με σκοπό να καλύψει το φύλο με ελαφριά στροφή.

Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης υπήρχε πάνω στο αρχαίο τέμπλο του εικονοστασίου η εικόνα της Παναγίας που είναι θαυματουργή και εξέχουσα απ όλες τις άλλες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία και που όταν κτίστηκε η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης, μεταφέρθηκε εκεί.

Πριν πάρα πολύ καιρό κατά τον δωδέκατο αιώνα, μια ίδια εικόνα ακριβώς, ‘ηταν στην κατοχή μιας ευσεβούς πλούσιας οικογένειας που την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους και την τιμούσαν. Ύστερα από καιρό, μια μέρα που ήταν γιορτή της Παναγίας, η κυρά του σπιτιού όταν πήγε να προσκυνήσει και να ανάψει το καντήλι της, είδε με έκπληξη ότι η εικόνα έλειπε, και εξεπλάγη πολύ, γιατί ήξερε πως κλέφτης δεν μπορούσε να μπει στο κτήμα της που ήταν καλά περιφραγμένο και προφυλαγμένο. Ήταν σίγουρη ότι κανείς δεν την έκλεψε, και πως κάτι άλλο είχε συμβεί. Ξεσήκωσε όλη την οικογένεια, το πρωσικό και τους δούλους, και βάλθηκαν να ψάχνουν να την βρουν σε όλη την περιφέρεια.  Ύστερα από κάμποσα μίλια παρακάτω, την βρήκαν ακουμπισμένη σ ένα βράχο να κοιτάζει προς την δύση. Με πολλή ανακούφιση την πήραν πίσω και την έβαλαν στη θέση της πανω στο εικονοστάσι. Ήταν ο μήνας Αύγουστος, ήταν η μεγαλη γιορτή της Παναγίας, ήταν γι αυτό που η καλή Χριστιανή κυρά του σπιτιού σκέφτηκε ότι δεν ήταν τυχαίο το γεγονός που εσυνέβη.  Με πολλη ευλάβεια προσευχήθηκε και παρακάλεσε την Παναγία να της φανερώσει τι επιθυμούσε.

Πέρασαν λίγες μέρες, ήρθε η 8η Σεπτεμβρίου η μέρα γέννησης της Θεοτόκου, οπότε συνέβηκε πάλι το ίδιο θαύμα. Όλοι σίγουροι που θα βρουν το εικόνισμα, κίνησαν στο ίδιο μέρος όπου και πράγματι βρήκαν την Παναγία ακουμπισμένοι στον ίδιο βράχο να κοιτάζει προς δυσμάς. Σίγουροι για την επιθυμία της, απεφάσισαν πώς εκεί ήθελε να είναι, έτσι χωρίς άλλη σκέψη απεφάσισαν και έκτισαν εκκλησία σε εκείνο το μέρος, και τοποθέτησαν το εικόνισμα της στο εικονοστάσι βασιλεύουσα, και ονόμασαν την εκκλησία Παναγία Χρυσελεούσα, λένε κάποιοι ότι είναι αυτή που υπάρχει σήμερα στην κεντρική πλατεία της Χλώρακας.

Οι τοίχοι της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσελεούσης της Χλώρακας ήταν ολόκληροι τοιχογραφημένοι, εκ των οποίων εικονογραφήσεων σήμερα  σώζονται αρκετές. Η παράδοση θέλει η εικονογράφηση της εκκλησίας να γίνηκε από κάποιον σταυροφόρο που κατοίκησε στην Πάφο, που θέλοντας να βρει συγχώρεση από την Παναγία και να εξιλεωθεί γιατί δεν τη σεβάστηκε παλιότερα, διέθεσε πολλά χρήματα για να την εικονογραφήσει.

Κατά τα χρόνια του Ερρίκου Β΄ βασιλιά της Κύπρου και των Ιεροσολύμων (1285 - 1324, οι Σταυροφόροι εκδιώχτηκαν από την Ανατολή και πολλοί κατέφυγαν στην Κύπρο.

Ένας σταυροφόρος τυχοδιώκτης στην πορεία του για το πόλεμο στους Αγίους τόπους λεηλάτησε μια Χριστιανική εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία τη Χρυσελεούσα. Έκλεψε ότι πολύτιμο υπήρχε, εκποίησε σε χρυσάφι ότι μάζεψε, και όταν οι Σταυροφόροι εκδιώχθηκαν από τους Αγίους τόπους, αυτός ήρθε στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε στην Πάφο.

Όταν πέρασαν πολλά χρόνια και γέρασε, αισθάνθηκε μεγάλη αρρώστια να τον κυριεύει, πόνοι έζωναν το κορμί του και η ζωή του ήταν αφόρητη χωρίς να μπορούν οι γιατροί να τον θεραπεύσουν. Θεωρώντας πως τον τιμωρούσε η Αγία Παναγία που λεηλάτησε τον ναό της, αποφάσισε πως για εξιλέωση και συγχώρεση, έπρεπε ότι πήρε να το δώσει πίσω. Προσέλαβε λοιπόν Αγιογράφους, και προσπάθησε όσες περισσότερες εκκλησίες ήταν αφιερωμένες στην Παναγία τη Χρυσελεούσα, να τις Αγιογραφήσει…

Και πράγματι, όταν τέλειωσε η Αγιογράφηση της Παναγιας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα, η Παναγία ίσως τον συγχώρησε, γιατι ένα πρωί βρήκαν τον γέρο σταυροφόρο πεθαμένο ησυχασμένο και εν ειρήνη. Πολλοί είπαν πως τον λυπήθηκε η Παναγία και τον πόσπασε από τα βάσανα του.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΟΑΙΜΑΤΟΥΣΑΣ

Επειδή η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης ήταν μικρή και δεν χωρούσε τον κόσμο κατά τις μεγάλες εορτές όπου όλοι οι πιστοί πήγαιναν να λειτουργηθούν, απεφάσισαν οι κάτοικοι της Χλώρακας να κτίσουν μια μεγαλύτερη δίπλα στην μικρή, στην ίδια πλατεία.

Το κτίσιμο ξεκίνησε το 1924 και κράτησε έως το 1928 και εγκαινιάστηκε απο τον Μητροπολίτη Πάφου Ιάκωβο.

Ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελεκιτή πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής. Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας.

Για να κτιστεί χρειάστηκε να πουληθεί μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας που διέθετε, και για το κτίσιμο της χρησιμοποιήθηκε είδος καλής και ανθεκτικής ποιότητας πέτρας που λατομεύτηκε στη Χλώρακα, ένα από τα δύο καλύτερα είδη του τόπου και που όμοιο του επίσης χρησιμοποιήθηκε για να κτιστεί η περίφημη εκκλησία της Θεοσκέπαστης της Κάτω Πάφου.

Το 1953 με το μεγάλο σεισμό η στέγη της εκκλησίας κατέρρευσε με αποτέλεσμα για να αναστηλωθεί χρειάστηκαν αρκετά χρόνια. Με δωρεές πιστών και εράνους ανά την Κυπρο καθώς και με εθελοντές εργάτες και μαστόρους, κατάφεραν έως το 1959 να την ανοικοδομήσουν και να την τελειώσουν.

Γενικά η καινούργια εκκλησία αποδείχτηκε πολύ θαυματουργή, καθώς οι ντόπιοι κάτοικοι διηγούνται ιστορίες περί θαυμάτων που συνέβησαν κατά καιρούς.

Στην παλιά μικρή εκκλησία βρισκόταν το εικόνισμα της Παναγίας της Οδηγήτρας που ήταν θαυματουργή και είναι εξέχουσα απ όλες τις άλλες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία. Όταν γυναίκες είχαν πρόβλημα με αιμορραγίες, τις βοηθούσε να θεραπευτούν. Σήμερα το εικόνισμα ευρίσκεται τοποθετημένο στο τέμπλο της μεγάλης εκκλησίας η οποία έχει ονομαστεί Χρυσοαιματούσα εξ αιτίας της θαυματουργού εικόνας, δηλαδή παριστάνει τη Χρυσή Παναγία που θεραπεύει το αίμα (αιματούσα).Πίσω από το εικόνισμα ευρίσκεται κρεμασμένη μια κόκκινη κορδέλα την οποία οι πάσχουσες γυναίκες ανταλλάζουν με μια άλλη και την ζώνονται για τρεις ημέρες οπότε όσες πραγματικά πιστεύουν, θεραπεύονται.

Στα παλιά χρόνια υπήρχε ένας θρύλος που ήθελε το εικόνισμα της Παναγίας της Οδηγήτρας όταν το μετέφεραν αλλού, από μόνο του να επιστρέφει στο τέμπλο της Παναγίας της Χρυσελεούσης. Όταν τέλειωσε το κτίσιμο της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης και οι κάτοικοι θέλησαν να το μεταφέρουν εκεί, αυτό δεν έφευγε από τη θέση του ως να ήταν κολλημένο. Και όταν ο ιερέας χρησιμοποίησε σκεπάρνι για να την ξεκολλήσει, για να τα καταφέρει έσπασε το σκαλιστό ξύλινο τέμπλο του ιερού που σ αυτό ήταν τοποθετημένο το εικόνισμα.

Λέγεται ότι η εκκλησία της Χρυσοαιματούσης δεν άντεξε στο σεισμό αν και ήταν καλά στερεωμένη, γιατι η Παναγία επιθυμούσε να επιστρέψει πίσω στην παλιά εκκλησία. Και όταν οι κάτοικοι την τοποθέτησαν σε πρόχειρη παράγκα μέχρι να τελειώσει η επαναοικοδόμηση, εν μέσω καλοκαιρίας, ένα βράδυ συνέβηκε μεγάλη κακοκαιρία με θύελλες και ανεμοστρόβιλους που κατά τη διάρκεια τους το εικόνισμα εξαφανίστηκε από την θέση του και βρέθηκε πάνω στο τέμπλο της παλιάς εκκλησιάς.

Με το πέρας του κτισίματος της μεγάλης εκκλησίας και ύστερα από δεήσεις και προσευχές προς τη Παναγία, μετέφεραν το εικόνισμα της και παλιν, και έως σήμερα ευρίσκεται στο μεγάλο τέμπλο του ιερού του μεγάλου ναού της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλά πράματα και θάματα έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν, που οι πιστοί τα αποδίδουν στη θαυματουργή εικόνα.

ΑΗ ΝΙΚΟΛΑΣ

Η γιορτή του Άη Νικόλα

Κάθε  6 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τον  Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο της γης και της θαλάσσης, που φέρνει βροχές στα βουνά και φουρτούνες στα πελάγη, διότι ο Άγιος Νικόλαος πέρα από άρχοντας της θάλασσας, είναι και του χειμώνα. Γι αυτό, συνήθως  τη μέρα της μεγάλης γιορτής του φέρνει βροχές στη Χλώρακα, φέρνει και το Χειμωνα.

Ο Άγιος Νικόλαος είναι κύριος των ανέμων και της τρικυμίας. Γι' αυτό πολλές είναι οι προσφορές, οι λιτανείες, και οι παρακλήσεις των ναυτικών σε αυτόν. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα πλοίο μεγάλο ή μικρό. Από τα κόλλυβα που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα του αγίου Νικολάου, παίρνουν μαζι τους πολλοί  θαλασσινοί όταν ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν,

- Άη Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου.

Και αμέσως παύει η τρικυμία.

Πιστεύουν και ότι άμα ρίξουν στη θάλασσα κόλλυβα του Αγίου και βυθίσουν και την εικόνα του, αμέσως θα πνεύσει ο άνεμος που έχουν κατά νου.

Για τους Έλληνες ο Άγιος Νικόλας δεν είναι μόνο ο ονομαστός μητροπολίτης των Μύρων της Μ. Ασίας, αλλά και κάποιος που ασκούσε το επάγγελμα του θαλασσινού. Ως καραβοκύρη παριστάνουν τον άγιο και οι αγιογράφοι. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα απ' την άρμη, τα γένεια του στάζουν θάλασσα, το μέτωπό του είναι ιδρωμένο απ'την προσπάθεια να προφτάσει παντού, να βοηθήσει τα καράβια που θαλασσοπνίγονται, και πάρα πολλές είναι οι διηγήσεις για τα θαύματά του. 

Άη Νικολούιν Χλώρακας

Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου Βυζαντινού ρυθμού της Χλώρακας κτίστηκε τον 12ο αιώνα ίσως από βοσκούς οι οποίοι δεν είχαν πολλές γνώσεις αρχιτεκτονικής και χρησιμοποίησαν πέτρες έτοιμες πελεκητές, κυρίως από χαλάσματα αρχαίων κτισμάτων που ήταν διάσπαρτα στην γειτονική περιοχή της Κάτω Πάφου.

Λέγεται ακόμη ότι κτίστηκε από πλούσιο Μουσουλμάνο τσιφλικά που όριζε τον κάμπο κάτω από το μικρό εκκλησάκι, και που βαφτίστηκε Χριστιανός μετά που του φανερώθηκε ο Άγιος.

Στο βιβλίο του Ιωάννου Π. Τσικνόπουλλου "Ιστορία της εκκλησίας της Πάφου αναφέρονται τα εξής:

"ΚΓ. Μονη Αι Νικολούδιν Χλώρακας: Πλησίον του Χωρίου Χλώρακα  ευρίσκεται ο γοητευτικός πολύ μικρός Μοναστηριακός Ναός του Αγίου Νικολάου. Ίχνη Αγιογραφίας επί του βορείου τοίχου δικνείουν τον Άγιον Νικόλαον καί τόν βίον του… Περιουσία της Μονής κατά τ'ο 1805 ήσαν 15 σκαλες περιβόλια πέριξ της εκκλησίας με δύο βρύσες καί δένδρα, καί εις την γήν των Πετριδιών, προς την Έμπαν, χωράφια σκάλες 500(= πεντακόσιαι)»... 

Μια ιστορία λέει ότι στο αρχαίο παρεκκλήσι του Άη Νικόλα στη Χλώρακα που στέκει στην άκρη μοιανού κρεμμού, οι κάτοικοι έκτιζαν τοίχο για να προστατεύονται τα παιδιά τους όταν πήγαιναν να λειτουργηθούν. Αλλά όπως το γιοφύρι της Άρτας, έτσι και τούτο, το βράδυ χαλούσε. Οι κάτοικοι σε μια πεισματική συμπεριφορά τους, ολημερίς το έκτιζαν, αλλά το βράδυ γκρεμιζόταν. Ώσπου στο τέλος κατάλαβαν ότι το χαλούσε ο Άγιος γιατί ήθελε να έχει απρόσκοπτη θέα ολόκληρη τη θάλασσα. Από εκείνο τον καιρό, αντί για τοίχο, τοποθέτησαν κάγκελα, και τώρα ο Άγιος έχει απρόσκοπτη όλη τη θέα, ταυτόχρονα τα παιδιά προστατεύονται να μην πέφτουν στο γκρεμμό.

Ο Κυριάκος Μαυρονικόλας 82 ετών λέει ότι θυμάται από μικρό παιδί πάνω στη στέγη του Αϊ Νικόλα είναι βλαστημένο ένα άγριο σκόρδο που συνεχίζει να βλαστά κάθε χρόνο αυτό μόνο του στην άκρια μέσα σε μια σχισμή πέτρας, λέγοντας ότι χαρίζει στους προσκηνιτές του ξωκκλησιού υγεία, ευτυχία, ειρήνη, καλή τύχη, και πλούσια ελέη.

Ο Κυριάκος Μαυρονικόλας λεει ότι τον καιρό του αγώνα με τους Εγγλέζους, πριν οι αποικιοκράτες συλλάβουν το πλοίο που έφερνε τα όπλα στη Χλώρακα για την προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ, ρώτησε τον καπετάνιο Ευάγγελο Κουταλιανό πως εύρισκε με τόση μεγάλη ευκολία κάθε φορά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι τον όρμο πού ξεφόρτωνε τα όπλα. Και αυτός του απάντησε ότι,

-εκεί ψηλά πάνω στον κρεμμό της Χλώρακας έχει ένα εκκλησάκι που ανάβει ολονυχτίς ένα καντήλι. Με οδηγό τούτο το φως, βάζω ρότα και βρίσκω τον όρμο ανάμεσα στα επικίνδυνα βράχια.

Περίεργος ο Κυριάκος Μαυρονικόλας την επόμενη νύχτα πήγε στον Άη Νικόλα να δει από πού έβγαινε το φως αφού οι πόρτες του ναού τις νύχτες ήταν κλειστές. Και πράγματι είδε το φως του καντηλιού να βγαίνει από μια τρύπα πάνω στον τοίχο καθώς ένα βολίκι του ταβανιού έλειπε από τη θέση του.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΔΗΜΜΑ

Τα κύρια χαρακτηριστικά των ακτών της Χλώρακας είναι κυρίως απότομες βραχώδεις ακτές και πανέμορφοι ορμίσκοι, καθώς και μικρές παραλίες στρωμένες από ξανθή άμμο που γιαλλίζει πεντακάθαρη στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, άμμο που με  το χειμώνα χάνεται μέσα στη θάλασσα από τις τρικυμίες, και κάθε που αλλάζει ο καιρός ξεπλυμένη ξεβράζεται και πάλιν πάνω στις πέτρινες ακρογιαλιές.

Θάλασσες με γαλαζοπράσινα νερά αλλού ρηχά κι αλλού βαθιά, που όταν μέσα στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού ενώνουν το λαμπύρισμα τους με τη χρυσή άμμο, δημιουργούν σκηνικό απέραντου κάλλους, που με το πάφλασμα των κυμάτων σαν ήρεμη μουσική φωνάζουν και μαγεύουν τον περαστικό σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα.

Το ΔΗΜΜΑ είναι μια θάλασσα μικρή στη Χλώρακα, ένας ορμίσκος μαγευτικός και ιδεώδης για έμπνευση και δημιουργία, ένα φυσικό πανέμορφο απάνεμο λιμανάκι κλεισμένο μέσα σε ρηχούς και άγριους βράχους που το γκρι του χρώματος τους σμίγει με το μπλε  του γιαλού, και δίνουν μια άγρια ομορφιά που ηρεμεί το νου και στρέφει τη σκέψη στο απαλό αεράκι που φέρνει διηγήσεις αλλόκοτες και αρχέγονες από τα βάθη των οριζόντων, από εκεί που γέρνει ο ουρανός και σμίγει με τη θάλασσα. Ιστορίες του Ποσειδώνα και του Οδυσσέα, του Μεγαλέξανδρου και της γοργόνας, κληρονομιά βαριά ασήκωτη, από τα βάθη των αιώνων.

Ένας ωραίος τόπος με μακρά ιστορία και ζηλευτό φυσικό περιβάλλον. Κύρταμα και αθάνατα λουλούδια σκεπάζουν τους βράχους, ενώ ανάμεσα τους ψηλά θάμνα-καζουλάρκα ηλικίας εκατοντάδων χρονών, στέκουν καμαρωτά και όμορφα ξεχωριστά από την άλλη πλάση, με τη θαλασσινή αρμύρα με μανία να τους κατακαίει τα φύλλα, αλλά αυτά πεισματικά να αντέχουν και να μην ξεραίνουν.

Ένας τόπος ολοχρονής χαϊδεμένος από τον γαρμπή και αγκαλιασμένος από το φως του ήλιου. Τα σπίτια γύρω ακουμπούν στη θάλασσα και το πράσινο στις αυλές τους μια αγκαλιά από λιόδεντρα και ροδοδάφνες. Δίπλα στη πέτρινη ακτή κάτω από την ξανθή άμμο με άγρια λάχανα γύρω του να βλαστούν, γλυκύ το νερό υπόγεια αναβλύζει και τρέχει και σμίγει με τη θάλασσα.

Και σ όλη τη παράκτια γη τη γεμάτη βράχια που μέσα στις σχισμές τους βλαστούν κυκλάμινα, οι αλκυονίδες στήνουν τις φωλιές τους και γεννούν κάθε Γεννάρη τα αυγά τους.

Από το χωριό πάνω ψηλά που ως σε μπαλκόνι κάθεται σε οροπέδιο, φαίνονται οι παραλίες της Χλώρακας που απ όλες ξεχωρίζει σε ομορφιά το μικρό λιμανάκι στο ΔΗΜΜΑ, να δεσπόζει απ όλες τις άλλες. Γραφική και όμορφη με τις μικρές βάρκες των ψαράδων δεμένες όλες κι όλες τέσσερις, αφού είναι μικρό το λιμανάκι και άλλες δεν χωρεί.

Όμορφος ο τόπος και τα βράδυα, οπού το φως του φεγγαριού σμίγει με τα χαμηλά ηλεκτρικά φώτα του πεζόδρομου δίπλα στην παραλία, και το μάτι χάνεται στο χρώμα της νύχτας που σκεπάζει τη θάλασσα που άλλοτε φεγγοβολεί και άλλοτε μένει σκοτεινιασμένη. 

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Ο νεοκλασικός αρχιτεκτονισμός ξεκίνησε από την Ευρώπη και έφτασε στην Ελλάδα και στην Κυπρο την εποχή του Όθωνα από Βαυαρούς και Έλληνες αρχιτέκτονες που τον συνόδευαν.

Αυτοί σχεδίασαν τις πρώτες δημόσιες και ιδιωτικές οικοδομές της Ελλάδας, ενώ παράλληλα στην Κυπρο εμφανίστηκε ένας ντόπιος νεοκλασικισμός που μας άφησε τα γνωστά νεοκλασικά σπίτια καθώς και τα δημόσια κτίρια και σχολεία. Οι σχεδιαστές δεν ήταν αρχιτέκτονες αλλά εμπειρικοί κτίστες, οι λεγόμενοι «Μάστροι» που έκτιζαν όμως κτίρια που δεν τα κυριαρχούσε ο αυτοσχεδιασμός και η προχειρότητα, αλλά η συμμετρία και η ωραία εμφάνιση. Οι λαϊκοί μαστόροι δίχως σπουδές, κατάφεραν και έκτισαν όμορφες αρχιτεκτονικές κατασκευές, γιατι είχαν μεγάλη γνώση και αγάπη στη τέχνη και τεχνική που ήταν βασισμένη στην προαιώνια Ελληνική παράδοση την οποία χαρακτήριζε η αρμονία και το μέτρο της λιτότητας. Δεν μπορούμε λοιπόν, να χαρακτηρίσουμε αυτά τα κτίσματα παρά σαν απότοκα της πατροπαράδοτης Ελληνικής τέχνης από μαστόρους που άρχιζαν να τη μαθαίνουν από μικρά παιδιά εργαζόμενοι σε ταπεινά γιαπιά, μέχρις ότου φθάσουν όσοι ήσαν ικανοί, εις την επίζηλον θέση του πρωτομάστορα αρχιτέκτονα.

Στη Χλώρακα πριν από την Αγγλική κατοχή δεν υπήρχε σχολείο και οι μαθητές για τη φοίτηση τους χρησιμοποιούσαν ως αίθουσες τάξης τα καφενεία της κοινότητας, καθώς και την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας.

Έως το 1930 το σχολείο ήταν μονοδιδάσκαλο, ενώ αξιοσημείωτη είναι η λειτουργία παρθεναγωγείου από το1926 έως το 1934 και το οποίον στεγαζόταν στο σπίτι του ομοχώριου δασκάλου Χριστόδουλου Αζίνα.

Το 1931 αποφασίστηκε και κτίστηκε σχολείο. Κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, αξιόλογοι μαστόροι που κατείχαν τη λαϊκή αρχιτεκτονική, έκτισαν ένα κτίριο υψηλής αρχιτεκτονικής τέχνης, με πελεκιτή πέτρα και τσιμέντο, καθώς και κολώνες στην είσοδο, ενώ το δάπεδο το έφτιαξαν από στέρεο και ανθεκτικο σανίδι, το οποιον άντεξε στο χρόνο μέχρι και πρόσφατα. Είναι μέχρι σήμερα ένα κτίριο στολίδι, ένας ιερός χώρος μέσα στον οποίο διδαχτήκαν γράμματα και ακόμα συνεχίζουν να διδάσκονται, όλες οι γενεές εδώ και έναν αιώνα.

Ο πρωτομάστορας κτίστης της πέτρας και σχεδιαστής, ο λαϊκός τεχνίτης που διδάχτηκε την τέχνη της Αρχιτεκτονικής από φημισμένους άλλους μαστόρους στους οποίους μαθήτευσε από μικρό παιδί, ο ξακουστός Γεώργιος Χατζιούδης από τη Χλώρακα, ανέλαβε και περάτωσε το σχεδιασμό και το κτίσιμο του σημερινού σχολείου που στέκει ακόμα στερεό και λαμπερό στην είσοδο της κοινότητας.

Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική ως λαϊκή τέχνη, άφησε στη Κυπρο  όμορφα οικοδομήματα. Με μαστόρους που δεν σπούδασαν, αλλά ως καλοί και έμπειροι τεχνίτες έχοντας γνώσεις από την πρακτική τους ενασχόληση από μικρά παιδιά που μαθήτευαν σε σπουδαίους μαστόρους, κατασκεύαζαν κτίρια λειτουργικά, στερεά και όμορφα, καταφέρνοντας δημιουργίες που σήμερα θεωρούνται μέρος της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής και παράδοσης.

Τη Κυπριακή αρχιτεκτονική τη χαρακτήριζε η λιτότητα. Κατασκεύαζαν μόνο απαραίτητους και λειτουργικούς χώρους. Ο ηλιακός ήταν συνηθισμένος έως απαραίτητος χώρος, ο οποίος αποτελούσε την είσοδο του κτιρίου. Οι ευκατάστατοι στις πόλεις μπροστά από ηλιακό, έκτιζαν κολώνες με περιστύλια δίνοντας μια εξαιρετική όμορφη όψη στο όλο κτίριο. Στην ύπαιθρο σπάνια συναντούμε σπίτια με κολώνες, εκτός από τα δημοτικά σχολεία και τα δημόσια κτίρια, καθώς αυτή ήταν η συνήθης πολιτική της αποικιοκρατικής Βρετανικής κυβέρνησης, ενώ σήμερα, όπου υπάρχουν τέτοια κτίρια, έχουν κυρηχτεί διατηρητέα από το κράτος.

Το παλιό σχολείο της Χλώρακας αποτελείται από 3 αίθουσες, ένα μικρό γραφείο δασκάλου και έναν ηλιακό που αποτελεί την είσοδο, και που εξωτερικά τον κοσμεί περιστύλιο με δωρικές κιονοστοιχίες, ενώ το εξωτερικό του δάπεδο είναι στρωμένο με περίτεχνα μάρμαρα, έχοντας για πρόσβαση επίσης μαρμάρινα σκαλοπάτια σε όλες τις μεριές του περιστυλίου.

Το παλιό κτίριο του Δημοτικό σχολείου της Χλώρακας είναι ένα από τα λίγα δημόσια κτίρια του χωριού με μεγάλη σημασία στο πέρασμα των χρόνων, καθώς όμορφο που είναι, κουβαλά ιστορία δεκαετιών. Σε αυτό μαθήτευσαν πολλές γενεές, ενώ διετέλεσε τόπος στρατιωτικής εκπαίδευσης των νέων της κοινότητας ενάντια στην Τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963. Ήταν επίσης ο τόπος διενέργειας όλων των τοπικών εκλογικών αναμετρήσεων από της κτίσεως του μέχρι σήμερα, καθώς και τόπος διδασκαλίας εθνικών και παραδοσιακών χορών στους νέους και στις νέες, όπως και χώρος επιμορφωτικών σεμιναρίων.

Αυτό το κτίριο μέχρι τις μέρες μας είναι ένα ωραίο μνημείο του παρελθόντος, το ομορφότερο από όλα τα άλλα, κτισμένο σε ένα όμορφο ψηλό τόπο με απρόσκοπτη θέα προς τη θάλασσα που απλώνεται κάτω στο λόφο. 

ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ ΤΗΣ ΡΗΓΑΙΝΑΣ

Στα παράλια της Χλώρακας σώζονται τα απομεινάρια του πέτρινου αυλακιού που έφερνε το νερό από από την Τάλα, στο παλάτι της Ρήγαινας, στα Παλιόκαστρα. Στα σύνορα Χλώρακας - Λέμπας σώζεται ο πύργος που πάνω σε αυτόν ήταν κτισμένο και στηριγμένο το αυλάκι. Στη συνοικία του Μουττάλου μέσα στην αυλή του Τούρκικου σχολείου ευρίσκεται το αδράχτι της Ρήγαινας, και στην Κάτω Πάφο δίπλα στους Αγίους Αγαπητικό και Μισητικό, ευρίσκεται ριγμένη η θεόρατη πέτρα του Διγενή.

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου το κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.

Η Ρήγαινα στους θρύλους αποδίδεται ως πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια, άλλες φορές καλή και συμπονετική και άλλες κακιά, αλλά που κανείς δεν μπορεί να τη νικήσει καθώς κατοικεί σε οχυρωμένους πύργους.

Η Ρήγαινα της Πάφου κατοικούσε στα σημερινά Παλιόκαστρα, μια περιοχή ανάμεσα της Κάτω Πάφου και της Χλώρακας. Είχε κτισμένο το κάστρο της μέσα στην απέραντη πεδιάδα που εκτείνεται από το φάρο της Πάφου μέχρι την Κισσονεργα, και διαφέντευε όλο τον παράλιο τόπο, έχοντας προσταγή στους κατοίκους να καλλιεργούν κυρίως ζαχαροκάλαμα και τεύτλα.

Η ομορφιά της ήταν ξακουστή, αλλά το ίδιο και η εξυπνάδα της και η πονηριά της.

Ο λαϊκός θρύλος θέλει τον ξακουστό ήρωα Διγενή Ακρίτα να καταφθάνει μέχρι την Πάφο κυνηγώντας ένα Σαρακηνό εχθρό του. Όταν αυτός προσπάθησε να δραπετεύσει αποπλέοντας, ο Διγενής του έριξε μια μεγάλη πέτρα, -την πέτρα του Ρωμιού- και βύθισε το πλοίο του.

Στο πέρασμα του από τη Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα την οποία ερωτεύτηκε παράφορα και αποφάσισε να την παντρευτεί.

Η Ρήγαινα δεν τον ήθελε για άντρα της, αλλά ούτε για εχθρό της. Με μαεστρική πονηρία του ζήτησε πως για να τον παντρευτεί, έπρεπε πρώτα να κάμει έναν άθλο, να κατορθώσει να κτίσει ένα  μακρύ αυλάκι που να φέρνει νερό από τα λουτρά του Άδωνη της Τάλας στους αγρούς της. Ο Διγενής δέχτηκε την πρόκληση, και προς δυσαρέσκεια της Ρήγαινας κατάφερε να αποπερατώσει το δύσκολο έργο και να φέρει το νερό στα χωράφια της μέχρι τη Χλώρακα.

Μη θέλοντας να τον παντρευτεί όμως, αλλά φοβούμενη την οργή του, προσπάθησε να φύγει από την Πάφο. Οργισμένος ο Διγενής, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και της την έριξε. Η πέτρα ευρίσκεται μέχρι σήμερα  δίπλα στη δυτική πλευρά του αρχαίου θεάτρου της Κάτω Πάφου, και ονομάζεται η «πέτρα του Διγενή». Άλλοι λένε ότι πρόκειται για την Πέτρα του Ρωμιού, και άλλοι ότι πρόκειται για το νησί του Διγενή στην Πόλη της Χρυσοχούς…

Η Ρήγαινα αντιδρώντας στην οργή του καθώς ήταν δεινή και δυνατή πολεμίστρια, του έριξε το αδράχτι της, ένα μεγάλο πέτρινο κίονα από τσιόνι ύψους τεσσάρων μέτρων και διαμέτρου σχεδόν ενός μέτρου, το οποίον έπεσε σε ένα χωράφι της Χλώρακας κάτω από τη συνοικία του Μουττάλλου, και που μετέφεραν οι Τουρκοκύπριοι πριν λίγα χρόνια και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους και εκεί ευρίσκεται ακόμα.

Στη Χλώρακα στη παραλιακή περιοχή, μέχρι τη δεκαετία του ΄60 υπήρχαν μεγάλα μέρη του αυλακιού της Ρήγαινας, τα οποία όμως δυστυχώς, χαλάστηκαν από τους ανθρώπους για να κάμουν αναδασμό στα χωράφια τους. Σήμερα, μικρό μέρος από το αυλάκι σώζεται και ευρίσκεται ακριβώς πίσω από την τελευταία στάση των λεωφορείων στην τέλειωση της λεωφόρου Χλώρακας που οδηγά στη Κάτω Πάφου πριν την περιοχή Κτιστά ή Παλιόκαστρα, ονοματολογία της περιοχής που προεήρθε καθώς εκεί ήταν κτισμένο το παλάτι της Ρήγαινας.

Το αυλάκι ήταν καθισμένο πάνω σε πύργους ώστε να έχει την κατάλληλη κλίση για να ρέει το νερό. Ένας από τους πύργους σώζεται στα σύνορα της Χλώρακας με τη Λέμπα.

ΕΛΛΗΝΟΣΠΗΛΙΟΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ

Η ιστορία της Κύπρου είναι αρχαιοτάτη και έχει να επιδείξει πανάρχαιες καταβολές έως και πριν χιλιάδες χρόνια.

Κατά την Ελληνιστική περίοδο κατά τη διάρκεια των αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων, οι Φοίνικες κατακτητές εγκατέλειψαν τη Κυπρο και οι κάτοικοι στράφηκαν προς τους Μακεδόνες Πτολεμαίους της Αιγύπτου. Έτσι από τον 3ο αιώνα π.Χ. το νησί εξελληνίζεται πλήρως, περίοδο κατά την οποία άνθισαν οι τέχνες καθώς και η ελληνική θρησκεία προς τους 12 θεούς του Ολύμπου με ιερά σε όλο το νησί και μεγαλοπρεπείς τάφους στους οποίους θάβονταν οι άρχοντες και οι προεστοί του τόπου.

Είναι τάφοι που χρονολογούνται από τα Ελληνιστικά και πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια σκαλισμένοι σε βράχους που πολλοί από αυτούς μοιάζουν με κανονικά σπίτια, με δωμάτια ταφής που ανοίγουν σε αίθρια περιστύλια. Μοιάζουν με τάφους που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια αποδεικνύοντας έτσι τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων στα Ελληνιστικά χρόνια.

Αυτοί οι τάφοι ονομάστηκαν Ελληνόσπηλιοι ένεκα της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και τάφοι των βασιλέων ένεκα του μεγέθους και της μεγαλοπρέπειας τους. Ήταν τάφοι στους οποίους ενταφιάζονταν μέλη της αριστοκρατίας της Πάφου, και όχι Βασιλιάδες.

Στη δυτική πλευρά της πόλεως της Πάφου κοντά στη θάλασσα ευρίσκεται ένα μεγάλο σύμπλεγμα από αυτούς τους τάφους, οι περίφημοι «Τάφοι των Βασιλέων» που πήραν το όνομα τους εξ αιτίας της μεγάλης μεγαλοπρέπειας με την οποία είναι κατασκευασμένοι. Είναι σκαμμένοι μέσα σε συμπαγείς βράχους, και χρονολογούνται τον 4 π.Χ. αιώνα. Παρόμοιοι τάφοι ευρίσκονται κατάσπαρτοι σε πολλές περιοχές σε ολόκληρη την επαρχία της Παφου.

Στη Χλώρακα στην περιοχή «Ροδαφίνια» και στην πλευρά της λεωφόρου "Χλώρακας" προς τη μεριά του χωριού, υπάρχει ένας παρόμοιος τάφος ο Ελληνόσπηλιος, ο οποίος είναι λαξευτός μέσα στη γη. Δεν έχει τη μεγαλοπρέπεια και την ωραιότητα των τάφων της Κάτω Πάφου, αλλά είναι αρκετά μεγάλος και ανεκτίμητης αξίας με αίθριο και εισόδους σε νεκρικούς θαλάμους σκαμμένους σε σκληρή και συμπαγή πέτρα. Σε αυτόν ανακαλύφθηκαν αρχαία αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, εκ των οποίων σώζεται Ρωμαϊκή μαρμάρινη σαρκοφάγος με κάλυμμα που σήμερα κοσμεί το προαύλιο του Μουσείου Πάφου.

Στη Χλώρακα επίσης, λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία ευρίσκεται ακόμα ένας Ελληνόσπηλιος μέσα στο έδαφος, με την είσοδο του κλειστή από χώματα. Είναι φυσικό σπήλαιο που στα τοιχώματα του έσκαψαν νεκρικούς θαλάμους όπου μάλλον σ αυτούς ενταφιάστηκαν άσημοι άρχοντες. Μέσα σε έναν από αυτούς ανευρέθηκε από παλαιόν κάτοικο, σαρκοφάγος με κάλυμμα που πάνω του υπάρχει ανάγλυφο σώμα ωραιότατης γυναικός σπουδαιοτάτου κάλλους, που την πούλησε δυστυχώς σε αρχαιοκάπηλους. Εικάζεται πως ευρίσκεται σε ιδιωτικό μουσείο της Νέας Υόρκης. Επίσης σε άλλον βρέθηκε χρυσή ζώνη πολεμιστή που και αυτή δυστυχώς πουλήθηκε σε αρχαιοκάπηλους στο ποσό των πέντε λιρών στην εποχή περίπου του μεσοπολέμου, ενώ σε τρίτο βρέθηκε λαμπιόνια που επίσης κανείς δεν γνωρίζει που ευρίσκεται. Είναι μαρτυρίες ζώντων μέχρι πρότινος κατοίκων της κοινότητας που έζησαν την εποχή εκείνη, και που μου εφανέρωσαν κατά τη διάρκεια ερευνάς μου. 

Είναι βέβαιο πως η περιοχή της Χλώρακας στην αρχαιότητα υπαγόταν στο βασίλειο της Πάφου, αλλά τα μόνα που παρέμειναν στις σημερινές ημέρες να μας το ενθυμίζουν, είναι οι δύο Ελληνόσπηλιοι οι οποίοι ευρίσκονται σε ιδιωτικές περιουσίες.

ΟΙ ΞΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΕΡΦΟΥΡΗ

Η θαλάσσια περιοχή της Κύπρου όπως και ολόκληρη η Μεσόγειος, είναι διάσπαρτη με αρχαία ναυάγια. Στη περιοχή «Δήμμα» στη Χλώρακα 500 μέτρα από τη στεριά, υπάρχουν οι ξέρες του Φουρφουρή που πάνω τους τσακίστηκαν πολλά πλοία κατά το παρελθόν όπως δείχνουν τα αμέτρητα απομεινάρια από σπασμένους αμφορείς και άλλα αντικείμενα που ευρίσκονται στο βυθό της θάλασσας γύρω από τις ξέρες.

Οι ισχυροί άνεμοι που συνήθως πνέουν στη θάλασσα της Χλώρακας σε συνδυασμό με το ανοικτό πέλαγος, προκαλούσαν πάντα μεγάλες θαλασσοταραχές που παράσερναν τα πλοία και τα έριχναν στις ξέρες, με αποτέλεσμα να βουλιάζουν πολλά από αυτά. Ο βυθός γύρω από τις ξέρες είναι κατάσπαρτος από αρχαία υπολείμματα ναυαγίων, καθώς η θάλασσα της Χλώρακας είναι δρόμος πλοίων από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Γραμμένες αναφορές γι αυτά τα ναυάγια δεν υπάρχουν, και μόνη μαρτυρία περί της αληθείας αυτών των ναυαγίων, είναι από όσους δεινούς δύτες κολυμπούν σ αυτά τα νερά, ότι ακόμα ο βυθός είναι στρωμένος από αντικείμενα υπολείμματα των φορτίων από τα ναυαγισμένα πλοία.

Επίσημες αναφορές έχουμε μόνο για δυο πλοία εκ των οποίων το ένα βούλιαξε και γέμισε την ακτή πνιγμένους, ενώ το άλλο σφηνώθηκε στις ξέρες και μένει ακόμα εκεί μοναχικό μια απέραντη Φωλαιά άγριων περιστεριών. 

Από προφορικές μαρτυρίες παλαιών κατοίκων και από γραφές λαϊκού ποιητάρη που κατέγραψε ο ηγούμενος Μαχαιρά Γρηγόριος το 1945 στα Κυπριακά Χρονικά, μαθαίνουμε πως τη δεκαετία του 1810 ένα επιβατικό πλοίο το «χρυσοκάραβο» όπως το ονόμασαν γιατι ήταν γεμάτο πλούσιους επιβάτες που ταξίδευαν για τους Αγίους Τόπους, βούλιαξε στις ξέρες του «Φερφουρή», και πνίγηκαν όλοι. Είναι ένα τσιαττιστό ποίημα λαϊκός θρήνος, που αναφέρεται στις δύσκολες ώρες που πέρασαν οι επιβάτες και το τραγικό τέλος που βρήκαν, καθώς σε αυτούς συγκαταλέγονταν υψηλά μέλη της Κυπριακής κοινωνίας όπως την οικογένεια του δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη. Για το περιστατικό αναπτύχθηκαν ντόπιοι θρύλοι για παράδοξα περιστατικά και για ανεύρεση θησαυρών που ξέβραζε η θάλασσα της Χλώρακας κατά καιρούς. Αναπτύχθηκαν δοξασίες και θρύλοι για παράξενους θανάτους που κατά καιρούς βρήκαν ντόπιοι κάτοικοι στα ήρεμα νερά της, καθώς και παραδοξολογίες για μεγάλα θεριά που κολυμπούσαν σε αυτήν.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του Μάρτη το 1998το ελληνικό φορτηγό πλοίο υπό σημαία Ονδούρας «Δημήτριος ΙΙ» που μετέφερε ξυλεία από τη Χαλκίδα με προορισμό τη Λεμεσό και τη Βηρυτό, μετά από σφοδρή θαλασσοταραχή προσάραξε στις ξέρες του Φουρφουρή.

Ενώ βρισκόταν καθοδόν για το λιμάνι της Λεμεσού, λόγω των σφοδρών ανέμων που έπνεαν εκείνη την ώρα, παρεσύρθη από τα κύματα και προσάραξε πεντακόσια μέτρα από την ακτή της Χλώρακας, πάνω στις ξέρες.

Μένει από τότες προσαραγμένο να στέκει όμορφο μέσα στη γαλανή θάλασσα και να αποτελεί σημείο αναφοράς για την κοινότητα της Χλώρακας. Από τα αεροπλάνα και τα πλοία, από τις παρυφές των στεριανών υψωμάτων, και μέσα από πληθώρα ιστοσελίδων στο διαδίχτυο, δείχνεται πλέον αυτό το πλοίο, ως σημείο αναφοράς για τη Χλώρακα. Θεωρείται στολίδι γραφικής ομορφιάς, και αναφέρεται στα αξιοθέατα της κοινότητας ως μια ζωγραφιά στη θάλασσα που πολλούς ενέπνευσε συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφους. 

Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ

H Χλώρακα από τη δύση ως τον νοτιά βρέχεται από την θάλασσα της Μεσογείου, και κάθε δείλι η θέα του ήλιου που χρυσίζει τα γαλανά νερά της την ώρα που γέρνει να δύσει, είναι εξαιρετική και μοναδική.

Είναι ένας τόπος με όμορφες παραλίες και τοπία με έντονες αντιθέσεις που η φύση έχει συντελέσει στην κατασκευή ενός εναλλοσσόνος τοπίου με αμμουδερές παραλίες και απόκρημνους θεόρατους γκρεμούς που στέκουν πάνω από τα καταγάλανα ήρεμα νερά ή τα αφρισμένα φουρτουνιασμένα κύμματα που με δύναμη σκάζουν και κατατρώγουν τους θεόρατους βράχους. Διαθέτει παραλίες επικίνδυνες και απόκρημνες με βαθιά νερά για ριψοκίνδυνους κολυμβητές, αλλά και ήμερες αμμουδερές με ήρεμα νερά για μικρούς και μεγάλους.

Παλιότερα διέθετε ίσως την καλύτερη παραλία της Πάφου την φημισμένη παραλία της «Βρέξης», σε μέτρο σύγκρισης με τον κόλπο των Κοραλλίων» σε μικρογραφία. Κατακλυζόταν από κόσμο από όλες τις γύρω περιοχές καθώς ήταν στην άκρη του χωριού, στα σύνορα με την πόλη της Πάφου. Δυστηχώς πριν αρκετά χρόνια η άμμος που σκέπαζε την περιοχή τραβήχτηκε από τη θάλασσα και άφησε το τοπίο φαλακρό και αποκρουστικό. Ήταν μια εκδίκηση της φύσης που προήρθε από την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των παράκτιων ακτών από τον άνθρωπο.

Φέτος όμως το καλοκαίρι, η φύση ίσως ημέρεψε και σκέπασε όλη την παραλία με ξανθή άμμο που έδωσαν στα ήρεμα διάφανα νερά γαλαζοπράσινο χρώμα, ενώ η χρυσαφένια άμμος έξω στην ακτή ενώθηκε με τα ήρεμα νερά του ποταμού της «Βρέξης» που ολοχρονίς τρέχουν ποτίζοντας τις πικροδάφνες πάνω στην παραλία.

Η παραλία λοιπόν της «Βρέξης στη Χλώρακα είναι αμμώδης και δεν υπάρχουν ρεύματα, ενώ τα νερά της είναι ομαλά και ρηχά. Η άμμος πάει μέσα σε βάθος και οι κολυμβητές μπορούν κολυμπώντας ή περπατώντας, να φτάσουν στα βαθιά χωρίς κίνδυνο.

Απέχει λίγα μέτρα από τη κύρια παραλιακή αρτηρία της Πάφου που οδηγεί προς δυσμάς, και βρίσκεται σε ένα μικρό ορμίσκο. Το πράσινο της περιοχής, η άγρια ομορφιά, τα ολόλευκα βότσαλα και τα κρυστάλλινα νερά, είναι στοιχεία που συνηγορούν πως είναι τόπος μαγευτικός, όμορφος και ειδυλλιακός.

Είναι ένας σπουδαίος τόπος που αν ο επισκέπτης ξεχαστεί εκεί, θα απολαύσει ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα με την καλύτερη θέα ως ζωγραφιά να σχηματίζεται στο βάθος του ορίζοντα, με τον ήλιο να γέρνει πίσω από το όμορφο πλοίο που στέκει προσαραγμένο στις ξέρες του «Φουρφουρή» στη μέση του πελάγου της Χλώρακας.

ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΤΣΙΑ

Τα θαλασσινά κρίνα είναι τα σύμβολα  της Θεϊκής δημιουργίας και της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά μεγάλα λουλούδια που ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μεσα από τη στεγνή έρημη γη, με ένα μοναδικό μεθυστικό άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει. Τα γνωρίζουν όσοι έχουν τύχει να περάσουν από τις ελάχιστες αμμουδιές στις οποίες σήμερα ευδοκιμούν δίπλα στη θάλασσα, σε τόπους κυρίως δύσβατους που βλαστούν αυτά τα μοναδικά φυτά του γένους τους που απόμειναν και που πρεπει να αγαπούμε οι άνθρωποι και να προστατεύουμε.

Κάποτε τα κρίνα βλάσταιναν μυριάδες στις παραλίες της Χλώρακας και της Κισσόνεργας που ήταν σκεπασμένες από άμμο που ξέβραζε η οργή των κυμάτων και εναπόθετε στις σχισμάδες των βράχων κατασκευάζοντας τοπίο ίδιο κατασκευασμένο ίσως από Θεούς, που από μια κατάξερη ηλιοκαμένη γη, τον μήνα Αύγουστο και Σεπτέμβρη άλλαζε όψη, βαφόταν με άσπρο χρώμα από τα άνθη του γιαλού.

Κάποιες μέρες όμως οι άνθρωποι όταν χρειάστηκαν τους τόπους για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους και έπρεπε να χτίσουν τα πολυτελή ξενοδοχεία τους, δεν συλλογίστηκαν την ομορφιά και τη σπανιότητα τους. Χάλασαν τις παραλίες, τις άλλαξαν και τις μεταμόρφωσαν σε τουριστικά θέρετρα. Εξαφάνισαν τα κρίνα και έμεινε τώρα μόνο η ανάμνηση των ανθών του γιαλού, και τη θέση τους πήραν τσιμεντένια ξενοδοχεία με κήπους φυτεμένους με ξενόφερτα άνθη και λουλούδια.

Φέτος λοιπόν, σ αυτές τις παραλίες βλάστησαν τα λίγα από τα εναπομείναντα πλέον κρίνα του γιαλού που τους μήνες του καλοκαιριού γεννούν και ανθίζουν τα πανέμορφα άνθη τους ολόλευκα και μοναχικά, στο διάβα εκεί που σκάει το κύμα. Τα άνθη του γιαλού που μέσα στη ξερή γη προβάλλουν από την καυτή και στεγνή άμμο δυνατά και ανθεκτικά, όμορφα και μοναδικά. Είναι τα δώρα της θάλασσας, κρίνα σπάνια μοσχομύριστα και πανέμορφα που στην κάψα του καλοκαιριού όλη μέρα κλείνουν και μαραίνουν, ενώ τις νύχτες μες τη θαλασσινή δροσιά και στο αεράκι του πελάους, ανοίγουν και σκορπούν την ευωδία τους σε όλη την πλάση.

Τα φύλλα τους που είναι σαρκώδη και γκριζοπράσινα σε σχήμα λουρίδας, βγαίνουν το χειμώνα και το καλοκαίρι ξεραίνονται, ενώ από τα ξερά τους φύλλα γεννιέται το άνθος του γιαλού, το πανέμορφο λουλούδι που ενέπνευσε τον Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο του διήγημα.

Οι καρποί του λουλουδιού είναι μεγάλοι σε σχήμα βολβού. Τα άνθη του που εμφανίζονται μέσα από την καυτή άμμο, έχει το καθένα έξι πέταλα και διαμορφώνουν ένα στέμμα κατά τον τρόπο των ασφοδέλων, εξ αυτού το φυτό είναι γνωστό επίσης με το όνομα ως θαλάσσιος ασφόδελος.

Οι καρποί του όταν ωριμάσουν πετάγονται κατάμαυροι σαν κάρβουνα, σπόροι πολυγωνικοί, μαλακοί που περιβάλλονται από μεμβράνη σαν σωσίβιο που τους επιτρέπει να ταξιδεύουν πάνω στα κύματα  διανύοντας χιλιάδες μίλια, φθάνοντας σε ακτές από τη μια άκρη της θάλασσας ως την άλλη για τον πολλαπλασιασμό και την εποίκησή τους. Στο κέντρο τους έχουν ένα μικρό βολβό που είναι ο πραγματικός σπόρος που θάβεται στην άμμο ψάχνοντας για υγρασία. Όσοι επιζήσουν μετά από χρόνια, θα ανθίσουν και θα συνεχίσουν τον κύκλο της ζωής τους.

Εκτός από τους σπόρους, το φυτό πολλαπλασιάζει και με βολβούς που το ίδιο παράγει. Παρά την πολλαπλασιαστική του όμως δυνατότητα το όμορφο αυτό φυτό πέφτει θύμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις ακτές. Τα παρακολουθούμε κάθε χρόνο που περνά να λιγοστεύουν και να εξαφανίζονται. Να κόβονται με το που ανθίζουν από ανθρώπινα χέρια για να γεμίσουν τα ανθοδοχεία τους, ή να ξεριζώνονται για να μεταφυτευτούν στους κήπους τους.

Η παραλία του Κοτσιά ανάμεσα Χλώρακας και Κισσόνεργας, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη ομορφαίνει με τα λευκά κρίνα της θάλασσας, τα οποία καλό είναι να μην τα κόβει ούτε να τα πατεί κανείς, ώστε να ρίξουν σπόρο και να συνεχίσουν να υπάρχουν σ’ αυτό τον τόπο.

Στην Κύπρο βλαστούν στη παραλία της Χλώρακας, στη παραλία του Ακάμα, και μετά τα συναντούμε στο μακρινό Παχίαμο. Είναι λουλούδια σπάνια και προστατευμένα, είναι φυτά υπό παρακολούθηση και θα πρεπει επιτέλους κάποιοι άνθρωποι με ευαισθησίες  που στις μέρες μας δυστηχώς σχεδόν έχουν χαθεί, να αναλάβουν εκστρατεία  διάσωσης και πολλαπλασιασμού τους.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Ερευνητές και μελετητές του θεάτρου σκιών ισχυρίζονται πως οι Κινέζοι πρώτοι, βλέποντας τη νύχτα τις σκιές ανθρώπων και αντικειμένων που δημιουργούνταν πίσω από φωτισμένο χαρτί, εμπνεύστηκαν αυτό το είδος του θεάτρου, και από εκεί εξαπλώθηκε στους λαούς της μέσης ανατολής, στην Οθωμανική αυτοκρατορία και κατά τον 16ο αιώνα στην Ελλάδα. Άλλοι δε, ισχυρίζονται πως οι ρίζες του βρίσκονται στα Ελευσίνια μυστήρια.

Ο Έλληνας Καραγκιόζης συμβολίζει το πνεύμα ελευθερίας και την προσπάθεια αντίστασης του λαού κατά της δυναστικής αρχής. Συμβολίζει τις αρχές τις ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας και της αξιοπρέπειας. Στο πρόσωπό του ενσαρκώνεται ο κοινός αγώνας των Ελλήνων κατά της δουλοπρέπειας, κατά της υποταγής στον ξένο δυνάστη τον Τούρκο Οθωμανό, και παράλληλα εκπροσωπεί τα χαμηλά κοινωνικά  λαϊκά στρώματα, που ως τέτοιος, είναι φτωχός, άνεργος, πεινασμένος, αγράμματος μα πολυμήχανος, πανέξυπνος, ανυπότακτος, δυναμικός, ευφυής, επίμονος, αλλά ονειροπόλος έως φαντασιόπληκτος, και αισιόδοξος.

Τον πολυμήχανο αυτό ήρωα πολλοί καραγκιοζοπαίχτες τον έπλασαν στα μέτρα ανάλογα της κάθε εποχής, δημιουργώντας ένα είδος προσφιλή και δημοφιλή είδος θεάτρου. Το ίδιο έκαμε στην Κύπρο πρώτα ο προγονός Χριστόδουλος Πάφιος και αργότερα ο εγγονός Χριστόδουλος Πάφιος, ο οποίος συνεχίζοντας το έργο του παππού του, γυρίζει την πατρίδα του και τον κόσμο όλο σε όποιο μέρος τον καλέσουν, δίνοντας παραστάσεις θεάτρου σκιών.

Θέλοντας ακόμα να προσφέρει κάτι περισσότερο για τη διάσωση και διάδοση του λαϊκού αυτού θεάματος, ο εγγονός Χριστόδουλος Πάφιος έφτιαξε το δικό του λαϊκό μουσείο θεάτρου σκιών με μοναδικό σκοπό να διατηρήσει, να προστατεύσει και να προβάλει με κάθε τρόπο ένα από τα πιο σημαντικά μέρη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που εκπροσωπεί το λαϊκό θέατρο, τον Καραγκιόζη.

To Μουσείο Θεάτρου Σκιών στη Χλώρακα στεγάζεται σε ιδιόκτητο παλιό οίκημα δίπλα στη κεντρική πλατεία, στο ίδιο παλιό κτίριο που ο πρώτος καραγκιοζοπαίχτης ο Χριστόδουλος Πάφιος χρησιμοποιούσε για να δίνει τις θεατρικές του παραστάσεις. Σήμερα το ίδιο παλιό μαγαζάκι κληροδότημα στον εγγονό του, χρησιμοποιήθηκε από τον κληρονόμο Χριστόδουλο ως χώρος στέγασης των παλιών φιγούρων, και αποτελεί σήμερα το μουσείο Καραγκιόζη της Χλώρακας και πάσης Κύπρου.

  Ο επισκέπτης στο Μουσείο θεάτρου σκιών της Χλώρακας, μαγεύεται από τα χρώματα των φιγούρων,  την εύθυμη έκφραση των φυσιογνωμιών των ηρώων και την πληθώρα των φιγούρων που είναι ιδιόχειρες κατασκευές των δημιουργών τους Χριστόδουλου Πάφιου προγονού, και Χριστόδουλου Πάφιου επιγόνου.

Μέσα από τις χάρτινες φιγούρες ο επισκέπτης μπορεί να πληροφορηθεί την ιστορία του Θεάτρου Σκιών και του Κύπριου Καραγκιόζη από το 1900  μέχρι σήμερα.

Στις αίθουσες του Μουσείου εκτίθενται:

Περίκαλλες φιγούρες από χαρτόνι, γνήσια έκφραση της τέχνης του Κυπριακού θεάτρου σκιών.

Σκηνές και σκηνικά με ιδιόχειρες ζωγραφιές από τους δυο καλλιτέχνες.

Εργαλεία και υλικά κατασκευής φιγούρων θεάτρου σκιών.

Εφφέ για τη δημιουργία ήχων, θορύβων, μουσικής και γενικά οπτικοαουστικής κίνησης.

Πίνακες που ζωγράφισε ο προγονός Χριστόδουλος Πάφιος


ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η ακτή της Αλυκής στη Χλώρακα στην περίοδο του Κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959 ήταν μια απόμακρη ερημική ακτή, γι' αυτό επιλέγηκε ως ο τόπος για τη μυστική άφιξη από την Ελλάδα του Αρχηγού του Αγώνα Γεωργίου Γρίβα Διγενή και για την παραλαβή των πρώτων φορτίων οπλισμού.

Γι αυτό ο χώρος αποτελεί σημαντικό μνημειακό χώρο όπου σήμερα το πλοιάριο "Άγιος Γεώργιος" που μετέφερε πυρίτιδα και πυρομαχικά για τον αγώνα, εκτίθεται σε ένα ειδικά σχεδιασμένο υπόστεγο-μουσείο.

Επίσης εκεί κοντά βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που η Ζήνα Κάνθερ ανήγειρε με δίκες της δαπάνες προς τιμήν του στρατιωτικού αρχηγού του Αγώνα. Το παρεκκλήσι, που εικονογραφήθηκε αργότερα από τους Γεώργιο και Αλέξανδρο Κωνσταντινίδη με τη φροντίδα της Μητρόπολης Πάφου και τις δωρεές χριστιανών, αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο τμήμα του όλου μνημειακού χώρου στην ακτή της Χλώρακας. 

Μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου οι Άγγλοι δεν έδωσαν την αυτοδιάθεση που υπεσχέθησαν στον λαό της Κύπρου, η καταπίεση συνεχίστηκε, έτσι με αρχηγό την Εθναρχία υπό του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ, ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ ο οποίος άρχισε από τις ακτές της Χλώρακας με την αποβίβαση του στρατιωτικού αρχηγού Διγενή στην ακτή της Αλυκής, και την εκφόρτωση του πρώτου οπλισμού που μεταφέρθηκε με το πλοίο «Σειρήν» στην ακτή της Βρέξης, και που χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό αυτό.

Σύσσωμος όλος σχεδόν ο πληθυσμός της κοινότητας έλαβε μέρος ή βοήθησε ώστε να επιτύχει ο αγώνας ο οποίος διήρκησε 4 έτη, και μετά την επιτυχή του έκβαση επέφερε τις Συμφωνίες της Ζυρίχης.

Ανάμεσα στους απλούς κατοίκους που όλοι ανεξαιρέτως βοήθησαν με τον τρόπο τους είτε παρέχοντας τρόφιμα ή κάλυψη, είτε απλώς υποστηρίζοντας τον αγώνα, ορισμένοι ξεχώρισαν για τη μεγάλη τους προσφορά, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο.

Εφτά Χλωρακιώτες αγωνιστές  πατριώτες που πιστέψανε και παλέψανε για μία πραγματικά ελεύθερη Κύπρο, με τις μεγάλες θυσίες τους σφράγισαν ανεξίτηλα την σύγχρονη Κυπριακή ιστορία. Γιατί ήταν ο αγώνας τούς για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, για αυτοδιάθεση και Ένωση.

Ήταν η πρώτη ομάδα της ΕΟΚΑ και αποτελείτο από εφτά πατριώτες νέους Χλωρακιώτες, με ομαδάρχη τον Κώστα Λεωνίδα -αργότερα Π/Κώστα-, και μέλη τους Νικόλα Μαυρανικόλα, Νικόλα Κ. Πενταρά, Χριστόδουλο Ν. Πενταρά, Χριστάκη Εύζωνα, Κυριάκο Γ, Μαυρονικόλα, και Μιχαλάκη Παπαντωνίου. Μαζί τους και ο αγωνιστής δικηγόρος Σωκράτης Λοιζίδης από το Δίκωμο.

Μετά από το πρώτο φορτίο στην ακτή της Βρέξης που είχαν παραλάβει, στην ακτή «Ροδαφίνια» οι εφτά πατριώτες από τη Χλώρακα ανέμεναν το πλοιάριο "Άγιος Γεώργιος" για να παραλάβουν το δεύτερο φορτίο οπλισμού, που και αυτό προοριζόταν για την προετοιμασία του μεγάλου ξεσηκωμού εναντίον των Άγγλων κατακτητών.

Ήταν 25 Ιανουαρίου, όταν ο πλοίαρχος του Αγγλικού πολεμικού "Κόμετ" εντόπισε στο ραντάρ το καΐκι "Άγιος Γεώργιος" να κινείται στα δυτικά της Χλώρακας. Αμέσως έσβησε τις μηχανές, έκανε συσκότιση και ειδοποίησε την αστυνομία.

Άγγλοι στρατιώτες που στρατοπέδευαν στο Κόλπο των Κοραλλίων, μεταφέρθηκαν στη Χλώρακα, και περικύκλωσαν όλη την περιοχή από το χωριό μέχρι την παραλία. Και ενώ το πλοιάριο πλησίασε την ακτή και άρχισε να ξεφορτώνεται ο οπλισμός και να μεταφέρεται στην ξηρά με βάρκα, περίπολος αστυνομικών στη πορεία τους για τα "Ροδαφίνια" συνέλαβαν τους Κυριάκο Μαυρονικόλα και Μιχαλάκη Π/Αντωνίου που μετέφεραν στόρια για τις ανάγκες του πλοιαρίου, και άλλες δυο περίπολοι περικύκλωσαν την ακτή και συνέλαβαν τους υπόλοιπους μαζί με κιβώτια τα οποία είχαν ήδη εκφορτωθεί. Ταυτόχρονα το Αγγλικό πολεμικό κατεδίωξε και συνέλαβε το καΐκι "Άγιος Γεώργιος" με όλο το πλήρωμα.

Οι συλληφθέντες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε πολυετη φυλακιση.

ΠΑΛΙΕΣ ΒΡΥΣΕΣ

Τη σημασία του ζωογόνου νερού συναντούμε στους μύθους των λαών που έχοντας πλήρη επίγνωση της ζωοδόχου σημασίας του το τίμησαν και το ανέδειξαν ως θεότητες θέλοντας να το εξευμενίσουν. Ανέπτυξαν θρύλους και δημιούργησαν ιστορίες και δοξασίες καθώς και παραδοξολογίες, αφού ήταν το πολυτιμότερο αγαθό που θέλοντας οι άνθρωποι πρώτοι να έχουν ρόλο και λόγο επ αυτού, δημιούργησαν δεισιδαιμονίες και φοβίες για ανεράδες και δράκους θέλοντας να το προστατεύσουν.

Στους μύθους όλων των λαών το νερό αποτέλεσε στοιχείο έμπνευσης και διανόησης, ευρηματικότητας, επινοητικότητας και καλλιτεχνικής φαντασίας καθώς και δημιουργικής πνοής που τους βοήθησε να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν κυρίως βρύσες που ως σήμερα παραμένουν δείγματα αρχιτεκτονικής παράδοσης και κουλτούρας.

Σε όλα τα μέρη όπου υπήρχε τρεξιμιό νερό, έκτιζαν βρύσες οι οποίες συνήθως ήταν δημόσιες, ώστε να τις χρησιμοποιούν όλοι πλούσιοι και φτωχοί, καθώς το νερό είναι απαραίτητο στοιχείο για τη ζήση του ανθρώπου, και ένεκα αυτού, πολλοί αιματηροί πόλεμοι έχουν συμβεί στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στη Χλώρακα σώζονται τρεις παλιές βρύσες ο «Πύρκος», το «Καμαρούϊ» και η «Βρύση». Εξ αυτών όμως, μόνο η τελευταια σώζεται επ ακριβώς όπως κτίστηκε πριν εκατοντάδες χρόνια.

Λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία της κοινότητας στην πλευριά μεριά ενός χειμάρρου με πυκνή βλάστηση, σε ένα τόπο καταπράσινο από θεόρατους δρύες και άγρια πανίδα, ήταν οικοδομημενο το περίκαλλο κτίσμα που σώζεται περιποιημένο και συντηρημένο έως σήμερα, η «Βρύση» του χωριού.

Όπως σε πολλές περιοχές υπάρχουν έθιμα στα οποία πιστεύουν και τηρούν ευλαβικά οι άνθρωποι, στη Χλώρακα οι κάτοικοι για  να καλοπιάσουν τις καλές νεράιδες και τις κακές ανεράδες που θεωρούσαν ότι κατοικούσαν στις πηγές, προσέφεραν σπονδές όπως βασιλόπιττες και μελομακάρουνα για να γλυκάνουν αυτές και τα νερά τους.

Γεροντότεροι κάτοικοι μαρτυρούν πως στους παλαιούς καιρούς το πρωί της Πρωτοχρονιάς μετά την εκκλησία, οι κάτοικοι συνήθιζαν να πηγαίνουν στη «Βρύση» του χωριού για να γεμίσουν τις στάμνες τους με καινούριο αγιασμένο νερό, αφού πρώτα γινόταν δέηση από τον ιερέα που το ευλογούσε στο όνομα του πατρός, του υιού και τους Αγίου πνεύματος, και ύστερα τους ράντιζε την κεφαλή με ένα κλωνί από λασμαρί ή βασιλιτσιάς.

Σήμερα δίπλα στη παλιά πετρόκτιστη «Βρύση» έχουν κτίσει ένα ωραίο παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Υπάτιο δωρεάν ευεργέτου Γιαννάκη Αριστοδήμου, και ένα ωραιότατο αμφιθέατρο κτίσεως επί κοινοταρχίας Ανδρέα Μαυρέση, ενώ ο όλος περιφερειακός χώρος έχει μετατραπεί σε όμορφο πάρκο πλακοστρωμένο και τοιουτοτρόπως κατασκευασμένο, ώστε τέλεια συνάδει με την γύρω φύση και δένει με την παλιά εποχή.

ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΑ

Οι υπαίθριοι χώροι αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και τοπίου, ώστε να μπορεί ο πληθυσμός να απολαμβάνει ή δυνατόν, καθαρό οξυγόνο.

Καθώς οι αστικές περιοχές σταδιακά μορφοποιούνται στην έκταση και στη δομή τους, η ιδέα της αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος με τη δημιουργία πάρκων αρχίζει να υλοποιείται από τις κυβερνήσεις εφαρμόζοντας πολιτικές στο σχεδιασμό της οικιστικής ανάπτυξης που συμπεριλαμβάνουν χώρους πρασίνου. Σχεδιάζονται και δημιουργούνται αρσήλια γηγενούς βλάστησης κυρίως ντόπιων δένδρων, πράσινων λωρίδων και πάρκα διαφόρων τοπίων χλωρίδας και πανίδας.

Στη Χλώρακα η τοπική αρχή σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή ένωση κατασκεύασαν θεματικό πάρκο σε μια μεγάλη έκταση γης που παραχωρήθηκε στην κοινότητα από το τμήμα Τουρκοκυπριακής διαχείρισης γης. Περιλαμβάνει όλα τα είδη άγριων φυτών, θάμνων και δένδρων που ευδοκιμούν στη χαμηλή περιοχή, καθώς και τόπο ειδικά κατασκευασμένο για μικρές παραστάσεις. Περιλαμβανει επισης κήπους, παιδικές χαρές, χώρους υγιεινής, καντίνα και δημόσιο χώρο στάθμευσης οχημάτων.

Είναι ένα μεγάλο έργο που πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε μεταξύ των ετών 2010 και 2012. Η μελέτη και η σχεδίαση του ανήκει στον Νεόφυτο Ζαβρίδη, και είναι ένα έργο συνέχεια της υπόλοιπης ανάπτυξης της περιοχής που περιλαμβάνει τμήμα του δημόσιου τουριστικού δρόμου και ενώνει τις παραλιακές ξενοδοχειακές μονάδες, αλλά που κυριότερα ενώνει αρμονικά το όλο γύρω διαμορφωμένο περιβάλλον με το υπάρχων φυσικό και άγριο της θαλάσσιας ακτογραμμής.

Βρίσκεται στην καρδιά της τουριστικής περιοχής και αναβαθμιζει την ποιότητα ζωής όχι μόνο της κοινότητας της Χλώρακας, αλλά και των διπλανών κοινοτήτων Λέμπας, Έμπας και Κισσόνεργας, και εκατοντάδες επισκέπτες απολαμβάνουν καθημερινά τον περίπατο τους, κυρίως κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες.

Καλύπτει έκταση 17 εκταρίων και βρίσκεται λίγα μέτρα από τη θάλασσα του Κοτσιά, έχοντας πανοραμική και απρόσκοπτη θέα ένα πολύ μεγάλο πεδίο από θάλασσα και ουρανό που φτάνει ως τον μακρινό ορίζοντα, εκεί που κάθε δείλι μπορεί ο επισκέπτης να απολαύσει ένα φανταστικό θέαμα, την δύση του ηλίου.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Το θέατρο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε από τα Αρχαϊκά χρόνια και διαμορφώθηκε πλήρως κατά την κλασική περίοδο,  κυρίως στην Αθήνα. Η ανάπτυξη εν γένει των τεχνών και της Ελληνικής παιδείας δια μέσου του προφορικού λόγου από τις σκηνές και η χρήση του λόγου ως μέσο ψυχαγωγίας, προβληματισμού και πειθούς, ήταν στοιχεία της παράδοσης του θεάτρου που διαμόρφωνε συνειδήσεις και παρήγαγε πολιτική και πολιτιστική δράση.

Τα ίδια στοιχεία συνεχίζει να φέρει μέχρι σήμερα η Ελληνική Θεατρική παράδοση, με μόνη διαφορά οι θεατρικές παραστάσεις έχουν αραιώσει κατά πολύ ένεκα των ηλεκτρονικών πλέον τρόπων ψυχαγώγησης και μόρφωσης. Εντούτοις όμως, τα θέατρα και οι θεατρικές παραστάσεις επί σκηνής, συνεχίζουν να έχουν την ίδια παλιά αίγλη.

Γι αυτούς τους λόγους, αλλά και για τη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και κουλτούρας, πνευματικοί και εκπαιδευτικοί φορείς, προωθούν την ιδέα για κατασκευή θεάτρων ή δυνατόν με τα παλαιά πρότυπα.

Στη Χλώρακα κατά τα έτη 2007-8, προωθήθηκε από το Κοινοτικό Συμπούλιο και ορισμένους πνευματικούς ανθρώπους η κατασκευή μικρού θεάτρου χωρητικότητας τετρακοσίων θεατών. Τις μελέτες και το σχεδιασμό ανέλαβε το Αρχιτεκτονικό Εργαστήρι Αγησιλάου & Καλαβάς και το εργο παραδόθηκε στο κοινό το 2011. Έως τώρα έχουν δοθεί αξιόλογες παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Είναι όμοιο με το αρχαίο ωδείο της Πάφου, με δύο σειρές κερκίδες μικρότερο. Είναι υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία η οποία χρησιμεύει για θεατρικές, μουσικές και ποιητικές παραστάσεις, καθώς και για άλλες τελετές.

Ευρίσκεται λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία και τον καθεδρικό ναό της κοινότητας δίπλα στην παλιά Βρύση, σε μια τοποθεσία με πανοραμική θέα όλο τον κάμπο και τη μεγάλη θάλασσα από δύση ως νοτιά.

Ο επισκέπτης μένει κατάπληκτος από την εξαιρετική θέα του φυσικού περιβάλλοντος που περιτριγυρίζει τον χώρο και την απόλυτη ησυχία που σκιάζεται μόνο από το κελάηδημα των πουλιών που αμέριμνα φτερουγίζουν στην πυκνοφυτεμένη από άγρια βλάστηση ρεματιά κάτωθεν του Θεάτρου.

Στον ίδιο χώρο όμορφα συνυπάρχει η παλιά Βρύση και το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Υπατίου, του θαυματουργού Αγίου θεραπευτή των μωρών παιδιών που έχουν δυσκολία να περπατήσουν.

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

Με τις τοιχογραφίες θρησκευτικών θεμάτων η Ορθόδοξη παράδοση στοχεύει στην πνευματική σημειολογία ώστε μέσω αυτής να μπορεί να επιτευχθεί μια σχέση ζωής με το Θεό και τους Αγίους Του, καθ ότι η  εικόνα δημιουργεί μια αίσθηση ζωντανής παρουσίας και φέρνει τον πιστό σε προσωπική σχέση και επαφή με την υπόσταση του εικονιζόμενου. Άρα η αγιογραφία δεν θεωρείται απλό έργο θρησκευτικής τέχνης, αλλά μέσο με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί την αγιότητα.

Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει πως την πρώτη εικόνα την ζωγράφισε ο χριστός, όταν ο Αύγαρος βασιλεύς της Μεσοποταμίας υποφέροντας από λέπρα έγραψε επιστολή στον Χριστό για να τον παρακαλέσει να τον επισκεφτεί και να τον θεραπεύσει. Την επιστολή μετέφερε στο Χριστό ο Ανανίας υπηρέτης του βασιλέως, και όταν αντίκρισε το γιο του Θεού, προσπάθησε να τον ζωγραφίσει, αλλά μη έχοντας ταλέντο στη ζωγραφική δεν τα κατάφερε. Ο Χριστός βλέποντας την ανεπιτυχή του προσπάθεια, του ζήτησε νερό για να νιφτεί και σκούπισε το πρόσωπό του με ένα μανδήλιο το οποίον του παρέδωσε. Η θεία μορφή του αποτυπώθηκε θαυματουργά και το εν λόγω μανδήλιο είναι γνωστό ως το Άγιον Μανδήλιον.

Ακόμη η παράδοση αναφέρει πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς πρώτος ζωγράφισε τρεις εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου φέρουσα στην αγκαλιά της τον υιόν της τον αγαπητόν η οποία τις δέχτηκε με αγάπη λέγοντας,

-Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη δι' εμού μετ' αυτών.

Σήμερα οι τρεις άγιες εικόνες, βρίσκεται η μία στην Κύπρο στην Ιερά Μονή του Κύκκου, η δεύτερη στην Πελοπόννησο στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, και η άλλη στη Ρωσία.

Έκτοτε και μέχρι σήμερα οι πιστοί συνηθίζουν να τοιχογραφούν τις εκκλησιές, με αποτέλεσμα η τέχνη της Αγιογραφίας να αναπτυχθεί πλήρως και να αναδειχτούν ανά τους αιώνες σπουδαίοι Αγιογράφοι και σπουδαίες Αγιογραφίες. Η Κύπρος είναι διάσπαρτη από αρχαίες εκκλησίες τοιχογραφημένες περίτεχνα, που δυστυχώς όμως οι περισσότερες Αγιογραφήσεις έχουν φθαρεί ή καταστραφεί από το πέρασμα των χρόνων. Το τμήμα Αρχαιοτήτων αν και έχει αναλάβει τη συντήρηση τους, δυστυχώς στις δυο αρχαίες εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και Παναγίας Χρυσελεούσης που ευρίσκονται στη Χλώρακα, τίποτα δεν έχει κάνει περί τούτου.

Είναι εκκλησίες Βυζαντινού ρυθμού του 12ου αιώνα, με τους τοίχους παλαιότερα να καλύπτονται από σπουδαίες Αγιογραφήσεις, και που σήμερα δυστυχώς, ελάχιστα ίχνη έχουν μείνει από αυτές, αλλά έστω και ότι έχει απομείνει, είναι αξιόλογες ζωγραφίσεις από σπουδαίους αλλά αγνώστους ζωγράφους.

Στην εκκλησία της Παναγίας Χυσελεούσας διασώζονται δυο στηθαίες μορφές Αγίων εκ των οποίων η μια παριστάνει την Αγία Κυριακή ενώ η άλλη έχει φθαρεί. Μια άλλη απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει τον δράκοντα. Στον τρούλο είναι σχεδιασμένος ο Παντοκράτορας, ενώ στην οριζόντια βάση του είναι αναγραμμένη η φράση «ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΗΝ ΕΚΤΙΣΩ ΤΩ ΤΙΜΙΩ ΣΟΥ ΑΙΜΑΤΙ ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΟΛΥΦΩΤΟΣ ΑΝΕΔΕΙΧΘΗ ΑΠΑΝΤΑ ΦΩΤΑΓΩΓΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΕΝ Ω ΕΣΤΩΤΕΣ ΚΑΤΑΥΓΑΖΩΜΕΝ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ». Κάτω από τον τρούλο υπάρχουν τα Χερουβείμ, οι δώδεκα Αποστόλοι, οι τέσσερις Ευαγγελιστές και ο Ιωάννης ο θεολόγος. Υπάρχουν επίσης οι τοιχογραφίες της δευτέρας παρουσίας, του Χριστού ως δίκαιου κριτή, και ο Άγιος Μηνάς καβάλα σε άλογο. 

Στο ιερό υπάρχουν παραστάσεις της σκηνής του Ευαγγελισμού, της γεννήσεως, της σταυρώσεως, του Επιτάφιου θρήνου, της θυσίας του Αβραάμ, της βαπτίσεως του Χριστού, του Αρχάγγελου Μιχαήλ και της Παναγίας της Πλατυτέρας. 

Τέλος, στην είσοδο του ναού υπάρχει σκαλιστό οικόσημο Φράγκικης οικογένειας, ίδιο ακριβώς το οποίο υπάρχει στην είσοδο του επίσης αρχαίου ναού του Αγίου Νικολάου.

Ο Άγιος Νικόλαος είναι μικρός μοναστηριακός ναός και ευρίσκεται στα νότια της Χλώρακας και είναι τύπου μονόκλιτης με τρούλο. Μαζί με το ναό της Παναγίας της Χρυσελεούσης έχουν ανακυρηχτεί αρχαιολογικά μνημεία, καθώς είναι κτίσματα του 12ου αιώνα και φέρουν τοιχογραφίες επί του εσωτερικού τους.

Ενώ στο ναό της Παναγίας οι τοιχογραφίες σώζονται κατά μεγάλο μέρος, δυστυχώς στο ναΐσκο του Αγίου Νικολάου έχουν φθαρεί κατά πολύ, σε σημείο που δύσκολα διακρίνονται. Στο βόρειο τοίχο υπάρχουν αρκετά ίχνη του Αγίου Νικολάου και του βίου του, ενώ στο ιερό κάτω από επιπρόσθετες κτιριακές προσθήκες, διακρίνονται άλλες Αγιογραφίες σημάδι πως το ιερό παλιότερα ήταν ολόκληρο Αγιογραφημένο.  

*Πληροφορίες από το βιβλίο του Χρίστου Μαυρέση «Χλώρακα, ιστορική και λαογραφική μελέτη»

 «Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ»

Τη χρονιά του 2008 ο Κυριάκος Ταπακούδης αποφασίζει να εκδώσει την «Εφημερίδα της Χλώρακας». Ένα δύσκολο επιχείρημα καθώς δεν γνώριζε τίποτα επί του αντικειμένου, ούτε και από τη σύγχρονη τεχνολογία των κομπιούτερς και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων που ήταν απαραίτητα για την έκδοση της εφημερίδας. Παρ όλα αυτά, ενέσκηψε του θέματος και με ενδιαφέρον κατόρθωσε να γνωρίσει γενικά την όλη διαδικασία και να την εφαρμόσει με επιτυχία. Έμαθε να χειρίζεται τον υπολογιστή με τον οποίο διεκπεραίωνε όλη την εργασία από γράψιμο έως σελιδοποίηση και εκτύπωση, αλλά το κυριότερο κατόρθωσε να μπορεί γράφει τα κείμενα, τα άρθρα και τις μικρές ιστορίες του με επιτυχία, χωρίς προηγουμένως στη ζωή του να έχει ασχοληθεί με το γράψιμο.

Αντλώντας θέματα από την καθημερινή ζωή και τα ήθη και έθιμα του τόπου, αλλά και από τον πλούτο των θρύλων και των δοξασιών, τα συγκέρασε και τα έπλασε με απλότητα στη γραφή και με προσήλωση στη θρησκευτική πίστη και τον πολιτισμό, αναδεικνύοντας περισσότερο τις δεισιδαιμονικές φοβίες των ανθρώπων, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως γραπτά και κείμενα πολύ αγαπητά στο αναγνωστικό κοινό.

Η εφημερίδα ήταν στυλ περιοδικού σε μέγεθος κόλλας Α4 και σε αριθμό 20 σελίδων περίπου. Ήταν μηνιαία και εκτός από τις τοπικές ειδήσεις συμπεριελάμβανε μελέτες και άρθρα κοινωνικά, πολιτιστικά και διδαχτικά, με τα οποία ο συγγραφέας προσπαθούσε να εμπνεύσει όραμα και πίστη, αγαθά τα οποία εξέλειπαν από τη μικρή κοινωνία της Χλώρακας την συγκεκριμένη εκείνη εποχή. Κατόρθωσε ως εφημερίδα να μείνει ανεπηρέαστη και μακριά από πολιτικές και διαπλοκές, παραμένοντας σταθερή στις θέσεις της ψέγοντας τα λάθη, τις ατασθαλίες και την κατάχρηση εξουσίας από οπουδήποτε προέρχονταν, με αποτέλεσμα να μην στηριχτεί σε ζητήματα διαφήμισης από τους εμπλεκόμενους που διαχειρίζονταν τους δυο κύριους οικονομικούς πυλώνες, το κοινοτικό Συμβούλιο και τη τράπεζα της ΣΠΕ. Αποτέλεσμα ήταν μετά από τέσσερα χρόνια λειτουργίας της να αναστείλει την έκδοση της η οποία περιλάμβανε 2000 έντυπα και τα οποία διανέμονταν δωρεάν σε όλα τα σπίτια.

Γεγονός ήταν ότι αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από όλους τους κατοίκους και η φήμη της εξαπλώθηκε σε όλη την Κυπρο. Επίσης έγινε πολύ αγαπητή και περιζήτητη σε όλους τους ξενιτεμένους που την προμηθεύονταν ταχυδρομικώς έστω και μεταχρονισμενη από τους συγγενείς τους. Επίσης διαβαζόταν πολύ από Έλληνες απανταχού της γης, καθώς εκδιδόταν και ηλεκτρονικά στο Ίντερνετ.

Ήταν ένα έντυπο ενημερώσης μακριά από πολιτικές, αλλά κοντά στα γράμματα και τον πολιτισμό γραμμένη τοιουτοτρόπως ώστε να εμπνέει όραμα και πίστη.

Στηλίτευσε και πρόβαλε ότι καλό και ευγενικό, και καυτηρίασε ότι κακό και στρεβλό. Φιλοξένησε τα διηγήματα της Χλώρακας τα οποία ήταν ιστορίες της παράδοσης και σκιαγραφήσεις χαρακτήρων του λαού μέσα από τις οποίες εξαγόταν ο τρόπος της διαβίωσης του πληθυσμού την παλαιάν εποχή. Ήταν διηγήματα εμπνευσμένα κυρίως από ιστορήσεις των γερόντων κατοίκων και μέσα από τη χριστιανική παράδοση. Ήταν ιστορίες που άφησαν εποχή καθώς περιείχαν μερική μυθολογία αποτέλεσμα των παραλογών που δημιουργούνται όταν μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, αλλά κυρίως ήταν ιστορίες αποτέλεσμα από αυτούσιες διηγήσεις.

Ήταν μια επιτυχής προσπάθεια εκδόσεως ενός διδαχτικού εντύπου ενημέρωσης μακριά από πολιτικές και συνήθη θέματα, αλλά κοντά στα γράμματα και τον πολιτισμό. Μπόρεσε να μεταδώσει μερικώς πίστη και όραμα, και μερικές από τις απειράριθμες γνώσεις που υπάρχουν και δεν τελειώνουν ποτέ, με τρόπο που μόρφωσαν, καλλιέργησαν και διαμόρφωσαν ή δυνατόν, καλύτερους χαρακτήρες ανθρώπων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ

Η Κύπρος είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μέρος με σπάνια χλωρίδα και πανίδα, που ως νησί κοντά στην Ασία, καλύπτεται από άνυδρους και άγονους ξερότοπους κατοικημένους από είδη ερπετών, αλλά και από τόπους χλοερούς γεμάτους δάση που  φιλοξενούν έναν τεράστιο αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας.

Το κυκλάμινο έχει ανακηρυχθεί εθνικό φυτό της Κύπρου, ενώ η βαλανιδιά έχει γίνει το εθνικό δέντρο του νησιού. Για εκατομμύρια πουλιά η Κύπρος αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό κατά την αποδημητική τους πτήση από την Ευρώπη στην Αφρική και αντίστροφα. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι η ύπαρξη στο νησί υδροβιότοπων. Από τα πολυάριθμα άγρια πτηνά της Κύπρου, τα αρπακτικά είναι τα πλέον εντυπωσιακά, και ανάμεσά τους το γεράκι της Ελεονόρας και ο αυτοκρατορικός αετός που αποτελούν σπάνια είδη της πανίδας, ενώ στα θαλάσσια είδη φιλοξενούνται η πράσινη χελώνα και η καρέττα-καρέττα, που αναπαράγονται στις αμμώδεις ακρογιαλιές της νήσου.

Η Κύπρος ήταν γεμάτη από βιότοπους μοναδικούς που μόνο βοσκοί και φυσιολάτρες τους γνώριζαν, αλλά αυτό συνεβαινε μια φορά και έναν καιρό, ώσπου δυστυχώς η πρόοδος και η απληστία του σύγχρονου ανθρώπου τους κατάστρεψε και τους μετέτρεψε σε σύγχρονες οικιστικές μονάδες ξεχερσώνοντας όλους τους ποταμούς και τες ρεματιές, και σκεπάζοντας τη γη με μπετόν και ψηλά κτίρια.

Στη Χλώρακα ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ήταν ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης  τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από  άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.

Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.

Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.

Ήταν  ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.

Όμως ήρθαν οι άνθρωποι και τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί. Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.

Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.

Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και  όλης σχεδόν  της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.

Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.

Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.